«Μπορεί να διψούσε»

Φαίνεται πως όσο πιο απίστευτη είναι μια ιστορία τόσο περισσότερο ικανός είμαι να την πιστέψω.

Είμαι τριάντα χρονών. Το 1903 έπαθα νευρικό κλονισμό και μ’ έστειλαν σε μια ψυχιατρική κλινική κλεισμένο μέσα σε ένα ζουρλομανδύα. Δεν είναι ακόμα ακριβώς ξεκάθαρο πως συνέβη, αλλά θα σας  πω τι θυμάμαι.

Είμαι βιολιστής σε  ορχήστρα, τουλάχιστον ήμουν πριν τον νευρικό κλονισμό.  Το Μάιο του 1903  ήμουν στο Κλίβελαντ του Οχάιο, παίζοντας βιολί για κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι σε Ρε Ματζόρε, όταν ακριβώς  στο  μέσο της καντέντσας -πάνω στην οποία είχα  δουλέψει για βδομάδες-, ξαφνικά άφησα το βιολί κάτω και άρχισα να σχίζω τις παρτιτούρες του πρώτου βιολιστή. Έκανα τα φύλλα του κομματάκια  όσο πιο γρήγορα μποροούσα, έριξα νερό μέσα στο φαρδύ στόμιο μιας τούμπας, κοπάνησα τα πλήκτρα του πιάνου  με  τις γροθιές μου -μόνο τα μαύρα πλήκτρα- και μετά κάθισα στο πάτωμα κλαίγοντας.  Το ακροατήριο παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα μέχρι που οι άνδρες της ασφάλειας όορμησαν μέσα και με πήραν σηκωτό από τη σκηνή.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ηρέμησα ώστε να μπορώ να πω τρεις τέσσερις  λογικές κουβέντες, δέχτηκα ερωτήσεις από τον αρχίατρο ενώ οι υπόλοιποι του ιατρικού προσωπικού κάθονταν σε κοντινές καρέκλες, ακούγοντας.

“Γνωρίζεις το όνομά  σου;”
“Τζέρεμι Σπένσερ Γουέμπ”, απάντησα
“Μπράβο!”, απάντησε ο αρχίατρος.
«Σας παρακαλώ, μη με ενθαρρύνετε”.
“Συγγνώμη”. είπε σχεδόν ταπεινά ο γιατρός “Είστε παντρεμένος;”
“Όχι, δόξα τω Θεώ”.
«Γιατί το λέτε αυτό;”
“Γιατί ήμουν παντρεμένος λίγα χρόνια πριν και αν είχατε παντρευτεί εσείς τη γυναίκα μου, τώρα θα είσαστε εσείς με το ζουρλομανδύα και εγώ θα σας έκανα ερωτήσεις”.
“Αυτό σας προκάλεσε το νευρικό κλονισμό;”
“Όχι, φυσικά και όχι, απλώς είναι μια κακιά ανάμνηση. Είμαστε χωρισμένοι τώρα”.
“Σας αρέσει η δουλειά σας σαν μουσικός, κύριε Γουέμπ;”
“Αγαπώ τη  δουλειά μου πιο πολύ κι από τη ζωή μου”.
“Τότε λοιπόν, γιατί σκίσατε τις μουσικές παρτιτούρες των άλλων βιολιστών… και χτυπήσατε τα πλήκτρα ενός πολύ ακριβού πιάνου Steinway  με τη γροθιά σας;”
“Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα”.
“Μήπως έχετε κάποια ιδέα γιατί ρίξατε νερό μέσα στην τούμπα;”
“Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως μπορεί να διψούσε”.
“Αστειεύεστε κύριε Γουέμπ;”
“Όχι, δεν αστειεύομαι, μακάρι να το έκανα”.

Ο αρχίατρος με κοίταξε επίμονα για μερικά δευτερόλεπτα.

Η γυναίκα που δεν ήθελε, Gene Wilder, εκδ. ΑΛΔΕ, μετάφραση Δημήτρης Μαμαλούκας

Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος*

19.00

Γράφω το μυθιστορημά μου ενόσω ο Μάριος και ο Νοέ κεντάνε σε καμβά, πλάι πλάι στον καναπέ, σαν δυο γριούλες παλιάς εποχής. Ο Ρεζά καθαρίζει την κουζίνα. Αναρωτιέμαι τι στην ευχή υπάρχει για να καθαρίσει· νόμιζα ότι είχα ήδη πλύνει κάθε γωνία… Ανοίγει το ραδιόφωνο που είναι στην άκρη του νεροχύτη. Επειδή ήμουν η τελευταία που άκουγε, είχε μείνει στο Chante France. Ακούμε Τζό Ντασέν και το Champs – Elysées του. Ο Ρεζά σιγοτραγουδάει τη μελωδία. Είναι χαζό, αλλά με συγκινεί που αυτός ο νεαρός Αφγανός ακούει ένα γαλλικό τραγούδι, πενήντα χρόνια παλιό, και το σιγοτραγουδάει στην κουζίνα.

Ακούω το Chante France γιατί ελπίζω κάθε φορά ότι θα παίξουν το Mon Vieux του Ντανιέλ Γκισάρ, το Duel au Soleil του Ετιέν Νταό, το Les Filles de l’aurore του Ουίλιαμ Σελέρ, το Mourir sur scene της Νταλιντά και το Banlieue Rouge του Ρενό. Τις πιο πολλές φορές περιμένω τζάμπα.

*

Ο Νοέ και ο Ρεζά παίζουν σκάκι, καθισμένοι σταυροποδι στο πάτωμα του σαλονιού.

-Που ζουσες όταν ήσουν σαν κι εμένα, Ντανιέλ;

-Όταν ήμουν επτά χρονών…

-Όχι, γίνομαι οκτώ σε ένα μήνα!

-Συγγνώμη! Όταν ήμουν οκτώ χρόνών, ζούσα στο Αφγανιστάν.

-Και όταν θα γίνω σαν κι εσένα… όταν θα είμαι είκοσι δύο, που θα ζω;

-Μπορεί στο Αφγανιστάν.

-Μπορεί! Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος.

*Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι, Émilie de Turckheim, μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

Μ’ ένα κονιάκ στο χέρι…*

«Άκουσε, παιδί μου, να δεις. Εγώ σχολείο δεν έβγαλα και γράμματα δεν κατέχω σαν κι εσένα, που κοσμογύρισες κι έκανες κι έρανες. Εγώ δεν διάβασα βιβλία και μήτε γραμματιζούμενος είμαι, μα είμαι δίκαιος κι εκείνο που είναι αυτό λέω. Μαθαίναμε τα νέα σου και τους αγώνες σου όλους. Ο παππούς σου το ίδιο. Ήξερε γιατί δεν πατάς πια και σε χάσαμε, κι όλο σε μελετούσε. Σε καμάρωνε κι ας τον πίκραινες που τον λησμόνησες χρόνια πολλά και ούτε αν ζει δεν ρώτησες. Τονε παράτησες και τον ξέχασες κι ήσουνα λάθος».
Ντράπηκα και θίχτηκα, κι ας ήταν έτσι. Δεν καταλάβαινε πως δεν παράτησα τον τόπο μου για ντολτσεβίτες, μα για κάποια ιδέα κι έναν αγώνα ιερό. Άλλωστε κι εμένα τον ίδιο παράτησα και ξέχασα κατά καιρούς. Αμύνθηκα.
«Δεν καταλάβατε. Δεν ήταν προσωπικό με τον παππού μου ή με το χωριό. Απλά είχα τον δικό μου αγώνα. Είχα να…»
«Κουραφέξαλα. Αυτά που λες είναι κουραφέξαλα, κι εγώ σ’ το λέω αντρίκεια».
Μαζεύτηκα και στριμώχτηκα.
«Άκου λοιπόν για να μαθαίνεις. Αυτός ήταν ο ήρωας κι ο αγωνιστής. Αυτός που τώρα τον νεκροφιλάνε στο σαλόνι. Αυτός κι όλοι αυτοί οι γέροι εδώ έξω. Αν θες παράσημα να δεις, για κοίτα τα κορμιά τους. Κοίτα τις χαρακιές και τα στραβωμένα δάχτυλα. Κοίτα τις σκορπιοδαγνωματιές και τα κοψίματα από την κλαδευτήρα. Κοίτα τα χρόνια κρυώματα στα στήθη και τα λυγισμένα δάχτυλα. Θες μάχες να δεις; Τα δικά μας πεδία μαχών είναι τ’ αλώνια. Εκεί ματώσαμε εμείς για μια ιδέα. Να χτίσουμε στα ερείπια του τόπου κάτι, για να τ’ αφήσουμε σ’ εσάς, να μη μας λησμονάτε. Χρωστούσαμε που σας φέραμε στον κόσμο και δεν βαρυγκομήσαμε ποτέ. Νομίζεις δεν θέλαμε εμείς κι άλλες πόλεις και θάλασσες βαθιές; Δεν θέλαμε εμείς να ερωτευτούμε και να μη σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι μια φορά; Ζητάς τα οχυρά να δεις απ’ τις μεγάλες μάχες; Πήγαινε και κοίτα τα ξώσπιτα και τα λινά στα κτήματα που κάναμε μνημεία κι αν ψάχνεις κάλυκες να βρεις, σκάψε μες τα χωράφια και θα βρεις ψαλίδες σπασμένες και λαβές από κοφίνια. Αν ζητάς παντιέρες, εμείς είχαμε μία και ήταν το τραπεζομάντηλο, που το τινάζαμε απ’ τα ψίχουλα και το ανεμίζαμε μεσημέρι βράδυ κι η νίκη μας ήταν αυτή. Το φαγητό στο τραπέζι. Αν ψάχνεις για άρματα βαριά κι αχρηστεμένα, κοίτα τις μάκινες που στέκουν σιωπηλές κι αν ναρκοπέδια ζητάς, να έβλεπες σαν πατούσαμε πάνω στη χαλασμένη απ’ τη βροχή σταφίδα πάνω τι θάνατο μας έδινε και τι κορμιά διαλούσε.
«Βιβλία και γραπτά δεν αφήσαμε, μα εκείνος που φύτευε ελιές στα γεράματά του τι νομίζεις πως έκανε; Δεν θα προλάβαινε να κάτσει κάτω απ’ τον ίσκιο τους ή να γευτεί το λάδι τους, κι όμως το έκανε. Αν θες να γράψεις κάτι στα βιβλία σου, να πεις πως ήρωάς μου εμένα είναι ο Νικολός, που τον πήρε η πλημμύρα παλεύοντας να σώσει το σκυλί του, ο φίλος μου ο Ηλίας που έπαθε συγκοπή καταηλιού στ’ αλώνια, γιατί δεν άκουσε τον γιατρό του και δεν κάθισε ούτε νερό να πιει, η γυναίκα του Νικήτα, που έμεινε χήρα με έξι παιδιά και όργωνε με το αλέτρι, στη μια μεριά αυτή, στην άλλη το μουλάρι. Να γράψεις πως πατρίδα μου εμένα είναι η καστανιά στο κάτω μέρος του χωριού, που πρωτοφίλησα τη γυναίκα μου, το ποτάμι που έστησα ξώβεργα με τον παππούλη σου κι ο βράχος που καθόμασταν μικρά παιδιά επάνω και τραγουδούσαμε ίσαμε που δεν είχαμε φωνή.
«Αυτά να γράψεις, κι αν θες συνείδηση να δεις, κοίτα αυτούς που ήρθαν να χαιρετήσουν εδώ σήμερα μ’ ένα κονιάκ στο χέρι. Όλα τ’ άλλα είναι κουραφέξαλα και σ’ το υπογράφω εγώ που νογάω να γράψω μονάχα τ’ όνομά μου.»
Γύρισε το ποτήρι του ανάποδα κι άφησε το ζεστό κονιάκ να πέσει στην αυλή, ποτίζοντας το χώμα και ξεδιψώντας τον Χάροντα που πήρε τον παππού μου. Τον Χάροντα που πήρε τον φίλο του. Το άδειασε κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γεια.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ θα ήταν πίσω στο σπίτι μου στην πόλη όταν ξεκρέμαγα το κάδρο του Γκεβάρα απ’ τον τοίχο και στη θέση του έβαζα μια κορνίζα που μέσα είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τέσσερα παιδιά με πουκάμισα και τιράντες και γύρω τους σταφίδες απλωμένες κι αλώνια προσεγμένα. Ο μεσαίος στην απάνω σειρά ήταν ο παππούς μου. Κάρφωσα τη βελόνα του πικάπ στα Είκοσι τέσσερα πρελούδια για πιάνο του Σοστακόβιτς κι έσβησα. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα χωρίς να στριφογυρίσω στο κρεβάτι ούτε μια φορά. Με το δεξί χέρι κάτω από το μαξιλάρι και το πόδι σφηνωμένο ανάμεσα στην κόχη του κρεβατιού και στον τοίχο. Όπως όταν ήμουν παιδί.

*Αποδοχή Κληρονομιάς, Ανδρέας Νικολακόπουλος, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Pecten ornatus*

Δεν της έπιασε το χέρι, αλλά κάθε τόσο, εντελώς φυσικά, τα δάχτυλά τους ακουμπούσαν. Πότε-πότε γονάτιζαν για να εξετάσουν κάποιο κοχύλι ή να δουν καλύτερα κάποιο διαφανές φύκι που το σχήμα του πλησίαζε πια στο έργο τέχνης. Τα γαλάζια μάτια του Τσέις ήταν παιχνιδιάρικα· χαμογελούσε εύκολα. Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο από τον ήλιο όπως και το δικό της. Οι δυο τους μαζί φάνταζαν ψιλόλιγνοι, κομψοί, ταιριαστοί.
Η Κάια ήξερε πως ο Τσέις είχε επιλέξει να μην πάει στο πανεπιστήμιο αλλά να δουλέψει στην επιχείριση του μπαμπά του. Ξεχώριζε απ’ όλους στο χωριό, ήταν ο μεγάλος πετεινός. Κάπου μέσα της, η Κάια ανησυχούσε μήπως κι εκείνη δεν ήταν παρά ένα όμορφο εύρημα παραλίας, ένα αντικείμενο παράξενο που θα το περιεργαζόταν για λίγο και ύστερα θα το πετούσε ξανά στην άμμο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να περπατάει δίπλα του. Είχε ήδη δώσει μια ευκαιρία στον έρωτα· τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να γεμίσει τα κενά. Ν’ ανακουφίσει τη μοναξιά υψώνοντας ταυτόχρονα ένα τείχος γύρω από την καρδιά της.
Έπειτα από περίπου ένα χιλιόμετρο, ο Τσέις γύρισε προς το μέρος της, έσκυψε και με επιτηδευμένα θεατρινίστικη χειρονομία την προσκάλεσε να καθίσουν μαζί στην άμμο, με την πλάτη σ’ ένα κορμό που είχε βγάλει η θάλασσα.
Ο Τσέις έβγαλε από την τσέπη του μια φυσαρμόνικα.
«Α», είπε εκείνη. «Παίζεις;» Ένιωσε τις λέξεις τραχιές στη γλώσσα της.
«Όχι και πολύ καλά. Αλλά όταν έχω κοινό που κάθεται στην παραλία με την πλάτη στο κούτσουρο…». Έκλεισε τα μάτια του και έπαιξε το «Σεναντόα»· η παλάμη του πετάριζε μπροστά στην φυσαρμόνικα σαν πουλί παγιδευμένο στο τζάμι. Ήταν μια μουσική πανέμορφη, λυπητερή, σαν γράμμα από κάποια μακρινή πατρίδα. Και τότε, σταμάτησε απότομα στα μισά του τραγουδιού και έπιασε από την άμμο ένα κοχύλι ελάχιστα μεγαλύτερο από πεντάρα, λευκό με έντονες κόκκινες και μοβ κηλίδες.
«Α, κοίτα αυτό εδώ», είπε.
«Ναι, είναι ένα πλουμιστό στρείδι, ένα Pecten ornatus«, είπε η Κάια. «Σπάνια βλέπω τέτοια. Έχει πολλά του ίδιου γένους εδώ, αλλά το συγκεκριμένο είδος συνήθως ενδημεί σε περιοχές νοτιότερα του δικού μας γεωγραφικού πλάτους, γιατί τα νερά εδώ παραείναι κρύα γι’ αυτά».
Απόμεινε να την κοιτάζει. Μέσα σ’ όλα εκείνα τα κουτσομπολιά, κανείς ποτέ δεν ανέφερε ότι η Πιτσιρίκα του Βάλτου, το κορίτσι που δεν ήξερε πώς γράφεται ακόμα και η πιο απλή λέξη, ήξερε τις λατινικές ονομασίες των όστρακων, που απαντούσαν και -αν είναι ποτέ δυνατόν- γιατί.
«Αυτά εγώ δεν τα ξέρω», είπε ο Τσέις, «αλλά κοίτα εδώ: είναι στριμμένο». Τα μικρά πτερύγια που εξείχαν δεξιά κι αριστερά από τη βάση ήταν λίγο στραβά, και στη βάση υπήρχε μια τέλεια τρυπούλα. Ο Τσέις έπαιξε με το όστρακο στην παλάμη του.
«Ορίστε, παρ΄το. Εσύ είσαι που ξέρεις από κοχύλια».
«Ευχαριστώ». Το έβαλε στην τσέπη της.

*Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, Ντέλια Όουενς, εκδ. ΔΩΜΑ, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αποχαιρετισμός*

Έχω αψεγάδιαστη καταγωγή, και φέρθηκα άψογα. Αλλά κι εκείνος· με ίσως λίγο πιο στητό το λεπτό του σώμα, ίσως λίγο πιο σφιχτά δεμένα τα χέρια πίσω στην πλάτη του. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο, κοιτώντας αλλά μη κοιτώντας με. Μου ζήτησε να του παίξω την αγαπημένη του σονάτα του «Αποχαιρετισμού», κι επειδή τη γνωρίζω καλά τα δάχτυλά μου περιφρόνησαν τα θολωμένα μου μάτια και δούλεψαν από μόνα τους κι η μουσική βγήκε, κάπως βγήκε, κι απλώθηκε στο δωμάτιο μουσικής όπου βρισκόμασταν οι δυο μας. Θα έλεγα μάς ευλόγησε. Λες κι είμαστε κάποιο ανέστιο αστεφάνωτο ζευγάρι που δεν περιμένει τίποτα άλλο από πουθενά – αλλά προσπαθώ κι εγώ να μην παρασύρομαι από συναισθηματισμούς. Να είμαι λογική και ψύχραιμη.

Όπως, ας πούμε, λογικά να παραδεχτώ ότι δεν θα με παντρευτεί ποτέ, και το ξέρω. Γιατί θέλει να είναι ανεξάρτητος και αφοσιωμένος σ’ αυτό που πρέπει να κάνει προτού η τροχιά του εκραγεί και σβήσει· γιατί θα τον έδενα σ’ αυτή την παγωμένη χώρα και θα τον βάραινα στην άλλη, εκείνη που δεν υπάρχει ακόμα· γιατί δεν έχει χρήματα για μια πριγκίπισσα· γιατί η ίδια η Τσαρίνα τού το είπε, ότι πρέπει να κοιτάξει αλλού για γάμο – να τοι οι λόγοι, τους λέω και τους ξαναλέω στην ανυπότακτη καρδιά μου, τους έμαθα πια απέξω.
Θα αλληλογραφούμε, μου είπε στο τέλος χαμογελώντας με κάποια δυσκολία. Κοιτώντας και μη κοιτώντας με. Παρακαλώ πολύ, σε παρακαλώ πολύ, Ρωξάνδρα, γράφε μου.
Θα σου γράφω, Ιωάννη, και θα μου γράφεις. Σελίδες και σελίδες που μετά, όταν οι τροχιές μας θα έχουν σβήσει, θα ανεβαίνουν φτερωτές τα ράφια των μεγάλων βιβλιοθηκών. Όλο και πιο ψηλά, θα φωλιάζουν στη μεταθανάτια ζωή μας, στον ανέστιο αστεφάνωτο γάμο μας. Μόνο που ο έρωτας δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Η ψυχή μου όλη έχει ξεσηκωθεί και ουρλιάζει σήμερα, Ιωάννη, το δέρμα μου ανατριχιάζει, ναι, το δέρμα μου, που δεν είναι από μάρμαρο: Γιατί σε θέλει, και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Με δύναμη αρπάζω μια σειρά βιβλία απ’ αυτά που φτάνω εύκολα, στα χαμηλά ράφια, όμορφα βιβλία δεμένα με κόκκινο δέρμα μαλακό σαν βελούδο, με χρυσά γράμματα, και τα πετάω κάτω. Ναι, έτσι. Παίρνω κι άλλα, τα πετάω όλα κάτω. Τώρα το πρωινό φως πέφτει πάνω σ’ αυτό το χυμένο αίμα, κόκκινο, χρυσό, με λίγη υγρασία.

