Αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία**

Ένα βράδυ, όταν ήμουν γύρω στα είκοσι τέσσερα, πήγα να δω ένα πρόγραμμα με γαλλικές ταινίες που παρουσίαζε η κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστημίου. Η πρώτη που προβλήθηκε ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ του Ζορζ Φρανζύ για ένα σφαγείο του Παρισιού με τίτλο Το αίμα των ζώων. Ώσπου να τελειώσει, άδειασε η μισή αίθουσα.
Ήταν το συνηθισμένο κοινό κινηματογραφικής λέσχης: πορωμένοι ειδήμονες των ταινιών φρίκης, ως επί το πλείστον, που το θεωρούσαν πολύ του συρμού να θαυμάζουν ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό, όπου ψυχοπαθείς δολοφόνοι διαμέλιζαν αμερικανούς εφήβους, ή εφιάλτες επιστημονικής φαντασίας όλο αιμοχαρή ειδικά εφέ. Τι είχε λοιπόν αυτή η ταινία, τόσο τρυφερή και μελαγχολική από πολλές απόψεις, που έκανε τις γυναίκες να βγάζουν κραυγές φρίκης και τους άντρες να τρέχουν στην έξοδο;
Δεν την ξανάδα από τότε, αλλά πολλές λεπτομέρειες έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Το ωραίο λευκό άλογο που πέφτει, μέσα σε πίδακες αίματος, καθώς ένα καρφί χώνεται στον αυχένα του· μοσχάρια που σφαδάζουν αφού τους έκοψαν τον λαιμό, τινάζοντας βίαια το κεφάλι τους απ’ όπου πετάγεται καυτό αίμα που κυλάει στο πάτωμα· αποκεφαλισμένα πρόβατα στη σειρά, που εξακολουθούν να τινάζουν τα πόδια τους με μανία· αγελάδες με μακριά μεταλλικά καρφιά μπηγμένα στο κρανίο τους, βαθιά, ως το μυαλό τους. Κι ύστερα, σαν αντίστιξη, η φωνή του κοριτσιού που μας παρουσιάζει τη θλίψη των προαστίων του Παρισιού -les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…* Oι εργάτες που κομμάτιαζαν τα σφαχτά τραγουδώντας το «La Mer» του Τρενέ – «ses blancs moutons, avec les anges si pures…»* Ενα κοπάδι πρόβατα που βελάζουν σαν όμηροι καθώς τα παρασύρει στο σφαγείο ο κράχτης, le traître*, που ξέρει το δρόμο και ξέρει ότι η δική του ζωή θα σωθεί: les autres suivent comme des hommes…* Οι εργάτες που σφυρίζουν, γελάνε, αστειεύονται avec la simple bonne humeur des tueurs*, και χειρίζονται τα σφυριά, τα μαχαίρια, τα τσεκούρια και τους μπαλτάδες τους sans colère, sans haine… χωρίς οργή, χωρίς μίσος.

Μου ήταν αδύνατο να ξεχάσω αυτή την ταινία και τις επόμενες εβδομάδες, σε στιγμές ανίας στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, κοιταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών του πανεπιστημίου, κοίταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών για τον κινηματογράφο να δω αν είχε γραφτεί κάτι γι’ αυτή: με την ελπίδα, ίσως, ότι ο πέλεκυς της ακαδημαϊκής κριτικής θα κατάφερνε να πλήξει θανάσιμα τις εικόνες που εξακολουθούσαν να βασανίζουν τη μνήμη μου. Δεν έγινε όμως έτσι: γιατί, ύστερα από πολύ ψάξιμο, έπεσα πάνω στο μακροσκελές και λαμπρό δοκίμιο ενός συγγραφέα που είχε, ως φιανόταν, ξεκλειδώσει το μυστικό της φριχτής αλήθειας της. Αφού το διάβασα, άνοιξα το τετράδιό μου και αντέγραψα την παρακάτω φράση:

Η ταινία μας υπενθυμίζει πως ό,τι είναι αναπόφευκτο μπορεί επίσης να είναι και ψυχικώς αφόρητο, ό,τι είναι δικαιολογημένο μπορεί να είναι και αποτρόπαιο… ότι, ακριβώς όπως η τρελή Μητέρα Φύση, αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία, είναι οργανωμένο σύστημα όχι μόνο ζωής αλλά και θανάτου…

*

les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…: άδεια οικόπεδα, κήποι φτωχών παιδιών… στο όριο της ζωής φορτηγά και τρένα…
ses blancs moutons, avec les anges si pures…: τ’ άσπρα της πρόβατα με τους αγνούς αγγέλους
le traître: ο προδότης
les autres suivent comme des hommes…: τα υπόλοιπα ακολουθούν σαν άνθρωποι
avec la simple bonne humeur des tueurs: με την απλή ευθυμία των σφαγέων

** Τι Ωραίο Πλιάτσικο!, Jonathan Coe, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάνου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Μπέρμινχαμ 1974*

Μια αφίσα με το πορτραίτο του αλλοτινού ήρωά του, του Έρικ Κλάπτον, εξακολουθούσε περήφανα να κοσμεί τον τοίχο, δίπλα σε μια απεικόνιση του σπιτιού του Μπίλμπο Μπαγκινς στο Μπαγκ Εντ, ζωγραφισμένη από τον ίδιο τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, καθώς και μια άλλη εικόνα από το έργο του Τόλκιν, ένας λεπτομερής χάρτης της Μέσης Γης, τη γεωγραφία της οποίας ο Μπέντζαμιν και ο Φίλιπ γνώριζαν καλύτερα από εκείνη των βρετανικών νήσων.
«Άκου λίγο αυτό», είπε ο Μπέντζαμιν, κοιτώντας με κάποια αγωνία τη βελόνα του φορητού μονοφωνικού του πικάπ, καθώς έπεφτε με φόρα στο περιστρεφόμενο βινύλιο. «Άμα κάποτε βάλουμε επιτέλους μπροστά το συγκρότημα, ίσως κάτι τέτοια θα πρέπει να κάνουμε».
«Μια και ανέφερες το συγκρότημα», απάντησε ο Φίλιπ, «σκέφτηκα ένα φανταστικό όνομα». Πήγε στο χάρτη, έψαξε με την άνεση του γνώστη κοντά στα Βουνά της Καταχνιάς, κι ακούμπησε το δάχτυλό του μερικές εκατοντάδες ξωτικές λεύγες νοτιοανατολικά του Φάνγκορν. «Μίνας Τίριθ».
Ο Μπέντζαμιν σούφρωσε τα χείλη. «Δεν είναι άσχημο». Είχε μπει εδώ και τριάντα δευτερόλεπτα το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ: μια παράξενη, δίφωνη μελωδία απ’ την κιθάρα και το σαξόφωνο, ενώ τα όργανα που κρατούσαν το ρυθμό ακολουθούσαν ένα ασυνήθιστο και μπερδεμένο μέτρο, που ο Μπέντζαμιν δεν είχε κατορθώσει ακόμη να αποκρυπτογραφήσει. Η μουσική ήταν τολμηρή, εγκεφαλική και ελαφρώς παρανοϊκή. «Λοιπόν, τι λες;»

«Ακούγονται σαν να κουρντίζουν», είπε ο Φίλιπ. «Ποιοι είναι;»
«Henry Cow«, απάντησε ο Μπέντζαμιν. «Τους πήρα απ’ τον Μαλλιά».
«Ποιόν;»
«Τον Μάλκομ. Τον γκόμενο της Λόις».
«Α», έκανε ο Φίλιπ, πιο σκυθρωπός από ποτέ. «Δεν ήξερα ότι έχει γκόμενο». Κοίταξε με απορία το εξώφυλλο του δίσκου, όπου η ανεξήγητη εικόνα μιας σκέτης κάλτσας φτιαγμένης από σιδερένιους κρίκους, σαν πανοπλία, δεν έδινε την παραμικρή ένδειξη για το περιεχόμενο. «Έτσι πάει συνέχεια;»
«Όχι, γίνεται πιο μυστήριο», είπε ο Μπέντζαμιν, περήφανος με τη νέα του ανακάλυψη. «Ο Μάλκομ λέει ότι πρέπει να την ψάχνεις. Φαίνεται πως έχουν επιρροές από Νταντά».
«Και ποιος ή τι είναι Νταντά;» ρώτησε ο Φίλιπ
«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε ο Μπέντζαμιν. «Αλλά… Ε, λοιπόν, φαντάσου τους Yardbirds να τζαμάρουν με τον Λιγκέτι στους καπνούς και τα ερείπια του διαιρεμένου Βερολίνου».
«Ποιος είναι ο Λιγκέτι;»
«Ένας συνθέτης», απάντησε ο Μπέντζαμιν. «Νομίζω».
Πήρε την κιθάρα του και προσπάθησε, χωρίς καμία απολύτως επιτυχία, να παίξει μαζί με την αντιστικτική μελωδία του βιολιού.
«Και τέλος πάντων, γιατί είναι διαιρεμένο το Βερολίνο;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Πάντοτε αναρωτιόμουν».
«Δεν ξέρω… Φαντάζομαι ότι θα περνάει κανά ποτάμι ανάμεσα ε; Σαν τον Τάμεση. Νομίζω πως είναι ο Δούναβης».
«Νόμιζα πως είχε να κάνει με τον ψυχρό πόλεμο».
«Μπορεί».

*Η Λέσχη των Τιποτένιων, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα*

Η σκέψη της Βριώνης ήταν καρφωμένη στα δικά της. Μπορεί να έριχναν δηλητηριώδη αέρια στο Λονδίνο ή να έπεφταν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές υποστηριζόμενοι από πεμπτοφαλαγγίτες πριν από το γάμο της Λόλας. Είχε ακούσει έναν παντογνώστη θυρωρό να λέει, με ικανοποίηση, πως τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον γερμανικό στρατό. Εκείνοι έχουν νέες τακτικές, εμείς όχι. Εκείνοι έχουν εκμοντερνιστεί, εμείς όχι. Οι στρατηγοί έπρεπε να διαβάσουν το βιβλίο του Λίντελ Χαρτ ή να έρθουν στο θυρωρείο του νοσοκομείου στο διάλειμμα και ν’ ακούσουν προσεκτικά.
Από τη μεριά της, η Φιόνα μιλούσε για τον αξιολάτρευτο μικρό αδελφό της και τις εξυπνάδες που έλεγε στο τραπέζι, ενώ η Βριώνη παρίστανε πως ακούει και στην πραγματικότητα σκεφτόταν τον Ρόμπι. Αν πολεμούσε στη Γαλλία, ίσως να τον είχαν ήδη συλλάβει. Ή και κάτι χειρότερο. Πως να αντέξει η Σεσίλια μια τέτοια είδηση; Καθώς η μουσική, ζωντανεμένη από τα φάλτσα, έφτανε σε μια φασαριόζικη κορύφωση, έσφιξε τα ξύλινα χερούλια της ξαπλώστρας της κι έκλεισε τα μάτια. Αν συνέβαινε κάτι στον Ρόμπι, αν η Σεσίλια κι ο Ρόμπι δεν ξαναβρεθούν…
Το μυστικό της μαρτύριο και η δημόσια αναταραχή του πολέμου πάντα φαινόταν σαν δύο κόσμοι διαφορετικοί, αλλά τώρα κατάλαβε πως ο πόλεμος μπορεί να μπλεκόταν με το δικό της έγκλημα. Η μόνη λύση ήταν να μην είχε συμβεί ποτέ το παρελθόν. Αν δεν γυρνούσε ο Ρόμπι… Λαχταρούσε να είχε το παρελθόν κάποιας άλλης, να είναι κάποια άλλη, σαν τη γλυκιά Φιόνα με τη ζωή ν’ ανοίγεται μπροστά της ελεύθερα, με την τρυφερή, μεγάλη οικογένεια, τους σκύλους και τις γάτες με τα λατινικά ονόματα και το σπίτι που ήταν φημισμένο στέκι των καλλιτεχνών του Τσέλσι. Η Φιόνα είχε μόνο να ζήσει τη ζωή της, ν’ ακολουθεί το δρόμο και ν’ ανακαλύπτει τι ήταν γραφτό να συμβεί. Η δική της ζωή, όμως, οδηγούσε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα.
«Βριώνη, είσαι καλά;»
«Τι; Ναι, φυσικά. Είμαι μια χαρά».
«Δεν σε πιστεύω. Να σου φέρω λίγο νερό;»
Καθώς δυνάμωσαν τα χειροκροτήματα -κανείς δεν νοιαζόταν για την άθλια μουσική_ είδε τη Φιόνα να προχωρά, να προσπερνά τους μουσικούς και τον άντρα με το καφέ παλτό που νοίκιαζε τις ξαπλώστρες. Έφτασε στο μικρό καφέ ανάμεσα στα δέντρα. Ο Στρατός της Σωτηρίας άρχισε να παίζει το «Bye-Bye Black-bird», πολύ καλύτερα από πριν. Οι ξαπλώστρες πότε πότε τραγουδούσαν και χειροκροτούσαν. Η αυτοσχέδια χορωδία είχε κάτι απροσδιόριστα καταναγκαστικό -έτσι που άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους τραβούσαν ο ένας την προσοχή του άλλη υψώνοντας τη φωνή- και η Βριώνη ήταν αποφασισμένη να αντισταθεί.

*Εξιλέωση, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΝΕΦΕΛΗ

Ο χρόνος που προχωρεί με μέτρο σταθερό*

Ποδηλατεί αργά, σαν να μην θέλει να φτάσει. Κι όταν φτάνει πίσω από το σπίτι, στον κύκλο από χαλίκι που χάραξαν τα λάστιχα του βυτιοφόρου, εξετάζει τη σκηνή δίχως να βιάζεται, με μια μεθοδική, σχεδόν ουδέτερη άνεση. Παρατηρεί το τσαλαπατημένο γρασίδι, τα χνάρια, τη λιμνούλα από ξεραμένο αίμα στο θερμοκήπιο. Η κάθε του ανάσα βγαίνει αργά, διακρίνεται στον ψυχρό πρωινό αέρα σαν ένα εξεζητημένο ερωτηματικό. Γνώριζε τον Τζωρτζ, τη Νίνα Χάρντυ, γνώριζε την Τζέινυ, την αδελφή του Τζωρτζ, τώρα όμως δεν μπορεί πια να συνδέσει τις παιδικές του αναμνήσεις με τη σκηνή φρίκης που έχει μπροστά του. Θυμάται τρεις φιγούρες πάνω σε μια θημωνιά, να ταλαντεύονται στο πίσω μέρος ενός τρακτέρ στο φως του δειλινού. Θυμάται το όμορφο κορίτσι, ή μάλλον τη γυναίκα, με το λουλουδάτο φουστάνι, να περνάει από το γήπεδο του γκολφ πηγαίνοντας στο χορό στη λέσχη τένις. Θυμάται το άρωμα από τα ρείκια και το φρεσκοκομμένο χορτάρι και τον ήχο ενός τραγουδιού του Πέρσυ Φρεντς να βγαίνει από τη λέσχη. Ω, νύχτες με χορούς του Κέρυ, κι ο απόηχος της πίπιζας να αντιλαλεί στις πιο τρελές στιγμές μας… Ο τελευταίος στίχος του διαφεύγει για πάνω από ένα λεπτό, κι έπειτα, όταν παύει να προσπαθεί, τον θυμάται… Αλίμονο, πέρασαν σαν αστραπή, κι η νιότη μας ίδιο! Αναρωτιέται άσκοπα πως είναι δυνατόν μια φράση να περιέχει τόση στίξη. Έπειτα ακούει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να ξεφυσάει σε απόσταση από το καταθλιπτικό όγκο του σπιτιού, και νιώθει ανακουφισμένος που δεν θα είναι αυτός που θα διερευνήσει τη σκηνή που έχει μπροστά του. Ή τουλάχιστον δεν θα είναι μόνο αυτός.

*Σκιά, Νηλ Τζόρνταν, εκδ. Νεφέλη

Πίσω στο παρελθόν*

Το σαξόφωνο και τα ντραμς ανήκαν σ’ ένα συγκρότημα που λεγόταν Ντάιαμοντς. Το τραγούδι λεγόταν «The Stroll». Μα τα παιδιά δεν το χόρευαν όπως το ήξερα εγώ.
Το στρολ ήταν τα πρώτα χορευτικά βήματα που μάθαμε η Κρίστι κι εγώ όταν αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα χορού. Είναι ένας χορός ανά δύο ζευγάρια, όπου το κάθε ζευγάρι περνάει ανάμεσα σε δύο σειρές αγοριών και κοριτσιών που χτυπάνε παλαμάκια. Αυτό που είδα όταν γύρισα στο γυμναστήριο ήταν διαφορετικό: Τ’ αγόρια και τα κορίτσια πλησίαζαν, αγκαλιάζονταν σαν να χόρευαν βαλς κι ύστερα χωρίζονταν ξανά και γύριζαν στις θέσεις τους στις άκρες των σειρών. Όταν χωρίζονταν, στέκονταν αντικρυστά και κουνούσαν τους γοφούς μ’ ένα τρόπο χαριτωμένο και σέξι.

