Pecten ornatus*

Δεν της έπιασε το χέρι, αλλά κάθε τόσο, εντελώς φυσικά, τα δάχτυλά τους ακουμπούσαν. Πότε-πότε γονάτιζαν για να εξετάσουν κάποιο κοχύλι ή να δουν καλύτερα κάποιο διαφανές φύκι που το σχήμα του πλησίαζε πια στο έργο τέχνης. Τα γαλάζια μάτια του Τσέις ήταν παιχνιδιάρικα· χαμογελούσε εύκολα. Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο από τον ήλιο όπως και το δικό της. Οι δυο τους μαζί φάνταζαν ψιλόλιγνοι, κομψοί, ταιριαστοί.
Η Κάια ήξερε πως ο Τσέις είχε επιλέξει να μην πάει στο πανεπιστήμιο αλλά να δουλέψει στην επιχείριση του μπαμπά του. Ξεχώριζε απ’ όλους στο χωριό, ήταν ο μεγάλος πετεινός. Κάπου μέσα της, η Κάια ανησυχούσε μήπως κι εκείνη δεν ήταν παρά ένα όμορφο εύρημα παραλίας, ένα αντικείμενο παράξενο που θα το περιεργαζόταν για λίγο και ύστερα θα το πετούσε ξανά στην άμμο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να περπατάει δίπλα του. Είχε ήδη δώσει μια ευκαιρία στον έρωτα· τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να γεμίσει τα κενά. Ν’ ανακουφίσει τη μοναξιά υψώνοντας ταυτόχρονα ένα τείχος γύρω από την καρδιά της.
Έπειτα από περίπου ένα χιλιόμετρο, ο Τσέις γύρισε προς το μέρος της, έσκυψε και με επιτηδευμένα θεατρινίστικη χειρονομία την προσκάλεσε να καθίσουν μαζί στην άμμο, με την πλάτη σ’ ένα κορμό που είχε βγάλει η θάλασσα.
Ο Τσέις έβγαλε από την τσέπη του μια φυσαρμόνικα.
«Α», είπε εκείνη. «Παίζεις;» Ένιωσε τις λέξεις τραχιές στη γλώσσα της.
«Όχι και πολύ καλά. Αλλά όταν έχω κοινό που κάθεται στην παραλία με την πλάτη στο κούτσουρο…». Έκλεισε τα μάτια του και έπαιξε το «Σεναντόα»· η παλάμη του πετάριζε μπροστά στην φυσαρμόνικα σαν πουλί παγιδευμένο στο τζάμι. Ήταν μια μουσική πανέμορφη, λυπητερή, σαν γράμμα από κάποια μακρινή πατρίδα. Και τότε, σταμάτησε απότομα στα μισά του τραγουδιού και έπιασε από την άμμο ένα κοχύλι ελάχιστα μεγαλύτερο από πεντάρα, λευκό με έντονες κόκκινες και μοβ κηλίδες.
«Α, κοίτα αυτό εδώ», είπε.
«Ναι, είναι ένα πλουμιστό στρείδι, ένα Pecten ornatus«, είπε η Κάια. «Σπάνια βλέπω τέτοια. Έχει πολλά του ίδιου γένους εδώ, αλλά το συγκεκριμένο είδος συνήθως ενδημεί σε περιοχές νοτιότερα του δικού μας γεωγραφικού πλάτους, γιατί τα νερά εδώ παραείναι κρύα γι’ αυτά».
Απόμεινε να την κοιτάζει. Μέσα σ’ όλα εκείνα τα κουτσομπολιά, κανείς ποτέ δεν ανέφερε ότι η Πιτσιρίκα του Βάλτου, το κορίτσι που δεν ήξερε πώς γράφεται ακόμα και η πιο απλή λέξη, ήξερε τις λατινικές ονομασίες των όστρακων, που απαντούσαν και -αν είναι ποτέ δυνατόν- γιατί.
«Αυτά εγώ δεν τα ξέρω», είπε ο Τσέις, «αλλά κοίτα εδώ: είναι στριμμένο». Τα μικρά πτερύγια που εξείχαν δεξιά κι αριστερά από τη βάση ήταν λίγο στραβά, και στη βάση υπήρχε μια τέλεια τρυπούλα. Ο Τσέις έπαιξε με το όστρακο στην παλάμη του.
«Ορίστε, παρ΄το. Εσύ είσαι που ξέρεις από κοχύλια».
«Ευχαριστώ». Το έβαλε στην τσέπη της.

*Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, Ντέλια Όουενς, εκδ. ΔΩΜΑ, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Σχολιάστε