*Κάτι κρυφό μυστήριο, Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι

Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί*

Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, μισάνοιχτη, και την έσπρωξε με την άκρη των δαχτύλων.
«Αχ, τι αισθησιακή… η ατέλειωτη νύχτα αυτή, ο ουρανός ο φθινοπωρινός, τα ρόδα που τα μάρανε ο καιρός…»♪
Η Τριπολίνα, γονατισμένη στο πάτωμα, μ’ ένα σφουγγαρόπανο στο χέρι, έτριβε δυνατά ένα λεκέ πάνω στα μεγάλα μαρμάρινα πλακάκια. Ο προθάλαμος της οδού Όρσο δεν είχε καμία σχέση με εκείνον στην οδό Όκε. Ήταν ευρύχωρος και φωτιζόταν από ένα γυάλινο φεγγίτη οροφής, που το φως του αντανακλούσε πάνω στους καθρέφτες. Στη μέση είχε ένα στρογγυλό καναπέ με κόκκινο βελούδο, στους τοίχους κόκκινα γύψινα μοτίβα και στα πλαϊνά της σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα δύο κόκκινα μαρμάρινα κολονάκια με νερά. Μόνο η Τριπολίνα ήταν ίδια με εκείνη της οδού Όκε. Ήταν πάλι με το κομπινεζόν και με τα μαλλιά πιασμένα κότσο, και καθάριζε, όπως όταν την είδε και το προηγούμενο πρωί. Μόνο που τώρα τραγουδούσε.
♪»Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί… ένα φιλί χαμένο, ένα μυστικό κρυμμένο…»
Ήταν χαρούμενη η Τριπολίνα, το καταλάβαινες από τον τόνο, από την ένταση που έβαζε στις νότες, ενώ τις ψιθύριζε με το στόμα σχεδόν κλειστό. Ο Ντε Λούκα χαμογέλασε και ενώ σκεφτόταν να βήξει δύο φορές στη γροθιά του, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο φάκελο και έμεινε να την κοιτάζει.
♪ «Και το χέρι σου που χαιρετάει, το αντίο το πικρό… που την καρδιά μου τρυπάει… κι αυτό αισθησιακό… αισθησιακό…»♪
Η Τριπολίνα κάθισε στις φτέρνες της, ίσιωσε το κορμί της και έστρεψε το κεφάλι πάνω από την πλάτη της.
«Το μάτι πάει εβδομήντα πέντε λίρες», του είπε, «αλλά πρέπει να έρθετε άλλη ώρα, γιατί τώρα είμαστε κλειστά.»
Ο Ντε Λούκα κοκκίνισε.
«Με συγχωρείτε», ψιθύρισε με το πρόσωπο αναμμένο.
Έπειτα τίναξε πίσω το κεφάλι, έβηξε δυο φορές στη γροθιά του και μπήκε στον προθάλαμο με βήμα αποφασιστικό και ύφος επιθεωρητή Τμήματος Ηθών. Στο μεταξύ η Τριπολίνα είχε σηκωθεί, είχε βάλει τις πάνινες παντόφλες που ήταν παρατημένες στο πάτωμα και είχε πάρει το μαύρο σάλι από την πλάτη της καρέκλας. Το τύλιξε πάνω της με μια πλατιά κυκλική κίνηση, που έσπρωξε τον αέρα στο καυτό πρόσωπο του Ντε Λούκα και ανασήκωσε την μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της, σχεδόν πάνω στα μάτια της.
«Ωραία», είπε ο Ντε Λούκα κοιτάζοντας τριγύρω. «Πραγματικά ωραία αλλαγή…»
Μόρφασε ρίχνοντας το βλέμμα του σε μια κρεμάστρα με γάντζους σε σχήμα φαλλού.
«Και καλόγουστη…»

*Το Μπουρδέλο της Οδού Όκε, Carlo Lucarelli, Η Τριλογία του Φασισμού, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση ΤΟΝΙΑ ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ

Νυχτερινό*

Αν ο κόμης προσπαθούσε να εξηγήσει στον Βασίλι πως στα χρυσά μας χρόνια το πέρασμα του χρόνου είναι ενίοτε τόσο γοργό που δεν αφήνει παρά ένα αχνό αποτύπωμα στη μνήμη μας, σχεδόν σαν να μην έχει συμβεί ποτέ – αυτό που επακολούθησε ήταν ένα τέλειο παράδειγμα.
Γιατί τα τρία λεπτά που μεσολάβησαν από την υπέροχη συζήτηση στο γραφείο του θυρωρού μέχρι να βρεθεί στην αίθουσα χορού, όπου άρπαξε ένα κάθαρμα από τα πέτα, πέρασαν εν ριπή οφθαλμού. Για την ακρίβεια, πέρασαν τόσο γρήγορα, ώστε ο κόμης δεν θυμόταν καν ότι είχε πετάξει τις αποσκευές από τα χέρια του Γκρίσα καθώς εφορμούσε προς την αίθουσα. Ούτε πως είχε ανοίξει την πόρτα διάπλατα φωνάζοντας «Αχά!», ούτε πως είχε τραβήξει τον επίδοξο Καζανόβα από το καναπεδάκι που καθόταν και κρατούσε το χέρι της Σοφίας.
Όχι, ο κόμης δεν θυμόταν τίποτε από όλα αυτά. Επειδή, όμως, έπρεπε παράλληλα να εξασφαλιστεί η ουράνια ισορροπία και η σταθερότητα του σύμπαντος, εκείνος ο αχρείος μυστακιοφόρος με το βραδινό σακάκι θα θυμόταν κάθε δευτερόλεπτο που θα επακολουθούσε σε όλη τη ζωή του.
«Εξοχότατε», εκλιπαρούσε, καθώς ταλαντευόταν στον αέρα. «Έγινε μια τρομερή παρεξήγηση!»
Κοιτάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπο πάνω από τις γροθιές του, ο κόμης τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε καμία παρεξήγηση. Ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο τύπος που κουνούσε τόσο χαρωπά την μπαγκέτα του στην εξέδρα του Πιάτσα. Και παρόλο που ήξερε να προσφωνεί σωστά και με τον κατάλληλο τόνο, δεν έπαυε να είναι μια οχιά τόσο φαρμακερή όσο και κάθε οχιά που είχε ξεμυτίσει ποτέ μέσα από τα θάμνα από καταβολής Εδέμ.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό φαυλότητας του εν λόγω, η τρέχουσα κατάσταση έθετε σαφώς ένα πρόβλημα. Διότι από τη στιγμή που έχεις αρπάξει έναν άθλιο από τα πέτα και τον έχεις σηκώσει στον αέρα, τι τον κάνεις; Τουλάχιστον όταν έχεις σβερκώσει κάποιον, μπορείς να τον πας μέχρι την πόρτα και να τον πετάξεις από τις σκάλες. Όταν τον κρατάς από τα πέτα, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να τον ξεφορτωθείς. Προτού προλάβει ο κόμης να λύσει αυτόν τον γρίφο, η Σοφία του έβαλε και δεύτερο.
«Μπαμπά! Τι κάνεις;»
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Σοφία. Αυτός ο κύριος κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα -προτού αρπάξει το ξύλο της ζωής του»
«Το ξύλο της ζωής του; Μα ο Βίκτορ Στεπάνοβιτς είναι ο δάσκαλός μου».
Κρατώντας το ένα μάτι στο κάθαρμα, ο κόμης κοίταξε την κόρη του με το άλλο. «Ο… ποιος σου;»
«Ο δάσκαλός μου. Με διδάσκει πιάνο».
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του τέσσερις φορές απανωτά.
Χωρίς να αφήσει τα πέτα του αγύρτη, ο κόμης έγειρε το κεφάλι του πίσω, έτσι ώστε να εξετάσει το σκηνικό με λίγο περισσότερη προσοχή. Τώρα που το ξαναέβλεπε πιο προσεχτικά, το διθέσιο καναπεδάκι που τους είχε δει να κάθονται, στην πραγματικότητα φαινόταν να είναι το ταμπουρέ ενός πιάνου. Και στο σημείο που ήταν πλεγμένα τα χέρια τους υπήρχε μια ολόισια σειρά πλήκτρα από ελεφαντόδοντο.
Ο κόμης τον άρπαξε πιο σφιχτά.
«Ώστε αυτό είναι το παιχνίδι σου, ε; Αποπλανάς τις κοπέλες παίζοντάς τους σουίνγκ;»
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος του πιάνου τον κοίταξε για λίγο κατάπληκτος.
«Κατηγορηματικά όχι, εξοχότατε. Ποτέ δεν έχω παρασύρει καμία δεσποινίδα με σουίνγκ. Κλίμακες και σονάτες παίζουμε. Εγώ είμαι απόφοιτος του Ωδείου και κάτοχος του μεταλλίου Μουσόρσκι. Δουλεύω στο εστιατόριο για λόγους βιοπορισμού». Εκμεταλλευόμενος τον δισταγμό του κόμη, έδειξε το πιάνο με το κεφάλι του. «Επιτρέψτε μας να σας δείξουμε. Σοφία, δεν παίζεις το νυχτερινό που μαθαίναμε;»
Το νυχτερινό;…

«Όπως επιθυμείτε, Βίκτορ Στεπάνοβιτς», απάντησε ευγενικά η Σοφία και πήγε στο πιάνο για να τακτοποιήσει τις παρτιτούρες της.
«Μήπως…» είπε ο δάσκαλος του πιάνου στον κόμη νεύοντας πάλι προς το πιάνο. «Αν θα είχατε την καλοσύνη…»
«Ω!» έκανε ο κόμης. «Ναι, φυσικά».
Τον άφησε να πατήσει κάτω και ίσιωσε τα πέτα του στα γρήγορα.
*Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα, Amor Towles, εκδ. διόπτρα
μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου

Έρωτας*

Μήπως όμως οι επαγγελματίες ήταν καλύτεροι; Πήρε το μικρό του σημειωματάριο από το συρτάρι του γραφείου. Καιρό είχε να γράψει έστω και μια αράδα στις σελίδες του. Κάποια στιγμή, απογοητευμένος από τη συντριπτική έλλειψη καλών ορισμών για τον έρωτα, άρχισε να καταγράφει, από το τέλος του σημειωματαρίου ως την αρχή, όλους τους κακούς ορισμούς. Ο έρωτας είναι αυτό, ο έρωτας είναι εκείνο, ο έρωτας σημαίνει αυτό, ο έρωτας σημαίνει το άλλο. Ακόμα και πασίγνωστες, κοινές, φραστικές διατυπώσεις έλεγαν, πραγματικά, περισσότερα: είναι ένα μαλακό παιχνίδι, είναι ένα κουταβάκι, είναι ένα φουσκωτό μαξιλαράκι. Έρωτας σημαίνει ποτέ να μην αναγκαστείς να πεις ότι λυπάσαι (απεναντίας συχνά σημαίνει να κάνεις ακριβώς αυτό). Και μετά υπήρχαν όλοι εκείνοι οι ερωτικοί στίχοι από όλα εκείνα τα ερωτικά τραγούδια, με τις λιποθυμικές φρεναπάτες του στιχουργού, του τραγουδιστή, του συγκροτήματος. Ακόμα και τα γλυκόπικρα και τα κυνικά -πάντα ειλικρινής σε εσένα, αγάπη μου, με τον τρόπο μου- του φαίνονταν καθαρά αντιπαραδείγματα συναισθηματισμού. Ναι, ήταν πολύ κακό για εμάς, φιλαράκο, αλλά δεν θα είναι απαραιτήτως το ίδιο κακό και για σένα: αυτή ήταν η υπόρρητη υπόσχεση του τραγουδιού. Μπορείς λοιπόν να το ακούσεις με συμπονετική μακαριότητα.

Να και μια εγγραφή -σοβαρή αυτή- που δεν την είχε διαγράψει μέσα στα χρόνια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί που την είχε αλιεύσει. Ποτέ δεν σημείωνε τον συγγρφέα ή την πηγή· δεν ήθελε να παρασυρθεί από τη φήμη του αποφθεγματολόγου· η αλήθεια έπρεπε να στέκεται από μόνη της, καθαρή και χωρίς υποστηλώματα. Αυτή εδώ πήγαινε ως εξής: «Κατά τη γνώμη μου, κάθε έρωτας, ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος, είναι πραγματική καταστροφή αν του παραδοθείς ολοκληρωτικά».

*Η Μοναδική Ιστορία, Julian Barnes, εκδ.  ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Η γριά νυχτερίδα*

Είχες καθίσει σε ένα τραπέζι σε μια γωνιά της βεράντας πάνω από το λαμπύρισμα του νερού και είχες παραγγείλει μια μπίρα Τάιγκερ. Αρκετά γρήγορα ένας τύπος  με πάρα πολλές ρυτίδες, με μεγάλα πεταχτά αυτιά σχεδόν διάφανα που έδιναν στο κεφάλι του μιάν όψη συμπαθητικής νυχτερίδας, ήρθε να ρωτήσει αν μπορούσε να καθίσει στο τραπέζι. Μιλούσε αρκετά σαρακοφαγωμένα αλλά πολύ κατανοητά γαλλικά. Σου γνωστοποίησε ότι είχε υπάρξει πιανίστας σε μπαρ ξενοδοχείων στο Βιεντιάνε και το Λουάνγκ Πραμπάνγκ, στο Λάος, κατόπιν στη Σαϊγκόν και ότι είχε πολεμήσει τους Γάλλους στις τάξεις των Βιετμίνχ. Δεν είχαμε επιλογή, σου λέει σαν για να ζητήσει συγγνώμη και του έδωσες απόλυτο δίκιο: δεν είχαν επιλογή. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε διαβεβαίωνε, του συνέβη να παίξει, στον καταυλισμό, στην καρδιά της ζούγκλας, σε πιάνα πού τα είχαν βρει από εδώ κι από κει και τα μετέφεραν παντού πάνω σε μουλάρια: μελωδίες της Φρεέλ, της Νταμιά, του Μωρίς Σεβαλιέ, του Τρενέ. Κι ακόμη ενός συνθέτη που καταρχάς η προφορά του συνομιλητή σου σε εμπόδισε να καταλάβεις το όνομά του, που θεώρησες ότι είναι ενός Βιετναμέζου μουσικού, Ναλ ντο Άνχ ή κάτι τέτοιο, αλλά που τελικά, προς μεγάλη σου έκλπηξη, αποδείχτηκε ότι ήταν ο Ρενάλντο Χαν. Ο Ρενάλντο Χαν στη ζούγκλα! Μέσα στην έξαρσή του πολέμου!  Πολύ θα ήθελες να ήσουν παρών. Γιατί όχι τη σονάτα του Βιντέιγ; Με λίγα λόγια, κατά την άποψή του, όλες αυτές οι μελωδίες ήταν διαφορετικές από τα σημερινά γαλλικά τραγούδια – μόνο που αυτό που ονόμαζε έτσι ήταν ένα απωθητικό μείγμα το οποίο είχες την εντύπωση ότι αναγόταν στα χρόνια πριν από τους γιεγιέδες της εφηβείας σου, που την ίδια στιγμή ακούγονταν από το ραδιόφωνο του μπαρ. Εκείνος, η γριά νυχτερίδα τραγουδούσε «Je chaaaante du soir au matin» παίζοντας πιάνο πάνω στο τραπέζι με τα αποστεωμένα δάχτυλά του. Ενθουσιώδης! Ω Τρενέ! Μεγάλε ποιητή.
Ο παλιός Βιετμίνχ ήταν εκστασιασμένος από χαρά επειδή συνάντησε έναν Phap, έναν Γάλλο. Για να λέμε την αλήθεια, από την εποχή του Ντε Γκωλ είχε απομακρυνθεί λίγο από τη γαλλική πολιτική ζωή. Αλλά ο Ντε Γκωλ… Μεγάλος αρχηγός! κατά τη γνώμη του (κατά βάθος, σκεφτόσουν διασκεδάζοντας, είχε για τη Γαλλία μια άποψη εξίσου αναχρονιστική με τη δική σου). Όταν του γνωστοποίησες την αιτία του ταξιδιού σου στο Μάυ Το, φάνηκε ότι λυπάται ειλικρινά στην ιδέα ότι ο υπολοχαγός, ο πατέρας σου, δεν είχε διατηρήσει καλή ανάμνηση από την Ινδοκίνα. Αυτός ο τύπος ήταν πραγματικά γοητευτικός. Ξαναπήρατε Τάιγκερ και παραγγείλατε καβούρια.

*Χάρτινη Τίγρη, Olivier Rolin, εκδ. ΑΓΡΑ

εθιμοτυπία*

Προσκάλεσαν τον ξένο να κοπιάσει στο τραπέζι τους και να μοιραστούν το γλέντι. ο Σήφης κάθισε μαζί τους, πρόσεξε όμως να βάλει την καρέκλα του προς τη μεριά της πόρτας. Χωρίς λέξη, χωρίς καμία κίνηση, η παρέα ενέκρινε τις προφυλάξεις του κυνηγημένου, έτσι έπρεπε να καθήσει, θα τον υποψιάζονταν ως δίμουρο αν έκανε μια στραβοτιμονιά στον κανόνα του φυγάδα. Ο Σήφης συνέχισε μαζί τους δίχως να πολυμιλά. Περνούσε η ώρα και είχαν όμορφα μεθύσει όλοι τους, ακόμα και ο νεαρός λυράρης, πού ως επαγγελματίας δεν έπρεπε να πίνει για να ελέγχει τα μάγια της βιολολύρας του, είχε κι αυτός σουρώσει μια σταλιά. Έσκυψε τότε ο πιο ηλικιωμένος στην αντροπαρέα, έτσι έπρεπε και παρακάλεσε τον Σήφη: «Κουμπάρε, να ζήσεις μόνο όσο θέλεις να ζήσεις, μα πες μας και του λόγου σου μια μαντινάδα, τίποτ’ άλλο». Ο Σήφης το αποδέχτηκε, η εθιμοτυπία επέβαλλε να ανοίξει σ’ αυτό το σημείο ο φιλοξενημένος ένα από τα κρυφά χαρτιά του, εάν μπορούσε να το ανοίξει, ως ελάχιστη ανταπόδοση της φιλοοξενίας, για να ξέρει η παρέα τούτο μόνον, ότι φίλεψε άνθρωπο ζωντανό, όχι κάποιον βασανισμένο ίσκιο, άθαφτο κι άκλαυτο στα εδάφη της Μικράς Ασίας ή και σε τόσα άλλα μέρη, σε άλλους πολέμους. Ένα ίσκιο που είχε γυρίσει για τις μυρωδιές, για τη ζέστα της ξυλόσομπας, για το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας, για το αίμα του κόκκινου κρασιού. Τόσοι και τόσοι είχαν σκοτωθεί, και από το χωριό τους και από τόπους όμορους. Ο Σήφης ζήτησε να του παίξει ο λυράρης κοντυλιά από τα μέρη του Μεγάλου Κάστρου. Σηκώθηκε όρθιος, άδειασε μονορούφι το κρασί του στη υγεία της παρέας, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, μισάνοιξε δεξά ζερβά τα χέρια, όπως τα ανοίγουν τα πουλιά που θέλουν να πετάξουν, και τραγούδησε:

Αμοναχός θέλω να ζω,
έτσι για χάρη γούστου
-έτσι για χάρη γούστου,
γαμώ τον Γιάννη Μεταξά
και την τετάρτη Αυγούστου
-και την τετάρτη Αυγούστου

Προτού τελειώσει την τρίτη συλλαβή του δεύτερου Αυγούστου, έδωσε μια, πέταξε μέσα από την πόρτα, τον κατάπιε το σκοτάδι.

*Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

προσδοκία μέλλοντος*

Όμως το έβγαλε από τη θήκη του με τη μέγιστη προσοχή και της το έδειξε και θαύμασαν από κοινού τις απαλές καμπύλες του ξανθού ξύλου με τα μαύρα τελειώματα και τις λεπτές διακοσμητικές σπείρες του κοχλία.
Ακούμπησε την παλάμη της στη λακαρισμένη επιφάνεια κι εκείνος έφερε το χέρι του κοντά στο δικό της.
«Όμορφα όργανα» είπε η Φιόνα. «Ανέκαθεν σκεφτόμουν ότι υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο στο σχήμα τους».
Είχε πάρει στα χέρια του τη μέθοδο βιολιού για αρχάριους και μολονότι η Φιόνα δεν σκόπευε να του ζητήσει να παίξει, δεν άντεχε να τον σταματήσει. Η ασθένειά του, ο αθώος του ζήλος τον έκαναν απόρθητο.
«Μελετάω τέσσερις ακριβώς εβδομάδες και ξέρω να παίζω δέκα μελωδίες». Ο κομπασμός του καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε άρνηση. Γύριζε τις σελίδες ανυπόμονα. Η Φιόνα έριξε μια ματιά πάνω από την πλάτη της στη Μαρίνα και σήκωσε τους ώμους.
«Όμως αυτό το κομμάτι είναι το πιο δύσκολο. Δύο διέσεις. Σε ρε μείζονα».
Η Φιόνα κοίταζε ανάποδα την παρτιτούρα. «Μπορεί απλώς να είναι σε σι ελάσσονα».
Δεν την άκουγε. Είχε ήδη ανακαθήσει, με το βιολί ακουμπισμένο κάτω από το σαγόνι του και χωρίς καθυστέρηση, χωρίς να κουρδίσει τις χορδές, άρχισε να παίζει. Την ήξερε καλά η Φιόνα αυτή τη μελαγχολική και όμορφη μελωδία, ένα παραδοσιακό ιρλανδικό σκοπό. Είχε συνοδεύσει τον Μαρκ Μπέρνερ στο ποίημα του Γέιτς «Down by the Salley Gardens», που είχε μελοποιήσει ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Ήταν ένα από τα κομμάτια που έπαιζαν όταν το κοινό τούς ξανακαλούσε στη σκηνή.

Ο Άνταμ γρατζούνιζε κάπως τις χορδές, έπαιζε ασφαλώς χωρίς βιμπράτο, όμως ο τόνος των φθόγγων ήταν σωστός, έστω κι αν φαλτσάρισε σε μια δυο νότες. Ο μελαγχολικός σκοπός και ο τρόπος που τον έπαιζε, τόσο αισιόδοξα, τόσο ακατέργαστα, εξέφραζαν όλα όσα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται η Φιόνα για το αγόρι. Ήξερε απέξω τους στίχους του ποιητή, στίχους μεταμέλειας. Μα ήμουν νέος κι άμυαλος… Το άκουσμα της μελωδίας από το βιολί του Άνταμ την αναστάτωνε και τη σάστιζε. Η αφοσίωση στη μελέτη του βιολιού ή και οποιουδήποτε άλλου οργάνου ήταν μια πράξη ελπίδας, υποδήλωνε την προσδοκία μέλλοντος.
Όταν τελείωσε, η Φιόνα και η Μαρίνα χειροκρότησαν και ο Άνταμ έκανε από το κρεβάτι του μια αδέξια υπόκλιση.