Στάθηκα δίπλα στο τραπέζι με τ’ αναψυκτικά, κι όπως κοίταζα, ο Μάικ, ο Τζιμ κι ο Βινς μπήκαν στην μεριά των αγοριών. Ο Βινς δεν είχε χάρη -αν έλεγα πως χόρευε σαν λευκό αγόρι, θα πρόσβαλλα όλα τα λευκά αγόρια- , αλλά ο Τζιμ κι ο Μάικ είχαν την έμφυτη χάρη των αθλητών. Κι όλα τα κορίτσια από την απέναντι πλευρά τους κοίταζαν.
«Είχα αρχίσει να ανησυχώ για του λόγου σου!» μου φώναξε η Σέιντι για ν’ ακουστεί πάνω από τη μουσική. «Όλα εντάξει έξω;»
«Μια χαρά!» αποκρίθηκα φωνάζοντας κι εγώ. «Τι χορός είναι αυτός;»
«Μάντισον! Έχουν τρελαθεί μ’ αυτόν ένα μήνα τώρα! Θέλεις να σου μάθω;»
«Κυρία μου», της είπα και την έπιασα αγκαζέ, «εγώ θα σου μάθω».

Τα παιδιά μας είδαν να πλησιάζουμε και μας έκαναν χώρο χειροκροτώντας και φωνάζοντας «Πάνω της, κύριε Άμπερσον!» και «Δείξτε του ποια είστε, δεσποινίς Ντάνχιλ!» Η Σέιντι γέλασε και έσφιξε το λαστιχάκι στην αλογοουρά της. Χρώμα ανέβηκε στα μάγουλά της, κάνοντάς την ακόμα πιο όμορφη. Στήθηκε αντίκρυ μου μαζί με τ’ άλλα κορίτσια χτυπώντας παλαμάκια, κι ύστερα ήρθε στην αγκαλιά μου κοιτάζοντάς με στα μάτια.

*22/11/63, Στήβεν Κινγκ, εκδ.BELL

Φανταστικό! Τα καταφέραμε!*

Ανεβάσαμε τα μαντίλια μέχρι τη μύτη μας και, σε ένα λεπτό, βρεθήκαμε ανάμεσα σε καμιά εξηνταριά νέους που είχαν μαζευτεί για να κατακλύσουν τους χώρους του Φωσόν. Καμιά εικοσαριά μαντράχαλοι, οπλισμένοι μα σιδερένια ραβδιά, υπό τις διαταγές του Ταρζάν, ενός δασύτριχου γίγαντα, είχαν, κατ’ αρχάς, τρομοκρατήσει τις πωλήτριες κραδαίνοντας τα όπλα τους και φωνάζοντάς τους να μην επέμβουν, έπειτα καμιά σαρανταριά, μεταξύ των οποίων η Βιρζινί κι εγώ, μπήκαμε στο μαγαζί δύο-δύο…
– Κατεβαίνουμε στην Πορτ ντε Βερσάιγ για να τα μοιρασουμε.
Ακολούθησα αδιαμαρτύρητα.
Όρθιοι μέσα στον συρμό, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα σε όλη τη διαδρομή. Παρατηρώντας τη Βιρζινί, είχα την εντύπωση πως ήταν μια αχθοφόρος του FLN, έτοιμη να παίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή της για να παραδώσει όπλα ενώ, στην πραγματικότητα, πηγαίναμε να προσφέρουμε στους κατοίκους φτωχογειτονιών χαβιάρι και φουά γκρα που θα βιαζόταν να μεταπωλήσουν για να αγοράσουν κονσέρβες τόνου και ισχνά κοτόπουλα. Ένα τρελό γέλιο, που το συγκρατούσα, φούντωνε μέσα μου, καθώς αναρωτιόμουν τι θα έλεγε ο Μπλαν αν μάθαινε τη συμμετοχή μου σε μια τέτοια αποστολή. Αν ήξερε, θα είχε ενημερώσει τις υπηρεσίες του Παρισιού που θα έπιαναν τη συμμορία μας επ’ αυτοφώρω. Θα έπαιρνα το ρίσκο να τον ειδοποιήσω αν επρόκειτο για ένοπλη ληστεία τράπεζας. Αλλά εν προκειμένω, παραήταν κωμικό. Για κάποια λεπτά, ήμουν πρωταγωνιστής σε περιπέτεια τύπου Ρομπέν των Δασών. Κανείς δεν θα θρηνούσε για την τύχη του Φωσόν. Οι ασφαλιστές του σίγουρα θα στραβομουτσούνιαζαν, όπως και το αφεντικό μου…

Στον σταθμό Κονβαβσιόν, είχα την τάση να αφήσω την Ιζαμπέλ. Κρατήθηκα για να μην καώ και στους μαοϊκούς. Κατεβήκαμε και, με βήμα ταχύ, βγήκαμε στον δρόμο. Κοντά στην είσοδο του μετρό μας περίμενε ο Σκαραβαίος του Ζερεμί. Η Βιρζινί χτύπησε με το χέρι της τη λαμαρίνα, ο Ζερεμί με αμπέχονο από στολή αγγαρείας, κατέβηκε και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Η Βιρζινί κι εγώ αφήσαμε την τσάντα ανάμεσα σε δύο άλλες που είχαν ήδη παραδοθεί. Ο Σκαραβαίος ξεκίνησε σαν σίφουνας. Χρειάστηκαν έξι εφτά σαράβαλα για την παραλαβή όλων των δεμάτων. Με τα πενιχρά τους μέσα, τα μέλη της ΠΑ [Gauche prolétarienne (GP)] δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα. Επιπλέον δε, αυτή η πράξη θα τους χάριζε λαϊκή συμπάθεια εφόσον είχε γίνει χωρίς βία και απέναντι σε μια επιχείρηση της οποίας τα προϊόντα απευθύνονταν αποκλειστικά στη μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού.
Μόλις ο Σκαραβαίος εξαφανίστηκε ανεμπόδιστος, η Βιρζινί πήδηξε στην αγκαλιά μου γελώντας: «Τα καταφέραμε! Φανταστικό! Τα καταφέραμε…!»

Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι
Ελεύθεροι σκοπευτές του ταξικού πολέμου
Το στρατόπεδο του λαού είναι το δικό μας
Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι

άρχισε να σιγοτραγουδάει. Το ρεφραίν του μαοϊκού σουξέ της Νομινίκ Γκράνζ.

Εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε ότι οι αλλαντοπώλες είχαν πιάσει δύο συντρόφους μας: μια κοπέλα, καλής οικογένειας που δεν άκουσε τη διαταγή να σκορπίσουμε -ίσως εκείνη που καθυστερούσε για να διαλέξει-, και έναν άλλον που γλίστρησε στο μετρό, έσπασε τα μούτρα του και τον πρόφτασαν οι μαντράχαλοι με τις λευκές ποδιές που τον κατακρεούργησαν. Επ’ αυτοφώρω για κλοπή εμπορευμάτων αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων, αυτό επρόκειτο να δοκιμάσουν…

*Παρίσι μπλουζ, Maurice Attia, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Με τα πιο απλά πράγματα*

Έξω, ο καιρός ήταν υπέροχος. Είχα ξεχάσει πως υπάρχει ο ήλιος. Πλημμύριζε με φως τη λεωφόρο Ετιέν-ντ’ Ορβ. Αφέθηκα στη γλυκιά θαλπωρή του. Με τα χέρια στις τσέπες πήγα μέχρι την πλατεία Ουίλ. Στο Παλιό Λιμάνι.

Μια έντονη μυρωδιά αναδινόταν απ’ τη θάλασσα. Ένα μείγμα από μηχανέλαιο, γράσα, βρομόνερα. Δεν μύριζε διόλου όμορφα. Άλλη μέρα, θα έλεγα πως έζεχνε. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ετούτη η οσμή μου έκανε ανείπωτο καλό. Ήταν το άρωμα της ευτυχίας. Αληθινό κι ανθρώπινο. Θαρρείς και η Μασσαλία μ’ άδραχνε απ’ τα μούτρα. Ο θόρυβος της μηχανής της βάρκας μου ανέτειλε στη μνήμη μου· «τουφ-τουφ». Με φαντάστηκα στο πέλαγο, να ψαρεύω. Η ζωή κέρδιζε πάλι το μερτικό της εντός μου. Με τα πιο απλά πράγματα.

Το φέρι-μποτ έφτασε. Πρόσφερα στον εαυτό μου ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής για το πιο σύντομο και όμορφο ταξίδι. Τον διάπλου της Μασσαλίας. Στην αποβάθρα του Πορ-Και της Ριβ-Νεβ. Λίγος κόσμος, εκείνη την ώρα. Κάμποσοι ηλικιωμένοι. Μια μητέρα που τάιζε το μωρό της με μπιμπερόν. Ξαφνιάστηκα που μ’ έπιασα να σιγοτραγουδάω το Chella lla. Ένα παλιό ναπολιτάνικο τραγούδι του Ρενάτο Καροζόνε. Ξανάβρισκα τα σημάδια μου. Με τις αναμνήσεις που πάνε μαζί. Ο πατέρας μου μ’ έβαζε να καθήσω πλάι στο παράθυρο του φέρι-μποτ και μου έλεγε: «Κοίτα, Φαμπιό. Κοίτα. Είναι η είσοδος του λιμανιού. Βλέπεις; Το φρούριο Σαιν-Νικολάς. Το φρούριο Σαιν-Ζαν. Και πέρα, ο Φάρος. Βλέπεις, μετά είναι η θάλασσα. Το ανοιχτό πέλαγο». Ένιωθα τα γερά του χέρια που με κρατούσαν από τις μασχάλες. Ήμουν πόσο; Έξι-επτά χρόνων, όχι περισσότερο. Εκείνη τη νύχτα, είχα ονειρευτεί να γίνω ναυτικός.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αυτό που παίζεται εδώ είναι η ζωή ως την τελευταία της ανάσα*

Σηκώθηκα και μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, που απέφυγα ν’ ανάψω, πήγα στην ταράτσα. Η βαθυκύανη, σχεδόν μαύρη, θάλασσα είχε αρχίσει να σαλεύει με το μαϊστράλι που είχε σηκωθεί. Κακό σημάδι αυτό. Ο μαΐστρος το καλοκαίρι είναι συνώνυμο της φωτιάς. Κάθε χρόνο εκατοντάδες εκτάρια με δέντρα και θάμνους γινόντουσαν στάχτη. Οι πυροσβέστες πρέπει να ήταν κιόλας σε επιφυλακή.

Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ, είπα μέσα μου. Αυτό ήταν. Το κλικ. Αυτό έγραφε η ταχυδρομική σφραγίδα στο γράμμα της Μπαμπέτ. Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ. Στα βουνά Σεβέν. Μα τι έφτιαχνε εκεί πάνω; Σε ποιανού το σπίτι ήταν; Ετοίμασα καφέ στη μικρή ιταλική μου καφετιέρα του ενός φλιτζανιού. Για δεύτερο φλιτζάνι, νέα προετοιμασία. Έτσι μου άρεσε ο καφές. Ποτέ ξαναζεσταμένος. Άναψα επιτέλους το τσιγάρο μου και το ρούφηξα αργά-αργά. Κανένα πρόβλημα με την πρώτη ρουφηξιά. Κερδισμένο ήταν το παιχνίδι και για τις επόμενες.

Έβαλα να παίζει ένα δίσκο του Νοτιοαφρικανού πιανίστα Abdullah Ibrahim. Κυρίως για ένα κομμάτι. Το Zikr. Δεν πίστευα μήτε στο Θεό μήτε στο Διάβολο. Αλλά η μουσική αυτή και το τραγούδι, κυρίως με το ντούο με τον Johnny Dyani, τον κοντραμπασίστα που τον συνόδευε, περιείχε τέτοια εσωτερική ηρεμία που σε καλούσε να πεις τι ωραία που είναι η γη και τι θαυμάσια. Το κομμάτι αυτό το άκουγα με τις ώρες. Την αυγή. Ή όταν έδυε ο ήλιος. Με γέμιζε ανθρωπιά.

Η μουσική έγινε πιο δυνατή. Μπροστά στο πορτοπαράθυρο, με το φλιτζάνι στο χέρι, έβλεπα τη θάλασσα να φουσκώνει όλο και πιο πολύ. Δεν καταλάβαινα καθόλου τα λόγια του Abdullah Ibrahim, όμως αυτό το Remembrance of Allah το μετέφραζα μέσα μου με τον πιο απλό τρόπο. Αυτό που διακυβεύεται εδώ, σ’ αυτή τη γη, είναι η ίδια μου η ζωή. Μια ζωή με τη γεύση της ζεστής πέτρας και των στεναγμών της θάλασσας, ενώ τα τζιτζίκια θα αρχίσουν σε λίγο το δικό τους τραγούδι. Αυτή τη ζωή θα την αγαπώ ως την τελευταία μου πνοή. Inch Allah.

*Η Τριλογία Της Μασσαλίας – Solea, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα.*

Αισθανόμουν όμορφα στο μπαρ του Χασάν. Μια παρέα ήταν οι τακτικοί θαμώνες του και δεν τους χώριζε τίποτα, ούτε τα χρόνια, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική τους τάξη ή το χρώμα του πετσιού τους. Φίλοι ήμασταν όλοι εκεί. Αυτός που πήγαινε εκεί για το παστίς του, σίγουρα δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, ποτέ του δεν θα το ‘κανε αυτό, μήτε μια φορά στη ζωή του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους γνωστούς μου. Όλοι οι πελάτες αυτού του μπαρ, που ήταν Μαρσεγέζοι απλοί και σωστοί, ήξεραν πολύ καλά γιατί ζούσαν στη Μασσαλία κι όχι αλλού. Τη φιλία που ανάσαινες εκεί συνάμα με τη μυρωδιά του γλυκάνισου την ένιωθες στη ματιά που αντάλλασσες με τους άλλους. Θύμιζε το μισεμό των πεταράδων μας. Σε καθησύχαζαν όλα τούτα. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε αφού ήδη είχαμε χάσει τα πάντα.

Όταν μπήκα έπαιζαν ένα τραγούδι του Φερέ:

Βλέπω να μας έρχονται
τρένα γεμάτα μπράουνινγκ, μπερέτες με μαύρα λουλούδια
και ανθοπώλες να ετοιμάζουν λουτρά αίματος
για χρωμοτηλεοπτικά δελτία…

Ζήτησα να μου σερβίρουν ένα παστίς στη μπάρα. Το ανανέωσε μετά ο Χασάν, όπως πάντα. Στη συνέχεια, δεν τα ξαναμέτρησα τα παστίς. Σε μια στιγμή, όταν είχα φτάσει κάπου στα τέσσερα, ο Χασάν σκύβει και μου λέει:
– Μα για πες μου, κομμάτι αδέξια μου φαίνεται η εργατική τάξη. Εσύ τι λες, έτσι δεν είναι;
Η αλήθεια είναι πως δεν με ρώταγε, απλώς το διαπίστωνε. Το βεβαίωνε. Ο Χασάν δεν ήταν φλύαρος. Του άρεσε όμως κάθε τόσο να πετάει σ’ έναν πελάτη μια φρασούλα με νόημα. Έτσι σαν γνωμικό για να το σκέφτεσαι.
-Μα τι να σου πω τώρα, του απάντησα.
-Τίποτε. Δεν υπάρχει τίποτε να πεις. Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα. Άντε, τελείωνε το ποτό σου.

*H Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

αυτή η νύχτα μου άνοιξε τα μάτια*

Δεν ξέρω αν σας είναι οικεία η αίσθηση να βρίσκεσαι σ’ ένα αυτοκίνητο -και δεν χρειάζεται να είναι κανένα πολύ άνετο αυτοκίνητο, ή κάτι τέτοιο- να είσαι μισοκοιμισμένος και να μην ανυπομονείς ιδιαίτερα να φτάσεις κάπου, αλλά κατά παράδοξο τρόπο να νιώθεις βολεμένος και ευχαριστημένος· να αισθάνεσαι οτι θα μπορούσες να κάθεσαι στη θέση του συνοδηγού επ’ άπειρον. Νομίζω πως είναι μια κατάσταση όπου ζεις στο παρόν. Εκείνο τον καιρό δεν τα κατάφερνα και πολύ να ζω στο παρόν -μόνο στ’ αυτοκίνητα και στα τρένα το πετύχαινα.

Καθόμουν λοιπόν με τα μάτια μισόκλειστα κι άκουγα τον Τσέστερ να τυραννάει τις ταχύτητες και να πατάει άγρια το γκάζι. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εκείνη τη μέρα ήμουν ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Πίστευα ότι είχα πάρει μερικές καλές αποφάσεις.Κατ’ αρχάς, μικρές αποφάσεις, όπως το να σηκωθώ νωρίς, να κάνω μπάνιο, να φάω κανονικό πρωινό, να βάλω πλυντήριο και μετά να πάω ως του Σάμσον, για να ακούσω τον πιανίστα που παίζει εκεί τα μεσημέρια. Κι έπειτα, μεγαλύτερες αποφάσεις, καθισμένος μόνος σ’ ένα τραπέζι, πίνοντας μια πορτοκαλάδα και αφήνοντας το Stella By Starlight να με πλημμυρίσει. Αποφάσισα να μην τηλεφωνήσω τελικά στη Μαντλίν, να την αφήσω μια φορά να με αναζητήσει εκείνη. Της είχα στείλει την κασέτα, διευκρινίζοντας έτσι ολοκάθαρα τις προθέσεις μου, ήταν επομένως η σειρά της να δείξει τώρα κάποια ανταπόκριση, γαμώτο. Μου είχε μείνει μόνο μια μονάδα στην τηλεκάρτα μου, και τη χρησιμοποίησα για να τηλεφωνήσω στον Τσέστερ. Διότι είχα επίσης αποφασίσει να δεχτώ την προσφορά του.

*Οι Νάνοι Του Θανάτου, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δάφνη!*

…Έτσι λοιπόν πήγαν τα πράγματα, την είδε στο βάθος ενός λιβαδιού, μπροστά στο αγροτόσπιτο, του είχε γυρισμένη την πλάτη, απόθεσε το αστρονομικό μονοκιάλι που κρεμόταν από τον ώμο του, γιατί είχε φτάσει στο βουνό χωρίς όπλο, και σκέφτηκε πως επρόκειτο για θαύμα. Φορούσε ένα δερμάτινο παντελόνι που της έφτανε στη μέση της γάμπας, άρβυλα, και είχε ένα αυτόματο όπλο στον ώμο του οποίου η κάνη μπλεκόταν με τα ριγμένα στους ώμους μαύρα μαλλιά της. Άρχισε να τρέμει. Από την έκπληξη, τη συγκίνηση, κάτι που δεν μπορώ να σου περιγράψω, σαν μια φλόγα που είχε εκραγεί στο στήθος του, με τους κροτάφους του να χτυπούν. Φώναξε, Δάφνη! Εκείνη δεν γύρισε το κεφάλι της. Μιλούσε με κάποιον, έναν στρατιώτη με τη στολή, του φάνηκε του οίκου της Σαβοΐας. Ξαναφώναξε, Δάφνη!, και άρχισε να τρέχει. Εκείνη, ακούγοντας τα βήματα, γύρισε, ήδη με το χέρι στο κοντάκι του όπλου της, σε επιφυλακή. Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια, αλλά ήταν μάτια βαθυγάλαζα, με μια έκφραση λίγο αστεία, ίσως λόγω ενός ελαφρού στραβισμού. Το όνομά μου είναι Μαίριλυν, είπε, τι θέλεις; Δεν μπορούσε να είναι πάνω από είκοσι χρονών, και μιλούσε με τη φωνή του ανθρώπου που έχει συνηθίσει να διοικεί. Είμαι καινούργιος, τραύλισε εκείνος, έρχομαι από την Ελλάδα. Κρατάω τις επαφές με τους συμμάχους, είπε εκείνη, είμαι Αμερικανίδα, μπορείς να με αποκαλείς λοχαγό, λοχαγό Μαίρη. Θα σου πήγαινε καλύτερα Ροζαμούντα, είπε εκείνος. Μην παριστάνεις τον έξυπνο, είπε εκείνη, ποια είναι η Ροζαμούντα; Είναι ένα έργο του Σούμπερτ, απάντησε εκείνος.

*Ο Τριστάνο Πεθαίνει. Μια Ζωή, Antonio Tabucchi, μετ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Είχε ανάγκη το «αλλού», όπως εγώ τη θάλασσα*

Είχα επιστρέψει σπίτι μου αργά, είχα πιει πολύ, είχα καπνίσει υπερβολικά κι είχα κακοκοιμηθεί. Η μέρα δεν μπορούσε παρά να είναι σκατένια.
Ο καιρός, ωστόσο, ήταν θαυμάσιος, όπως πουθενά αλλού δεν είναι έτσι τον Σεπτέμβρη. Πέρα απ’ το όρος Λουμπερόν και τις Αλπίγ είχε κιόλας φθινοπωριάσει. Στη Μασσαλία, μέχρι τα τέλη Οκτώβρη καμιά φορά, το φθινόπωρο κρατάει μια γεύση καλοκαιριού. Αρκούσε ένα αεράκι για να ξαναζωντανέψουν οι μυρωδιές του θυμαριού, της μέντας και του βασιλικού.
Εκείνο το πρωί, έτσι ακριβώς μύριζε. Μέντα και βασιλικός. Οι μυρωδιές της Λολ. Η μυρωδιά της στον έρωτα. Ξαφνικά ένιωσα γέρος και κουρασμένος. Θλιμμένος. Έτσι γίνομαι όπως πάντα όταν παραπίνω, καπνίζω σαν φουγάρο και κοιμάμαι άσχημα. Δεν είχα κουράγιο να βγάλω τη βάρκα. Κακό σημάδι. Δεν μου’χει ξανασυμβεί εδώ και καιρό. Ακόμη και μετά που έφυγε η Λολ, είχα εξακολουθήσει τις βαρκάδες μου.
Μου ήταν απαραίτητο κάθε μέρα, να παίρνω τις αποστάσεις μου απ’ τους ανθρώπους. Να καταφεύγω στη σιωπή. Το ψάρεμα, ήταν το πρόσχημα. Ένας φόρος τιμής που όφειλα σε τούτη την απεραντοσύνη. Πέρα, στ’ ανοιχτά, ξαναμάθαινες την ταπεινότητα. Κι επέστρεφα πάλι στη στεριά, γεμάτος καλοσύνη για τον κόσμο.
Η Λολ το ήξερε αυτό, κι άλλα πολλά που δεν της είχα πει ποτέ μου. Με περίμενε να φάμε στην ταράτσα. Κατόπιν βάζαμε μουσική και κάναμε έρωτα. Με την ίδια απόλαυση όπως και την πρώτη φορά. Με το ίδιο πάθος. Τα κορμιά μας έμοιαζαν ταμένα σ’ αυτό το γιορτάσι από γεννησιμιού τους. Την τελευταία φορά, είχαμε αρχίσει τα χάδια με το Yo no puedo vivir sin ti. Ένα δίσκο τσιγγάνων του Περπινιάν. Κάτι ξαδέλφια της Λολ. Μετά, μου ανακοίνωσε την πρόθεσή της να φύγει. Είχε ανάγκη το «αλλού», όπως εγώ τη θάλασσα.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Κυριακή 11 Οκτωβρίου*

O πατέρας της Πανδώρας έμεινε για ένα ποτό, ύστερα για ένα απεριτίφ, μετά για ένα ακόμα, μετά ήπιε κι ένα για το δρόμο. Στη συνέχεια ήπιε άλλο ένα για ν’ αποδείξει ότι ποτέ δε μεθάει στη διάρκεια της μέρας. Τα χείλη της Πανδώρας άρχισαν να σουφρώνουν (φαίνεται ότι οι ώριμες γυναίκες το μαθαίνουν αυτό στις νέες κοπέλες). Μετά κατέσχεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του πατέρα της και τηλεφώνησε στη μητέρα της να ‘ρθει να περιμαζέψει το αυτοκίνητο. Αναγκάστηκα να υποστώ τον πατέρα μου που παρίστανε κάποιο τύπο, τον Φρακ Σινάτρα, τραγουδώντας «Ένα για το μωρό μου κι ένα για το δρόμο». Ο πατέρας της Πανδώρας υποδυόταν τον μπάρμαν κρατώντας το πλαστικό κανάτι της κρέμας.

Όταν μπήκε η μητέρα της Πανδώρας, τραγουδούσαν και οι δυο μεθυσμένοι. Σούφρωσε τα χείλη της τόσο πολύ, που σχεδόν εξαφανήστηκαν. Διέταξε την Πανδώρα και τον πατέρα της να μπουν στο αυτοκίνητο και μετά είπε ότι ήταν καιρός να συνέλθει ο πατέρας μου. Είπε ότι ξέρει ότι ο πατέρας μου νιώθει ταπεινωμένος και πικραμένος επειδή είναι άνεργος, αλλά ότι δίνει το κακό παράδειγμα σ’ έναν ευφάνταστο έφηβο. Ύστερα πήρε το αυτοκίνητο και οδηγούσε με ταχύτητα 10 μίλια την ώρα. Η Πανδώρα μου έστειλε ένα φιλάκι απ’ το πίσω παράθυρο.

Διαφωνώ απολύτως! Τίποτε απ’ αυτά που κάνει ο πατέρας μου δεν μ’ εντυπωσιάζει πια.

*Το Κρυφό Ημερολόγιο του Άντριαν Μολ ηλικίας 13 χρόνων και ¾, Σου Τάουνσεντ, εκδ. ΑΓΡΩΣΤΙΣ

«ροκ-εν-ρολ»*

Ήταν μια εποχή έντονου αναβρασμού. Ο Ντε Γκωλ, μετά την προσωρινή, μακρόχρονη, αποχή του, είχε επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο για να σώσει τη γαλλική Αλγερία από την απειλή των αλγερινών τρομοκρατών. Ο κόσμος άρχιζε να χρησιμοποιεί λέξεις με άγνωστη σημασία για μένα: αποαποικιοποίηση, κατάρρευση της αυτοκρατορίας, πόλεμος της Αλγερίας, Κούβα, Κίνημα των Αδεσμεύτων, Ψυχρός Πόλεμος. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί νεολογισμοί με άφηναν αδιάφορο. Καθώς οι φίλοι του Φρανκ κουβέντιαζαν μόνο για τέτοια, άκουγα δίχως να μιλώ, παριστάνοντας πως καταλάβαινα. Συμμετείχα μόνο όταν άκουγα τη λέξη «ροκ-εν-ρολ». Είχε μπει στη ζωή μας εκεί που δεν το περιμέναμε, λίγους μήνες νωρίτερα. Ακούγαμε αφηρημένοι ραδιόφωνο. Διάβαζα, αραγμένος στην πολυθρόνα. Ο Φρανκ μελετούσε. Μια άγνωστη μουσική ξεχύθηκε από τη συσκευή. Σηκώσαμε το κεφάλι και κοιταχτήκαμε, μην μπορώντας να πιστέψουμε στ’αφτιά μας. Πλησιάσαμε στο ραδιόφωνο και ο Φρανκ δυνάμωσε την ένταση. Ο Μπιλ Χάλεϊ θα μας άλλαζε τη ζωή.

*Η Λέσχη Των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, Ζαν-Μισέλ Γκενασιά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η Aspasia Daskalopulu. Την ευχαριστούμε!

Εκείνη*

Η Φλόρενς εξασκούταν πέντε ώρες τη μέρα και πήγαινε σε κονσέρτα με τις φιλενάδες της. Πάνω απ’ όλα προτιμούσε τα ρεσιτάλ δωματίου στο Γουίγκμορ Χολ, ειδικά τα κουαρτέτα εγχόρδων, ενώ μερικές φορές παρακολουθούσε ακόμη και πέντε μέσα σε μία εβδομάδα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού και τα βράδια. Λάτρευε τη σκοτεινή σοβαρότητα αυτού του μέρους, τους ξέθωρους ξεφλουδισμένους τοίχους στα παρασκήνια, το γυαλιστερό ξύλο και το βαθυκόκκινο χαλί της εισόδου, την πλατεία που έμοιαζε με χρυσοποίκιλτη στοά, τον διάσημο θόλο πάνω από τη σκηνή που απεικόνιζε, έτσι της είχαν πει, τη δίψα της ανθρωπότητας για την εξαίσια ιδέα της μουσικής, με το Πνεύμα της Αρμονίας να αναπαρίσταται ως μια σφαίρα αιώνιας φωτιάς. Έτρεφε σεβασμό για τους υπερήλικες τύπους, που έκαναν ώρα για να βγουν από το ταξί, οι τελευταίοι των βικτωριανών, τρεκλίζοντας ως τις θέσεις τους με το μπαστούνι τους, για να παρακολουθήσουν τη συναυλία μέσα σε μια γεμάτη εγρήγορση κριτική σιωπή, μερικές φορές με μια καρό κουβερτούλα που είχαν φέρει μαζί τους ριγμένη στα πόδια τους.  Αυτά τα απολιθώματα, με τα γεμάτα ρόζους συρρικνωμένα κρανία τους στραμμένα με ταπεινοφροσύνη προς τη σκηνή, αντιπροσώπευαν για τη Φλόρενς στιλβωμένη εμπειρία και σοφή κρίση, ή υποδήλωναν μια μουσική επιδεξιότητα που τα αρθριτικά τους δάχτυλα δεν μπορούσαν πλέον να υπηρετήσουν. Υπήρχε ακόμα και η απλή συγκίνηση της γνώσης ότι τόσο πολλοί διάσημοι μουσικοί του κόσμου είχαν δώσει εδώ παράσταση, κι ότι σπουδαίες καριέρες είχαν ξεκινήσει σ’ αυτήν εδώ τη σκηνή. Εδώ άκουσε η Φλόρενς τη δεκαεξάχρονη τσελίστα Ζακλίν ντι Πρε να κάνει το ντεμπούτο της. Οι προτιμήσεις της ίδιας της Φλόρενς δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά ήταν έντονες. Είχε εμμονή με το Έργο 18 του Μπετόβεν για αρκετό καιρό, έπειτα με τα τελευταία μεγάλα κουαρτέτα του. Ο Σούμαν, ο Μπραμς, και μετά, την τελευταία χρονιά, τα κουαρτέτα του Φρανκ Μπριτζ, του Μπάρτοκ και του Μπρίτεν. Άκουσε όλους αυτούς τους συνθέτες μέσα σε διάστημα τριών χρόνων στο Γουίγκμορ Χολ.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

 

Εκείνος*

Ο Έντουαρντ έμενε με μια χήρα θεία του στο Κάμντεν Τάουν και πήγαινε στο Μπλούμσμπερι κάθε πρωί με το ποδήλατο. Δούλευε όλη τη μέρα, τα Σαββατοκύριακα έπαιζε ποδόσφαιρο και έπινε μπίρα με τους φίλους του. Ώσπου να αρχίσει να ντρέπεται γι’ αυτό, του άρεσε να μπλέκεται που και που σε καβγάδες έξω από τις παμπ. Η μόνη σοβαρή μη σωματική δραστηριότητά του ήταν να ακούει μουσική, αυτό το είδος του ζωηρού ηλεκτρικού μπλουζ που αποδείχτηκε ο αληθινός προπομπός και η ζωτική μηχανή του αγγλικού ροκ εντ ρολ – αυτή η μουσική, κατά την ισόβια άποψή του, ήταν κατά πολύ ανώτερη από τα τρίλεπτα αδύναμα τραγουδάκια από το Λίβερπουλ που θα κατακτούσαν τον κόσμο τα επόμενα χρόνια. Συχνά έφευγε από τη βιβλιοθήκη τα βράδια και κατέβαινε την Όξφορντ Στριτ ως το Χάντρεντ Κλαμπ για να ακούσει τους Πάουερχαουζ Φορ του Τζον Μάγιαλ ή τον Αλέξις Κόρνερ ή τον Μπράιαν Νάιτ. Κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων των σπουδών του, οι νύχτες στο κλαμπ αντιπροσώπευαν το ζενίθ των πνευματικών του εμπειριών και για πολλά χρόνια κατόπιν θεωρούσε ότι αυτή ήταν η μουσική που διαμόρφωσε το γούστο του και κατά κάποιον τρόπο καθόρισε τη ζωή του.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

Τα φαινόμενα απατούν*

Το ραδιόφωνο στο ταξί έπαιζε κλασσική μουσική στα FM: ένα κομμάτι του Γιάνατσεκ, τη “Συμφωνιέτα”. Δεν ήταν το ιδανικό κομμάτι ν’ ακούς σε ένα ταξί παγιδευμένο στην κίνηση. Ο ταξιτζής το άκουγε μάλλον αδιάφορος. Μεσόκοπος, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μάτια καρφωμένα στην ατελείωτη ουρά αυτοκινήτων που προπορευόταν, σαν βετεράνος γερό – ψαράς όρθιος στην πλώρη, που ερμηνεύει δυσοίωνα σημάδια στο σημείο σύγκλισης δύο παλιρροιών. Η Αομάμε, καθισμένη αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα, άκουγε τη μουσική με τα μάτια μισόκλειστα.