*Νόμος Περί Τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν

bitter chocolate timbale in orange sauce*

He was early for his appointment with Valente. He stopped in front of the restaurant where he’d gone the last time he was in Mazàra. He gobbled up a sauté of clams in bread-crumbs, a heaping dish of spaghetti with white clam sauce, a roast turbot with oregano and caramelized lemon, and he topped it all off with a bitter chocolate timbale in orange sauce. When it was all over he stood up, went into the kitchen, and shook the chef’s hand without saying a word, deeply moved. In the car, on his way to Valente’s office, he sang at the top of his lungs: “Guarda come dondolo, guarda come dondolo, col twist …”

*The Snack Thief, Andrea Camilleri

… η γαλλική κοινωνία ήταν τρομακτική

Ποτέ δεν έφερνε την κουβέντα στις υποθέσεις μου. Άλλωστε σιχαινόταν τη δουλειά μου. Στις διακοπές, με την οικογένειάς της, όποτε δειπνούσαμε στην πόλη, με παρακαλούσε να μη μιλάω καθόλου για τη δουλειά. Φυλαγόταν. Μεταξύ μας, οι αστυνομικοί γινόμαστε απαίσιοι. Το βράδυ που έφαγε για πρώτη φορά με την ομάδα μου του 18ου διαμερίσματος, η παράσταση που έδωσε ο Τζέι Αρ σχετικά με τις προσαγωγές, σιχαμερή αλλά ξεκαρδιστική σύμφωνα με τα γούστα μου, την είχε αηδιάσει. Χρειάστηκε μήνες για να μάθει να τον ανέχεται και ο Τζέι Αρ, ξέροντας πως ένιωθε η Ελιζαμπέτ, γινόταν επίτηδες υπερβολικός. Κι όμως, αυτός τη λάτρευε. Όλοι τους συμπαθούσαν την Ελιζαμπέτ. Έβλεπαν την ομορφιά της, άκουγαντ η χαμηλόφωνη ομιλία της, πρόσεχαν πόσο ήρεμη, σχεδόν νωχελική, ήταν και υπέκυπταν στη γοητεία της.  Χωρίς να αντιληφθούν πως πίσω από αυτή την πραότητα κρυβόταν μια θανατερή απάθεια. Όταν κατάλαβε πως ούτε εκείνη ούτε εγώ θα προχωρούσαμε ποτέ παρακάτω, δεν άντεξε άλλο. Κατά βάθος, τη φόβιζα. Οι απουσίες μου, ο ενθουσιασμός μου, οι επιτυχίες μου την πλήγωναν, αφού όλα αυτά αποδείκνυαν πως η γαλλική κοινωνία ήταν τρομακτική. Εκείνη ονειρευόταν έναν ειρηνικό κόσμο και δεν είχαμε παιδιά έτσι ώστε να μπορεί να αποστρέφει το βλέμμα της από την πραγματικότητα. Είχα μια σύζυγο θεϊκή και ανυπεράσπιστη. Για να μη λυγίσω, είχα σβήσει σιγά σιγά από το διαμέρισμά μας κάθε ίχνος της, αλλά δεν περνά ούτε μέρα που να μην μου λείπει. Αρκεί να ακούσω το «Ντιέγκο», το τραγούδι του Μισέλ Μπερζέ, για να βουρκώσουν τα μάτια μου. Και τα δάκρυα να πλημμυρίσουν το πρόσωπό μου. Η Ελιζαμπέτ μπορούσε να το ακούει είκοσι φορές απανωτά. Μου φτάνουν δύο νότες για να ξαναδώ μπροστά μου τον εαυτό μου μαζί της, γονατιστό δίπλα στο κρεβάτι της, ταγμένο στην καλοσύνη και την πληγωμένη της ψυχή.

*Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης, Gilles Martin-Chauffier, εκδ. Πόλις

Κακοκαιρία*

Τι σ’ έπιασε; τον ρωτάει εκείνη. Μοιάζεις κάπως… Μήπως έχεις πιεί;
Όχι. Όχι πολύ. Παραμερίζει τον γκριζωπό αρακά στο πιάτο του. Τελικά έγινε, της λέει. Φεύγω. Πήρα διαβατήρια και τα λοιπά.
Ω, έτσι απλά. Προσπαθεί να κρύψει την απογοήτευση στη φωνή της.
Έτσι απλά. Οι σύντροφοι ήρθαν σε επαφή. Μάλλον έκριναν ότι τους είμαι πιο χρήσιμος εκεί κάτω παρά εδώ. Τέλος πάντων, ύστερα από τόση κωλυσιεργία, ξάφνου δεν βλέπουν την ώρα να με ξεφορτωθούν. Ένας μπελάς λιγότερο.
Θα είσαι ασφαλής στο ταξίδι; Νόμιζα…
Πιο ασφαλής παρά εδώ. Λένε όμως ότι δεν με ψάχνουν πια με τόση μανία. Έχω την αίσθηση πως και η άλλη πλευρά θέλει να του δίνω. Είναι λιγότερο περίπλοκο έτσι. Αλλά δεν θα πω σε κανέναν ποιο τραίνο θα πάρω. Δεν θέλω να βρεθώ στα χωράφια με καμιά σφαίρα στο κεφάλι ή μαχαιρωμένος πισώπλατα.
Και πως θα περάσεις τα σύνορα; Πάντα έλεγες πως…
Αυτή τη στιγμή τα σύνορα τα περνάς στο άψε σβήσε, για να βγεις δηλαδή. Οι τελωνιακοί ξέρουν πως υπάρχει ανοιχτή γραμμή προς τη Νέα Υόρκη κι έπειτα προς το Παρίσι. Είναι όλα οργανωμένα και όλους τους λένε Τζο. Οι μπάτσοι έχουν πάρει εντολές. Να κοιτάτε αλλού, τους είπαν. Και δεν δίνουν δεκάρα.
Μακάρι να ερχόμουν μαζί σου, του λέει εκείνη.
Ώστε γι’ αυτό δειπνούσαν έξω. Ήθελε να της το πει κάπου, όπου εκείνη δεν θα μπορούσε να παραφερθεί. Ελπίζει ότι δεν θα του κάνει σκηνή σε δημόσιο χώρο. Δεν θα κλάψει, δεν θα παραπονεθεί, δεν θα τραβήξει τα μαλλιά της. Σ’ αυτό ποντάρει.
Ναι. Μακάρι να ερχόσουν, αλλά δεν γίνεται. Είναι άσχημα εκεί πέρα, της απαντάει. Και νοερά σιγοτραγουδάει:

Κακοκαιρία,
Και το δικό μου παντελόνι
ξεκούμπωτο…**

Συγκρατήσου, μονολογεί, επίσης νοερά. Νιώθει το κεφάλι του φουντωμένο, ξέχειλο θαρρείς από αίμαι. Λες κι αιωρείται στο κενό και την κοιτάζει από ψηλά. Το χαριτωμένο, θλιμμένο της πρόσωπο τρεμουλιάζει σαν είδωλο σε ταραγμένη λίμνη. Συσπάται, γρήγορα θα πνιγεί σε δάκρυα. Όμως, παρά τη θλίψη της, πρώτη φορά είναι τόσο γλυκιά. Την τυλίγει μια γλυκιά απαλή λάμψη. Το μπράτσο της, εκεί που την άγγιξε, είναι σφιχτό. Θέλει να την αρπάξει, να την κουβαλήσει στο δωμάτιο και να την πηδήξει έξι φορές μέχρι την Κυριακή. Λες κι έτσι θα την κρατούσε κοντά του.
Θα σε περιμένω, του λέει εκείνη. Όταν γυρίσεις, θα φύγω από το σπίτι μου και θα έρθω μαζί σου.

*Ο Τυφλός Δολοφόνος, Μάργκαρετ Άτγουντ, μετάφραση Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ

** Stormy weather,/ Don’t know why, got no buttons on my fly,/ Got a zipper… στο πρωτότυπο (παράφραση των στίχων του «stormy weather» των Ted Koehler & Harold Arlen, το οποίο ‘ακούγεται΄και σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου)

Η αισθητική δεν προχωρά ποτέ μόνη της*

«Είναι το περίφημο βιολί;» ρώτησε δείχνοντας τη γωνία του δωματίου με το μολύβι της.
«Περίφημο;»
«Περίφημο».
«Ε, ναι, λοιπόν».
«Μην το αφήσεις εδώ. Σοβαρά τώρα…»
«Μην ανησυχείς, θα το πάρω μαζί μου στο μάθημα».
«Δεν φαντάζομαι να έχεις σκοπό να παίξεις μπροστά στους…» είπε εύθυμα.
«Όχι, φυσικά και όχι».

Ή μάλλον ναι. Γιατί όχι; Το αποφάσισε ξαφνικά, όπως τότε που ζήτησε από τη Λάουρα να τον συνοδεύσει στη Ρώμη ως δικηγόρος του. Η Λάουρα τον ωθούσε σε παρορμητικές κινήσεις.
Ο Αντριά Αρντέβολ, στο μάθημα Ιστορίας των αισθητικών ιδεών του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, είχε το θράσος να ξεκινήσει το πρώτο μάθημα του δεύτερου εξαμήνου παίζοντας την Παρτίτα υπ’ αριθμόν ένα με το Στοριόνι του. Είναι σίγουρο ότι κανένας από τους τριάντα πέντε φοιτητές δεν αντιλήφθηκε τα πέντε ασυγχώρητα λάθη του, ούτε τη στιγμή που μπερδεύτηκε και αναγκάστηκε να αυτοσχεδιάσει στο Tempo di Borea. Κι όταν τελείωσε, τακτοποίησε προσεκτικά το βιολί στη θήκη του, το άφησε στο τραπέζι και είπε τι σχέση πιστεύετε ότι υπάρχει μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και σκέψης. Και κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει, γιατί που να ξέρω, γαμώτο.

«Τώρα φανταστείτε πως βρισκόμαστε στο χίλια επτακόσια είκοσι».
«Γιατί;» ρώτησε ένα μουσάτο αγόρι που καθόταν στο βάθος, απομονωμένο από τους άλλος, ίσως για να μην κολλήσει τίποτα.
«Είναι η χρονιά που ο Μπαχ συνέθεσε το κομμάτι που μόλις σκότωσα».
«Και υποτίθεται ότι η σκέψη αλλάζει;»
«Εσύ κι εγώ, πάντως, θα φορούσαμε περούκα».
«Μα αυτό δεν αλλάζει τη σκέψη».
«Δεν την αλλάζει; Άντρες και γυναίκες με περούκες, καλσόν και τακούνια…»
«Επειδή η αισθητική του δεκάτου όγδοου αιώνα διέφερε απ’ τη σημερινή».
«Μόνο η αισθητική; Τον δέκατο όγδοο, αν δεν κυκλοφορούσες με περούκα, μακιγιαρισμένος, με τακούνια και καλσόν δεν σ’ άφηναν να μπεις σε σαλόνι. Σήμερα ένα μακιγιαρισμένο άντρα με περούκα, καλσόν και τακούνια τον κλείνουμε στη φυλακή χωρίς να τον ρωτήσουμε».
«Μήπως αυτό έχει να κάνει με την ηθική;»
Ήταν μια ντροπαλή φωνή στην πρώτη σειρά, η φωνή μιας κοπέλας που έμοιαζε με οδοντογλυφίδα. Ο Αντριά, που προχωρούσε ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων γύρισε πίσω.
«Μου αρέσεις», είπε. Και η κοπέλα κοκκίνησε, παρότι δεν είχα τέτοια πρόθεση. «Η αισθητική, έστω κι αν επιμένει, δεν προχωρά ποτέ μόνη της».
«Όχι;»
«Όχι. Διαθέτει μια μεγάλη ικανότητα να συμπαρασύρει κι άλλες μορφές σκέψης.
«Δεν καταλαβαίνω».

Τέλος πάντων, ήταν ένα μάθημα που με βοήθησε να θέσω τις βάσεις όσων θα ανέλυα για μερικές βδομάδες. Κι υπήρχαν στιγμές που ξεχνούσα ακόμα και το ότι στο σπίτι ζούσαμε μες στη σιωπή, η Σάρα κι εγώ. Ο Αντριά λυπήθηκε που δεν βρήκε τη Λάουρα στο γραφείο, όταν πήγε να πάρει τα πράγματά του, διότι θα ήθελε να της διηγηθεί τον θρίαμβο της ιδέας της.

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις

All the boys are innocent*

Nicole put the tape into the hefty but purportedly portable cassette and CD player on the mantlepiece, momentarily nervous that Parlabane’s geriatric tape would give it the audio equivalent of a sexually transmitted disease. He had cued it up at the right place, and she pushed up the volume as the sound began to break through.

She glanced briefly at him, but he was staring fixedly at the machine, either urging her attention or aware of the awkwardness of not knowing where to look when two people are concentrating on simply listening to something.

The recently abused chorus was ending, and the song broke down to just a synth sound and a tentative, creeping bass for a few bars. The synth riff was repeated as a rhythm guitar surfaced somewhere, a dry sound like helicopter blades chopping overhead. Then a lead guitar entered quietly, snaking around the synth and growing gradually louder in the mix as the hypnotic melody circled again and again and drums began to pulse in the distance, getting ever clearer, ever nearer.

She felt a thrilling sense of anticipation as the orchestration expanded and each of the instruments grew louder, her desire for the song to reveal its hidden secret enhanced by the dramatic and teasing build-up. The tension reached breaking point and the toms suddenly gave way to snare, the lead guitar screaming in, full-blooded, to take up the riff introduced by the synth, a crashing wave of sound and emotion. Somewhere she could see a man in black, younger than her, swaying and waving in a bacchae of sweating bodies beneath the swelter of stage lights.

There was a voice, somewhere, lost amidst the storm. She was about to reach for the volume control again when she realised that, like what had gone before it, the voice would grow stronger and louder in passing cycles. Other voices joined it on each pass, their tune now defined but the lyrics still agonisingly obscure.

With the next repetition, she thought she had made out what was being said, and it was a possibility that stopped her breath until the next pass confirmed it.

The voices were singing the same words over and over.

Over and over.

«All the boys are innocent.»

*Country of the Blind, Christopher Brookmyre

«Γράψ’ το»*

«Όταν γευτείς την ομορφιά της τέχνης, η ζωή αλλάζει. Όταν ακούσεις τη Χορωδία Μοντεβέρντι, η ζωή αλλάζει. Όταν θαυμάσεις Βερμέερ από κοντά, η ζωή αλλάζει· όταν διαβάζεις Προυστ, δεν είσαι πια ο ίδιος. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί».

«Γράψ’ το».

«Δεν είμαστε παρά συμπτώσεις».

«Τι;»

«Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν υπήρχαμε, κι όμως υπάρχουμε».

«…»

«Από γενιά σε γενιά, φρενήρεις χοροί εκατομμυρίων σπερματοζωαρίων που κυνηγούν ωάρια, τυχαίες συλλήψεις, θάνατοι, καταστροφές… Και τώρα είμαστε εδώ, εσύ κι εγώ, ο ένας μπροστά στον άλλο, σαν να μην μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Σαν να υπήρχε η δυνατότητα ενός και μόνο γενεαλογικού δέντρου».

«Ε, ναι. Λογικό δεν είναι;»

«Όχι. Είναι μια κωωλοσύμπτωση».

«Έλα, τώρα…»

«Κι είναι ακόμα μεγαλύτερη κωωλοσύμπτωση ότι ξέρεις να παίζεις βιολί τόσο καλά».

«Εντάξει. Αλλά…» Σιωπή. «Αυτό που λες φέρνει ζάλη, αν το σκεφτείς, δεν νομίζεις;»

«Ναι. Και, τότε, προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα στο χάος χάρη στην τάξη της τέχνης».

«Θα έπρεπε να το γράψεις αυτό, συμφωνείς;» τόλμησε να πει ο Μπερνάτ πίνοντας μια γουλιά τσάι.

«Η δύναμη της τέχνης έγκειται στο έργο τέχνης, ή μάλλον στην εντύπωση που προκαλεί στο άτομο; Τι πιστεύεις;»

«Ότι πρέπει να το γράψεις», επέμενε η Σάρα, λίγες μέρες αργότερα. «Έτσι θα το ξεκαθαρίσεις».

«Γιατί με παραλύει ο Όμηρος; Γιατί μου κόβεται η ανάστα στο Κουιντέτο για Κλαρινέτο του Μπραμς;»

«Γράψ’το», του είπε αμέσως ο Μπερνάτ. «Θα μου κάνεις χάρη, γιατί κι εγώ θέλω να μάθω».

«Πως γίνεται να είμαι ανίκανος να γονατίσω μπροστά σε οποιονδήποτε και, αντίθετα, όταν ακούω την Ποιμενική του Μπετόβεν, να μην έχω κανένα ενδοιασμό να υποκλιθώ;»

«Η Ποιμενική δεν είναι και πολύ πρωτότυπο έργο».

«Αφού το λες εσύ. Ξέρεις από που εμπνεύστηκε ο Μπετόβεν; Απ’ τις εκατόν τέσσερις συμφωνίες του Χάυντν».

«Κι απ’ τις σαράντα μία του Μότσαρτ».

«Σωστά, αλλά ο Μπετόβεν κατάφερε να συνθέσει μόνο εννιά. Γιατί όλες, ή σχεδόν όλες, βρίσκονται σε άλλο επίπεδο ηθικής πολυπλοκότητας».

«Ηθικής;»

«Ηθικής».

«Γράψ’ το».

«Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το έργο τέχνης, αν δεν μελετήσουμε την εξέλιξή του». Βούρτσισε τα δόντια και ξέπλυνε το στόμα του. Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, φώναξε από την ανοιχτή πόρτα της τουαλέτας: «Πάντα όμως χρειάζεται να επέμβει η διάνοια του καλλιτέχνη, που το κάνει, ακριβώς, να εξελίσσεται».

«Άρα η δύναμη έγκειται στο άτομο», απάντησε η Σάρα από το κρεβάτι, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει το χασμουρητό της.

«Δεν ξέρω. Ο Βαν ντε Βάιτεν, ο Μονέ, ο Πικάσο, ο Παρόλο. Είναι μια δυναμική γραμμή, που ξεκινά απ’ τις σπηλιές της χαράδρας της Βαλτόρτα και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αφού εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπότητα».

«Γράψ’το». Ο Περνά τέλειωσε το τσάι του, έπειτα από μερικές μέρες, και άφησε προσεκτικά το φλιτζάνι στο πιατάκι. «Ε;»

«Είναι η ομορφιά;»

«Τι;»

«Φταίει η ομορφιά; Τι σημαίνει ομορφιά;»

«Δεν ξέρω, αλλά μπορώ να την αναγνωρίσω. Γιατί δεν το γράφεις;» επανέλαβε ο Περνά κοιτάζοντας τον στα μάτια.

«Ο άνθρωπος καταστρέφει τον άνθρωπο, και συνθέτει επίσης τον Χαμένο Παράδεισο».

«Είναι μυστήριο, όντως. Πρέπει να το γράψεις».

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις

Because you are mine… *

Όταν σηκώθηκε, πήρε τον Χρήστο τηλέφωνο. Η μάνα του Χρήστου είχε μια ξενοίκιαστη γκαρσονιέρα στην Κυψέλη, πάνω από την πλατεία. Του ζήτησε να μείνει εκεί κάποιες μέρες. Έδωσε ένα ραντεβού για το απόγευμα. Στο μεταξύ, ήθελε να περάσει από το σπίτι, για να πάρει μερικά πράγματα. Δεν ήθελε να εκτεθεί σε περιττούς κινδύνους αλλά ήταν ακόμα μέρα και είπε να το ρισκάρει. Άφησε το δομάτιο του ξενοδοχείου, πήρε το αμάξι και τραβήχτηκε προς τα Λιόσια. Έβαλε μια συλλογή με Northern Soul, που συνήθως του έφτιαχνε το κέφη, όμως τώρα είχε μόνο μικρή -έως και μηδενική- επίδραση πάνω του. Παρ’ όλα αυτά, στο «Seven days too long» του Chuck Woods χάρηκε, εντελώς απροσδόκητα. Γενικώς, με soul και με funk, ο Νικήτας μικρή σχέση είχε ως τότε. Ήταν ένα μικρό λευκό αγόρι, που άκουγε κυρίως garage, punk και ψυχεδέλειες, αλλά όταν γνώρισε την Ιωάννα, που κατά βάση άκουγε τέτοια, κόλλησε κι αυτός με τον ήχο ή, για την ακρίβεια, τον κόλλησε η Ιωάννα, που τον έβαλε κάτω κι άρχισε τα άκου κι αυτό και άκου το άλλο, και δες ρε, εδώ τον Marvin, άκου εδώ, ρε μικρό βλαμμένο λευκό αγόρι, τον Ottis, βούλωστο και αφουγκράσου ασπρουλιάρη πάνκη την Whendy, τσιμουδιά όταν ακούς τους κορίτσαρους της Motown και τα παλικάρια της Stax. Είχε καθίσει, λοιπόν, και τα είχε μάθει όλα υπάκουα.

Έκανε πάλι το σφάλμα να πάρει τη Δυρραχίου και φράκαρε μέσα στην κίνηση, κάπου στο ύψος της γέφυρας Ροσινιόλ, που λάθος πίστεύεται ότι οφείλει το όνομά της στο ομώνυμο νυχτερινό κέντρο που βρισκόταν παλιά στις Τρεις Γέφυρες. Όπως του είχε ορκιστεί κάποιο βράδυ ένας μεθυσμένος ταρίφας, που είχε πάρει επίσης μεθυσμένος, από το Πέραμα, από αυτή τη γέφυρα, στις έντεκα Σεπτέμβρη του 1936, είχε πηδήξει με ολέθριες για τον εαυτό του συνέπειες ο Σομπλάν Ροσινιόλ -ένας Γάλλος διανοούμενος από τη Λυών, που ζούσε εκείνη την εποχή στο Περιστέρι. Σύμφωνα, πάντα, με τον ταρίφα που ωρυόταν, ο Ροσινιόλ ήταν μέλος της θρυλικής παρέας που ίδρυσε τον Ατρόμητο Αθηνών, του Κολομβούνη, του Πέτα και του Γλυκοφρύδη, που έπαιζαν τότε μπαλίτσα στην πλατεία Κυριακού -σήμερα πλατεία Βικτωρίας… Κάπου εκεί, έφασε και το cd στο «Nowhere to run» των Martha Reeves and The Vandellas. Το δυνάμωσε τέρμα -μια όχι και τόσο καλή έμπνευση, για τρεις η ώρα το μεσημέρι, στην πηγμένη από κίνηση Δυραχίου.

Έφτασε κοντά στο σπίτι και παρκάρισε το αυτοκίνητο σε ένα άσχετο δρομάκι. Έκανε μια βόλτα στο τετράγωνο, για να βεβαιωθεί πως δεν τον παρακολουθούσε κανείς -δεν κυκλοφορούσε ψυχή- και ανέβηκε πάνω. Μάζεψε τα πράγματα που ήθελε. Κοίταξε γύρω του ένα χάος από αντικείμενα και μισογεμισμένα χαρτόκουτα, συντρίμμια μιας άλλης συνθήκης, που κάποτε -μόλις πριν από μερικές μέρες- τη νόμιζε ασφαλή και σχετικά τακτοποιημένη. Το φως του ήλιου έμπαινε από τα πατζούρια διακεκομμένο, σε δέσμες, κάνοντας ορατή τη σκόνη της απουσίας, που είχ αρχίσει να κάθεται πάνω στα αντικείμενα, όπως αδιάκοπα έρχονται και κάθονται τα γεγονότα πάνω στις μικρές ή μεγάλες αυταπάτες που μας ορίζουν. Έβαλε ένα τσίπουρο, άναψε ένα τσιγάρο, άνοιξε το στερεοφωνικό κι έβαλε ν’ ακούσει το «I walk the line» του Johnny Cash.

*το ένα δέκατο του 8, βα. αλ., Εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι

Πάμε.*

– Πάμε.

Η Εύα άφησε το λαμπτήρα αλογόνου του σαλονιού λίγο να φέγγει· ύστερα, μοιάζοντας να είχε ξεχάσει κάτι, επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Τζων άρπαξε τον ταξιδιωτικό σάκο και περνώντας μπροστά από το εντυπωσιακό γιαπωνέζικ ηχοσύστημα, διάλεξε ένα CD και το έβαλε στη θέση «repeat».