  Πόσα άτομα άραγε σ’ ολόκληρο τον κόσμο καταλαβαίνουν τη “Συμφωνιέτα” του Γιάνατσεκ από τα πρώτα κιόλας μέτρα; Σίγουρα κάπου ανάμεσα στο “ελάχιστοι” και στο “κανένας”. Η Αομάμε όμως, πράγμα παράξενο, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ελάχιστους.

  Ο  Γιάνατσεκ είχε συνθέσει τη μικρή αυτή συμφωνία το 1926. Είχε γράψει το πρώτο μέρος σε ύφος φανφάρας για μια αθλητική διοργάνωση. Η Αομάμε προσπάθησε να φανταστεί την Τσεχοσλοβακία της εποχής εκείνης. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει, η χώρα είχε απελευθερωθεί από τη μακρόχρονη κυριαρχία των Αψβούργων, στα καφενεία ο κόσμος έπινε μπίρα πίλσνερ, ωραιότατα αυθεντικά πολυβόλα έβγαιναν στην παραγωγή και η κεντρική Ευρώπη απολάμβανε μια εφήμερη ειρήνη. Ο Φραντς Κάφκα – άγνωστος μεταξύ αγνώστων – είχε εγκαταλείψει τον κόσμο ετούτο πριν από δύο χρόνια. Σε λίγο θα εμφανιζόταν ο Χίτλερ από το πουθενά και θα καταβρόχθιζε αυτή την όμορφη και μικρή χώρα. Εκείνη την εποχή όμως κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη. Τελικά ίσως το σημαντικότερο δίδαγμα της Ιστορίας να είναι ακριβώς αυτό: πως “εκείνη την εποχή κανένας δε μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη”. Η Αομάμε, απορροφημένη από τη μελωδία, φανταζόταν ένα ανέμελο αεράκι να φυσάει στις πεδιάδες της Βοημίας και το μυαλό της ταξίδευε.

*1Q84 (βιβλίο Ι), Χαρούκι Μουρακάμι, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η KaloutsikiΤην ευχαριστούμε!

Τίποτα Δεν Έχει Σημασία*

Επιστρέφουν σιωπηλοί στο διαμέρισμά τους. Και αργότερα ξεσπά ένας ανόητος καβγάς: τον κατηγορεί για τον τρόπο που έτριψε την παρμεζάνα. Αίφνης, το διαμέρισμα γίνεται πολύ μικρό για δύο άτομα.
«Πάω κάτω να μαστορέψω λιγάκι», λέει.
Κι εκείνη μένει μόνη.

Ρίχνει μια ματιά στις μουσικές τους και βάζει το σάουντρακ του Τσετ Μπέικερ για το Let’s Get Lost, ένα ντοκιμαντέρ του Μπρους Γουέμπερ, που είναι από τους αγαπημένους της φωτογράφους. Η μελωδία είναι το «You’re My Thrill». Συνοφρυώνεται προσπαθώντας να συγκεντρωθεί και να καταλάβει τους στίχους, έπειτα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Ανοίγει το κινητό της – κανένα μήνυμα. Κι αν του στείλε εκείνη ένα μήνυμα; Να λέει, όμως, τι; Χτυπάει τα πλήκτρα του κινητού κι έπειτα σβήνει κάθετι που γράφει: «Αυτό το τραγούδι» (διαγραφή) «βλάκα» (διαγραφή) «εύχομαι» (διαγραφή) «γιατί είναι πάντα τόσο χαζό;» (διαγραφή) «τόσο ανόητο». Το σβήνει κι αυτό και γράφει: «Μου λείπεις, μπορώ να έρθω για επίσκεψη;» Το στέλνει. Στο στερεοφωνικό, ο Τσετ Μπέικερ τραγουδάει: «Nothing seems to matter… Here’s my heart on a silver platter… Where’s my will?»

Κάτω στο εργαστήρι, ο Μένζις προσπαθεί, τεντώνοντας και πετώντας στον τοίχο ένα ελαστικό ιμάντα, να πετύχει ένα σημάδι. Το πετυχαίνει μια φορά, έπειτα επιχειρεί άλλα τρία διαδοχικά χτυπήματα. Το παιχνίδι τον κουράζει, κι έτσι ξεκινά να σχεδιάζει φανταστικές εφευρέσεις που ποτέ δεν θα δημιουργήσει.
Του χτυπάει την πόρτα. «Γεια», λέει αμήχανα. «Ενοχλώ;»

*Τίτλοι Τέλους, Τομ Ράχμαν, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Μέρα παρά μέρα*

Τα εννέα ποτηράκια του καφέ ήταν ακόμα στοιχισμένα πάνω στο τραπέζι του. Ένα λαμπρό φως έμπαινε απ’ τις γρίλιες, κόβοντας σε λωρίδες το γραφείο. Έβαλε την καφετιέρα στην πρίζα, αφού πρώτα έλεγξε αν είχε νερό, και άλλαξε τον καφέ. Ύστερα πήγε στο αρχηγείο του ραδιοφωνικού σταθμού, λίγα βήματα παρακεί. Ο Φριτς ήταν στα χειριστήρια και πλάι του ο Κανάλες ο Ψηλός κοιμόταν σ’ ένα μικροσκοπικό ράντζο, με τα πόδια του να κρέμονται τριάντα εκατοστά.
«Και συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας για το ξεκίνημα της ημέρας. Για σας, το Φεγγαρόφωτο. Μουσική για να σας νανουρίσει πρωί πρωί, εδώ στο Ράδιο Σάντα Άννα».
Ο Φριτς του έδειξε τον κοιμισμένα Κανάλες.
«Κοιτάξτε να δείτε, ο κερατάς, μου έχει προγραμματίσει μουσική για μεσημεριάτικο ύπνο. Αν δεν ξυπνήσει σε δύο λεπτά, θα του βάλω τα χορωδιακά του ρώσικου στρατού και μετά την Ηρωική του Μπετόβεν. Και οι άλλοι οι κερατάδες συνεχίζουν να μας βάζουν παράσιτα απ’ το λόφο».

«Πήρε κανείς;»
«Γι’ αυτό με τη σκοτωμένη; Μια κυρία που έχει ένα τακατζίδικο στη Λέρδο, η δόνια Λουίσα, μισό τετράγωνο απ’ την εκκλησία. Δεν ήθελε να μου πει τίποτα, παρ’ όλο που εγώ της τράβηξα ολόκληρο κατεβατό για το δικαίωμα στην πληροφορία. Να περάσετε να τη δείτε, λέει. Και τηλεφώνησαν κι άλλοι δύο απειλώντας με θάνατο τον Μπένχαμιν, είπαν ότι τώρα πια την πούτσισε για τα καλά».
«Συνηθίζεται αυτό;»
«Μέρα παρά μέρα».

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Φτάνεις στο κενό από σιχασιά και κούραση*

Πράσινο. Πορτοκαλί. Κόκκινο. Το βουλεβάρτο Μισελέ παρέλασε χωρίς καμία στάση. Κατόπιν, τρέχοντας σαν βολίδα, η διασταύρωση της Μαζάργκ. Μετά το Ρεντόν, το Λυμινύ. Η D559. Κατεύθυνση Κασίς. Απ’ τον αυχένα της Ζινέστ. Κλασσική πορεία για τους ποδηλάτες της Μασσαλίας. Μια διαδρομή που γνώριζα απέξω. Από κει ξεκινούσαν πολλά μονοπάτια για τους ορμίσκους.

Ένας δρόμος ελικοειδής. Η D559. Στενός. Επικίνδυνος.

Long distance boogie, άρχιζαν οι ZZ TOP. Μεγάλε Μπίλυ Γκίμπονς! Μπήκα στην ανηφόρα με 110, η Σαφράν από πίσω μου. Το Σάαμπ μού φαινόταν λιγάκι μαλθακή, όμως ανταποκρινόταν καλά. Η Ζελού δεν θα την είχε οδηγήσει ποτέ της τόσο ζόρικα.

Μετά την πρώτη μεγάλη στροφή, η Σαφράν άλλαξε λωρίδα. Προσπαθούσαν να φτάσουν πλάι μου, κιόλας. Βιάζονταν. Είδα τη μάσκα του αυτοκινήτου να βρίσκεται στο ύψος του πίσω τζαμιού μου. Το χέρι του Ναρνί πρόβαλε. Κρατούσε ένα σιδερικό. Έβαλα τετάρτη. Δεν ήμουν μακριά από τα 100 και πήρα τη δεύτερη στροφή με πολύ μεγάλη δυσκολία. Το ίδιο κι αυτοί.

Ξανακέρδισα έδαφος.
Τώρα που ήμασταν εκεί, αμφέβαλλα για τις πιθανότητές μου. Ο Μπαλντούτσι φαινόταν άσος στο τιμόνι. Δεν έχεις και πολλές ελπίδες να γευτείς την πουτάργκ της Ονορίν, σκέφτηκα. Διάολε! Πεινούσα. Τι μαλάκας! Έπρεπε να ΄χες φάει πριν. Προτού αρχίσουν τα ντράβαλα. Αλλά έτσι ήσουν εσύ. Ορμούσες, πριν καν προλάβεις ν’ ανασάνεις. Ο Ναρνί θα σε περίμενε. Ή θα ΄χε έρθει να σε βρει.

Σίγουρα θα ‘χε έρθει.
Μια καλή μακαρονάδα αλά ματριτσιάνα δεν θα σου ‘πεφτε άσχημα. Κάνα κόκκινο κρασάκι. Ένα κόκκινο Tempier. Από το Μπαντόλ. Μπορεί να ‘χε από δαύτο στον άλλο κόσμο. Μα τι μαλακίες τσαμπουνάς; Μετά, δεν υπάρχει τίποτα.
Ναι, μετά δεν υπάρχει τίποτα. Σκοτάδι. Αυτό είναι όλο. Κι ούτε που το ξέρεις καν ότι είναι σκοτάδι. Αφού έχεις πεθάνει.

*Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ.

Kι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες*

Χωρίς να τον πολυνοιάζουν οι επιφυλάξεις του Γιόζεφ, ο Ματέ επέμενε. Είχε ξανασκεφτεί τη διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία της Δίκης. Υποστήριζε πως ήταν ένα αξιόλογο μανιφέστο για το παράλογο, ενώ ο Γιόζεφ αντιθέτως θεωρούσε πως η απουσία του ορθού λόγου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
– Όταν ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, παραμένει ελεύθερος. Στην ανάκρισή του, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει κατηγορητήριο εναντίον του, αντιθέτως, ασκεί αυτός κριτική στο σύστημα. Το διαμέρισμα του δικαστικού κλητήρα χρησιμεύει για δικαστήριο, ενώ όσο διαρκεί η δίκη του, η γυναίκα του κλητήρα έχει σεξουαλικές σχέσεις μ’ έναν φοιτητή. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα, οι καταστάσεις αυτές στερούν απ’ το κείμενο τη δύναμη της καθημερινότητας. Δηλαδή, η πραγματικότητα πρέπει να είναι παράλογη και ακατανόητη;
– Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες, αντέταξε ο Ματέ.
– Είναι λάθος να διαβάζει κανείς μεταφορικά τον Κάφκα. Βρίσκεται στο κενό, κλεισμένος σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό. Σ’ αυτές τις χώρες άνθρωποι έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους.
– Τρίχες! Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πιο διασκεδαστικό ένα βράδυ ρεβεγιόν! είπε η Νελλύ.
Ο Γιόζεφ σηκώθηκε. Μη μπορώντας να πάει πίσω την καρέκλα του, σκαρφάλωσε στο τραπέζι, άρπαξε τη Νελλύ απ’ το χέρι, την σήκωσε βάζοντας όλη του τη δύναμη. Χωρίς να δίνει σημασία στα επιφωνήματα και στις διαμαρτυρίες προχώρησε, προσπαθώντας να μην πατήσει μέσα στα πιάτα, σέροντας τη Νελλύ πίσω του, εκείνη αναποδογύρισε μερικά ποτήρια, λέγοντας «Συγνώμη, συγνώμη». Ο Γιόζεφ ζήτησε από έναν ηθοποιό να ανοίξει το παράθυρο. Μια πνοή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο εστιατόριο. Ανέβηκε στο περβάζι, βοήθησε τη Νελλύ να ανέβει κι εκείνη, είχαν χάσει την ισορροπία τους, έκαναν κύκλους με τα χέρια τους στον αέρα. Πήδηξαν στην έρημη βεράντα. Σαν ορχήστρα που υπακούει στον μαέστρο ο οποίος διευθύνει με τα δάχτυλα τεντωμένα, οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να παίζουν, καθώς η ησυχία είχε επανέλθει στην αίθουσα. Ο Γιόζεφ οδήγησε τη Νελλύ στο «Quand on s’promène au bord de l’eau». Η θάλασσα ήταν μαύρη, δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε φεγγάρι. Είχαν όλη την πίστα δική τους, η Νελλύ στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα, τσιτωνόταν, μπέρδευε τα βήματά της, είχε την τάση να κολλάει πάνω του.
– Κλείσε τα μάτια, της ψιθύρισε.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Έτσι κι αλλιώς, οι νύχτες είναι ατέλειωτες, άρα…*

Ο Μπλου δεν βρήκε τι να απαντήσει. Την πήρε στην αγκαλιά του. Ένα κορμί δυνατό. Γεροδεμένο. Επαγγελματίας χορεύτρια ή αθλήτρια. Φορούσε λεπτό φόρεμα από μαύρη δαντέλα. Μαύρα παπούτσια, με τρία λεπτά δερμάτινα λουράκια γύρω απ’ τον αστράγαλο. Ένα άρωμα πικρό, διακριτικό, μάλλον ανδρικό. Έντονα βαμμένα χείλη. Ήταν άραγε ηθελημένο; Όπως και να’ χε, ο Μπλου πολύ θα ‘θελε να τα δαγκώσει. Χόρεψαν μια άνοστη μουσική, παιγμένη από έναν άνοστο ακορντεονίστα. Γέλασαν. Ακολούθησε ένα καλύτερο κομμάτι, άγνωστο και στους δύο, και ύστερα το «Tango Fever» του Πιατσόλα, που προτιμάς να το ακούς παρά να το χορεύεις. Ο Μπλου βρήκε ευκαιρία να επιστρέψει στο τραπέζι του. Το κορμί της γυναίκας σφιγγόταν πάνω στο δικό του. Αναζητούσε και εκείνος αυτή την επαφή. Η Άννα Μπρακ θα πρέπει να αισθάνθηκε το ορθωμένο πέος του.

* Η σιωπή των νεκρών, Jean-Paul Noziere, Μτφρ. Δημήτρης Σιδηρόπουλος, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η Mahi Theo. Την ευχαριστούμε!

«Τραβάμε κουπί, δεν είμαστε βλάκες.»*

Δεν είχαμε κανένα λόγο να μείνουμε περισσότερο στην πλατεία της Όπερας. Η αστυνομία είχε κυκλώσει τη γειτονιά. Σε λίγο θα γέμιζε από κάθε λογής μπάτσους. Κόσμος πολύς που δεν μου έκανε κέφι να δω. Είχα πάρει τη Μαρί Λου από το μπράτσο και την είχα πάει στην άλλη μεριά της λεωφόρου Ζαν Μπαλλάρ, στην Πλατεία Τιαρς. Στου Μάριο. Μ’ ένα πιάτο μοτσαρέλλα και ντομάτες, κάπαρη, αντζούγιες και μαύρες ελιές. Ένα πιάτο σπαγγέτι με θαλασσινά. Ένα τιραμισού. Και για κρασί ένα Μπαντόλ, κτήμα Pinarnon.

Μιλήσαμε για όλα και για τίποτε. Κυρίως εκείνη, λιγότερο εγώ. Νωχελικά. Ξεχώριζε την κάθε λέξη σαν να καθάριζε ένα ροδάκινο. Την άκουγα, με τα μάτια όμως μόνο. Με παράσερναν το χαμόγελό της, το σχήμα των χειλιών της, τα λακουβάκια στα μάγουλά της, η σπάνια κινητικότητα του προσώπου της. Την κοίταζα κι ένιωθα το γόνατό της κόντρα στο δικό μου: πως να σκέφτομαι κιόλας;

-Ποια συναυλία; τη ρώτησα σε μια στιγμή.
-Μα που ζεις; Η συναυλία. Στη Φρισ. Με το συγκρότημα Massilia.

Η Φρις είναι το παλιό καπνεργοστάσιο. Χώροι κάπου εκατόν είκοσι χιλιάδων τετραγωνικών πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Σαιν-Σαρλ. Θυμίζει το μέρος αυτό τις καταλήψεις κτιρίων από καλλιτέχνες στο Βερολίνο, και το PSI στο Κουίνς, στη Νέα Υόρκη. Είχαν εγκατασταθεί εκεί διάφορα ατελιέ, αίθουσες για δοκιμές θεάτρου και μουσικής, ένα περιοδικό, το Taktik, το Ραντιό-Γκρενούιγ, ένα εστιατόριο, μια αίθουσα συναυλιών.

-Πέντε χιλιάδες μαζωχτήκαμε. Θαύ-μα! Οι μάγκες ξέρουν να σ’ ανάβουν φωτιές.
-Καταλαβαίνεις τα προβηγκιανά εσύ;

Τα μισά τραγούδια των Massilia ήταν στην τοπική διάλεκτο. Σε προβηγκιανά των ναυτικών. Τα γαλλικά της Μασσαλίας, όπως λένε στο Παρίσι. Parlam de realitat dei canvas dau quotidian, να τι τραγουδούσαν οι Massilia.

-Δεν σε νοιάζει να καταλαβαίνεις ή να μην καταλαβαίνεις. «Τραβάμε κουπί, δεν είμαστε βλάκες.» Να τι πρέπει να καταλάβεις.

Με κοίταξε σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Ίσως ναι, να ήμουν βλάκας. Όλο και πιο ξεκομμένος από την πραγματικότητα. Διέσχιζα τη Μασσαλία αλλά τίποτε δεν έβλεπα πια γύρω μου. Το μόνο που γνώριζα ακόμα σχετικά μ’ αυτήν, ήταν η υπόκωφη βία της και ο επιδερμικός ρατσισμός της. Ξεχνούσα ότι η ζωή δεν ήταν μόνον αυτά. Ότι, παρά τα όσα συνέβαιναν εκεί, άρεσε στους ανθρώπους αυτής της πόλης να ζουν και να γλεντάνε. Ότι με την κάθε ημέρα που ξημέρωνε, η ευτυχία φάνταζε σαν ιδέα καινούρια, έστω κι αν αργά τη νύχτα η κατάληξη ήταν ένας βίαιος έλεγχος ταυτοτήτων.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;*

«Έμαθα ότι εσύ με σύστησες γι΄αυτή την απαίσια δουλειά, είσαι γαμημένος προδότης».
«Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;»
«Με γοητεύει. Πέρα απ’ το ότι με πυροβόλησαν κιόλας δύο φορές, και τη μία κατουρήθηκα πάνω μου, με γοητεύει».
«Άρα λοιπόν, δεν έκανα λάθος», είπε ο άλλος συγγραφέας.
Ο Χ.Δ. χαιρέτησε φέροντας δύο δάχτυλα στο γείσο του κασκέτου του κι έκανε στην άκρη. έστρεψε το βλέμμα του στις ταράτσες των κτιρίων, ψάχνοντας ανύπαρκτους ελεύθερους σκοπευτές. Αυτός βρισκόταν εκεί στο ρόλο του αρχηγού της αστυνομίας, όχι του αφηγητή. Έβλεπε άλλα πράγματα. Την παρατήρηση μπορούσε να την αφήσει γι’ άλλη φορά. Δεν ήταν ώρα τώρα να κοιτάξει τις γυναίκες με τις κόκκινες και τις πράσινες ποδιές, που οπλισμένες με πλακάτ και ματσάκια λουλούδια σήκωναν τη γροθιά τους ως τα μισά, θαρρείς και τους απέμενε κάποιο υπόλειμμα συστολής. Μπορούσε να προσπεράσει το τεταμένο πρόσωπο με τις πεταμένες φλέβες του Μπενχαμίν Κορρέα, που ταξίδευε στον αέρα, κρατημένος τρία εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος από τον θαυμασμό καμιάς εκατοστής γυμνασιόπαιδων, ντυμένων στα πράσινα, που τον περιστοίχιζαν. Δεν ήταν μια διαδήλωση με τάξη. Ανθρακωρύχοι και αγρότες, στελέχη της ΛΑ.Ο., δάσκαλοι του δημοτικού, γυναίκες από τις συνοικιακές επιτροπές, μέλη του αναγεννημένου συνδικάτου για τις πόρνες (δυό τους αγκαζέ με τον Κανάλες, τον Ψηλό), ταξιτζήδες και μικρέμποροι, μαθητές του γυμνασίου, αγρότες και πάλι αγρότες, εργάτες στα εργοστάσια αναψυκτικών και στα γυψοποιεία, βάδιζαν ανακατεμένοι, πολλοί με τα προσωπικά τους πλακάτ, όπου αφθονούσε το πνεύμα μάλλον παρά η ορθογραφία.
Μπαίνοντας στην πλατεία, είδε τον Μερενσιάνο με το τουφέκι του στο παράθυρο του δημοτικού μεγάρου, πάνω απ’ την εξέδρα. Όταν οι μπροστινοί άρχισαν να κάνουν τον γύρο της πλατείας, απ’ όλα τα μεγάφωνα βγήκαν οι πρώτες συγχορδίες της Πέμπτης του Μπετόβεν. Ο Κανάλες έκλεισε το μάτι στον αρχηγό της αστυνομίας.
Και έτσι, με Μπετόβεν, σαράντα χιλιάδες πολίτες της Σάντα Άννα μπήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης τους την 20η Απριλίου.

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Εξόντωση με πυρηνικά*

Αλλάζει και φοράει ένα αθλητικό μπλουζάκι από το Πανεπιστήμιο του Φόρνταμ, ανοίγει το ψυγείο και χασμουριέται στο λευκό του φως. Ανοίγει μια Heineken και την πίνει μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο· το μυαλό της αδειάζει μαζί με το κουτάκι· οι σκληρές γωνίες της μέρας αμβλύνονται.

Το βλέμμα της διατρέχει τα ράφια του ψυγείου: ένα βάζο με μαύρες ελιές, ένα κέτσαπ δίχως ετικέτα, φέτες τυριού. Να φάει ή να κοιμηθεί – το αιώνιο δίλημμα της νύχτας. Το αντιμετωπίζει όπως συνήθως: μια συσκευασία παγωτό Häagen-Dazs στον καναπέ και τον Τόνυ Μπένετ στο στέρεο, με την ένταση χαμηλά. Το cd, που ήταν προσφορά ενός περιοδικού, έχει γίνει μέρος της καθημερινής της ρουτίνας μετά τη δουλειά. Έχει επίσης ανοίξει και την τηλεόραση, αλλά χωρίς φωνή. Παρακολουθεί το Χορεύοντας με τ’ Αστέρια, αλλά δεν το βλέπει· παίζει ο Τόνυ Μπένετ, αλλά δεν τον ακούει· τρώει παγωτό βανίλια με αμύγδαλα, αλλά δεν έχει γεύση. Παρ’ όλα αυτά, ο συνδυασμός τής φαίνεται ανυπέρβλητος. Μέχρι τώρα.

Η βουβή τηλεόραση δείχνει ένα ντοκυμαντέρ για την έκπτωτη ιταλική βασιλική οικογένεια. Αλλάζει σε μια ενημερώτική εκπομπή που παρουσιάζει στιγμιότυπα από την πορεία του Σαντάμ -από την Χαλάμπια στο Κουβέιτ και από εκεί στην αγχόνη. Ξαναγυρίζει στους βασιλείς.

*Τίτλοι Τέλους, Τομ Ράχμαν, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Καβαλάρηδες στον ουρανό*

«Κι εσείς γιατί είστε της αριστεράς;»
«Γιατί στην άλλη μου ζωή ήμουνα της δεξιάς και με τύπτει η συνείδησή μου».
«Ακούστε να δείτε», είπε ο Χοσέ Δανιέλ Φιέρρο ξύνοντας το μουστάκι του με την κάννη του καινούργιου κυνηγετικού του όπλου, ένα τικ που ο Στραβός δεν το έβρισκε και πολύ επαγγελματικό. «Με αυτά που ρίχνουν στα σκουπίδια στο Κουήνς της Νέας Υόρκης σε μια νύχτα, θα μπορούσε να επιπλωθεί ένα χωριό του Κούσκο δέκα χιλιάδες φορές καλύτερα απ’ ό,τι είναι τώρα. Με τα αποφάγια ενός εστιατορίου για τη μεσαία τάξη στο Καράκας, τρώνε πέντε μέρες εξήντα αλγερινές οικογένειες. Οι εργένηδες που σουλατσάρουν τις νύχτες στο Μπουένος Άιρες θα ήταν χάρμα για τις ανύπαντρες που ονειροπολούνε μόνες κοιτάζοντας τ’ αστέρια της Μπανγκόκ. Τα βιβλία που έχω αγοράσει και δεν έχω διαβάσει θα έλυναν τα προβλήματα μιας βιβλιοθήκης Μέσης Εκπαίδευσης στο Καμαγουέυ. Με τον μηνιαίο μισθό ενός υπαλλήλου στα τραμ του Ο.Δ. ζεις μια μέρα στο Σίζαρ Πάλας του Λας Βέγκας. Με τους λόγους ενός Μεξικανού κυβερνήτη του P.R.I. μπορούν να τρελαθούν έξι ανιχνευτές ψεύδους. Με τη φωτιά που καίει στα ποιήματα του Βαγιέχο (1) ψήνονται όλα τα χοτ-ντογκς που καταναλώνονται σε μια μέρα στο Μοντερρέυ. Με τις λέξεις που χρησιμοποίησα τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια για να τα εξηγήσω αυτά, αν τις κάναμε πέτρες, θα μπορούσαμε να είχαμε χτίσει στο Τεξκόκο τρεις πυραμίδες του Χέοπα… Είναι σαφές;»
«Μου το ξαναλέτε να το μαγνητοφωνήσω;», του ζήτησε σοβαρά σοβαρά ο Κανάλες.
«Ποτέ δεν μου βγαίνει το ίδιο».
Ο Κανάλες πάτησε ένα κουμπί, αποσυνδέοντας το πικάπ που έπαιζε κορρίδος (2) της επανάστασης, και πέρασε στη ζωντανή αναμετάδωση.

*H Ζωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετάφραση Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

***

1. César Vallejo (1892 – 1938): Περουβιανός συγγραφέας, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Διακρίθηκε κυρίως για το ποιητικό του έργο και στρατεύτηκε στο Κ.Κ. (Σ.τ.μ.)
2. Corrido, s: Λαϊκό τραγούδι (για δύο φωνές) και χορός του Μεξικού και άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Η Μεξικανική Επανάσταση και οι οπλαρχηγοί της τραγουδήθηκαν με κορρίδος (όπως το φημισμένο La Cucaracha). (Σ.τ.μ.)

Ποτέ στη ζωή μου ωστόσο δεν πρόδωσα τ΄αδέρφια μου*

Οχτώ ήταν, δεκαεξάρηδες-δεκαεφτάρηδες. Επιβιβάστηκαν στο Παλιό Λιμάνι. Τους περιμέναμε στο σταθμό Σαιν-Σαρλ Σιδηροδρομικός Σταθμός. Είχαν μαζευτεί στο μπροστινό μέρος ενός βαγονιού. Όρθιοι πάνω στα καθίσματα, χτύπαγαν ρυθμικά τα τοιχώματα και τα παράθυρα σαν να έπαιζαν ταμ-ταμ, συνοδεύοντας ένα κασετόφωνο στη διαπασών. Φυσικά, η μουσική ήταν ραπ. Τους ΙΑΜ τους ήξερα. Ήταν πραγματικά το πιο γνωστό συγκρότητα της Μασσαλίας. Το ακούγαμε συχνά στο Ραντιό-Γκρενούιγ, το ανάλογο του Ραντιό-Νοβά του Παρισιού. Ο σταθμός αυτός έπαιζε όλα τα γκρουπ ραπ και ρέγκε της Μασσαλίας και της Νότιας Γαλλίας. ΙΑΜ, Fabulous Trobadours, Bouducon, Hypnotik, Black Lions. Και Massilia Sound System, που είδαν το φως ανάμεσα στους Ultras, στη νότια στροφή του ποδηλατοδρόμιου. Το συγκρότημα αυτό είχε κολλήσει τον πυρετό της ρέγκε χιπ-χοπ στους φιλάθλους του OM (Ολυμπιακός Μασσαλίας) και μετά σε όλη την πόλη.

Η Μασσαλία είναι φλύαρη. Και το ραπ δεν είναι τίποτα άλλο από φλυαρία με τη σέσουλα. Τα παιδιά απ’ τη Τζαμάικα βρήκαν εδώ τ’ αδερφάκια τους. Να φλυαρούν όπως στα μπαρ. Για την κυβέρνηση που θέλει να ελέγχει τα πάντα, για τις σάπιες μακρινές περιφερειακές γειτονιές, για τα νυχτερινά λεωφορεία. Για τη ζωή, τα προβλήματά τους. Τον κόσμο, όπως τον βλέπουν από τη Μασσαλία.

Ελπίζουμε μ’ ένα ρυθμό ραπ
Και να γιατί ο εντυπωσιασμός.
Αυτό που θέλουν στο Παρίσι είναι την εξουσία και τον μπεζαχτά.
Τα 22 μου έχω κλείσει και πολλά έχω να κάνω.
Ποτέ στη ζωή μου ωστόσο δεν πρόδωσα τ΄αδέρφια μου.
Και προτού το στρίψω από δω, σας το θυμίζω ξανά,
Πως κανείς δεν θα με περάσει
για υποχείριο αυτού του πουτανοκράτους.

Σε ξεκούφαιναν τα ρυθμικά χτυπήματα μέσα στο βαγόνι. Ταμ-ταμ από την Αφρική, από το Μπρονξ κι από τον πλανήτη Άρη. Δε μου πήγαινε η μουσική ραπ. Όμως το συγκρότημα ΙΑΜ, πρέπει να το αναγνωρίσω, είχε κείμενα που έκαναν διάνα. Όμορφα κι ωραία. Κι από πάνω είχαν και το λεγόμενο groove. Έφτανε να βλέπεις τους δύο νεαρούς που χόρευαν εκεί μπροστά μου.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας -Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το Ανικανοποίητο*

«Νιώθω τόσο κουρασμένος», είπε ο Τρης. «Τόσο τρομερά, τρομερά, τρομερά κουρασμένος».
«Δεν το βρίσκεις ενδιαφέρον;»
«Τρομερά ενδιαφέρον. Τρομερά, τρομερά, τρομερά ενδιαφέρον», είπε ο Τρης. «Πες μου όμως, αλήθεια, δεν νομίζεις ότι φτάνει το ανικανοποίητο γι’ απόψε; Δεν μπορώ να πιω ούτε σταγόνα παραπάνω».

Είχαν περάσει ένα πραγματικά μακρύ βράδυ αναζητώντας το ανικανοποίητο. Πρώτα πήγαν στο Παλαί. Το Παλαί αποδείχτηκε τρομερά ευυπόληπτο. Τσάι και αναψυκτικά. Καθόλου Νέγροι. Οι άνδρες είχαν όλοι γυαλίσει τα παπούτσια τους και τα κορίτσια στέκονταν παράμερα κρατώντας σφιχτά τις τσάντες τους, σαν να ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απτή αναπαράσταση της αρετής, που έδειχναν αποφασισμένες να διαφυλάξουν. Ύστερα πήγαν σε ένα ταπεινό καπηλειό, μια μεγάλη βικτωριανή αίθουσα με μπάρα στη μέση, ροκανίδι στο πάτωμα, μεγάλους καθρέφτες με ραγισμένο γυαλί, ένα μικρό τρίο (μικρό σε κορμοστασιά) που έπαιζε μουσική τεϊοποτείου («Χλωμά χέρια αγάπησα δίπλα στον Σαλιμάρ«), με επικεφαλής μια πολύ γριά κυρία με ρόζ μαλλιά.