Όταν η Εύα επέστρεψε από την κουζίνα, από το μπουφάν της προεξείχε ένα πακέτο, και ο Βάγκνερ κλαψούριζε μακρόσυρτα μοιρολόγια. Τριστάνος και Ιζόλδη. Λόγο κορόιδεμα για την αστυνομία που δεν θα αργούσε να ξκατακλύσει το χώρο.

Το έσκασαν από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, σαν κάτι να τους ρούφηξε.

Έξω, όλα έμοιαζαν ήρεμα. Οι ήχοι της νύχτας διασταυρώνονταν με αυτούς των θάμνων του κήπου και των φυλλωμάτων των δέντρων· αναμεμειγμένοι οι ήχοι ακούγονταν σαν χειροκροτήματα ενθουσιωδών θαυμαστών. Όσο για το μπάσταρδο, κοιμόταν στο σπιτάκι του. Και αυτό το βράδυ, όπως κάθε μέρα.

Οι εραστές αφουγκράζονταν την παραμικρή κίνηση, γλιστρούσαν κάτω από τα κλαδιά. Σαν να ξαναγυρίζεις στην παιδική ηλικία σου όταν εξαιτίας του σκοταδιού επινοείς σενάρια για το φόβο που θέλεις να κατανικήσεις, παρά τα πέντε σου χρόνια.

Ήταν ωραία. Ο Τζων προσχωρούσε μπροστά. Ο λύκος. Οσφραινόταν τον αέρα.–

– Εντάξει, μπορούμε να φύγουμε.

Η Εύα γευόταν κάθε στιγμή. Η νύχτα αυτή θα ήταν κομμάτι των καλύτερων αναμνήσεών της. Ζωντανή, επιτέλους.

Διέσχισαν το οικόπεδο που τους χώριζε από τα κάγκελα. Τώρα θα έπρεπε να σκαρφαλώσουν στο μεταλλικό κιγκλίδωμα – δύο μέτρα υψωμένα προς τον μωβ ουρανό. Στο δρόμο κανείς. Ούτε ένας οδηγός παρκαρισμένος, να διαβάζει εφημερίδα ανάποδα, κάτω από το χαμηλό φως. Μόνο τα χρώματα των φανοστατών πάνω στο πεζοδρόμιο και μια βαριά σιωπή από μέρους του φεγγαριού.

Ο Τζων έκανε σκαλοπάτι με τα χέρια του και βοήθησε την Εύα που όντας σπορτίφ περιστασιακά, αλλά μόνο για μεγάλες περιστάσεις, δεν είχε καμία δυσκολία να περάσει από την άλλη πλευρά. Ο Τζων σκαρφάλωσε με τη σειρά του τα κάγκελα και ξανάπεσε ελαφρά στο πεζοδρόμιο όπου τον περίμενε η Εύα, με το σάκο στο χέρι. Χωρίς να χάσουν στιγμή, έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Η Εύα είχε διαλέξει την Τζάγκουαρ. Ήταν γρήγορη.

– Έχεις τα κλειδιά; ψιθύρισε ο Τζων.

Η Εύα του τα πέταξε. Σφηνωμένη πάνω στους τροχούς της, η Αγγλίδα με το σκουροπράσινο φόρεμά της περίμενε να βάλουν μπρος τους κυλίνδρους της. Η Εύα έριξε το σάκο στο πίσω κάθισμα και ακούμπησε το πακέτο στα γόνατά της.

Η Τζάγκουαρ άφησε τη θέση της στο πεζοδρόμιο, έκανε το γύρο του οικοδομικού τετραγώνου και κατέβηκε το Ήντεν Τέρας με χαμηλή ταχύτητα. Ο Τζων είχε κολλημένα τα μάτια του στο καθρεφτάκι, αλλά δεν τους ακολούθησε κανένα αυτοκίνητο. Σάυμοντσ Στρητ. Αστική έρημος που τη χάιδευε ένα ελαφρύ αεράκι, τρυφερό σαν πέταλο λουλουδιού. Ο Τζων άλλαξε ταχύτητα και έστριψε στα φανάρια της Νιου Νορθ Ρόουντ. Η Εύα χάζευε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα κατά μήκος των δρόμων. Το άρωμα βανίλιας διαχεόταν από τα μαλλιά της στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου.

– Πιστεύεις ότι θα μας βρουν οι μπάτσοι;
– Μπά…

* ΧΑΚΑ – Από τη Σάγκα Μαορί, Caryl Ferey, μετάφραση Αργυρώ Μακάροφ, εκδ. ΑΓΡΑ

Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε ποτέ*

«Τι θα ήθελες να ακούσεις;»
«Μπιτλς;»
«Σικάγο;»
«Φόρμουλα V;»
«Λος Πάσος;»
«Κρίντενς;»
«Αχά, Κρίντενς», ήταν για άλλη μια φορά η συμφωνία. Εδώ και χίλια χρόνια τους άρεσε να ακούν τη συμπαγή φωνή του Τζον Φόγκερτι και τις πρωτόγονες κιθάρες των Κρίντενς Κλίαργουοτερ Ριβάιβαλ.
«Παραμένει πάντα η καλύτερη εκτέλεση του Proud Mary».
«Αυτό δεν χωράει καν συζήτηση».
«Τραγουδάει σαν να είναι μαύρος, ή μάλλον όχι: τραγουδάει σαν να είναι Θεός, γαμώτο… Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε ποτέ».

Ο Κόντε κοίταξε τον Κάρλος, αλλά ο Κοκκαλιάρης, σαν να μην είχε πει τίποτα, ασχολιόταν με το να βάλει το σιντί στη σωστή του θέση, να πατήσει το πλήκτρο που το κατάπινε και κατόπιν εκείνο που προορίζονταν να κάνει το μηχάνημα να παίξει τη μουσική.
Η ιδέα ήταν της Ντουλσίτα: θα γιόρταζαν τα γενέθλια με τον κλασσικό τρόπο, με τις καλύτερες ρητορείες του στιλ που αποκαλούσαν «τσιτσί» και το οποίο, κατ’ αυτήν, ακολουθούσαν πολύ στο Μαϊάμι. Με την εξαίρεση των τιμώμενων προσώπων και του Κόντε, οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένης της γριάς Χοσεφίνα, θα κατέφθαναν όλοι μαζί, κάποιοι με το αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει αυτή, άλλοι με την καμπριολέ Μπελ Ερ του Γιόγι, με τα κλάξον να ηχούν. Θα έμπαιναν στο σπίτι με μπαλόνια στα χέρια, μυτερά καπέλα στο κεφάλι, μπουκέτα με λουλούδια και με την τούρτα, στεφανωμένη με τα πενήντα δύο κεριά, ήδη αναμμένα. Και όλα αυτά θα τα έκαναν τραγουδώντας το Happy Birthday to You. Η τούρτα των γενεθλίων ήταν χωρισμένη σε δύο μισά: το ένα καλυμμένο με γαλάζια μαρέγκα για την Ταμάρα και το άλλο με κρέμα σε μια απόχρωση βιολετιά για την Αϊμάρα, και τη διέσχιζαν τα λευκά γράμματα της επιγραφής του απαραίτητου «Χρόνια πολλά», αυτή τη φορά όμως με ένα δύο στην άκρη, τον αριθμό που αναλάμβανε να υψώσει στο τετράγωνο τις ευχές.

*Αιρετικοί, Λεονάρδο Παδούρα, εκδ. Καστανιώτη

Εξαιτίας των ρολογιών*

Η Ντεντέ μπαίνει μ’ ένα πακέτο και κοιτά τον Τζόνυ.
– Έχεις πιο ψηλό πυρετό. Τηλεφώνησα στο γιατρό, θά’ρθει στις δέκα. Λέει να καθίσεις ήσυχος.
– Εντάξει, σύμφωνοι, όμως πρώτα πρέπει να διηγηθώ στον Μπρούνο για το μετρό. Τις προάλλες κατάλαβα ξεκάθαρα το τι συνέβαινε. Βάλθηκα να σκέφτομαι τη γριά μου, ύστερα τη Λαν και τα παιδιά, και φυσικά στη στιγμή μου φάνηκε πως περπατούσα στη γειτονιά μου, κι έβλεπα τα πρόσωπα των μικρών παιδιών εκείνου του καιρού. Δεν ήταν ότι σκεφτόμουνα, θαρρώ πως κιόλας σου έχω πει πολλές φορές ότι εγώ ποτέ δε σκέφτομαι. Είμαι σαν αραγμένος σε μια γωνία κοιτώντας να περνάει αυτό που σκέφτομαι, αλλά δε σκέφτομαι αυτό που βλέπω. Καταλαβαίνεις; Ο Τζιμ λέει πως είμαστε όλοι ίδιοι, πως γενικά (έτσι λέει) δε σκέφτεται κανείς τον εαυτό του. Ας πούμε πως είναι έτσι, το θέμα είναι πως εγώ είχα πάρει το μετρό στο σταθμό του Σαιν-Μισέλ κι αμέσως βάλθηκα να σκέφτομαι τη Λαν και τα παιδιά και να βλέπω τη γειτονιά. Μόλις κάθισα βάλθηκα να τους σκέφτομαι. Αλλά συγχρόνως είχα συνείδηση πως βρισκόμουν στο μετρό και είδα πως ύστερα από ένα λεπτό περίπου φτάναμε στο Οντεόν και πως ο κόσμος έμπαινε και έβγαινε. Τότε εξακολούθησα να σκέφτομαι τη Λαν και είδα τη γριά μου όταν γύριζε από τα ψώνια κι άρχισα να τους βλέπω όλους και να βρίσκομαι μαζί τους μ’ έναν τρόπο πολύ όμορφο που είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι. Οι αναμνήσεις είναι πάντα μια αηδία, αλλά τούτη τη φορά μου άρεσε να σκέφτομαι τα παιδιά και να τα βλέπω. Αν αρχίσω να σου λέω όλα όσα είδα δεν πρόκειται να τα πιστέψεις γιατί θα ‘παιρνε ώρα. Κι αυτό παραλείποντας της λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, για να σου πω ένα μονάχα πράγμα, έβλεπα τη Λαν μ’ ένα πράσινο φόρεμα που έβαζε όταν πήγαινε στο Club 33, όπου έπαιζα με τον Χαμπ. Έβλεπα το φόρεμα με κάτι κορδέλες, ένα φιόγκο, κάτι σαν κέντημα στα πλάγια, ένα γιακά… Όχι συγχρόνως, παρά σαν να γυρόφερνα στην πραγματικότητα το φόρεμα της Λαν και να το κοίταζα αργά αργά. Κι ύστερα κοίταξα το πρόσωπο της Λαν και κείνα των παιδιών, κι ύστερα θυμήθηκα τον Μάικ που έμενε στο πλαϊνό δωμάτιο, και πώς ο Μάικ μου είχε διηγηθεί την ιστορία με κάποια άγρια άλογα στο Κολοράντο, κι εκείνον που δούλευε σ’ ένα ράντσο και μιλούσε προτείνοντας το στήθος όπως οι δαμαστές των αλόγων…
– Τζόνυ, είπε η Ντεντέ από τη γωνία της.
– Πρόσεξε, δε σου διηγούμαι παρά ένα κομματάκι απ’ όλα όσα σκεφτόμουν και έβλεπα. Πόση ώρα έκανα να σου πω αυτό το κομματάκι;
– Δεν ξέρω ας πούμε κάπου δύο λεπτά;
– Ας πούμε κάπου δύο λεπτά, ξαναλέει ο Τζόνυ. Δύο λεπτά και σου έχω πει ένα κομματάκι, τίποτα άλλο. Αν σου έλεγα όλα όσα είδα να κάνουν τα παιδιά και πώς ο Χαμπ έπαιζει το Save It, Pretty Mamma κι εγώ άκουγα κάθε νότα, καταλαβαίνεις, κάθε νότα, και ο Χαμπ δεν είναι από εκείνους που κουράζονται, κι αν σου έλεγα πως άκουσα ακόμη και τη γριά μου να λέει μια ατέλειωτη πεοσευχή που μιλούσε για λάχανα, μου φαίνεται, ζητούσε συγχώρεση για μένα και το γέρο μου κι έλεγε κάτι για κάποια λάχανα… Λοιπόν, αν σ’ τα ‘λεγα με λεπτομέρειες όλα αυτά, θα περνούσαν περισσότερα από δύο λεπτά, ε Μπρούνο;

– Αν πράγματι άκουσες και είδες όλα αυτά θα περνούσε ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας, του είπα γελώντας.
– Θα περνούσε ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας, ε Μπρούνο; Τότε να μου πεις πώς γίνεται και ξαφνικά νιώθω πως το μετρό σταματάει και φεύγω απ’ τη γριά μου και τη Λαν κι απ’ όλα εκείνα, και βλέπω πως βρισκόμαστε στο Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, που απέχει ακριβώς ενάμισι λεπτό από το Οντεόν.
Ποτέ δεν με απασχολούν ιδιαίτερα αυτά που λέει ο Τζόνυ, αλλά τώρα, με τον τρόπου που με κοιτάζει, νιώθω ρίγος.
– Μόλις ενάμισι λεπτό με το χρόνο το δικό σου και το χρόνο το δικό της, λέει μνησίκακα ο Τζόνυ. Και ακόμη με το χρόνο του μετρό και του ρολογιού μου, καταραμένα να ‘ναι. Τώρα πως γίνεται κι εγώ σκεφτόμουνα ένα τέταρτο της ώρας, ε Μπρούνο; Πώς μπορείς να σκέφτεσαι ένα τέταρτο της ώρας σ’ ενάμισι λεπτό; Σου ορκίζομαι πως εκείνη την ημέρα δεν είχα καπνίσει ούτε ένα κομματάκι ούτε ένα φυλλαράκι, προσθέτει σαν παιδί μικρό που απολογείται. Και ύστερα μου ξανασυνέβη, τώρα αρχίζει να μου συμβαίνει παντού. Αλλά, προσθέτει πονηρά, μόνο μέσα στο μετρό μπορώ να καταλάβω γιατί το να ταξιδεύω με το μετρό είναι σαν να’μαι βαλμένος μέσα σ’ ένα ρολόι. Οι στάσεις είναι τα λεπτά, καταλαβαίνεις, είναι ο χρόνος, ο δικός σας, του τώρα· αλλά εγώ ξέρω πως υπάρχει άλλος κι έκατσα και σκέφτηκα, σκέφτηκα…
Σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια και τρέμει. Θα ήθελα να έχω ήδη φύγει, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω για να τους αποχαιρετίσω χωρίς να στενοχωρηθεί ο Τζόνυ, γιατί είναι φοβερά ευαίσθητος με τους φίλους του. Αν συνεχίσει έτσι, θα την έχει άσκημα, τουλάχιστον με την Ντεντέ δεν πρόκειται να μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα.
– Μπρούνο, αν μπορούσα μονάχα να ζω όπως εκείνες τις στιγμές ή όπως όταν παίζω, που και τότε ο χρόνος αλλάζει… Καταλαβαίνεις τι θα μπορούσε να συμβεί σ’ ενάμισι λεπτό… Τότε ένας άνθρωπος, όχι μονάχα εγώ, αλλά αυτή, κι εσύ, και όλα τα παιδιά θα μπορούσαμε να ζήσουμε χίλιες φορές περισσότερο απ’ όσο ζούμε εξαιτίας των ρολογιών, της μανίας των λεπτών και του μεθαύριο…

*Ο Κυνηγός, Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Μάγια Μαρία Ρούσσου, εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ

To Bar des 13 Coins στο radiobubble

Από σήμερα, τις Τετάρτες που στο πρόγραμμα του radiobubble δεν θα ακούγεται ο Σαμψών Ρακάς ή ο risinggalaxy, τα παστίς θα τα κερνάμε εμείς.

Η μουσική των βιβλίων θα ακούγεται τα βράδια της Τετάρτης, από τις 12 τα μεσάνυχτα και μετά, πότε για μία, πότε για δύο ώρες.

Ελάτε, κερνάμε!

Bardes13Coins_t

Paul Auster: ο συγγραφέας στη Στέγη*

Υπογράφοντας το Sunset Park. Ερασιτεχνική λήψη.

Υπογράφοντας το Sunset Park. Ερασιτεχνική λήψη.

Η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή τη μουσική του Buddy Holly που ο δημοσιογράφος Ηλίας Μαγκλίνης είχε επιλέξει για να εισάγει το κοινό στη ζωή του Paul Auster. Κι ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχτηκε πως άκουγε Holly όταν ήταν μικρός, πριν τα 12 του χρόνια, αλλά πιο πολύ του άρεσε το «Wake up little Susie» των Everly Brothers. Δεν θα τον αδικούσα. Παρακολουθούσα από τις θέσεις του κοινού, αρκετά μακριά από τη σκηνή ώστε να μην βλέπω με λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του  Paul Auster αλλά κι αρκετά κοντά ώστε να διακρίνω τον ψηλό άντρα με τα γκρίζα ρούχα και την παιχνιδιάρικη διάθεση να βγάζει το ηλεκτρονικό τσιγάρο και να τράβα μια ρουφηξιά παραδεχόμενος πως δεν καπνίζει πια πουράκια. Ήταν φανερό πως ο πρωταγωνιστής στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών δεν ένιωθε καμία αμηχανία. Η  επίγνωση της γοητείας που ασκεί σε συνδυασμό με την αποδοχή που έχει εισπράξει μας χάρισαν μια βραδιά που ο «συνομιλητής» μας δεν δίστασε σε καμία ερώτηση.

Κάπως έτσι λοιπόν, με αφορμή τη μουσική των παιδικών του χρόνων, συναντήσαμε τον Paul Auster. Και στα πρώτα λεπτά αυτής της συνάντησης μάθαμε για τη στιγμή που συνειδητοποίησε την «αστάθεια της πραγματικότητας», όταν στην κατασκήνωση, σε μια από τις εκδρομές τους κι εν μέσω καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε και σκότωσε έναν παιδικό του φίλο. Στεκόταν ακριβώς δίπλα του τη στιγμή που συνέβη. Κι αν και, όπως είπε, αισθάνεται τυχερός που δεν έζησε πόλεμο, κατοχή ή επιδημίες περιέγραψε αυτή τη στιγμή σαν το δικό του πεδίο μάχης, μέσα στην «συνηθισμένη ζωή» που κατά τα άλλα έχει ζήσει.

Αυτή η «συνηθισμένη ζωή»  του Auster  περιλαμβάνει την ιστορία της γιαγιάς του που δολοφόνησε τον παππού του εν ψυχρό τη στιγμή που εκείνος, 36 χρονών μόνο, άλλαζε μια λάμπα στο σπίτι τους. Σαν παιδί «τη φοβόμουν μέχρι θανάτου» ομολόγησε ο Paul Auster ενώ διηγούνταν την οικογενειακή ιστορία ακροβατόντας μεταξύ δράματος και τραγωδίας. Η γιαγιά, που δολοφόνησε τον άντρα της όταν έμαθε ότι την απατούσε, δεν καταδικάστηκε ποτέ. Τα 5 παιδιά της (τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι) δεν μίλησαν ποτέ για τον φόνο στα παιδιά τους με αποτέλεσμα τα εγγόνια να ζουν για χρόνια στην άγνοια. Και κάποια μέρα, κάπου στη δεκαετία του ’70, μία από τις εγγονές, ενήλικη πια και στο πρώτο της ταξίδι στην Ευρώπη έμαθε το γεγονός τυχαία από έναν γηραιό άγνωστο κύριο της με τον οποίο βρέθηκαν να συνταξιδεύουν σε διπλανά αεροπορικά καθίσματα και να κατάγονται από την ίδια πόλη.

Ο χειμαρρώδης Auster δεν δίστασε ούτε τη στιγμή της πολιτικής κριτικής. Λέγοντας πως ο «φόβος του κομμουνισμού ήταν μια από τις πραγματικότητες που επηρέασε» τα παιδικά του χρόνια, χαρακτήρισε τον Μακάρθυ «τρελό αλκοολικό που τρομοκρατούσε τη χώρα». Έφτασε στο σήμερα λέγοντας πως ο νόμος Patriot Act που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου είναι ένας νόμος Big Brother, ξεκάθαρα αντισυνταγματικός.  Χαρακτήρισε τον Μπαράκ Ομπάμα διστακτικό απέναντι στις αλλαγές που πρέπει να κάνει και φοβισμένο από τις κρατικές υπηρεσίες, ενώ είπε γελώντας ότι ο Μπιλ Κλίντον υπήρξε ο πιο συντηρητικός Δημοκρατικός του αιώνα. Δεν δίστασε να μιλήσει για τον συνεχή «πόλεμο» των Ρεπουμπλικάνων απέναντι στη σημερινή διακυβέρνηση καταλήγοντας πως στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή ζουν πιο διχασμένοι από ποτέ στην ιστορία της χώρας, σαν να βρίσκονται σε ένα «χαοτικό κουτί θορύβου» όπου «η κατάρα του ρατσισμού συνεχίζει να υπάρχει».

Φοιτητής του Columbia την εποχή των μεγάλων διαδηλώσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Auster συνελήφθη με άλλους 700 συμφοιτητές του κατά τη διάρκεια κινητοποίησης και πέρασε ένα εικοσιτετράωρο στη φυλακή. Διηγήθηκε λοιπόν υπερήφανα πως κατάφερε να μην επιστρατευτεί, ουσιαστικά από τύχη, και τόνισε την αίσθηση ανακούφισης και  το τεράστιο βάρος που έφυγε από τις πλάτες του όταν συνειδητοποίησε πως δεν θα χρειαστεί να πάει φυλακή μιας και  σε περίπτωση επιστράτευσης θα αρνούνταν να πολεμήσει. Και κάπου εκεί η συζήτηση μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά στο παρόν. «Η Αμερική είναι σαν χαμένη σήμερα». « Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι μοιάζουν δυστυχισμένοι». «Το σύστημα είναι ελαττωματικό». «Δεν είναι ότι μετανιώνω για τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά τότε υπήρχε τουλάχιστον ένα ιδεολογικό επιχείρημα ενάντια στον καπιταλισμό. Οι άνθρωποι είχαν μια ελπίδα». «Σήμερα τίποτα δεν στέκεται αντιμέτωπο στον καπιταλισμό και ο καπιταλισμός έχει πάθει αμόκ». «Χρειαζόμαστε ένα νέο Καρλ Μαρξ».