Οι θαμώνες έδειχναν παραμορφωμένοι και άσχημοι, θλιβερά θύματα των συνεπειών της βιομηχανικής επανάστασης. Πόρνες, γερασμένες και καταβεβλημένες, ασκούσαν το επάγγελμά τους. Ο Τρης είχε εντυπωσιαστεί απ’ αυτό εδώ, αλλά όχι κι ο Τζένκινς. Είχε ξαναδεί τους περισσότερους από αυτούς. «Είναι σχεδόν όλοι κοινωνιολόγοι», δήλωσε.

‘Υστερα πήγαν σ’ ένα μπαρ για ομοφυλόφιλους, το είδος του ανδρικού μπαρ που βρίσκεται μέσα σε μεγάλα ξενοδοχεία, όπου ο μπάρμαν σου πιάνει το χέρι καθώς σου δίνει τα ρέστα και δοκιμάζει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια ενώ περιμένει να πάρει παραγγελία. Του Τρης του άρεσε κι αυτό.

Στη συνέχεια είχαν δοκιμάσει ένα κοκτέιλ-μπαρ της υψηλής κοινωνίας, όπου κορίτσια με γούνα καθόντουσαν και έπιναν ουίσκι με τζιντζερέλα. Αυτό δεν άρεσε στον Τρης, κι έτσι έφυγαν και πήγαν σε ένα άλλο μέρος γεμάτο ηλικιωμένους που μιλούσαν για αρρώστιες. Εκεί ήπιαν μόνο μια μπύρα. Μετά απ΄αυτό, αν θυμόταν καλά ο Τρης, είχαν πάει σε μια-δυο μπυραρίες, διαφορετικές μεταξύ τους, μέχρι την ώρα που έκλειναν όλα.

*Δεν Κάνει να Τρώμε Ανθρώπους, Μάλκομ Μπράντμπερυ, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δεν είναι σίγουρο ότι αλλού θα είναι λιγότερο άσχημα*

Βρήκα μια θέση σ’ ένα τραπέζι, όπου κάθονταν μια παρέα νεαροί που τους γνώριζα λιγάκι. Θαμώνες του μπαρ. Ο Ματιέ, η Βερονίκ, η Καρίν, ο Σεντρίκ. Τους κέρασα μόλις κάθησα και τα κεράσματα διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Τώρα ο Σόνυ Ρόλλινς έπαιζε το Without a Song. Με τον Τζιμ Χολ στην κιθάρα. Ο πιο όμορφος δίσκος του, The Bridge.

Ένιωσα τρομερά ωραία που βρισκόμουν εκεί, σ’ έναν φυσιολογικό κόσμο. Με νέους που αισθάνονταν καλά μες το πετσί τους. Ακούγοντας τ’ ανοιχτόκαρδα γέλια τους. Συζητήσεις που έπλεαν, ανέμελες, μες τους ατμούς του αλκοόλ.
«Γαμώτο, δεν πρέπει να χάνεις το στόχο», ούρλιαζε ο Ματιέ. «Γιατί να θες να γαμήσεις τους Παριζιάνους; Το Κράτος πρέπει να γαμήσουμε! Οι Παριζιάνοι τι είναι δηλαδή; Την έχουν χειρότερα απ’ όλους. Γιατί ζουν πλάι στο Κράτος. Εμείς είμαστε μακριά, γι’ αυτό είμαστε καλύτερα, δεν γίνεται αλλιώς.»

Η άλλη Μασσαλία. Μια τόση δα δόση αναρχισμού στη μνήμη της. Εδώ, στη διάρκεια της Κομμούνας το 1871, η μαύρη σημαία των αναρχικών είχε κυματίσει για σαράντα οκτώ ώρες στη νομαρχία. Σε πέντε λεπτά, έτσι ξαφνικά, θα μιλάνε για τον Μπομπ Μάρλεϋ. Για τους Τζαμαϊκανούς. Θα βαλθούν ν’ αποδείξουν ο ένας στον άλλο πως αν έχεις δυο κουλτούρες, καταλαβαίνεις καλύτερα τους άλλους. Τον κόσμο. Μπορούσαν να περάσουν όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας γι’ αυτό.

Σηκώθηκα κι άνοιξα δρόμο μέχρι το μπαρ για να πάρω τηλέφωνο. Το σήκωσε με το πρώτο κουδούνισμα, λες και στεκόταν δίπλα στη συσκευή περιμένοντας να χτυπήσει.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Πονηροί οι μαριάτσι*

Περίεργος άνθρωπος ο στόχος μου. Στο Πρόγραμμα του Συνεδρίου υπήρχε η φωτογραφία του, τ’ όνομά του (Βίκτορ Μουχίκα, αν υποθέσουμε πως ήταν το πραγματικό του όνομα), ένα ενδιαφέρον βιογραφικό σημείωμα που τον παρουσίαζε ως πρωτεργάτη των μη κυβερνητικών οργανώσεων, και η εθνικότητά του. Μεξικάνος ήταν ο στόχος μου. Είχε γεννηθεί στη Γουαδαλαχάρα της Πολιτείας Χαλίσκο, το 1959. Μ’ άλλα λόγια, ήταν τριαντα έξι χρονών – ωραία ηλικία για να πεθάνεις.

Στην καφετέρια του Συνεδριακού Κέντρου, τον είχα στα δυο μέτρα, ίσως και λιγότερο. Θα μου ήταν παιχνιδάκι να τον σκοτώσω εκεί, επί τόπου, αλλά δεν μπορούσα -και δεν έπρεπε- να το κάνω. Οι εντολοδότες ήθελαν, ο τελευταίος αέρας που θα εισέπνεε, να ‘ταν αμερικανικός – οποιοσδήποτε αέρας απ’ αυτούς που φυσάνε από το Ρίο Γκράντε ώς το Ακρωτήριο Χορν. Μιλούσε με μια συντροφιά από άντρες και γυναίκες, που τον κοίταζαν όλο εκτίμηση. Πηδούσε με άνεση απ’ τα αγγλικά στα γερμανικά κι απ’ τα γαλλικά στα πορτογαλικά. Μια γυναίκα του ζήτησε στα αγγλικά να τραγουδήσει. Στην αρχή, εκείνος αρνήθηκε, όχι και πολύ αποφασιστικά, κι ύστερα, προ της γενικής επιμονής, έκλεισε τα μάτια και τραγούδησε με ωραία φωνή τους στίχους ενός κορίδο.

«…ella quiso quedarse cuando vio mi tristeza, pero ya estaba escrito que aquella noche perdiera su amor…»

Τραγουδούσε ωραία ο Μεξικάνος μου (αν ήταν Μεξικάνος). Είχε τη διακριτική αυτοπεποίθηση κάποιου που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα μοναξιάς στις απέραντες σαβάνες.

«Θαυμάσια μεγάλε. Θα σβήσεις απ’ το χάρτη έναν τύπο συμπαθέστατο» είπα μέσα μου, και γι’ άλλη μια φορά ξανάνιωσα γελοίος, γιατί λαχταρούσα να μάθω το λόγο για τον οποίο έπρεπε να τον σκοτώσω.

«…quise hallar el olvido al estilo Jalisco, pero aquel tequila y aquellos mariachis me hicieron llorar…»

Ο τύπος τελείωσε το τραγούδι, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια, θαρρείς κι οι στίχοι του κορίδο ήταν κάτι δικό του, ενδόμυχο, αναπαλλοτρίωτο, και στην ελάχιστη σιωπή που προηγήθηκε των χειροκροτημάτων της παρέας του, ο νους μου κατακλύστηκε απ’ την εικόνα της Γαλλιδούλας μου. Εκείνη ήταν εκεί κάτω, στο Μεξικό, προφανώς διασκεδάζοντας με τους πλανταγμούς από το κλάμα που προκαλούσαν οι μαριάτσι στην Πλάσα Γαριβάλδι. Πονηροί οι μαριάτσι κι όσοι παρασέρνουν κοριτσάκια σ’ αυτά τα μέρη: ξέρουν πως, μετά από κάνα-δυο δακρύβρεχτα κορίδο, ούτε πόδια μένουν κλειστά, ούτε κιλοτάκια στη θέση τους.

*Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer, Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. opera

Total Khéops*

Κοίταξε το ρολόι του.
-Πέρασαν ακριβώς είκοσι έξι ώρες και δεκαπέντε λεπτά από τη στιγμή που πιάσατε αυτόν τον αλήτη και μου λέτε ότι η έκθεση σας δεν είναι ακόμα έτοιμη; Μια έκθεση για έναν απλό τσακωμό;
– Ήθελα να ελέγξω ορισμένα πράγματα. Ο Μουράμπετ έχει παρελθόν. Και είναι υπότροπος.

Με κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ο κακός μαθητής που λέγαμε. Ο τελευταίος της τάξης. Το περιφρονητικό του βλέμμα όμως δεν με εντυπωσίαζε. Το είχα συνηθίσει ήδη από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Τσακωνόμουνα, φώναζα κι έβριζα, έκανα τον καμπόσο και ήμουν θρασύτατος. Τις επιπλήξεις που έτρωγα όρθιος, μπροστά σ’ όλους, δεν μπορούσα καν να τις μετρήσω. Τον κοίταζα στα μάτια με τα χέρια στις τσέπες του τζην.
-Υπότροπος… Νομίζω ότι έχετε πεισμώσει μ’ αυτόν τον… Κοιτάξτε ξανά το σημείωμα: Νάσερ Μουράμπετ. Αυτή είναι η γνώμη και του δικηγόρου του.

Κέρδισε ένα πόντο. Δεν ήξερα πως ο δικηγόρος του Μουράμπετ ήταν ήδη εν γνώσει. Ο Περόλ το ήξερε άραγε; Και κέρδισε και δεύτερο πόντο όταν ζήτησε από το εσωτερικό τηλέφωνο να μπει στο γραφείο ο δικηγόρος Έρικ Μπρυνέλ.

Κάτι μου έλεγε αυτό τον όνομα αλλά δεν πρόλαβα να το σκεφτώ. Τον κύριο που μπήκε στο γραφείο τον είχα δει την παραμονή το βράδυ στη φωτογραφία μαζί με τους αδελφούς Πολί, τον Βεμπλέρ και τον Μορβάν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ο κύκλος είχε κλείσει και βρέθηκα μέσα στα σκατά. Total Khéops, όπως λένε τα παιδιά του συγκροτήματος ραπ ΙΑΜ. Δηλαδή, απίθανο μπουρδέλο. Ή αλλιώς, βαψ’τα μάυρα…

* Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Psychopolis*

More to confirm my state of mind than change it,  I returned to the bedroom and grimly picked up my flute. The piece I intended to play, dog-eared and stained, was already on the music stand, Bach’s Sonata No. 1 in B minor. The lovely opening Andante, a series of lilting apreggios, requires a flawless breathing technique to make sense of the phrasing, yet from the beginning I am snatching furtively at breaths like a supermarket shop-lifter, and the coherence of the piece becomes purely imaginary, remembered from gramophone recordings and superimposed over the present. At bar fifteen, four and a half bars into the Presto, I fumble over the octave leaps but I press on, a dogged, failing athlete, to finish the first movement short of breath and unable to hold the last notes in full length. Because I catch most of the right notes in the right order, I regard the Allegro as my showpiece. I play it with expressionless aggression. The Adagio, a sweet thoughtful melody, illustrates to me every time I play it how out of tune my notes are, some sharp, some flat, none sweet, and the semi-demi quavers are always mis-timed. And so to the two Minuets at the end which I play with dry, rigid persistence, like a mechanical organ turned by a monkey. This was my performance of Bach’s Sonata unaltered now in its details for as long as I could remember.

I sat down on the edge of the bed and almost immediately stood up again. I went to the balcony to look once more at the foreign city. Out on one of the lawns a small girl picked up a smaller girl and staggered a few steps with her. More futility. I went inside and looked at the alarm clock in the bedroom. Eleven forty. Do something, quick! I stood by the clock listening to its tick. I went from room to room without really intending to, sometimes surprised to find that I was back in the kitchen again fiddling with the cracked plastic handle of the wall can-opener.  I went into the living room and spent twenty minutes  drumming with my fingers on the back of a book. Towards the middle of the afternoon I dialled the time and set the clock exactly. I sat on the lavatory a long time and decided then not to move till I had planned what to do next. I remained there over two hours, staring at my knees till they lost their meaning as limbs. I thought of cutting my fingernails, that would be a start. But I had no scissors! I commenced to prowl from room to room once more, and then, towards the middle of the evening, I fell asleep in an armchair, exhausted with myself.

*απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής «In Between The Sheets» του Ian McEwan, εκδ. Vintage

Πλήρης αστάθεια*

Καμπάνες κι ένα τεράστιο τύμπανο. Πως είπαμε το τραγούδι; Η Αννούλα του Ταράου είναι η αγάπη μου; Μπα, δεν θυμίζει μελωδία. Περισσότερο μοιάζει με τον ήχο του τραμ 51. Το καμπανάκι χτυπούσε και το αμάξι τρανταζόταν, καθώς διασχίζαμε την Σιλερστράσε, την Πάνκοβ, την οδό Μπρίτε. Η γιγαντιαία Ολυμπιακή καμπάνα σήμανε την έναρξη κι αμέσως μετά τη λήξη των Αγώνων. Το πιστόλι του αφέτη. Το πλήθος άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο Τζο Λιούις ρίχτηκε πάνω μου και με ξάπλωσε στο καναβάτσο για δεύτερη φορά στον ίδιο γύρο. Το βουητό από ένα μονοπλάνο με τέσσερις μηχανές έσκισε το νυχτερινό ουρανό παίρνοντας μακριά το κομματιασμένο μου μυαλό. Άκουσα τον εαυτό μου να λέει:
«Θα κατέβω στη λίμνη Πλότζεν».

Το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου θύμιζε την ανάσα λαχανιασμένου Ντόμπερμαν. Προσπάθησα να σηκωθώ απ’ το δάπεδο του αυτοκινήτου και διαπίστωσα ότι είχα τα χέρια δεμένα πίσω, με χειροπέδες. Ύστερα ο βίαιος, οξύς πόνος στο κεφάλι έσβησε τα πάντα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μην το μετακινώ…
… εκατό χιλιάδες μπότες βαδίζουν με το βάδισμα της χήνας, διασχίζοντας την Ούντερ ντεν Λίντεν. Κάποιος πλησιάζει ένα μικρόφωνο κοντά τους, ενισχύοντας τον ήχο σε σημείο που προκαλεί δέος. Λες και μετακινείται κάποιο τεράστιο άλογο. Συναγερμός για αεροπορική επιδρομή. Ένα φράγμα έχει τοποθετηθεί στα χαρακώματα του εχθρού, για να εμποδίσει την προέλασή του. Την ώρα που πηδούσαμε από πάνω, μια τεράστια έκρηξη μας πέταξε στον αέρα. Σύρθηκα μέχρι μια τρύπα γεμάτη απανθρακωμένους βατράχους. Το κεφάλι μου είναι κλεισμένο στην ουρά ενός πιάνου. Καθώς τα πλήκτρα χτυπάνε τις χορδές, νιώθω τ’ αυτιά μου να βουίζουν. Περιμένω μέχρι να κοπάσει το βουητό της μάχης…

Ένιωσα να με τραβάνε έξω απ’ το αμάξι και στη συνέχεια να με σέρνουν σ’ ένα κτίριο. Πλήρης αστάθεια. Μου έβγαλαν τις χειροπέδες. Μ’ έβαλαν να καθήσω σε μια καρέκλα και αναγκάστηκαν να με κρατάνε για να μη σωριαστώ κάτω. Ένας άντρας που μύριζε φορμόλη και φορούσε στολή έψαξε τις τσέπες μου. Καθώς τις γύριζε μέσα έξω, ένιωσα το γιακά του σακακιού μου να έχει κολλήσει στο λαιμό. Έβαλα το χέρι μου και κατάλαβα πως έτρεχε αίμα απ’ το σημείο που με είχαν χτυπήσει. Αμέσως μετά κάποιος εξέτασε το κεφάλι μου και είπε πως ήμουν σε θέση να απαντήσω σε μερικές ερωτήσεις. Ακόμα κι αν έλεγε πως ήμουν σε θέση να παίξω γκολφ, προσωπικά μου ήταν αδιάφορο. Μου έδωσαν καφέ και τσιγάρο.

*Οι Βιολέτες του Μάρτη, Philip Kerr, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

31 Αυγούστου 1909*

49 Fontenoy Street, Dublin

Αγαπημένη μου Τώρα είναι σχεδόν δύο το πρωί. Τα χέρια μου έχουν παγώσει από το κρύο, γιατί υποχρεώθηκα να βγω από το σπίτι για να πάω να πάρω τις αδερφές μου από ένα πάρτι, και τώρ πρέπει να κατηφορίσω ως το ταχυδρομείο. Αλλά δεν θέλω η αγάπη μου να μην έχει το γράμμα της το πρωί.