Εκεί λοιπόν, ανάμεσα στην ζωή, τις εμπειρίες, την απώλεια και την αγάπη,  την πολιτική και την καθημερινότητα μπλέχτηκε η τέχνη και η λογοτεχνία.  «Ελπίζω η δουλειά μου να συνεχίσει να εξελίσσεται» ευχήθηκε ενώ παραδεχόταν πως δεν έχει νιώσει ακόμα την ανάγκη να σταματήσει να γράφει και πως βρίσκεται στη συγγραφή του μεγαλύτερού βιβλίου της ζωής του. Διαχώρισε ο ίδιος τα βιβλία του σε αυτοβιογραφικά και μυθιστορήματα ξεκαθαρίζοντας σχεδόν αυστηρά πως στα βιογραφικά πάντα κάνει προσπάθεια να πει την αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή είναι η δική του υποκειμενική αλήθεια, ενώ στα μυθιστορήματα δεν υπάρχει κανένα αυτοβιογραφικό στοιχείο. «Όταν μπεις στη ζώνη του μυθιστορήματος ξεκινά η φαντασία. Πρόκειται για ένα αισθητικό πλαίσιο». Αλλά και η μουσική: «Γράφοντας το The Winter Journal σκεφτόμουν μουσική»

Λάτρης της λογοτεχνίας, δεν μπόρεσε να μη μοιραστεί την αγάπη του με το κοινό. «Η τέχνη είναι φαντασία και η φαντασία είναι πραγματικότητα. Ο Δον Κιχώτης, για τον αναγνώστη του, είναι μέρος του πραγματικού κόσμου» μας εκμυστηρεύτηκε ο Auster που ανάφερε το έργο του Θερβάντες παραπάνω από μια φορά στη χθεσινή συζήτηση. «Η λογοτεχνία είναι υπερεθνική. Ο Φλωμπέρ επηρέασε τον Τζόις, ο Τζόις τον Φώκνερ, ο Φώκνερ τον Μαρκές. Πρέπει να είσαι κουφός, χαζός και τυφλός για να διαβάζεις λογοτεχνία μόνο στη γλώσσα σου» ξεκαθάρισε ενώ προσπαθούσε με λίγα λόγια να περιγράψει το ταξίδι του από τους αμερικάνους συγγραφείς στους ρώσους – από τον Τολστόι μέχρι τον Γκόγκολ – και τους γάλλους – από τους ποιητές μέχρι τον Καμύ.

Και τόλμησε, με χιούμορ, να απαντήσει στην ερώτηση θεατή  για τα βιβλία που θα έπαιρνε απαραιτήτως μαζί του στην περίπτωση που ήταν αναγκασμένος να σώσει μόνο πέντε. Και η λίστα περιλαμβάνει βέβαια τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, το «Ο κοινός μας φίλος» του Ντίκενς, το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι μιας και όπως είπε όφειλε να διαλέξει κι ένα πολύ μεγάλο βιβλίο αφού και δεν θα μπορούσε να έχει παρά μόνο πέντε, το «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ και «Το Κάστρο» του Κάφκα.

Η τελευταία ερώτηση, απ’ το κοινό, ζητούσε το σχόλιό του για το γεγονός  ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές υποχρηματοδοτούνται παγκοσμίως. Και ήταν σαφής. «Τα χρήματα έχουν τώρα τελευταία πάντα τον τελευταίο λόγο κι αυτό είναι θλιβερό. Αν όλα γίνουν αριθμοί και μηχανική, μας λυπάμαι».

~J

 

* Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Ελεύθεροι Σκοπευτές: Paul Auster
Σε μια συζήτηση με τον Ηλία Μαγκλίνη, 5 Νοεμβρίου 2014

Αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας*

Αυτοί οι δύο άντρες ήταν τα παράσιτα του Μπομπ, μα η Αν-Μαρί, με την αθωότητά της, δεν είχε υποπτευθεί τίποτα. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό του συμμαθητή μου σαν δυο σωματοφύλακες ή δυο γελωτοποιοί. Στην αρχή, το γέλιο του Τζέιμς Μουρέντζ, οι ουλές του, ο τρόπος που μας χτυπούσε τον ώμο καθώς μας γυρόφερνε κάνοντας μικρά πηδηματάκια σαν πυγμάχος με διασκέδαζαν. Και με είχε γοητεύσει η ευγένεια του Έντουαρντ Αγκάμ. Ο Μπομπ μου είχε εμπιστευτεί πως ήταν οι δύο του φίλοι, οι «κολλητοί» του όπως είπε.

Και τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει διαφορετική τροπή, οι μέρες να διαδεχόταν η μια την άλλη μέσα στην ανεμελιά, αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας. Ο Μακ Φόουλς μιλούσε γι΄αυτήν διαρκώς. «Δεν είδες τη θάλασσα;» «Είμαι σίγουρος πως είναι η ώρα της παλίρροιας». «Τι χρώμα έχει η θάλασσα σήμερα;» «Δεν νομίζεις πως μυρίζει θάλασσα;» Ο Μουρέντζ και ο Αγκάμ, για να ευχαριστήσουν τον Μπομπ, πρόσθεταν κι από πάνω. Ο Αγκάμ, με συνοδεία κιθάρας, μας τραγουδούσε τη Θάλασσα του Σαρλ Τρενέ. Ο Μουρέντζ είχε αποφασίσει πως η θάλασσα άρχιζε κάτω από τη βεράντα του ξενοδοχείου και μας ζητούσε να θαυμάζουμε τις βουτιές του. Φορούσε κι αυτός μαγιό λεοπαρδαλέ και όρθιος πάνω στο πεζούλι φούσκωνε το στήθος του παίρνοντας βαθιές εισπνοές. Ύστερα, με το κεφάλι μπροστά, πηδούσε προς την πελούζα και την τελευταία στιγμή, μ’ ένα σπάσιμο της μέσης, έβρισκε την ισορροπία του.

«Κρυούτσικη;» ρωτούσε ο Μακ Φουλς.
«Όχι, σήμερα είναι καλή», απαντούσε ο Μουρέντζ κάνοντας πως τινάζει τα νερά από πάνω του και ισιώνοντας τα μαλλιά του, λες κι είχε βουτήξει πραγματικά. «Αυτή η θάλασσα έχει την ιδανική θερμοκρασία».

Ένας επιπόλαιος παρατηρητής θα το είχε πάρει για απλό αστείο, θα ανησυχούσε όμως τη μέρα που ο Μουρέντζ, λέγοντας πως το κάγκελο της βεράντας ήταν πολύ χαμηλός βατήρας, αποφάσισε να πηδήξει από το περιστύλιο της εισόδου του ξενοδοχείου. Η πρωτοβουλία του ενθουσίασε τον Μακ Φόουλς και τον Έντουαρντ Αγκάμ, όσο για μένα και την Αν-Μαρί, δεν τολμήσαμε να πούμε τίποτα.

«Βούτα, μη φοβάσαι», είπε ο Μακ Φόουλς. «Η θάλασσα είναι βαθιά εδώ…»
Ο Μουρέντζ, πατώντας πάνω σε ένα σκαμνί, ανέβηκε στην προεξοχή, που είχε ύψος πάνω από τρία μέτρα. Ο Αγκάμ, απαθής, σιγοτραγουδούσε τη Θάλασσα. Ο θυρωρός και ένας από τους γκρουμ του ξενοδοχείου παρακολουθούσαν τη σκηνή συνεπαρμένοι.

«Θα σας παρουσιάσω τη βουτιά του αγγέλου», είπε ο Μουρέντζ.
Ένα προκλητικό χαμόγελο έκανε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να συσπαστούν. Ο Μακ Φόουλς μου είχε πει πως η τόλμη του στα αγωνίσματα του μπόμπσλεϊ στο Σεν Μόριτζ είχε γίνει αιτία να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Τζέιμς ο αυτόχειρας».

«Άντε βούτα», είπε ο Μακ Φόουλς. «Δεν έχει πια κύμα. Είναι πραγματική πισίνα. Δείξε μας επιτέλους τη βουτιά του αγγέλου».

Ο Μουρέντζ, ακίνητος πάνω στην προεξοχή, με σφιγμένα χείλη, πήρε βαθιά ανάσα. Έπειτα, μ’ ένα βίαιο τίναγμα, πήδηξε προς τα πάνω, με τα χέρια ανοιχτά. Θα παίρναμε όρκο πως θα συντριβόταν στο έδαφος, αλλά, σε κλάσματα δευτερολέπτου, δίπλωσε τα γόνατα στην κοιλιά του και έπεσε πάνω στο μαλακό γκαζόν σε στάση εμβρύου, στάση που εγκαινίασε, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ο σκιέρ Βουαρνέ. Χειροκροτήσαμε. Μόνο ο Μακ Φόουλς παρέμεινε απαθής.

«Την επόμενη φορά να κάνεις βουτιά από πιο ψηλά και όταν θα έχει κύμα», είπε ψυχρά.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε πρωί, ο «Τζέιμς ο αυτόχειρας» έκανε βουτιές. Βουτιά με εκτίναξη του σώματος, βουτιά από ένα τραπέζι που το είχε τοποθετήσει στη βεράντα του ξενοδοχείου, βουτιά «σαν να κλωτσούσε το φεγγάρι» ή «βουτιές ανάποδες». Και κάθε φορά, αυτές οι επιδείξεις τελείωναν με τα συνηθισμένα αστειάκια: «το νερό είναι καλό», «πρέπει να βουτήξετε κι εσείς»… ως τη μέρα που κάνοντας μια βουτιά έσπασε ελαφρά τον πήχη του. Έδεσε το χέρι του από το λαιμό με μια μαντίλα –μεταξωτή άσπρη μαντίλα, που του χάρισε ο Μακ Φόουλς– και όλη την ημέρα κυκλοφορούσε με τούτη τη μαντίλα και το λεοπαρδαλέ μαγιό του.

«Δεν μπορείς να κολυμπήσεις, καημένε μου», του είπε ο Μακ Φόουλς. «Και είναι κρίμα μ’ αυτή τη ζέστη…»

* Ήταν όλοι τους καλά παιδιά…, Patrick Modiano, μετ. Βάσω Νικολοπούλου – Νίκη Ντουζέ, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δεν καρατομούνται τα δέντρα…*

Περπατούσα ανάλαφρα, σαν να’ χα φτάσει ένα βράδυ Ιουλίου σε μια ξένη πόλη. Έπιασα να σφυρίζω ένα μεξικάνικο τραγούδι. Αλλά αυτή η πλαστή ξεγνοιασιά δεν κράτησε πολύ. Περπατούσα δίπλα στο κιγκλίδωμα του Λουξεμβούργου, και το ρεφρέν του «Ay Jalisco no te rayes» έσβησε στα χείλη μου. Μια αφίσα ήταν κολλημένη στον κορμό ενός απ’ τα ψηλά δέντρα που μας σκεπάζουν με τα φύλλα τους μέχρι την είσοδο των Κήπων, ψηλά, στο Σεν-Μισέλ. «Αυτό το δέντρο είναι επικίνδυνο. Πρόκειται να κοπεί. Θ’ αντικατασταθεί αυτόν τον χειμώνα». Για λίγα δευτερόλεπτα, νόμισα ότι έβλεπα ένα κακό όνειρο. Στεκόμουν εκεί, απολιθωμένος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτή τη θανατική καταδίκη. Ένας περαστικός ήρθε και μου είπε: «Αισθάνεστε άσχημα, κύριε;», κι ύστερα απομακρύνθηκε, προφανώς απογοητευμένος από το απλανες μου βλέμμα. Σ’ αυτόν τον κόσμο όπου είχα όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι ήμουν ένας επιζών, καρατομούσαν και τα δέντρα… Συνέχισα το βάδισμα μου προσπαθώντας να σκεφτώ άλλα πράγματα, αλλά μου ήταν δύσκολο. Δεν μπορούσα να ξεχάσω εκείνη την αφίσα κι εκείνο το δέντρο, το καταδικασμένο σε θάνατο. Αναρωτιόμουν πως να’ ταν τα πρόσωπα των δικαστών και αυτό του δημίου. Ανέκτησα την ηρεμία μου. Για παρηγοριά, φανταζόμουν τον Γκι ντε Βερ να προχωράει δίπλα μου και να μου επαναλαμβάνει με τη γλυκιά φωνή του «Μα όχι, Ρολαν, είναι ένα κακό όνειρο… δεν καρατομούνται τα δέντρα…».

***

* Στο café της χαμένης νιότης, Patrick Modiano, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Να ξεκινήσεις από την αταξία και να φτάσεις στην τάξη*

Ο Οράσιο γλίστρησε λίγο πιο χαμηλά και, είδε ξεκάθα­ρα όλα εκείνα που ήθελε να δει. Δεν ήξερε αν αυτό το εγχείρημα θα έπρεπε να το αποπειραθεί εκ των κάτω ή εκ των άνω, με τη συγκέντρωση όλων του των δυνάμεων ή καλύτερα όπως τώρα, σκόρπιος και ρευστός, ανοιχτός στο φεγγίτη, στα πράσινα κεριά, στο πρόσωπο θλιμμένης προβατίνας της Μάγα, στη Μα Ραίηνυ που τραγουδούσε το Jelly Beans Blues.

Καλύτερα έτσι, καλύτερα σκορπισμένος και ευεπίδεκτος, σπογγώδης όπως όλα γίνονταν σπογγώδη μόλις τα κοίταζες πολλή ώρα και με τα αληθι­νά σου μάτια. Δεν ήταν και τόσο μεθυσμένος ώστε να μη νιώθει πως είχε κάνει το σπίτι του γης Μαδιάμ, πως μέσα του τίποτα δε βρισκόταν στη θέση του, αλλά ταυτοχρό­νως – αυτό ήταν σίγουρο, θαυμαστά σίγουρο – στο πά­τωμα ή στο ταβάνι, κάτω απ’ το κρεβάτι ή επιπλέοντας στο νερό του νιπτήρα υπήρχαν αστέρια και θραύσματα αιωνιότητας, ποιήματα σαν ήλιοι και σαν πελώρια γυ­ναικεία πρόσωπα και σαν γάτες όπου μέσα τους έκαιγε η μανία της ράτσας τους, σ’ αυτό το ανακάτεμα από σκου­πίδια, από τις πλάκες νεφρίτη της γλώσσας του όπου οι λέξεις μπλέκονταν μέρα και νύχτα σε λυσσασμένες μάχες ανάμεσα σε μυρμήγκια και σκολόπεντρες, η βλαστήμια συνυπήρχε με την καθάρια μνεία των ουσιωδών, η ξεκά­θαρη εικόνα με τη χειρότερη αργκό. Η ακαταστασία θριάμβευε και έτρεχε μέσα στα δωμάτια με τα μαλλιά της να κρέμουνται σε απαίσια τσουλούφια, τα μάτια γυάλι­να, τα χέρια γεμάτα τράπουλες που δεν μπορούσαν να τις ανακατέψουν, επιστολές χωρίς αρχή και τέλος και πάνω στα τραπέζια κρύωνε η σούπα μέσα στα πιάτα, το δάπεδο ήταν γεμάτο παρατημένα πανταλόνια, σάπια μή­λα, λεκιασμένους επιδέσμους. Κι όλα αυτά ξαφνικά ογκώνονταν και γίνονταν μια φρικτή μουσική, ήταν κάτι περισσότερο από την τσόχινη σιωπή που επικρατούσε στα τέλεια τακτοποιημένα σπίτια των άμεμπτων συγγε­νών του, στο κέντρο μιας σύγχυσης όπου το παρελθόν δεν μπορούσε να βρει το κουμπί του πουκαμίσου και το παρόν ξυριζόταν με κομμάτια γυαλί γιατί δεν έβρισκε το ξυράφι που ήταν θαμμένο σε κάποια γλάστρα, μέσα σ’ ένα χρόνο που στριφογύριζε σαν ανεμοδείκτης με κάθε αέρα, ένας άνθρωπος βαριανάσαινε ώσπου δεν άντεχε άλλο, ένιωθε πως η ζωή του έφτανε στο παραλήρημα κα­θώς κοίταζε την ακαταστασία που τον περιστοίχιζε και αναρωτιόταν αν οτιδήποτε από όλα αυτά είχε νόημα. Κάθε ακαταστασία θα δικαιωνόταν εφόσον θα έβγαινε από τον εαυτό του, με την τρέλα ίσως θα κατάφερνε να φτάσει σε μια λογική που δε θα ήταν αυτού του είδους η λογική που η απουσία της είναι η τρέλα. «Να ξεκινήσεις από την αταξία και να φτάσεις στην τάξη», σκέφτηκε ο Ολιβέιρα. «Ναι, αλλά τι είδους τάξη θα είναι αυτή που δε θα μοιάζει με την πιο φρικτή, πιο απαίσια, πιο νοση­ρή απ’ όλες τις ακαταστασίες; Η τάξη των θεών ονομά­ζεται κυκλώνας ή λευχαιμία, η τάξη του ποιητή ονομάζε­ται αντιύλη, συμπαγές διάστημα, λουλούδι από τρεμάμε­να χείλη, αχ Θεέ μου, τι μεθύσι, πρέπει να πάω αμέσως να ξαπλώσω». Και η Μάγα έκλαιγε, ο Γκυ είχε εξαφανι­στεί, ο Ετιέν είχε φύγει αμέσως μετά τον Περίκο και ο Γκρεγκορόβιους, ο Γουώνγκ και ο Ρόναλντ κοίταζαν ένα δίσκο που γύριζε αργά, τριάντα τρεις και ένα τρίτο στροφές το λεπτό, ούτε μια περισσότερο ή λιγότερο και σ’ αυτές τις στροφές το Oscar’s Blues, με τον ίδιο τον Όσκαρ στο πιάνο, έναν κάποιο Όσκαρ Πήτερσον, έναν κάποιο πιανίστα με κάτι από τον τίγρη και την τσόχα, έναν κάποιο πιανίστα θλιμμένο και χοντρό, έναν τύπο στο πιάνο και η βροχή να πέφτει πάνω στο φεγγίτη, τελι­κά όλα αυτά ήταν λογοτεχνία.

*Το κουτσό, Julio Cortasar, μετ. Κώστας Κουντούρης, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ

Tο βιβλίο και τη μουσική τα κερνάει στο bar ο Επίτροπος. Τον ευχαριστούμε!

What’s there to live for?*

Η Ιλέιν θα θυμόταν εκείνες τις τελευταίες τρεις εβδομάδες στην Μπογκοτά με τη συντροφιά του Ρικάρδο Λαβέρδε, όπως κάποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια: ένα νεφέλωμα από εικόνες διαστρεβλωμένες από συναισθήματα, ένα σύνολο σημαντικών ημερομηνιών χωρίς να ξεχωρίζει καμία συγκεκριμένη. Η ρουτίνα των μαθημάτων στο CEUCA -είχαν μείνει πια πολύ λίγα κι ήταν απλώς ζήτημα να φινιριστούν κάποιες γνώσεις ή, ίσως, να δικαιολογηθεί κάποια γραφειοκρατία- έσπαγε απ’ την αταξία των συναντήσεών της με τον Ρικάρδο, ο οποίος ή θα την περίμενε πίσω από έναν ευκάλυπτο όταν εκείνη επέστρεφε σπίτι, ή θα της έβαζε ένα σημείωμα στο τετράδιό της δίνοντάς της ραντεβού σε κανένα μουντό café, γωνία 17ης και 8ης. Η Ιλέιν ήταν πάντα συνεπής σ’ αυτά τα ραντεβού, και στη σχετική απομόνωση των cafés του κέντρου οι δυο τους αντάλλασσαν λίγο-πολύ λάγνες ματιές, κι ύστερα πήγαιναν σινεμά και καθόνταν στην τελευταία σειρά για να χαϊδευτούν κάτω από ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι που κάποτε άνηκε στον παππού, τον ήρωα αεροπόρο του πολέμου με το Περού. Σε εσωτερικούς χώρους, στο στενάχωρο του Τσαπινέρο, στην επικράτεια του δον Χούλιο και της δόνιας Γκλόριας, συνέχιζαν το ψέμα ότι εκείνος ήταν ο γιος της οικογένειας που τη φιλοξενούσε, κι εκείνη, η αθώα προσωρινή μαθητευόμενη φυσικά, οι νυχτερινές επισκέψεις του γιου στη μαθητευόμενη συνεχιζόταν, καθώς και οι σιγανοί νυχτερινοί οργασμοί τους. Έτσι άρχισαν να ζουν διπλή ζωή, μια ζωή παράνομων εραστών που δεν προκαλούσαν υποψίες σε κανέναν, μια ζωή στην οποία ο Ρικάρδο Λαβέρδε ήταν ο Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη και η δεσποινίς Φριτς ήταν η κυρία Ρόμπινσον και, ταυτόχρονα, η κόρη της, η οποία επίσης λεγόταν Ιλέιν: αυτό, κάτι πρέπει να σήμαινε και να μην ήταν απλή σύμπτωση. Εκείνες τις λίγες μέρες στη Μπογκοτά, η Ιλέιν και ο Ρικάρδο διαδήλωσαν σε όλα τα συλλαλητήρια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά πήγαιναν και ως ζευγάρι σε πάρτι της αμερικάνικης παροικίας της Μπογκοτά, κοινωνικές εκδηλώσεις που μάλλον διοργανώνονταν προκειμένου οι εθελοντές να μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα τους, να ρωτήσουν πως τα πήγαιναν οι Mets ή οι Vikings, ή να βγάλουν μια κιθάρα και να τργουδήσουν, όλοι μαζί μπροστά στο τζάκι, γυρνώντας ένα joint που τελείωνε σε δύο γύρες, το τραγούδι του Φρανκ Ζάπα:

What’s there to live for?
Who needs the Peace Corps?


Οι τρεις εβδομάδες τελείωσαν την 1η Νοεμβρίου, όταν, στις οκτώμιση το πρωί, μια νέα φουρνία μαθητευόμενων ορκίστηκαν πίστη στο Peace Corps, μετά από άλλες υποσχέσεις και μια δήλωση αόριστων προθέσεων, κι έλαβαν τον επίσημο ορισμό τους ως εθελοντών. Ήταν ένα κρύο και βροχερό πρωινό, κι ο Ρικάρδο φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν που, μόλις ήρθε σε επαφή με τη βροχή, άρχισε ν’ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά.

*Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Juan Gebriel Vásquez, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς*

«Τι νέα λοιπόν αδερφούλα; Ήρθες να με φροντίσεις; Να με βγάλεις από την πνευματική μου απομόνωση;… Φοβάσαι τώρα. Σκέφτεσαι ότι θα ήταν καλύτερα να είχες παρκάρει τη μηχανή στην προηγούμενη παραλία και να είχες χωθεί στο νερό. Να με είχες αφήσει στην ησυχία μου».
Το βλέμμα της Ελίσας σκλήρυνε. Από το κιόσκι ξεπήδησε πάλι η μουσική. Ήταν ένα μπολερό με πιάνο και τραγουδούσε ο Μανσανέρο, που το έκανε συντροφιά τους τελευταίους μήνες.

«Μου τη δίνει ο οίκτος για τον εαυτό μας. Τον γνωρίζω, τον μυρίζω από μακριά. Τον ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Είμαι ειδήμονας. Ξέχασες ότι είμαι ειδική στο θέμα; Περνώ το μισό μου καιρό κάνοντας γκάφες και τον άλλο μισό νιώθω ενοχές γι’ αυτό που κάνω, λυπάμαι τον εαυτό μου και φτου κι από την αρχή. Ξέχασες πως είμαι; Νιώθω άσχημα μόνο και μόνο επειδή ήρθα».
«Καλά, εντάξει, μεταξύ μας είμαστε. Μια οικογένεια» είπε ο Έκτος και χωρίς να την κοιτάξει της έπιασε το χέρι.
«Εδώ είναι ωραία για ηλιοθεραπεία. Έφερα βιβλία. Έφερα μια φωτογραφία του αγοριού που αγαπούσα όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο και έχω να τον δω εικοσιπέντε χρόνια. Έφερα κασέτες με τον Ρόυ Μπράουν. Τον ξέρεις τον Ρόυ Μπράουν; Έφερα ένα εγχειρίδιο για να μάθω να παίζω φλάουτο. Γαμώτο! Ξέχασα το φλάουτο. Και δεν βιάζομαι. Έχω μια ολόκληρη εβδομάδα για ν’ αποφασίσω αν θα σου πω αυτό που ήρθα να σου πω ή δεν θα σου πω τίποτα. Πως το βλέπεις;»

Ο Έκτορ κοίταξε τη φοινικιά. Εκεί ψηλά, στα τριάντα μέτρα ύψος, πρέπει να φυσούσε λίγο αεράκι γιατί τα φοινικόφυλλα κουνιόνταν ελαφρά. Ύστερα είπε:
«Τι βιβλία έφερες; Έχω διαβάσει την Ιστορία των Σταυροφοριών του Ράνσιμαν τρεις φορές. Δεν είναι να εμπιστευτείς τον Μάγο. Ούτε ένα αστυνομικό δεν μου έστειλε. Κι εδώ δεν έχει βιβλιοπωλεία… Δηλαδή, εδώ δεν έχει ούτε εφημερίδες».
Ο Έκτορ δεν περίμενε την απάντηση και πήρε ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς. Ήξερε όμως ότι μ’ αυτό δεν ξεγελούσε την Ελίσα.

*Μερικά Σύννεφα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν*

Πριν από τα Χριστούγεννα, ο πατέρας μου είχε κάνει στον εαυτό του το ωραιότερο δώρο. Μια DS19 Πρεστίζ. Το έλεγε εδώ και ένα χρόνο. Η μητέρα μου διαφωνούσε· προτιμούσε το πιο σταθερό Πεζώ 403. Το βέτο της παρακάμφθηκε. Ένα βράδυ, ο πατέρας μου ανακοίνωσε, δήθεν αδιάφορα, ότι την είχε αγοράσει.
– Έτσι είναι, είτε σ’ αρέσει είτε όχι.
Είχε κινήσει γη και ουρανό για να επισπεύσει την παράδοση και είχε καταφέρει να τη μεταθέσει τρεις μήνες νωρίτερα. Πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο απ’ την αντιπροσωπεία, στο μπουλβάρ Αραγκό. Κατά τη διάρκεια του τελετουργικού για την παράδοση κλειδιών, αναρωτήθηκα αν επρόκειτο όντως για αυτοκίνητο ή για κάτι άλλο. Οι ιερείς τελούν λιγότερο επιδεικτικά τα θεία μυστήρια. Υπήρχε μόνο ένα τέτοιο μοντέλο. Έμοιαζε ολοζώντανο, με το αστραφτερό μαύρο χρώμα του, που το έκανε να γυαλίζει σαν καθρέφτης, και την εμφάνιση αιλουροειδούς. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ το αμάξι για να πιστέψουμε ότι ήταν δικό μας, δίχως να τολμάμε να το αγγίξουμε. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος εξήγησε στον πατέρα μου πως λειτουργούσε. Ο πατέρας μου τον έβαλε να επαναλάβει πολλές φορές τις οδηγίες και τις επαναλάμβανε και ο ίδιος για να τις εμπεδώσει. Είχε παντού κουμπιά, ραδιόφωνο με στερεοφωνικό ήχο, αναπαυτικά καθίσματα σαν πολυθρόνες. Χρειάστηκε λίγη ώρα να το συνηθίσει. Ο πατέρας μου δυσκολευόταν να χειριστεί τον μοχλό των ταχυτήτων που ήταν τοποθετημένος στο ταμπλό, πίσω απ’ το τιμόνι. Το αμάξι προχωρούσε με τινάγματα, σαν άλογο που αφηνιάζει και δεν αφήνει να το καβαλικέψεις. Ο πατέρας μου κώλωνε κι εκνευριζόταν. Τελικά, βρήκε το κόλπο και η DS ξεκίνησε. Το ίδιο το αυτοκίνητο οδηγούσε, επιτάχυνε, φρέναρε, προσπερνούσε. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα, παρά μονάχα να του επιτρέπεις να ζει. Διασχίσαμε τις λεωφόρους των Στρατηγών. Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν. Φτάσαμε στην Πορτ ντ’ Ιταλί και πήραμε την εθνική οδό. Η DS πετούσε, ελεύθερη σαν πουλί στον ουρανό. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να την προσπεράσει. Το έκανε μια χαψιά, λες και ήταν κουνούπι. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έρχισε να κοροϊδεύει τον παππού Φιλίπ, μιλώντας πειρακτικά στον τόνο του Γκαμπέν, τον οποίο μιμούνταν στην εντέλεια. Λύθηκα στα γέλια και, όσο περισσότερο γελούσα, τόσο εκείνος συνέχιζε. Είχα την ευκαιρία να τον απολαύσω να μιμείται τον Πιέρ Φρεναί, τον Μισέλ Σιμόν και τον Τίνο Ρόσι. Έκλαιγα απ’ τα γέλια. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπαιζε ένα τραγούδι του Μπρασένς. Τραγουδήσαμε μαζί του: «Οι ερωτευμένοι, που φιλιούνταιαστα παγκάκια, στα παγκάκια, στα παγκάκια, έχουν νόστιμα μουτράκια».

*H λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, Jean – Michel Guenassia, μετ. Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Τα χρηστά ήθη απαγορεύουν*

Η ενθουσιώδης φωνή του Κλοκλό ξεχύνεται στην οδό ντε λα Μπιενφεζάνς από την πόρτα της «Αλεξάνδρειας». Παρά την υπερβάλλουσα αισιοδοξία, ο τραγουδιστής δεν κατορθώνει να πείσει πως αυτή τη φθινοπωρινή Δευτέρα θα μπορούσαμε να την περάσουμε με την αγάπη μας κάτω απ’ τον ήλιο. Κατ’ αρχάς, στις Βρυξέλλες έχει ξημερώσει μια μέρα χλωμή. Κι έπειτα, στους δρόμους που γειτονεύουν με τις σιδηροδρομικές γραμμές, ο έρωτας έχει το ίδιο νόημα που έχει στα τραγούδια. Τα κορίτσια που θα στολίσουν σε λίγο τις βιτρίνες δεν θα έχουν την υπομονή ν’ ακούνε τρυφερά ερωτόλογα. Ούτε και κανένας πελάτης θα είναι τόσο εκκεντρικός ώστε να τους κάνει καντάδα.
Οι εργάτες που βρίσκονται στο δρόμο αυτή την πρωινή ώρα θα προτιμούσαν αναμφίβολα να περπατάνε στο δάσος ή να ξαπλώνουν δίπλα στους θάμνους, όπως στριγγλίζει τώρα ο τραγουδιστής. Κάποιοι υπάλληλοι της υπηρεσίας καθαριότητας, αρμόδιοι για την αποκατάσταση των ζημιών της νύχτας, δραστηριοποιούνται χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Μαζεύουν όσα σκουπίδια φαίνονται, σακουλάκια από τηγανιτές πατάτες, σακούλες σκουπιδιών και κάποια γυναικεία εσώρουχα. Μερικά σπασμένα μπουκάλια, ένα τούβλο και άλλα ανησυχητικά υπολείμματα κάποιου νυχτερινού καβγά μαζεύονται κι αυτά μοιρολατρικά. Υπάρχει παντως και μια συντεχνία που δουλεύει με ευσυνειδησία. Ένα ολόκληρο απόσπασμα από τζαμοκαθαριστές εργάζεται με ζήλο, έχοντας συνείδηση πως συμβάλλει άμεσα στην ποιότητα του θεάματος που προσφέρει η περιοχή. Εσωτερικά κι εξωτερικά, δεν αφήνουν το παραμικρό ίχνος, σβήνουν και το παραμικρό εμπόδιο για το βλέμμα. Τα χρηστά ήθη απαγορεύουν στα κορίτσια να επιδεικνύονται με υπερβολικά διαφανή περιβολή. Κανένας κανονισμός όμως δεν ορίζει πως οι βιτρίνες πρέπει να είναι οχυρό της αρετής. Έτσι, αυτοί οι ευσυνείδητοι εργάτες βάζουν τα δυνατά τους να γυαλίσουν τις βιτρίνες μέσα απ’ τις οποίες οι κυρίες θα προσφερθούν στα βλέμματα εντός ολίγου.
Η πατρώνα της «Αλεξάνδρειας» τρίβει το πεζοδρόμιο της με σφρίγος εφάμιλλο των τζαμοκαθαριστών. Ο Κλωντ Φρανσουά έχει μερίδιο ευθύνης για το κέφι της. (…)

*Οι Σειρήνες της Αλεξάνδρειας, François Weerts, μετ. Αριάδνη Μοσχονά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Carrying a torch*

Tommy had always taken the particularity, the enduring intensity, of his mother’s memories of Joe as a matter of course, but then one afternoon the previous summer, at the beach, he had overheard Eugene’s mother talking to another neighbourhood woman. Tommy, feigning sleep on his towel, lay eavesdropping on the hushed conversation. It was hard to follow, but one phrase caught his ear and lodged there for many weeks afterward.

«She’s been carrying a torch for him all these years,» the other woman said to Helene Begelman. She was speaking, Tommy knew, of his mother. For some reason, he thought at once of the picture of Joe, dressed in a tuxedo and brandishing a straight flush, that his mother kept on the vanity she had built for herself in her bedroom closet, in a small silver frame. But the full meaning of this expression, «carrying a torch,» remained opaque to Tommy for several more months, until one day, listening with his father to Frank Sinatra sing the intro to «Guess I’ll Hang My Tears Out To Dry,» its sense had become clear to him; at the same instant, he realised he had known all his life that his mother was in love with Cousin Joe. The information pleased him for some reason. It seemed to accord with certain ideas he had formed about what adult life was really like from perusing his mother’s stories in Heartache, Sweetheart, and Love Crazy.

*The Amazing Adventures of Kavalier & Clay, Michael Chabon, Fourth Estate.

Αν τα’παιζε ένα τσέλο, κάπως έτσι θ’ ακουγόταν*

Για να κάνει οικονομία στη βενζίνη, η Σόνια επιτάχυνε για μερικά δευτερόλεπτα, και μετά έβαζε νεκρά κι άφηνε το τζιπ να τσουλήσει. «Πολύ πετρέλαιο στο έδαφος, ποτέ αρκετό στο ντεπόζιτο» σκέφτηκε ο Άχμεντ· «θα μπορούσε να’ναι το εθνικό μας έμβλημα.» Πήγαιναν κομπιαστά, με το τζιπ να πηδάει μπροστά, και μετά να κυλάει όλο και πιο αργά, σαν να κόντευε να σταματήσει. Ο Άχμεντ ζαλιζόταν, αλλά δεν τολμούσε να της ζητήσει να οδηγεί πιο φρόνιμα. Μετά από δεκαπέντε σιωπηλά λεπτά, άνοιξε το ραδιόφωνο κι έστριψε το κουμπί σαράντα πέντε μοίρες: ένα θερμό κύμα παράσιτα πλημμύρισαν την καμπίνα.

 

«Δεν δουλεύει καμία ραδιοφωνική κεραία στη χώρα» είπε η Σόνια, χωρίς να τον κοιτάξει. «Μόνο παράσιτα.»
«Το ξέρω. Αλλά αυτά του 102,3 είναι καλύτερα. Όχι πολύ τσιτσιριστά. Γεμάτα και χορταστικά. Αν τα’παιζε ένα τσέλο, κάπως έτσι θ’ ακουγόταν.»
Η Σόνια κούνησε το κεφάλι της κι έστριψε το κουμπί προς τα πίσω. «Προτιμώ αυτά του 93,9» είπε. Ακόμα δεν τον είχε κοιτάξει.
«Είναι πολύ τσιριχτά και μονότονα. Δεν υπάρχει ποικιλία. Είναι παράσιτα παράσιτα.»
«Γι’ αυτό ακριβώς μ’ αρέσουν» είπε η Σόνια. «Ακούγονται όπως θα ‘πρεπε ν’ ακούγονται.»
Ο Άχμεντ έστριψε το κουμπί ως το τέρμα. «106,7» είπε. «Άκου!» Ψήγματα ξένων μεταδόσεων ήρθαν κι έδεσαν τον λευκό θόρυβο. Συλλαβές ανέβαιναν στην επιφάνεια σαν λαμπερές φυσαλλίδες από ισχυρή δίνη. Φωνές στην καταιγίδα. Η Σόνια ξαναγύρισε στους 93,9 κι έμειναν ν’ ακούν τα παράσιτα που ακούγονταν σαν παράσιτα. Ομίχλη κατέβαινε στα χωράφια. Ένα λεωφορείο ήταν ακίνητο σ’ ένα λιβάδι. Ξεβαμμένη πινακίδα έδειχνε ενα χαλικόδρομο για τα σκουριασμένα ερείπια μιας βιομηχανίας τρακτέρ. Κοιμισμένα φουγάρα. Πουθενά δεν ήταν λιγότερο πιθανό να βρεθεί μια φωτιά απ’ ό,τι στο καμίνι ενός εργοστασίου.
«Ανησυχείς για νάρκες;» τη ρώτησε.
«Όχι πολύ. Υπάρχει μια ατσάλινη πλάκα κάτω απ’ το κάθισμα του οδηγού.»
«Μήπως κατά τύχη καλύπτει και το κάθισμα του συνοδηγού;»

* Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων, Anthony Mara. Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Όπου ο υποδιοικητής Μάρκος συναντά τον ντετέκτιβ Μπελασκοαράν και τον Γκούσταβ Μάλερ*

Αναδημοσιεύουμε από το Kaboom και τη στήλη «Ο γύρος της μέρας σε 80 κόσμους«, μιας και είναι λες και γράφτηκε για το Bar des 13 Coins. 

***

Γράφει ο Anastasius

Νομίζω ότι το καλοκαίρι είναι η κατ’ εξοχήν εποχή των αστυνομικών βιβλίων. Πολλοί αναγνώστες επιτρέπουν στον εαυτό τους αυτή την «ένοχη απόλαυση» αποκλειστικά αυτή την περίοδο του χρόνου.
Στον απόηχο της αινιγματικής ανακοίνωσης του εξεγερμένου υποδιοικητή Μάρκος σχετικά με την απόσυρση του απ’το προσκήνιο του ζαπατιστικού αγώνα, θυμήθηκα το αστυνομικό μυθιστόρημα που έχει γράψει με τέσσερα χέρια, μαζί με τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ανήσυχοι Νεκροί (κι ό,τι λείπει, λείπει)»

 Στο συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις περιπέτειες του θρυλικού ήρωα του Τάιμπο, του ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν να λύσει μαζί με την Επιτροπή Αλήθειας των Ζαπατίστας μία υπόθεση φόνων και εξαφανίσεων που πάει τόσο πίσω, ώστε να διατρέχει όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του Μεξικό. Μία ιστορία μυθιστορηματική όσο και αληθινή, αφού είναι γεμάτη από αντανακλάσεις της πραγματικότητας.

Ξεδιάλεξα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί όπως η σκηνή στο τζαζ κλαμπ, στο On the road του Keruack, συναισθητικά, αναβλύζει ήχους και δημιουργεί ένα μουσικό υπερκείμενο.

O Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα φάντασμα.

Μια γυναίκα που είχε εξαφανιστεί. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στη ζωή του. Όχι να ερωτεύεται γυναίκες-φαντάσματα, αλλά να εξαφανίζεται η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, με την οποία είχε περάσει μεγάλες περιόδους έρωτα και απογοήτευσης τα τελευταία χρόνια.

Η κοπέλα με την αλογοουρά, που δεν ήταν πια τόσο κοπέλα και δεν έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά εδώ και πολύν καιρό, αλλά χτενιζόταν με μία φράτζα μπροστά στο ένα μάτι, σε στυλ Βερόνικα Λέηκ, είχε μερικές υπέροχες άσπρες τρίχες, ήταν καθηγήτρια Φιλοσοφίας και έπινε σφηνάκια τεκίλα. Σύμφωνα με τα μυστηριώδη προγράμματά της, η γυνάικα με την αλογοουρά είχε χαθεί από προσώπου γης. Όυτε καν έκανε τον κόπο, όπως ήταν το συνήθειο, να τον αποχαιρετήσει. Απλώς εξατμίστηκε. Χάθηκε από τη δουλειά της, στο Πανεπιστήμιο είχαν διακοπές, το τηλέφωνο όχι μόνο δεν απαντούσε αλλά είχε βουβαθεί εντελώς και στην πόρτα του διαμερίσματός της στιβάζονταν φάκελοι με διαφημιστικά, λογαριασμοί ηλεκτρικού και τραπεζών, και τεύχη της La Jornada και του Proceso.

Μερικές φορές ο Έκτορ αποδεχόταν αυτές τις εξαφανίσεις σαν υποχρεωτική ανάπαυλα από μία σχέση που δεν μπορούσαν να την προσδιορίσουν σαφώς. Ήταν περιστασιακοί αλλά και τακτικοί εραστές; Ήταν ένα μη σταθερό ζευγάρι με διαστρικές δραπετεύσεις; Παντρεμένοι αλά Μαορί; Ήταν μία σύζευξη, πότε ζεύξη και πότε διάζευξη;

Αυτή τη φορά όμως δεν έπρεπε να εξαφανιστεί έτσι, γιατί χωρίς να το θέλει στεναχώρησε πολύ τον Έκτορ. Τον άφησε πικραμένο και ρημαγμένο, σαν νησί λεηλατημένο από χασάπη πειρατή. Κι ίσως λίγο πιο γέρο απ’ το κανονικό.

Μα πότε ερωτεύτηκε τρελά εκείνη τη γυναίκα, σε σημείο να θέλει να κόψει τις φλέβες του για το χατίρι της; Ήταν μία από τις ξαφνικές ανησυχίες του, ένας απολύτως εφηβικός πόνος για την απουσία που τον κυνηγούσε, οι κινηματογραφικές εικόνες του προσώπου της που έβλεπε όταν ξέπλενε το μούτρο του, όταν έτρωγε τάκος με κιμά ή όταν άκουγε Μάλερ.

Ο Μάλερ. Τι σχέση είχε η πρώην κοπέλα με αλογοουρά με εκείνον τον θαυμάσιο Εβράιο που βασανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα; Είχε γνωρίσει τον Γκούσταβ Μάλερ πολλά χρόνια ύστερα από την κοπέλα με την αλογοουρά. Εκείνη ήρθε πρώτη. Και αυτό που συνέδεε την κοπέλα με τον μουσικό δεν ήταν το adagietto της 5ης Συμφωνίας (πέρασαν μήνες ώσπου ν’ ανακαλύψει ότι το adagietto είναι ένα adagio βλαμμένο, έναadagio που δεν καταφέρνει να πάρει θάρρος, και το adagio είναι μία σύνθεση που ερμηνεύεται αργά) εκείνο που πολύς κόσμος το θυμάται λόγω της ταινίας “Θάνατος στη Βενετία”, του Τόμας Μανν, όπως το απέδωσε ο Βισκόντι.

Η προσαύξηση έρωτα που χάνεται και φεύγει, κύματα στο νερό, και δεν μπορεί κανένας, να πάρει η οργή, να τον περισώσει. Όχι, όχι, δεν ήταν αυτός ο Μάλερ, που του θύμιζε την κοπέλα με την αλογοουρά και τις ένδοξες εμφανίσεις και εξαφανίσεις της. Περιέργως ήταν μιά τρομερή μουσική, μια μεγαλειώδης, μια απέραντη μουσική, που την έιχε ανακαλύψει όταν οι τύποι της Φιλαρμονκής Ορχήστρας της Πόλης του Μεξικό τού ζήτησαν βοήθεια για να ξαναβρούν ένα φορτηγό γεμάτο μουσικά όργανα. Ένα απόγευμα, στα μισά της πρόβας, ο Έκτορ ανακάλυψε σ’ ένα άδειο θέατρο, όπου υπήρχαν μόνο οι μουσικοί και οι ήχοι τους, τον εαυτό του να κλαίει με μια μουσική που τον συγκλόνιζε και τον συντάραζε. Και γι’ αυτό είχε περάσει περισσότερο καιρό στις πρόβες παρά στις έρευνες για το φορτηγό. Ήταν η Ογδόη του Μάλερ.

Ήταν αυτός ο αυτός ο ύμνος στο μεγαλείο των ανθρώπων, που ο Μπελοασκαράν το αισθανόταν σαν κάτι δικό του, μέσα στην αθλιότητα της Πόλης του Μεξικού. Κι εκείνη η γυναίκα είχε σχέση μ’ αυτό. Κι ας μη σε ρωτήσει κανένας, Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, μοναχικές ντετέκτιβ της πιο παραστρατημένης και διεφθαρμένης πόλης του πλανήτη, το γιατί. Ας μη σε ρωτήσουν, γιατί δεν θα ξέρεις τι ν’ απαντήσεις…

Δηλαδή, με νοσταλγία γυναίκας και Μάλερ, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού που χρειαζόταν, άλλαγμα σεντονιών, όπως έκανε τις τελευταίας δεκαπέντε μέρες, κι έβαλε τον Μάλερ και την Ογδόη του στο μηχάνημα. Του έδωσε εντολή να επαναλαμβάνει τον δίσκο μέχρι τελικής πτώσεως και στο μεταξύ κάθισε να κάνει μια επανάληψη της κουβέντας του με τον Κινέζο Φουάνγκ Τσου Μαρτίνεζ, ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο, κι ύστερα άλλο κι άλλο, ώσπου γέμισε το δωμάτιο με καπνό.