Το κόσμημα που έφτιαξα αποκλειστικά για σένα βρίσκεται τώρα ασφαλές στην τσέπη μου. Το δείχνω σε όλους, έτσι που οι πάντες να μάθουν ότι σ΄αγαπώ, Νόρα αγαπημένη, ότι σε σκέφτομαι, λατρεμένη , ότι θέλω να σε τιμήσω.

Πριν από μια ώρα τραγουδούσα το τραγούδι σου, την Κοπελιά απ’ το Ώγκριμ. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και η φωνή μου τρέμει από συγκίνηση όταν τραγουδάω αυτή την όμορφη μελωδία. Άξιζε τον κόπο που ήρθα στην Ιρλανδία και το άκουσα από την καημένη, την καλή μανούλα σου – που τόσο τη συμπαθώ, Νόρα καλή μου.

Ίσως στην τέχνη, αγαπημένη, βρει καταφύγιο ο ερωτάς μας. Θέλω να σε περιβάλλουν όλα όσα είναι καλαίσθητα, ωραία και ευγενή στην τέχνη. Δεν είσαι, όπως λες, ένα φτωχό αμόρφωτο κορίτσι. Είσαι η γυναίκα μου, αγαπημένη, κι όλη τη χαρά και την απόλαυση που μπορώ να σου δώσω σε τούτη τη ζωή, θα σου τη δώσω.

Νόρα, αγαπημένη, ας μην τελειώσει ποτέ η αγάπη μας όπως είναι σήμερα. Καταλαβαίνεις τώρα τον παράξενο, παραστρατημένο, ξεροκέφαλο, ζηλιάρη εραστή σου, έτσι δεν είναι, αγαπημένη; Θα προσπαθήσεις να τον κρατήσεις παρ’ όλες τις μεταπτώσεις του, έτσι αγαπημένη; Σ’ αγαπάει, μην πάψεις στιγμή να το πιστεύευς. Ποτέ δεν είχε ούτε ένα μόριο αγάπης για καμιά, μονάχα για σένα. Εσύ είσαι που άνοιξες βαθύ χάσμα στη ζωή του.

Τώρα και η παραμικρή άξεστη λέξη με πληγώνει, επειδή νιώθω ότι θα πληγώσει κι εσένα. Όταν σε φλέρταρα (και ήσουν μόνο δεκαεννιά, αγαπημένη, πόσο μ’ αρέσει να το σκέφτομαι!) ένιωθα το ίδιο. Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια.

Ω πες μου, γλυκιά μου αγάπη, ότι είσαι ικανοποιημένη μαζί μου τώρα. Μια μονάχα λεξούλα επαινετική από σένα με γεμίζει χαρά, μια απαλή χαρά σαν την ευωδιά που αναδίνει η καρδιά ενός λευκού ρόδου.

Τα παιδιά μας (όσο πολύ κι αν τ’ αγαπώ) δεν πρέπει να μπουν ανάμεσά μας. Αν είναι καλά και ευγενικά είναι εξαιτίας μας, καλή μου. Γνωριστήκαμε και ενώσαμε ελεύθερα τα κορμιά και τις ψυχές μας και τα παιδιά μας είναι ο καρπός τον κορμιών μας.

Καληνύχτα πολυαγαπημένο μου κορίτσι, μικρή μου γυναίκα από το Γκάλγουεϋ, τρυφερή μου αγάπη από την Ιρλανδία.

Πόσο θα μου άρεσε να σε ξάφνιαζα, τώρα που κοιμάσαι! Υπάρχει ένα σημείο όπου θα’θελα να σε φιλήσω τώρα, ένα παράξενο μέρος, Νόρα. Όχι στα χείλη, Νόρα. Ξέρεις που;

Καληνύχτα, ερωτά μου!

Jim

*Γράμματα στη Νόρα, Τζέημς Τζόϋς, εισαγωγή – μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη

Στο Μπράιτον θα δροσιστούμε, τα ψάρια θα μας φοβηθούνε*

Διέσχισαν μαζί το διάδρομο προχωρώντας προς το δωμάτιο του άγγλου ασθενούς, με τον Καραβάτζιο να κρατάει το γραμμόφωνο παραμάσχαλα, ενώ είχε το χέρι του πάνω από το βραχίονα και τη βελόνα του.
«Πριν αρχίσεις να μας λες τις ιστορίες σου», είπε στη στατική φιγούρα. «θα σε βάλω ν’ ακούσεις το My Romance«.
«Γραμμένο το 1935 απ’ τον Λόρεντς Χαρτ, αν δεν κάνω λάθος», μουρμούρισε ο Άγγλος.

Ο Κιπ καθόταν στο παράθυρο και η Χάνα είπε ότι θα ήθελε να χορέψει μαζί του.
«Όχι πριν σε μάθω, σκουληκάκι μου».
Σήκωσε το κεφάλι της κι έριξε μια παράξενη ματιά στον Καραβάτζιο. Έτσι τη φώναζε ο πατέρας της. Την τράβηξε στην αγκαλιά του, την είπε πάλι «σκουλικάκι» κι άρχισε το μάθημα χορού.

Η Χάνα είχε φορέσει ένα καθαρό αλλά ασιδέρωτο φουστάνι. Κάθε φορά που έκαναν μια στροφή, έβλεπε το σκαπανέα να τραγουδάει μόνος του τα λόγια. Αν είχαν ηλεκτρικό, θα μπορούσαν να ακούνε ραδιόφωνο, τις ειδήσεις για τον πόλεμο. Το μόνο που είχαν ήταν ο κρυσταλλικός δέκτης του Κιπ, τον οποίο είχε αφήσει όμως από ευγένεια στο αντίσκηνό του. Ο άγγλος ασθενής μιλούσε για τη δυστυχισμένη ζωή του Λόρεντς Χαρτ. Ορισμένοι από τους καλύτερους στίχους του για το Μανχάταν, είπε, είχαν αλλαχτεί, και τώρα άρχισε να απαγγέλει:

«Στο Μπράιτον θα δροσιστούμε.
Τα ψάρια θα μας φοβηθούνε.
Μόλις μες στο νερό μας δούνε.
Το μαγιό σου θα είναι τόσο μικρό
Που όλο και κάποιος αστακός χαμόγελο θα σκάσει
Ψηλά από την κορυφή μέχρι χαμηλά στη βάση.»

«Θαυμάσιοι στίχοι, και πολύ ερωτικοί, αλλά κάτι μου λέει ότι ο Ρίτσαρντ Ρότζερς θα τους ήθελε κάπως αξιοπρεπέστερους».

«Πρέπει όπως βλέπεις να μαντεύεις τις κινήσεις που θα κάνω».
«Γιατί δεν μαντεύεις εσύ τις δικές μου;»
«Θα γίνει κι αυτό όταν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Προς το παρόν, μόνο εγώ ξέρω».
«Βάζω στοίχημα ότι ξέρει κι ο Κιπ».
«Μπορεί να ξέρει αλλά δεν τις κάνει».
«Λέω να πιω λίγο κρασί», είπε ο άγγλος ασθενής, και ο σκαπανέας πήρε ένα ποτήρι με νερό, το άδειασε έξω από το παράθυρο κι έβαλε κρασί μέσα για τον ‘Αγγλο.
«Το πρώτο μου ποτό ύστερα από ένα χρόνο».

Ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος και ο σκαπανέας γύρισε γρήγορα το κεφάλι του και κοίταξε το σκοτάδι έξω από το παράθυρο. Οι άλλοι πάγωσαν. Θα μπορούσε να ήταν νάρκη. Εκείνος γύρισε και τους είπε:
«Εντάξει, δεν ήταν νάρκη. Ο θόρυβος θα πρέπει να ήρθε από καθαρισμένη περιοχή».

«Βάλε τον δίσκο από την άλλη, Κιπ. Τώρα θ’ ακούσεις το How Long Has This Been Going On, γραμμένο από τον…»
Άφησε να πει το όνομα ο άγγλος ασθενής, που κουνούσε αμήχανα το κεφάλι χαμογελώντας με μια γουλιά κρασί στο στόμα του.
«Σίγουρα, το οινόπνευμα αυτό θα με σκοτώσει».
«Εσένα, φίλε μου, τίποτα δεν μπορεί να σε σκοτώσει. Είσαι καθαρός άνθρακας».
«Καραβάτζιο!»
«Τζωρτζ και Άιρα Γκέρσουιν. Άκου».

Με τη Χάνα στην αγκαλιά του, γλιστρούσε πάνω στη θλίψη του σαξοφώνου. Είχε δίκιο. Η μελωδία ήταν τόσο αργή, τόσο τραβηγμένη, που μπορούσε και η ίδια να καταλάβει ότι ο συνθέτης της δεν ήθελε να βγει από το μικρό σαλόνι της εισαγωγής και να περάσει στο τραγούδι, θα προτιμούσε να μείνει εκεί, στο σημείο που δεν είχε αρχίσει ακόμα η ιστορία, σαν να είχε ερωτευτεί την καμαριέρα προτού γνωρίσει την κυρία του σπιτιού. Ο Άγγλος μουρμούρησε ότι κάτι τέτοιες εισαγωγές σε τραγούδια ονομάζονταν «φορτία».

* Ο Άγγλος Ασθενής, Michael Ondaatje, εκδ. Καστανιώτη

Άνχελ*

«Μερικοί λένε ότι πάντα στέκομαι
στην άσχημη πλευρά της ζωής.
Ο Θεός να με φυλάει!»
Raymond Chandler

Ο Εκτόρ παρατήρησε το μασκαρεμένο πρόσωπο ενός παλαιστή ελεύθερης πάλης, όπου κυλούσε ένα δάκρυ. Ξαφνιάστηκε. Πρώτον, οι παλαιστές δεν κλαίνε, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αξίωμα. Δεύτερον, υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα. Η μάσκα θα έπρεπε να εμποδίζει τη φυσική ροή των δακρύων. Ακόμα κι έτσι, παρά τις δύο αυτές αντιφάσεις, ο τύπος έκλαιγε σίγουρα. Τον πλησίασε, παραβιάζοντας την προηγούμενη απόφασή του να τα βλέπει όλα από μακριά. Στα μισά του δρόμου, μια παρέα παλαιστές με μάσκες, με κάπες και στολές σε γιορτινά χρώματα (πορτοκαλί, καναρινί, μαύρες ασημοστόλιστες), κουβαλούσαν στους ώμους τους ένα μεγάλο φέρετρο σε μεταλλικό γκρίζο χρώμα. Πίσω τους οι μαριάτσι άρχισαν να τραγουδούν το Son de la negra.


Πιο πίσω ακολουθούσαν οι συγγενείς, που έκλαιγαν φυσιολογικά και δικαιολογημένα. Ήταν μια πολυάριθμη λαϊκή οικογένεια, όλοι μέσα στα μαύρα, φίλοι, γείτονες, περίεργοι. Ο Έκτορ άναψε ένα τσιγάρο. Έβρεχε.

Η πομπή ανασυντάχθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και άρχισε την αργή της πορεία προς το τελευταίο κατάλυμα του Άνχελ. Οι μαριάτσι μόλις ολοκήρωσαν την πρώτη ομοβροντία με το Son de la negra, άρχισαν αμέσως την επανάληψη.

Ο Έκτορ θυμήθηκε ότι κάποιος του είχε πει κάποτε, όταν ήταν πιο νέος και η πόλη ήταν διαφορετική, πως δεν γίνεται να επιλέξεις τον τόπο όπου θα γεννηθείς, ούτε καν τον τόπο όπου θα πεθάνεις. Ειδικά ετούτη η πόλη δεν σ’ αφήνει να διαλέξεις τίποτα, ούτε τον τόπο ούτε τον τρόπο. Μπορείς μόνο να υποταχτείς στη δική της μοίρα. Δεν μπορείς να πεις στο ένα ναι και στο άλλο όχι. Ή όλα ή τίποτα. Την παίρνεις ή την αφήνεις. Ή τη δέχεσαι ή κρύβεσαι κάτω από το κρεβάτι σου για να μη σε δαγκώσει. Και στο μεταξύ, είναι αδύνατο να μην εκπλήσσεσαι συνέχεια, παρόλο που γνωρίζεις κάθε γωνιά, κάθε σοκάκι της. Μολονότι ξέρεις πια όλες τις τρέλες που μπορεί να φανταστεί ετούτη η πόλη, πάντα θα υπάρχει μια καινούρια μακάβρια ιδέα.

Ο θάνατος του Άνχελ δεν του άρεσε.

*Ερωτευμένα Φαντάσματα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Με σιδερένιο σκήπτρο*

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, το νου σου μην ξυπνήσεις τη γάτα».
«Άσε με να χαρείς»
«Δεν κατάλαβες. Σήμερα έπαιξα Μπαχ στη γάτα. Δοκίμαζα μια σονάτα για βιολί δίχως ακκομπανιαμέντο, δεν καταλαβαίνεις; Δικαιούται κι αυτή την ησυχία της, αν το δεις απ’ τη δική της πλευρά. Δεν παρασταίνω δηλαδή πως εγώ μπορώ να το δω απ’ τη δική της άποψη. Παρότι εγώ με τη γάτα έχω ένα δέσιμο που ούτε φαντάζεσαι. Έχουμε πολλά κοινά».
«Βρε τι πάθαμε», είπε ο Πητ.
Ο Λεν γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η γάτα ξαπλωμένη στην πολυθρόνα. Σήκωσε το κεφάλι της.
«Ξύπνια είναι».
«Τώρα αποκλείεται να ξανακοιμηθεί», είπε ο Πητ και κάθησε. «Μπορεί εσένα να σε ημερεύει ο Μπαχ, τη γάτα όμως την αγριεύει».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί», είπε ο Λεν.
Έσπρωξε τη γάτα απ’ την καρέκλα. Μ’ ένα βελουδένιο γδούπο βρέθηκε στο πάτωμα, με καρφωμένη τη ματιά στο Πητ, η ουρά της να πηγαίνει μια από δω, μια από κει.
«Εσύ μπορεί να μην κατανοείς τη στάση της, αλλά νομίζω, εκείνη καταλαβαίνει άριστα τη δική μου».
«Εννοείς, τη δική σου στάση ως προς τη γάτα;»
«Ακριβώς».
«Η στάση η δικιά μου;» είπε ο Πητ. «Την έχω χεσμένη -ιδού η στάση μου. Δεν ασχολούμαι σχεδόν, την περιφρονώ, τη στολίζω με ό,τι θα ‘ταν αταίριαστο για τον ευεργέτη της, εμένα».
«Κρίμα. Πολύ λυπηρό, κρίμα».
«Κοίτα να σου πω! Κάθε έξυπνος άνθρωπος θα ‘ταν φιλύποπτος απέναντι σε μια γάτα με ροπή στα μαθηματικά και στη μουσική και που, με βάση αυτά τα δήθεν προσόντα, στέφει τον εαυτό της βασιλέα της παρέας».
«Είπες φιλύποπτος ή καχύποπτος;»
«Φιλύποπτος είπα».
«Νόμιζα πως είπες καχύποπτος».
Η γάτα καθισμένη στο χαλί έγλειφε τις πατούσες της.
«Η γάτα δεν είναι πλέον το ζώο που ξέραμε», είπε ο Πητ. «Κοίταξέ την. Σαν νότα σε πεντάγραμμο. Δέκατο έκτο».
«Ε, μην τα φορτώνουμε όλα στον Μπαχ».
«Γιατί όχι; Αυτή κυβερνάει εδώ μέσα. Με σιδερένιο σκήπτρο».