* Ανήσυχοι Νεκροί, Κι ό,τι λείπει, λείπει: Αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με τέσσερα χέρια , Υποδιοικητής Μάρκος & Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μετ. Βασιλική Κνήτου, Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ, ΚΕΔΡΟΣ

Θέλω να γίνω μπαντονεονίστας*

Με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, την περήφανη κορμοστασιά του, τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα, ο Γιόζεφ έμοιαζε μ’ έναν από εκείνους τους φλωρεντίνους ευπατρίδες με το φωτεινό χαμόγελο, στους πίνακες του Γκιρλαντάγιο. Ζούσε ζωή άσωτη, κυκλοφορούσε παρέα με ρέμπελους σουρεαλιστές και ανέμελους κομμουνιστές, περνούσε τις νύχτες του στο «Chapeau Rouge», μεθώντας με ορχήστρες ντίξι τζαζ που ερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προτιμούσε το «Lucerna» ή το «Cri-gri», δύο αίθουσες χορού της μόδας, όπου τα βαλς τα διαδεχόταν χωρίς διακοπή το ζαβά και το τάνγκο μέχρι τα ξημερώματα, όπου οι ντάμες αφήνονταν στην αγκαλιά του σαν ερωτευμένες για πάντα. Λάτρευε να στροβιλίζεται και να χάνεται με την παρτενέρ του, σαν δαιμονισμένος, υπό τον ήχο της μουσικής. Εκείνες έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος χορευτής της Πράγας και πως τις ξετρέλαινε. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τον κολακέψει περισσότερο.

Η αέρινη και ζεστή φωνή του Κάρλος Γκαρντέλ τον αναστάτωνε.

Ο Καρλίτο, όπως τον έλεγε χαϊδευτικά, ήταν γι΄αυτόν ότι πιο σημαντικό. Είχε την πλήρη συλλογή των δίσκων του 78 στροφών, εισαγωγής απ’ την Αργεντινή και πληρωμένους πανάκριβα, αλλά δεν έπαυε να ανακαλύτπει άγνωστους τίτλους. Ένας μεξικανός μουσικός του μετέφρασε ορισμένα μαγευτικά τραγούδια. Ο Γιόζεφ, που είχε απογοητευτεί απ’ τα ποιήματα για κοπελίτσες, τα έμαθε απέξω. ‘Ηταν τόσο πιο όμορφα στα ισπανικά! Ο τραγικός θάνατος του τραγουδιστή, το 1935, θα’ λεγε κανείς ότι τον άφησε ορφανό. Έκλαιγε ώρες ολόκληρες ακούγοντάς τον, χωρίς να ξέρει ακριβώς αν ήταν η απέραντη θλίψη της μουσικής ή ο τόσο απρόσμενος χαμός του τραγουδιστή που τον βασάνιζε τόσο. Από τότε, χτενίζονταν όπως ο Γκαρτνέλ: χωρίστρα στα δεξιά και πατικωμένα μαλλιά με λίγη μπριγιαντίνη. Εγκατέλειψε το ατημέλητο ντύσιμο των συντρόφων του, για να υιοθετήσει την κομψότητα του χαμένου ειδώλου του, με καλοραμμένο κοστούμι, λίγο μεσάτο, ριγέ γραβάτα η παπιγιόν, και ασορτί μεταξωτό μαντίλι.

Τραγουδούσε το «Volver» με μπάσα φωνή και, έστω κι αν δεν καταλάβαινε τα λόγια, ένιωθε μερικές φορές να του ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό, κάνοντας το τραγούδι ακόμα πιο συγκινητικό.

– Θέλω να γίνω μπαντονεονίστας, δήλωσε, λίγο μεθυσμένος, στη νέα του κατάκτηση, πάνω στη Γέφυρα του Καρόλου, ενώ ο ήλιος ανέτελλε πίσω απ’ το Κάστρο της Πράγας, που έμοιαζε φάντασμα.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Φωτιά, σου λέω*

Ο Τέλης ερχόταν συχνά τα απογεύματα. Παράγγελνε ελληνικό καφέ σε γυάλινο ποτήρι και καθόταν μόνος του. Ήταν μυστήριο τρένο. Έμενε στο Λεσίνι, σε ένα σπίτι πίσω από τον ναό των Εισοδίων. Ακούγονταν περίεργα πράγματα για δαύτον. Πως είχε μια άσωτη ζωή στην Αθήνα. Πως ήταν μπλεγμένος. Ήταν, λέει, και αγαπητικός στην Τρούμπα. Είχε γυναίκες στη δούλεψή του. Ωραίος άνδρας. Ψηλός, λευκό μαλλί. Γερά χέρια, δουλεμένα. Δεν κάθησα ποτέ στα πόδια του. Με τον τρόπο του δεν το αποζητούσε. Μου άφηνε και μπουμπουάρ συχνά, καθόταν σκεφτικός και άκουγε μουσική από το μονίμως ανοιχτό ράδιο του Μπάμπη ενώ συχνά ψιθύριζε στίχους από παλιά λαϊκά. «Όσα κι αν σου πουν για μένα έχω κάνει πιο πολλά», και τέτοια. Λίγα λόγια με όλους. Λέγαν που είχε μπλεξίματα με την αστυνομία και πως είχε έλθει πριν πέντε χρόνια στο χωριό να ξεφύγει. Σκληρό βλέμμα. Φωτιά, σου λέω. Όσες φορές ανταμώναν τα βλέμματά μας, κοίταγα αλλού. Με φλέρταρε με έναν υπόγειο τρόπο νομίζω, αλλά κονσομασιόν δεν δήκωνε. Ωραίος άνδρας, με παράξενο μέτρο. Και έναν παλιάς κοπής κώδικα.

*Εγώ είμαι ένας άλλος, Δημήτρης Μανιάτης, εκδ. Μετρονόμος

Όπου είναι σημαντικό να συναντιούνται οι άνθρωποι*

Στη Μασσαλία, τις γαλέρες και τα βάσανά τους τα ξέραμε για τα καλά. Δεν ήταν ανάγκη να έχεις σκοτώσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου για να βρεθείς εκεί, όπως πριν δύο αιώνες. Μπα, σήμερα αρκούσε μονάχα να είσαι νέος, μετανάστης ή οχι. Οι θαυμαστές των Massilia Sound System, του πιο ξεσαλωμένου συγκροτήματος ragamuffin, είχαν ξανακάνει της μόδας την έκφραση.

Έτσι το τσούρμο είχε γίνει ένα είδος λέσχης συναντήσεων όσο και υποστηρικτών. Ήταν περίπου διακόσιοι πενήντα, τριακόσιοι ίσως, και «υποστήριζαν» τώρα αρκετά συγκροτήματα. Τους Massilia, τους Fabulous, τους Bouducon, τους Black Lions, τους Hypnotik, τους Wadada… Όλοι μαζί είχαν βγάλει ένα κολασμένο άλμπουμ. Το Ragga baletti. Τα σαββατόβραδα, έκανε τα αίματα να βράζουν.

Το τσούρμο διοργάνωνε μουσικές ακροάσεις και με τις εισπράξεις τύπωνε ένα φυλλάδιο, κυκλοφορούσε κασέτες ηχογραφημμένες live και οργάνωνε φτηνά ταξίδια για την παρακολούθηση των συγκροτημάτων στις περιοδίες τους. Το σύστημα λειτουργούσε το ίδιο όπως και στο γήπεδο της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, με τους Ούλτρας, τους Γουίνερς ή τους Φανάτικς. Όμως αλλού ήταν η ουσία της ιστορίας του τσούρμου. Το σημαντικό ήταν να συναντιούνται οι άνθρωποι. Να ανακατώνονται με τους άλλους, όπως λέμε στη Μασσαλία. Με τις υποθέσεις ο ένας του άλλου. Αυτό ήταν το πνεύμα του τσούρμου. Δεν ήταν πια από μια πόλη, από μια συνοικία. Ανήκες στο τσούρμο. Μες την ίδια γαλέρα, όλοι μαζί τραβώντας κουπί! Για να τα βγάλουμε πέρα. Πλάι – πλάι.

Στο ίδιο ζουμί βράζουμε όλοι.
«Γίνονται ιστορίες στη συνοικία;» του πέταξα φτάνοντας στο πάρκινγκ.
«Πάντα γίνονται ιστορίες  στις συνοικίες, εσύ πρέπει να το ξέρεις. Για σκέψου το».
Και φτάνοντας στο ύψος του αυτοκινήτου μου συνέχισε το δρόμο του χωρίς να μ’ αποχαιρετήσει.

Πήρα μια κασέτα του Μπομπ Μάρλεϋ απ’ την μπροστινή θήκη. Είχα πάντα μαζί μου τουλάχιστον μια, για στιγμές σαν κι αυτές. Και το So much trouble in the world ταίριαζε μια χαρά για να τσουλάς στη μαρσεγιέζικη νύχτα.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. Πόλις

Αχνάρια Λύκου Πάνω στο Χιόνι του Τσιμέντου*

Χαρτογράφηση μιας γενοκτονίας:
Τσαρούα.
Όνας.
Γιαμανά.
Σελκ’νάμ.
Αρακουάν.
Οι χριστιανοί τους αφαίρεσαν τη γή, αλλά τα πνεύματα των προγόνων της έτρεχαν σαν κόκκινα μυρμήγκια μέσα στις φλέβες της. Τσιμεντόσκονη πάνω στο τεντωμένο σώμα: Η Μαπούτσε κατάφερε άλλη μια με το όπλο της και, με το μάτι καρφωμένο πάνω στη μάζα, διαπίστωσε τις καταστροφές. Αληθινή σφαγή.
Οκτακόσιες χιλιάδες νεκροί. Όχι, οι χριστιανοί δεν είχαν δείξει οίκτο για κανέναν.
Αυτό τους ένωνε…
Η Ζάνα κοψομεσιαζόταν ακόμη πάνω απ’ το έργο της όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Στράφηκε προς την παλέτα που χρησίμευε και για τραπέζι, είδε την ώρα στο ξυπνητήρι -έξι το πρωί-, το άφησε να χτυπάει. Οι Jesus Lizard έκαναν τα τοιχώματα της αποθήκης να τρέμουν και μια πυκνή βροχή χτυπούσε στο ατελιέ. Η Ζάνα θριαμβολογούσε. Σηκώθηκε αέρας, αυτός ο γερόλυκος ο David Yow ούρλιαζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του μέσα απ’ τα ηχεία, ενώ μέσα στις ινδιάνικες φλέβες κυλούσε μια γλυκιά οργή μαζί με την αιθάλη.

-Χάους.
-Αλκαλούφ.
-Μαπούτσε!
Η βαριοπούλα έπεσε επιτέλους πάνω στο πάτωμα που το σκέπαζαν τσιμεντοπαγιέτες. Η Ζάνα, με πονεμένα μπράτσα, ζύγιαζε τις διαμέτρους των κρατήρων πάνω στο χάρτη-εξολοθρευτή, όταν ξανακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Έξι και είκοσι οι δείκτες του ξυπνητηριού. Ο δίσκος των Jesus Lizard είχε τελειώσει και η βροχή είχε σταματήσει. Η γλύπτρια σήκωσε το ακουστικό, αφηρημένα -οι γυμνές της πατούσες άφησαν αχνάρια λύκου πάνω στο χιόνι του τσιμέντου…

*ΜΑΠΟΥΤΣΕ, Caryl Ferey, μετ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. ΑΓΡΑ

H Ξανθιά Μιρέγια*

Σε άλλες συνθήκες τον Μαξ θα τον ενδιέφερε η συζήτηση ανάμεσα στον συνθέτη και στους τρεις μουσικούς – ο μπαντονεονίστας, μονόφθαλμος και μ’ ένα γυάλινο μάτι, ήταν βετεράνος της εποχής του «Χάνσεν» και της ξανθιάς Μιρέγια [1], κάπου εκεί στη δεκαετία του 1890 – και οι ιδέες αυτών των τελευταίων για τα παλιά και τα καινούργια τανγκό, τους τρόπους εκτέλεσης, του στίχους και της μουσικής· όμως ο κοσμικός χορευτής είχε το μυαλό του αλλού. Όσο για το μονόφθαλμο μουσικό, όπως διαβεβαίωσε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος ύστερα από τις πρώτες εκμυστηρεύσεις και τις πρώτες γουλιές τζιν, ούτε ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες, ούτε του είχε χρειαστεί ποτέ. Έπαιζε με το αυτί σ’ όλη του τη ζωή. Επιπλέον τα τανγκό τα δικά του και των κομπάρδες του ήταν πραγματικά τανγκό, για να τα χορεύει κανείς όπως γινόταν πάντα, με τον γρήγορο ρυθμό και τα κόρτες στη θέση τους, κι όχι αυτά τα νερόβραστα του σαλονιού που είχαν κάνει της μόδας, από κοινού, το Παρίσι και ο κινηματογράφος. Όσο για τους στίχους, σκότωνε το τανγκό και υποβίβαζε όσους το χόρευαν εκείνη η μανία να μετατρέπουν σε ήρωες τον κερατωμένο και κλαψιάρη αγαθομούνη που η γυναίκα του τον παρατούσε για κάποιον άλλον, ή την εργατριούλα που μαραινόταν σαν λουλούδι στη λάσπη. Το αυθεντικό, πρόσθεσε ο μονόφθαλμος ανάμεσα σε καινούργιες γουλιές τζιν και ζωηρές επιδείξεις επιδοκιμασίας εκ μέρους των συντρόφων του, ήταν εκείνο του παλιού εργατόκοσμου: σαρκασμός του υποκόσμου, θράσος του νταβατζή ή της περπατημένης γκόμενας, κοροϊδευτικός κυνισμός όποιου είχε φάει τα ψωμιά του. Εκεί οι ποιητές και οι εξευγενισμένοι μουσικοί περίσσευαν. Το τανγκό ήταν για να την πέφτεις και ν’ αγκαλιάζεις μια γυναίκα, ή για να γλεντοκοπάς με τους κολλητούς. Τους το ‘λεγε αυτός που το έπαιζε. Το τανγκό ήταν, για να ανακεφαλαιώσουμε, ένστικτο, ρυθμός, αυτοσχεδιασμός και προστυχόλογα. Τα άλλα, και να με συγχωρεί η κυρία -εδώ το μοναδικό του μάτι λοξοκοίταξε τη Μένσα Ινθούνθα-, ήταν μαλακίες του κώλου, με το συμπάθιο κιόλας. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα, με τόσο απελπισμένο έρωτα, τόσο παρατημένο σπίτι και τόση κλάψα, θα κατέληγαν να τραγουδούν για τη χήρα μάνα ή για την καημένη την τυφλή λουλουδού στη γωνία.

* Το Τανγκό Της Παλιάς Φρουράς, Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

[1] Το «Καφέ του Χάνσεν», που άνοιξε το 1877, θεωρείται από πολλούς ένα από τα λίκνα του τανγκό. Απέκτησε φήμη χάρη στην ταινία του 1937 Τα παιδιά του παλιού καιρού δεν έβαζαν ζελέ. Εκεί ακουγόταν το ομώνυμο τανγκό, που διηγιόταν την ιστορία της ξανθιάς Μιρέγια. Πρόκειται για ένα μύθο που συμπυκνώνει τη νοσταλγία για την παλιά ζωή στους φτωχομαχαλάδες του Μπουένος Άιρες στια αρχές του 20ου αιώνα (Σ.τ.Μ.)

[2] Η αναζήτησή μου για το τανγκό της Μιρέγια έδωσε αμφίβολα αποτελέσματα. Μαζί με την ιστορία σ’ αυτό το άρθο βρήκα το παραπάνω κομμάτι, όμως προέκυψε κι αυτό το μικρό βίντεο που πιθανόταν βλέπουμε πως χορευόταν το πραγματικό τάνγκο που περιγράφει ο μονόφθαλμος και ίσως είναι το «σωστό» κομμάτι. (Σ.τ. Narrator)

H βλασφημία και ο χορός*

Συλλογισμένος, ο Αχμέντ αφήνει το γράμμα στο τραπέζι. Ο Μοχάμεντ έρχεται ξανά. Παραδόξως, τον ευχαριστεί που θα τον ξαναδεί, και ας τον τρομάζει η προοπτική να μοιράζεται με οποιονδήποτε τον ζωτικό του χώρο για τέσσερις μήνες. Και ας του πέφτουν βαριά τα μπισμιλάχ, μαντουλιλά, ινς Αλλάχ και ο Θεός μαζί σου μέσα σε λίγες αράδες. Ιδίως απόψε, μετά τη συνάντηση με τον Μοκτάρ. Οι στίχοι του Τζον Λάιντον του έρχονται στο μυαλό. Ένα τραγούδι που έμαθε λίγο λίγο. Η πρώτη στροφή μπαίνει κατευθείαν στο θέμα:

Stained glass windows keep the cold outside/While the hypocrites hide inside/With the lies of statues in their minds/Where the Christian religion made them blind/Where they hide/And pray to the God of a bich spelled backwards is dog/ Not for one race, one creed, one world/But money/Effective/Absuuurd

Πάντα καθισμένος στην καρέκλα του, ο Αχμέντ σιγοτραγουδάει το ρυθμό του μπάσου. Τουντουντουντου ντουντου, τουντουντουντου ντουντου, μετά την κιθάρα, ανελέητη. Τανανανα νανανανα τανανανα νανανανα, τανανανα νανανανα τανανανα νανανανα. Είχε μπει μέσα στο τραούδι, όπως τότε, στα δεκάξι, που είχε ανακαλύψει τους PIL χάρη σε αυτό το κομμάτι, λιγο καιρό αφού είχε ακούσει το Sympathy for the Devil για πρώτη φορά. Τώρα, είναι πλέον σίγουρος ότι έχει ανοσία στις μαλακίες του Μοκτάρ. Σηκώνεται και τραγουδάει στη διαπασόν, ξεβιδώνοντας κορμί και φωνή:

This is religion/There’s a liar on the altar/The sermon never falter/This is religion/This is religion/Your religion/And it’s a falling to bits gloriously

Ω! Η βλασφημία, μόνο αυτή είναι αληθινή. Η βλασφημία και ο χορός. Ο Αχμέντ νιώθει ξαφνικά πιο ανάλαφρος. Περίεργο πάντως πόσο τον βάραινε το Ισλάμ, παρόλο που η μητέρα του δεν του επέβαλε ποτέ τίποτα. Εξάλλου, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε…

*Arab Jazz, Karim Miské, μετάφραση Αγγελική Τσέλιου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

«Τελικά που είναι η αναθεματισμένη πολυκατοικία σου;»*

Μόλις είχαμε στρίψει στη γωνία της Βόινοβα και σήκωσα το χέρι μου να του δείξω την Κίροφ. Έδειχνα το τίποτα, αλλά για μιαν ατελείωτη στιγμή δεν σκέφτηκα να κατεβάσω το χέρι μου. Στη θέση της Κίροφ ήταν τώρα ένα βουνό από μπάζα, ένας απότομος λοφίσκος από σπασμένες πλάκες μπετόν αρμέ, τούβλα και λυγισμένς ατσαλόβεργες, όλα πασπαλισμένα με θρυμματισμένα τζάμια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο.

Αν ήμουν μόνος μου, θα κοίταζα για ώρες τα ερείπια χωρίς να μπορεί να το συλλάβει το μυαλό μου. Η Κίροφ ήταν όλη μου η ζωή. Η Βέρα, ο Όλεγκ και ο Γκρίσα. Η Λιούμπα Νικολάεβνα, η γεροντοκόρη του τέταρτου ορόφου που διάβαζε ψαλμούς και μαντάριζε τα φορέματα όλων των γυναικών της πολυκατοικίας, που μια καλοκαιρινή νύχτα με είδε να διαβάζω ένα μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον στο κλιμακοστάσιο και την άλλη μέρα μου έδωσε μια κούτα με βιβλία του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και του Κάρολου Ντίκενς. Ο Άντον Ντανίλοβιτς, ο επιστάτης, που έμενε στο υπόγειο και μας έβαζε τις φωνές όταν πετάγαμε πέτρες στην αυλή ή φτύναμε από την ταράτσα ή φτιάχναμε πρόστυχους αρσενικούς και θηλυκούς χιονάνθρωπους με καρότα για πέη και γομολάστιχες για ρώγες. Ο Ζαβοντίλοφ, που έλεγαν πως ήταν γκάνγκστερ και του έλειπαν δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού του και σφύριζε πάντα στις κοπέλες, ακόμα κι αν ήταν άσχημες, ίσως μάλιστα να σφύριζε πιο δυνατά στις άσχημες για να τους τονώσει το ηθικό – ο Ζαβοντίλοφ, που έκανε πάρτυ μέχρι πρωίας, έπαιζε τους τελευταίους δίσκους της τζαζ, του Βαρλάμοφ και της μπάντας του ή του Έντι Ρόζνερ· άντρες και γυναίκες με ξεκούμπωτα πουκάμισα χόρευαν και γελούσαν στο διάδρομο έξω από το διαμέρισμα, εξοργίζοντας τους μεγάλους κι ενθουσιάζοντας τα παιδιά, που είχαμε αποφασίσει, εφόσον ήμασταν υποχρεωμένοι να μεγαλώσουμε, να γίνουμε τουλάχιστον σαν τον Ζαβοντίλοφ.

*Η Πολιτεία Των Ληστών, Ντέιβιντ Μπένιοφ, εκδ. Ψυχογιός

Bar Des 13 Coins – Εκπομπή 1η: Η Τριλογία της Μασσαλίας

Το Bar Des 13 Coins στον αέρα του radiobubble στην πρώτη απόπειρα ενός ραδιοφωνικού ταξιδιού στη μουσική των βιβλίων, δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από την Τριλογία της Μασσαλίας. Η μουσική που ακούει ο Φαμπιό Μοντάλ, ο ήρωας του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, και που σηματοδοτεί την διήγηση με απροσδόκητο τρόπο, αποτέλεσε την αφορμή μιας διαφορετικής ανάγνωσης του αγαπημένου μας βιβλίου.

Όσα έχεις στην καρδιά ακούγονται πιο καθαρά απ’ όσα λες με το στόμα*

Έφυγε κι επέστρεψα στην μπάρα, στη θέση μου, πίνοντας με τον έναν και με τον άλλον και βεβαίως με τον Χασάν, που δεν έχανε ποτέ σειρά για κέρασμα.  Άκουγα τις κουβέντες γύρω μου. Και τη μουσική.  Όταν τελείωνε η ώρα των απεριτίφ, ο Χασάν αντικαθιστούσε τον Φερέ με τζαζ. Τα κομμάτια τα διάλεγε προσεκτικά. Λες κι έπρεπε να βρει ένα συγκεκριμένο ήχο για την ατμόσφαιρα της στιγμής. Ο θάνατος απομακρυνόταν και μαζί του έφευγε και η μυρωδιά του. Σίγουρα προτιμούσα το άρωμα του γλυκάνισου που έχει το παστίς.
– Προτιμώ τη μυρουδιά του γλυκάνισου, φώναξα δυνατά στον Χασάν.
Είχα αρχίσει να ψιλομεθάω.
-Βεβαίως.
Μου έκλεισε το μάτι, πάντα κι ως το τέλος συνένοχος. Ο MIles Davis είχε μόλις αρχίσει το Solea. Ένα κομμάτι που λάτρευα. Και που το άκουγα συνεχώς κάθε νύχτα από τότε που με παράτησε η Λολ.

-Το Solea, μου εξήγησε ένα βράδυ, είναι η σπονδυλική στήλη του φλαμένγκο.
– Κι εσύ γιατί δεν τραγουδάς; Φλαμένγκο ή τζαζ;
Ήταν εξαίσια η φωνή της, το ήξερα. Μου το είχε πει ο Πέδρο, ένας ξάδερφός της. Ομως η Λολ δεν ήθελε να τραγουδάει παρά μόνο σε οικογενειακές συγκεντρώσεις.
– Αυτό που ψάχνω δεν το βρήκα ακόμα, μου απάντησε μετά από μακρά σιωπή.
Εκείνη ακριβώς τη σιωπή που οφείλεις να αναγνωρίζεις στις πιο έντονες στιγμές του Solea.
– Τίποτα δεν καταλαβαίνεις, βρε Φαμπιό.
– Και τι θα έπρεπε να καταλάβω;
Μου χαμογέλασε μελαγχολικά.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

To bar στο radiobubble

13CoinsA4

Το Bar des 13 Coins κάνει  τη μουσική των βιβλίων ραδιοφωνική εκπομπή.

Αυτό το Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου, στις 10:00μμ η Narrator και η Jaquou διαβάζουν τις νότες αγαπημένων βιβλίων στο radiobubble.

Με αφορμή το άτακτο περιοδικό αφιέρωμα Και Του Λόγου.

Έτοιμη για όλα*

Ο Μίλτος βέβαια, ξέχασα να σας πω. Είχε ένα σκυλάκι, τον Μπουκ, που το λατρευε το σκασμένο γιατί ήτανε πολύ γλυκούλικο, πανέξυπνο και τσαχπίνικο πλασματάκι. Μια φορά το ‘φερε στο μαγαζί κι έτυχε να είναι κι η Νταίζυ εκεί και το μπάνισε και φαίνεται πως το είπε του Σατούρου κι ο μαλάκας πήγε και του ‘ριξε φόλα στο σπίτι του Μίλτου και πάει το σκυλί το ωραίο, το ‘φαγε ο μαύρος χάρος και το βρήκε τέζα το απόγεμα ο Μίλτος με αφρούς στο στόμα του. Ποιος ξέρεις τώρα ποιανού ηλίθια ιδέα ήτανε εκείνη αλλά του Μίλτου του στοίχισε ο θάνατος του Μπουκ κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί μια μέρα ολόκληρη και το πήρε απόφαση να τονε καθαρίσει το μαλάκα το Σατούρο και την άλλη την σκρόφα την πηδιόλα την Νταίζυ.
Έβαλε στο youtube ο Μίλτος το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ γιατί ταίριαζε, έπιασε να λαδώνει την καραμπίνα του πατέρα του, την έκοψε μ’ ένα πριόνι και την έκανε κοντόκαννη, πριόνισε και το μπράτσο της, την γέμισε με τρία φυσίγγια κι έβαλε άλλα δέκα μες στην τσέπη του μπουφάν του. Έβαλε τα παπούτσια του και πήγε στο Μάτριξ κατά τις 12 τη νύχτα να πιάσει δουλειά όπως πάντα. Την καραμπίνα την έβαλε μέσα σε μια τσάντα ώμου έτοιμη για όλα.

* Γυμνά Τρόλ, διηγήματα. Στέλιος Παπαγρηγορίου. Εκδόσεις Νεφέλη

***

Θαμώνας του Bar Des 13 Coins, η petroulasep.

Ένα αρπακτικό θηρίο σε άνθηση*

Κατά τα άλλα, το νεαρό αυτό πλάσμα ήταν πολύ προσγειωμένο, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς επιθυμίες, χωρίς αυταπάτες, χωρίς φαντασιώσεις. Ο Σάμπαθ θα στοιχιμάτιζε και τη ζωή του -και όντως την είχε στοιχηματίσει- ότι δεν κουβαλούσε κανένα ταμπού. Του άρεσε η ωμή σκληρότητά της, η πονηριά του υπολογιστικού, δύσπιστου μικρού γερμανικού στοματός της και αναγνώρισε αμέσως τις δυνατότητες που πρόσφερε αυτό το κορίτσι. Απόμακρες, αλλά υπαρκτές. Σκέφτηκε με θαυμασμό πόσο ανέγγιστο από αλτρουισμούς ήταν αυτό το πλάσμα, ένα αρπακτικό θηρίο σε άνθηση.
Ενώ οδηγούσε, άκουγε σε κασέτα μια ζωντανή ηχογράφηση του Μπένι Γκούντμαν από το Κάρνεγκι Χολ. Είχε μόλις Αποχωριστεί τη Ντρέγκα στο «Μπο-Πιτ», κάπου τριάντα χιλιόμετρα νοτιότερα στον αυτοκινητόδρομο 144.
«Μαύροι είν’ αυτοί που παίζουν;» τον είχε ρωτήσει η Γερμανιδούλα.
«Όχι. Μερικοί είναι μαύροι, αλλά κυρίως είναι λευκοί, δεσποινίς. Λευκοί μουσικοί της τζαζ. 16 Ιανουαρίου του 1938 στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης».
«Ήσασταν εκεί;»
«Ναι. Είχα πάρει και τα παιδιά μου, που τότε ήταν μικρά. Για να παραβρίσκονται σε μια συναυλία-σταθμό. Ήθελα να τα έχω κοντά μου τη νύχτα που η Αμερική άλλαξε για πάντα».

Άκουσαν μαζί το «Honeysuckle Rose» όπου τα αγόρια του Γκούντμαν αυτοσχεδίαζαν μαζί με μερικούς μουσικούς από την ορχήστρα του Κάουντ Μπέιζι. «Εδώ κάνουν τζάμπινγκ», της είχε εξηγήσει ο Σάμπαθ. «Αυτό είναι εκείνο που, όπως λέμε, βάζει στα πόδια σου φωτιά. Που δεν αφήνει τα πόδια σου να ησυχάσουν… Ακούς την κιθάρα στο βάθος; Πρόσεξε πως τους οδηγούν τα όργανα που κρατάνε τον ρυθμό. Να ο Μπέιζι… πολύ λιτό παίξιμο στο πιάνο… ακούς την κιθάρα που κρατάει το σύνολο; Αυτή είναι η μουσική των μαύρων. Τώρα ακούς μαύρη μουσική. Τώρα θ’ ακούσεις το ριφ. Αυτός είναι ο Τζέιμς… Κάτω από τη μελωδία υπάρχει ο σταθερός ρυθμός των κρουστών που δίνει τη συνοχή… ο Φρέντι Γκριν στην κιθάρα… Να, πάλι ο Τζέιμς. Σε κάνει να νομίζεις ότι σπάει το όργανό του… το ακούς να κομματιάζεται. Άκου αυτό το πέρασμα, σαν να το ονειρεύονται… πρόσεξε πως το χτίζουν σιγά σιγά… Τώρα αρχίζουν να προετοιμάζουν την έκρηξη του φινάλε. Νά το, έρχεται… Τώρα όλοι είναι συντονισμένοι μεταξύ τους… Κορυφώνεται, τελειώνει. Τελείωσαν. Λοιπόν, πως σου φάνηκε;» τη ρώτησε ο Σάμπαθ.
«Μοιάζει με μουσιή στα κινούμενα σχέδια. Ξέρετε τα κινούμενα σχέδια για παιδιά στην τηλεόραση;»
«Ναι;» είπε ο Σάμπαθ. «Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή τη μουσική τη θεωρούσαν πολύ προκλητική στην εποχή της. Τι αθώος ο παλιός τρόπος ζωής… όπου και να κοιτάξεις, εκτός από το κοιμισμένο χωριουδάκι μας», είπε χαϊδεύοντας το γένι του, «ο κόσμος έχει κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του. Κι εσένα παιδί μου, τι σε φέρνει στο Μανταμάσκα Φολς;» ρώτησε καλοσυνάτα ο Παλιός ο Χρόνος. Πως αλλιώς να το έπαιζε;

*To θέατρο του Σάμπαθ, Philip Roth, μετάφραση Ανδρέας Β. Βαχλιώτης, θεώρηση μετάφρασης και σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Οι κρεμαστοί κήποι του Σαν Φρανσίσκο*

«Δεν ξέρω αν σ’ το είπα».
«Το ποιο;»
«Η Εύβοια».
«Τι;»
«Η Εύβοια είναι όμορφη, είναι νησί μεγάλο».
Σταμάτησε. Τον κοίταξα.
«Και;»
«Και αν τη δεις και από κοντά…»
Σταμάτησε. Τον κοίταξα.
«Τι;»
«Είναι το κάτι άλλο!»
Τελείως ηλίθιο αυτό το παιδί. Αλλά είχε κέφια. Είχε βάλει και μουσική. Μια αρχαία κασέτα που μου είχε γράψει το ’88. Έγραφε «Rock Hits ‘89» στο εξώφυλλο. Όταν μου το είχε δώσει, το 1988 επαναλαμβάνω, τον είχα ρωτήσει: «Γιατί ’89;» «Τι γιατί;» μου είχε απαντήσει. Επέμεινα: «Γιατί ’89 και όχι ’88, που έχουμε κιόλας». Άνοιξε το στόμα του. «’88 έχουμε;». Το εννοούσε. Τέτοιος βλαξ. Αυτός ήταν ο Σώτος που όλοι αγαπήσαμε. Μια ζωή μπροστά από την εποχή του.
Ερέτρια, Αμάρυνθος, Αλιβέρι, Λάμψακος. Πόλεις όλες. Είχαμε περάσει από μπροστά τους. Δεν έδειξαν εντυπωσιασμένες με την παρουσία μας. Συμπαθής διαδρομή. Γούσταρα και τη γέφυρα. Πορθμός του Ευρύπου κι έτσι. Και τα νερά μια δώθε, μια κείθε. Ωραία γέφυρα. Κρεμαστή. Σαν του Σαν Φρανσίσκο. Σαν τους κήπους της Βαβυλώνας. Τους κρεμαστούς.
«Να ρωτήσω κάτι;» ρώτησα κάτι.
«Πάλι;»
Άκουγε μουσική. AC/DC. Big Balls.
«Πάλι».
«Άντε».
«Γιατί είμαστε εδώ;»
«Πάλι τα ίδια;»
«Πάλι».
«Δε σου λέω».
Δε μου ‘λεγε. Εκατόν εξήντα χιλιόμετρα τον σταύρωνα. «Μπορεί να κάνω και λάθος», έλεγε μόνο.
Το είπε και τώρα:
«Μπορεί να κάνω και λάθος».
Μετά είχε σαράντα έξι συνεχείς στροφές. Δηλαδή πολλές. Τον άφησα στην ησυχία του. Motorhead. On Parole.
Καλά δεν έκανα;

*Τα Χαστουκόψαρα, Λένος Χρηστίδης, εκδ. Καστανιώτη

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins ο @pool_boy_ . Τον ευχαριστούμε!

Ti sento addosso e non ci sei*

Ετούτο το σπίτι απέπνεε γαλήνη. Ετοίμασε καφέ. Στην πλατεία τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Μπορούσε να το καταλάβει αυτό απ’ τα ξεφωνητά τους. Κατάπιε δύο Ντολιπράν, μια γουλιά νερό, γέμισε ακόμα μια φορά το ποτήρι του και πότισε το βασιλικό που ήταν ακουμπισμένος στο περβάζι. Η μυρωδιά του ξεχύθηκε αμέσως στο χώρο. Αγαπούσε αυτή τη μυρωδιά. Ήταν μέρος μιας γλυκιάς ζωής.
Άνοιξε το ράδιο και κάθισε μπροστά στο τραπέζι. Ειδήσεις. Η καθημερινή δόση μίσους, βίας, θανάτου. Η Βοσνία θύμιζε Λίβανο, και η Ρουάντα τη Βοσνία και τον Λίβανο μαζί, στο χειρότερό τους. Αναγκαστικά στο χειρότερο τους. Ο Χίτλερ είχε μολύνει ολάκερο τον κόσμο. Στη Χιροσίμα οι Αμερικάνοι είχαν πειραματιστεί με τον τρόμο. Αλλά και πιο πριν, ο πόλεμος του ’14 είχε κυλήσει την ανθρωπότητα μέσα στον αποτροπιασμό. Το πριν και το μετά έμοιαζαν σαν αδέλφια.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν άλλο απ’ αυτό. Να αλληλοσπαράσσονται. Το χωράφι τους γείτονα θα είναι πάντα καλύτερο από το δικό μας, άρα το καταπατούμε, κι εκείνος φωνάζει τους μπάτσους ή βγάζει το όπλο του. Αλληλοσκοτωμός. Για μια γυναίκα, ένα αμάξι, ένα φράχτη σε λάθος θέση, ένα καταπατημένο κομμάτι γης, μια θρησκεία, μια χώρα. Υπήρχε πάντα κάποιος που θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο από τους άλλους. Πιο καθαρό, πιο δίκαιο. Και έκοβε κεφάλια. Δολοφονούσε, σφαγίαζει. Στο όνομα του δικαίου…
Ο Διαμαντής άλλαξε σταθμό. Οι ίδιες ειδήσεις, αλλά τώρα σχολιασμένες. Στη Μασσαλία, ένα σχολείο, σε κάποια συνοικία που δεν γνώριζε, υπέστη βανδαλισμούς από κάποιους μαθητές. Όλοι έψαχναν το γιατί. Ο διευθυντής, οι καθηγητές, οι γονείς των μαθητών… Έσβησε το ράδιο. Ήταν εξαντλημένος.
Ήπιε μια δεύτερη κούπα καφέ καπνίζοντας ένα τσιγάρο, σηκώθηκε ακουμπώντας στις άκρες του τραπεζιού, όπως οι γέροι. Ένιωθε γέρος. Με μεγάλο κόπο, πήγε πτος το σαλόνι. Πλησίασε το στερεοφωνικό. Ανάγκη για μουσική. Σαντάνα, Ντίλαν, Κέιλαντ, Βέρντι, Τίτο Πουέντε, Στόουνς… Η Μαριέτ είχε εκλεκτικό γούστο. Του άρεσε αυτό. Βρήκε αυτό που έψαχνε. Τζιανμαρία Τέστα. Η φωνή του γέμισε το σπίτι.

Io ti parlavo ancora et tu eri già partito
E quello che dicevo non lo ascoltavi più
La musica, il bicchiere le altre sere
ti avrebbero legato qui ma non adesso.
Ti sento addosso e non ci sei… **

* Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, μετ. Μαριλένα Κοραντζάνη, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

**Εγώ σου μιλώ ακόμη κι εσύ έχεις φύγει.
Και δεν ακούς πια αυτά που λέω.
Η μουσική, το ποτήρι, τις άλλες βραδιές
σ’ είχα δική μου εδώ αλλά όχι τώρα.
Σε αισθάνομαι πάνω μου, μα εσύ δεν είσαι πια εδώ.

To τσούρμο*

«Ποτέ μου δεν ήξερα τ’ όνομά σου».
«Ανσέλμ. Δεν έκανα μεγάλες χοντράδες ώστε να βρεθώ στο τμήμα».
«Συνέχισε έτσι».
«Οι γέροι μου είναι εντάξει. Δεν συμβαίνει με όλους. Έχω και το μπάσκετ…» Χαμογέλασε. «Κι έπειτα, υπάρχει και το τσούρμο. Ξέρεις τι είναι;»
Ήξερα. Το τσούρμο, το πλήρωμα, οι κωπηλάτες της γαλέρας. Στη Μασσαλία τις γαλέρες και τα βάσανά τους τα ξέραμε για τα καλά. Δεν ήταν ανάγκη να’ χεις σκοτώσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου για να βρεθείς εκεί, όπως πριν δύο αιώνες. Μπα, σήμερα αρκούσε μονάχα να’σαι νέος, μετανάστης ή όχι. Οι θαυμαστές των Massilia Sound System, του πιο ξεσαλωμένου συγκροτήματος raggamuffin, είχαν ξανακάνει της μόδας την έκφραση.
Έτσι, το τσούρμο είχε γίνει ένα είδος λέσχης συναντήσεων όσο και υποστηρικτών. Ήταν περίπου διακόσιοι πενήντα, τριακόσιοι ίσως, και «υποστήριζαν» τώρα αρκετά συγκροτήματα. Τους Massilia, τους Fabulous, τους Bouduchon, τους Black Lions, τους Hypnotik, τους Wadada… Όλοι μαζί είχαν βγάλει ένα κολασμένο άλμπουμ. Το Raffa baletti. Τα σαββατόβραδα έκανε τα αίματα να βράζουν!
Το τσούρμο διοργάνωνε μουσικές ακροάσεις και με τις εισπράξεις τύπωνε ένα φυλλάδιο, κυκλοφορούσε κασέτες ηχογραφημένες live και οργάνωνε φτηνά ταξίδια για την παρακολούθηση των συγκροτημάτων στις περιοδείες τους. Το σύστημα λεουτουργούσε το ίδιο όπως και στο γήπεδο της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, με τους Ούλτρας, τους Γουίνερς ή τους Φανάτικς. Όμως αλλού ήταν η ουσία της ιστορίας του τσούρμου. Το σημαντικό ήταν να συναντιούνται οι άνθρωποι. Να ανακατώνονται με τους άλλους, όπως λέμε στη Μασσαλία. Με τις υποθέσεις ο ένας του άλλου. Αυτό ήταν το πνεύμα του τσούρμου. Δεν ησουν πια από μια πόλη, από μια συνοικία. Άνηκες στο τσούρμο. Μες στην ίδια γαλέρα, όλοι μαζί τραβώντας κουπί! Για να τα βγάλουμε πέρα. Πλάι-πλάι.
Στο ίδιο ζουμί βράζουμε όλοι.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Φωτογραφία Νο 7*

Πέρα από τα όσα υπάρχουν στο πράσινο τραπέζι, στη φωτογραφία δεν διακρίνονται άλλα ίχνη φαγητού. Τα βαζάκια στα ράφια δείχνουν άδεια. Είναι από εκείνα τα βαζάκια όπου θα έβαζες τις χειροποίητες μαρμελάδες, αλλά θα μου έκανε τεράστια εντύπωση αν έφτιαχνε ποτέ η Μπέατριξ μαρμελάδα. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι ένα τσίγκινο κουτί είχε τη σαφή ένδειξη «ΑΛΕΥΡΙ» και η ψωμιέρα φέρει περήφανα την επιγραφή «ΨΩΜΙ» μού φαίνεται ιδιαίτερα ειρωνικό: αναφέρονται στο τι θα έπρεπε να περιέχουν, όχι στο τι πραγματικά περιείχαν. Διακρίνεται επίσης ένα ξύλο κοπής, μια ζυγαριά με τα βαρίδια της προσεκτικά τακτοποιημένα δίπλα της, μια χειροκίνητη μηχανή του κιμά στερεωμένη στην άκρη του τραπεζιού, μια μεγάλη καφετιά τσαγιέρα με πράσινες και μπεζ οριζόντιες ρίγες. Όλα φαίνονται ψυχρά και ανέγγιχτα. Αναρωτιέμαι που να ήταν η Μπέατριξ όταν τράβηξα τη φωτογραφία. Μπορεί να είχε πάει στα μαγαζιά -εκείνη την εποχή ήταν χρονοβόρα διαδικασία τα μαγαζιά, οι ουρές για τον χασάπη και τον μανάβη έφταναν έως τα μισά του δρόμου- ή μπορεί απλώς να ήταν δίπλα, στο καθηστικό, εκεί που είχαν το μαύρο τους ραδιόφωνο μάρκας Bakelite συντονισμένο μονίμως στο σταθμό του Ελαφρού Προγράμματος. Η Μπέατριξ ποτέ δεν άκουγε ειδήσεις, ούτε εκπαιδευτικά προγράμματα, ούτε καν τα προγράμματα ποικίλης ύλης. Το μόνο που ήθελε ήταν να ακούει μουσική, μουσική να ρέει από το ραδιόφωνο ασταμάτητα. Ελαφρά, ορχηστρική κυρίως μουσική, απ’ αυτήν που το BBC ανέθετε στους συνθέτες να γράφουν με σαφή στόχο την ανύψωση του ηθικού του κοινού: κομμάτια χαρωπά, ρυθμικά, γρήγορα, που σ’ έκαναν να χαμογελάς και χωρούσαν σε δισκάκια 78 στροφών. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα κομμάτι: ο τίτλος του ήταν «Το πορτραίτο ενός φλερτ».

Υποθέτω πως τέτοιου είδους κομμάτια λειτουργούσαν σαν ένα είδος μουσικού Προζάκ για μεταπολεμικές νοικοκυρές με κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν είχαν αποτέλεσμα στην περίπτωση της Μπέατριξ, πάντως σίγουρα τα είχε ανάγκη.

*Σαν τη Βροχή Πριν Πέσει, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ein Prosit*

Clara proved a useful guide to the entertainment on stage. She said that she had grown up in a German-speaking part of Belgium, and was familiar with many of the songs the orchestra was playing. Like Anneke, she tucked in enthusiastically to her plate of bratwurst and sauerkraut. Thomas thought it strange that Belgians should be so ready to embrace the culture of a country which had occupied their own less than fifteen years ago, and committed many atrocities, but he did not say anything. It was not the right time to get involved in such discussions.

The orchestra had begun to play a particularly insistent and catchy song. Everyone who wasn’t eating began to clap their hands to the beat of the music. Clara leaned across the table and said -or rather shouted- that this tune was called ‘Ein Prosit’ and was a traditional Bavarian drinking song. She and Anneke were starting to clap along, too. The music got louder and louder, and the tempo faster and faster, as the chorus repeated itself incessantly. Many of the dinners were singing along, and suddenly, a few yards away from Thomas, two young women jumped to their feet, clambered onto the table and began to dance, scattering fragments of food and attracting more than the occasional glances as they did so. The diners laughed and cheered and stamped their feet. Many of them also got up to dance, and the singing got louder still:

Ein Prosit, ein prosit
Der Gemütlichkeit
Ein Prosit, ein prosit
Der Gemütlichkeit
OANS ZWOA DREI! G’SUFFA!

(A toast, a toast
To cheer and good times
A toast, a toast
To cheer and good times.
ONE TWO THREE! DRINK UP!)

Anneke and Clara jumped up and help out their hands for the men to join them. But Tony shook his head, grinning broadly, while Thomas took a long draught of beer and hid his face behind the enormous tankard. The women shrugged and began to dance with each other anyway.
«This is mass hysteria!» shouted Tony, looking around in amazement. «Isn’t this the kind of thing that brought Hitler to power?»
«Ssh! No politics tonight, please.»

*Expo 58, Jonathan Coe, Penguin-Viking