*Οι Νάνοι, Χάρολντ Πίντερ, εκδ. Καστανιώτη

«Έτσι είναι τα πράγματα»*

Όταν χωρίσαμε, κοιμήθηκε μαζί μου.
Ναι, ξέρω, είναι αναμενόμενο να σκεφτείτε: α ρε τον κακομοίρη τον βλάκα, δεν το είδε να έρχεται; Ε, δεν το είδα. Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει, όπως νόμιζα πως ενδιαφερόμουν για ένα άλλο κορίτσι (με κανονικό ύψος, που φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες στα πάρτι.) Δεν το είδα ούτε όταν πέσαμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο στην παμπ (δεν της άρεσαν οι παμπ), ούτε όταν μου ζήτησε να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της, ούτε όταν σταθήκαμε στα μισά του δρόμου και φιληθήκαμε, ούτε όταν μπήκαμε στο δωμάτιό της κι εγώ άναψα το φως κι εκείνη το έσβησε, ούτε όταν έβγαλε την κιλότα της και μου έδωσε ένα κουτάκι Durex, ούτε καν όταν πήρε ένα προφυλακτικό από το αδέξιο χέρι μου και μου το φόρεσε ή μετά, στο λίγο που βάσταξε η δουλειά.
Ναι, μπορείτε να το ξαναπείτε: α ρε κακομοίρη βλάκα. Κι εξακολουθούσες να πιστεύεις ότι ήταν παρθένα, όταν σου φορούσε το προφυλακτικό στον πούτσο; Κατά ένα παράξενο τρόπο, ναι, το πίστευα, ξέρετε. Πίστευα ότι μπορεί να ήταν κάποια από εκείνες τις ενστικτώδεις δεξιότητες που διαθέτουν οι γυναίκες και έλειπε μοιραία από εμένα. Τελικά, μπορεί και να ήταν.
«Πρέπει να το κρατάς όταν τραβηχτείς» ψιθύρησε (νομίζοντας άραγε πως εγώ ήμουν παρθένος;) Ύστερα σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, με το γεμάτο προφυλακτικό να χτυπάει πότε πότε στη μέσα πλευρά των μηρών μου. Την ώρα που το έβγαζα, κατέληξα σε ένα συμπέρασμα και σε μια απόφαση: όχι, έλεγε, όχι.
[…]

Σκέφτηκα: τόση ώρα και δεν πρόλαβα καν να δω τα βυζιά της. Τα ψαχούλεψα, αλλά δεν τα είδα. Επιπλέον, πέφτει εντελώς έξω για τον Ντβόρζακ και τον Τσαϊκόφσκι. Άσε που θα μπορώ να παίζω τον δίσκο μου από το Ένας άντρας και μια γυναίκα, όσο συχνά μου αρέσει. Χωρίς να κρύβομαι.

*Ένα Κάποιο Τέλος, Julian Barnes, εκδ. Μεταίχμιο

Μοχάβε*

«Λοιπόν», είπε, «την Παρασκευή είναι καλά; Κατά τις πέντε;»
Εκείνη είπε:
«Όχι, ευχαριστώ». Ήταν ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι, ασκέπαστη, γυμνή, αυτός έδενε τη γραβάτα του αλά τώρα σταμάτησε, και ο Φρεντ τραγουδούσε Μόνος μου. «Όχι, ευχαριστώ, γλυκέ μου δόκτορα Μπ. Δεν νομίζω ότι θα ξαναβρεθούμε εδώ».
Κατάλαβε ότι τον ξάφνιασε. Φυσικά θα του έλειπε. Ήταν όμορφή, διακριτική, δεν την ενοχλούσε ποτέ όταν της ζητούσε λεφτά. Εκείνος γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και της χάιδεψε το στήθος και αυτή πρόσεξε ένα παγωμένο μουστάκι από ιδρώτα στο πανωχείλι του.
«Τι συμβαίνει; Έχεις πιει; Έχεις πάρει ναρκωτικά;»
Γέλασε και του είπε:
«Το μόνο που πίνω είναι λευκό κρασί και μάλιστα όχι πολύ. Όχι, φίλε μου. το πρόβλημα είναι απλώς ότι έχεις τριχωτές φτέρνες».
Όπως πολλοί ψυχαναλυτές, ο δόκτορας Μπέντσεν ερμήνευε τα πάντα κυριολεκτικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει τις κάλτσες του και να περιεργαστεί τα πόδια του. Στριμμένα, σαν παιδί, είπε:
«Δεν έχω τριχωτές φτέρνες».
«Α, ναι, έχεις. Σαν άλογο. Όλα τα συνηθισμένα άλογα έχουν τριχωτές φτέρνες. Τα καθαρόαιμα όχι. Οι φτέρνες ενός καθαρόαιμου αλόγου είναι ομαλές και στιλπνές. Να διαβιβάσεις την αγάπη μου στη Θέλμα».
«Εξυπνάδες. Την Παρασκευή».
Ο δίσκος του Αστέρ τελείωσε. Ήπιε το τελευταίο κρασί.
«Μπορεί. Θα σου τηλεφωνήσω», του είπε.

Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν τηλεφώνησε ποτέ ούτε τον ξανάδε, παρά μόνο μια φορά, ένα χρόνο αργότερα, όταν καθόταν σ΄ένα πάγκο δίπλα του στο εστιατόριο Λα Γκρενούιγ. Ο δόκτορας Μπέντσεν γευμάτιζε με τη Μαίρη Ράινλαντερ, που, είδε εκείνη με ευθυμία, πλήρωσε το λογαριασμό.

*Μουσική για Χαμαιλέοντες, Τρούμαν Καπότε, εκδ. Καστανιώτη

Μπρίστολ, 25 Απριλίου*

Και τώρα, στην αγέλαστη πόλη του Μπρίστολ, συνοδευόμενος από υπαλλήλους της Αυτής Μεγαλειότητος με γκρίζα κοστούμια, είστε και πάλι δύο.
Δύο, επειδή είσαι ο «κύριος Γκραντ», αυτός που είναι αναγκασμένος να κρύβεται για να μην τον αναγνωρίσει κανείς, αλλά και ο Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς, αυτός που παραδόξως δεν χρειάζεται να κρύβεται, είναι ελεύθερος ν’ αναπνέει, αυτός που σου τραγουδάει σιωπηλά τους στίχους του Anything Goes :

Ο κόσμος έχει τρελαθεί σήμερα
Και το καλό είναι κακό σήμερα
Το μαύρο είναι άσπρο σήμερα
Και η μέρα είναι νύχτα σήμερα…

Είσαι αυτός που βαδίζει στην πόλη που γεννήθηκε κι ετοιμάζεται να δει την Έλσι για μια ακόμη φορά.
Τη μάνα σου.
Την Έλση, που ακόμη σε φωνάζει «Άρτσι».
Την Έλσι που μιλούσε στον εαυτό της, έπλενε διαρκώς τα χέρια της, έγδερνε το φλοιό της επιδερμίδας της με σκληρότριχη βούρτσα και ρωτούσε όλους και τον καθένα ξεχωριστά που βρίσκονται του χορού τα παπούτσια της.
Την Έλσι, που ο πατέρας σου Ελάιας την έβαλε χωρίς να το γνωρίζεις σε ψυχιατρική κλινική. Στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας, στο ερειπωμένο προάστιο του Φίσποντς, τερματικός σταθμός ενός τραμ από το Μπρίστολ.
Ήσουν εννιά χρονών. «Πήγε στη θάλασσα, στο Ουεστονσάπερ-Μάρε, για λίγες διακοπές».
Πότε κατάλαβες ότι δεν θα ερχόταν πίσω; Πότε ακριβώς συμπέρανες ότι οι γονείς σου σε είχαν αφήσει, ότι η μητέρα σου σ’ είχε εγκαταλείψει; …Άρτσι;
Έλσι, μόνο μια λίρα το χρόνο για να μένει σε μια χωματερή, ανύπαρκτη υγιεινή, επιθετικές νοσοκόμες.
Έλσι, είκοσι λίρες συνολικά, μέχρι το θάνατο του συζύγου της και το γράμμα που έστειλε ο άγγλος δικηγόρος.
Έλσι, ζωντανή. Πενήντα εφτά χρονών.
Δεκέμβριος 1935.
Ημικρανίες, εφιάλτες, το φάντασμα του πατέρα σου προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, αδέξια. Μπάσταρδος. Βρωμερή αναπνοή, σκουλίκια στο λαιμό του άντρα που πέθανε από κίρρωση του ήπατος. «Δεν μπορείς να ζητάς από τους άλλους να είναι ειλικρινείς, Άρτσι. Ούτε κι εσύ είσαι ειλικρινής.»
Ξεγλιστράς από τους δημοσιογράφους. Λίγους μήνες πριν, στην κηδεία του πατέρα σου, έπεσες στη μέγγενη των ρεπόρτερ. Μετά η συνάντηση:
«Μητέρα. Εδώ είμαι.»
Σε θυμάται με κοντά παντελονάκια, Άρτσι.
Δεν σε γνωρίζει, Κάρι. Δεν ξέρει ότι είσαι διάσημος ηθοποιός. Περίληψη δύο ξέφρενων δεκαετιών σε μια θαμμένη ζωντανή.
«Αρτσι, παιδί μου… Εσύ είσαι; Σου έλειψε η μαμά;»
Επίδομα εφ’ όρου ζωής. Οικονομική διαχείριση από την εταιρία Ντέιβιντ, Κίρμπι και Κάραθ στο Λονδίνο. Ένα σπίτι όλο δικό της, όπου μπορείς να την επισκέπτεσαι. Χωρίς υπηρέτες, όμως:
«Τα καταφέρνω καλά μόνη μου, αγαπητέ μου, δεν θέλω να με ζαλίζουν άνθρωποι τριγύρω, να μου λένε τι να κάνω, κι εξάλλου με κρατάει ζωντανή να είμαι απασχολημένη, μωρό μου.»
Νάτη λοιπόν, 1954, στο Μπρίστολ, στις πιο παράξενες μέρες της ζωής σου ανοίγεις την πόρτα και βλέπεις τη μικροκαμωμένη γριά γυναίκα να κάθεται στο βάθος του διαδρόμου. Θα σε αναγνωρίσει μ’ ένα εκατοστό γένια, τυλιγμένο στο γκρίζο μοντγκόμερι παλτό; Βγάσεις το καπέλο σου (ο Κάρι μισεί τα καπέλα!) και το πρόσωπο της γριάς μάνας σου φωτίζεται με έκπληξη. Σηκώνεται όρθια προσεκτικά, ανοίγει τα χέρια της και στριγγλίζει «Άρτσι! Γιε μου! Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω!»
Ο κόσμος έχει τρελαθεί σήμερα.

* 54, Wu Ming, εκδ. Εξάρχεια

Οι άνθρωποι λένε τραγούδια*

Όταν τσακώνομαι με κάποιον, αν είναι ένας καβγάς που με κάνει να νιώθω άσχημα, το πρώτο που κάνω μόλις τελειώσει ο καβγάς, είναι να αρχίσω το τραγούδι. Κι αυτό δε φαίνεται εντελώς φυσιολογικό.

Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται κάθε φορά που τσακωνόμαστε, με το που τελειώνει ο καβγάς, αρχίζεις πάντα το τραγούδι, μου λέει κάθε τόσο η Φραντσέσκα. Ε, της λέω, δεν ξέρω.

Το πρώτο ποίημα του Χλέμπνικοφ που διάβασα στη ζωή μου είναι πολύ σύντομο, τέσσερις στίχοι. Όταν πεθαίνουν τ’ άλογα, ξεφυσάνε / όταν πεθαίνουν τα χόρτα, ξεραίνονται / όταν πεθαίνουν οι ήλιοι, σβήνουν / όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, λένε τραγούδια.

*Το ατμόπλοιο του μοντερνισμού (Λαρδί), Πάολο Νόρι, εκδ. Ελληνικά Γράμματα

μόνο μια τσιπούρα…*

Βάλθηκα να μαγειρεύω από νωρίς το πρωί ακούγοντας παλιά μπλουζ του Lightnin’ Hopkins. Καθάρισα πρώτα την τσιπούρα, την παραγέμισα με μάραθο και της έριξα μπόλικο λαδάκι. Μετά, ετοίμασα τη σάλτσα για τα λαζάνια. Ό,τι έμεινε από το μάτσο του μάραθου το είχα βάλει να βράσει σε χαμηλή φωτιά μέσα σε νερό με αρκετό αλάτι και λίγο βούτυρο. Λάδωσα καλά το τηγάνι και τσιγάρισα λεπτές φέτες κρεμμύδι, σκορδάκι και ψιλοκομμένη πιπεριά. Πρόσθεσα ένα κουτάλι σούπας ξίδι και κάτι ντομάτες που είχα βουτήξει προηγουμένως σε καυτό νερό και τις είχα κόψει σε μικρούς κύβους. Όταν εξαμίστηκε το νερό, έριξα και το μάραθο.

Ηρέμησα επιτέλους. Πάντα το μαγείρεμα μου έκανε καλό. Δεν χανόμουνα μέσα σε δύσκολους λαβύρινθους σκέψεων. Η κούτρα μου λειτουργούσε για να υπηρετήσει μόνο μυρωδιές, γεύσεις και απολαύσεις.

Η Μπαμπέτ έφτασε την ώρα  που άκουγα το Last Night Blues και ετοίμαζα το τρίτο μου ποτήρι με παστίς.

*Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ξέρεις τη γη που οι κιτριές ανθίζουν;*

Που ήθελε να καταλήξει;

“Υπάρχουν διάφορα στάδια στην πορεία της Ιστορίας… Πότε έντονες αντιπαραθέσεις, πότε συνωμοσίες… Έτσι είναι. Λοιπόν. Είστε προφανώς κουρασμένος. Δεν σταθήκατε απολύτως στο ύψος των περιστάσεων σ’ αυτήν την υπόθεση της τρομοκρατικής επίθεσης κατά του συντρόφου Τουλάγιεφ… Θα με συγχωρέσετε που σας το λέω με τη γνωστή μου ειλικρίνεια, εντελώς μεταξύ μας, μιλάμε οι δύο μας και μόνο, αγαπητέ σύντροφε, όπως κάποτε, το ’18, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς το είπε και σε μένα τον ίδιο… Ε, να, επειδή σας εκτιμάμε…”

Δεν σκέφτηκε να διηγηθεί τι στο καλό του είπε πριν είκοσι χρόνα ο Λένιν. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε: ψευτομάσαγε τα λόγια του, πετούσε μερικά «ε, λοιπόν» από δω κι από κει, με τρεμουλιαστή φωνή, έκανε τον γέρο, είναι ένας από τους παλιούς στο κόμμα, πάντα στις επάλξεις.

“Ε, λοιπόν, πρέπει να ξεκουραστείτε για κάνα δυο μήνες στην εξοχή, στον ήλιο του Καυκάσου… Σας ζηλεύω, πώς σας ζηλεύω, σύντροφε, που θα πάτε για λουτρά, πιστέψτε με… Αχ… Ματσέστα, Κισλοβόντσκ, Σότσι, Τιχές-Ντζιρί, ονειρεμένος τόπος… Γνωρίζετε τους στίχους του Γκαίτε:

Kennst-du das Land wo die Zitronen blϋhn?

… δεν μιλάτε γερμανικά, σύντροφε Έρχοφ;”

Ο Ανώτατος Επίτροπος αντιλαμβανόταν επιτέλους έκπληκτος το νόημα εκείνης της φλυαρίας.

“Με συγχωρείτε, σύντροφε Ποπόφ, για να καταλάβω καλά: πρόκειται για διαταγή;”

“Όχι, αγαπητέ σύντροφε, μια απλή σύσταση σας κάνουμε. Είναι φανερό ότι είστε εξαντλημένος, όπως κι εγώ. Ανήκουμε όλοι στο Κόμμα, είμαστε υπόλογοι απέναντί του για την υγεία μας. Και το Κόμμα μάς προσέχει.”

[…]

Ο Ποπόφ ξεσταύρωσε τα γόνατά του υπερβολικά αργά, σηκώθηκε, μ’ ένα ταγγισμένο χαμόγελο, δέρμα θολό, με το χέρι απλωμένο, καλοπροαίρετος.

“Άει στα κομμάτια, αχ, δεν ξέρετε ακόμα τι εστί ρευματισμοί… Ε, λοιπόν, πότε φεύγετε;”

“Αύριο βράδυ, για το Σοχούμι. Από απόψε το βράδυ είμαι ήδη σε άδεια.”

Ο Ποπόφ έδειξε περιχαρής.

“Πολύ ωραία. Στρατιωτική ταχύτητα στις αποφάσεις, μου αρέσει αυτό… Κι εγώ, παρά τα χρόνια μου… Μάλιστα, μάλιστα… Να αναπαυτείτε καλά, σύντροφε Έρχοφ… Καυκασία, θαυμάσια χωριά, το στολίδι της Ένωσης… Kennst-du das Land…”

*Υπόθεση Τουλάγιεφ, Βικτόρ Σερζ, εκδ. Scripta , μτφρ: Τιτίκα Δημητρούλια

Σονάτα για Πιάνο, Νο 26*

Το καλύτερο ήταν η απουσία, και η μικρή Νίνα, την οποία δύσκολα σκεφτόσουν χωρίς το «μικρή», έμοιαζε να μεγαλώνει φανερά καθώς έπαιζε το κομμάτι. Ήταν ένα σωστό adante espressivo, προχωρούσε και κινούταν χωρίς υπερβολές, στην πραγματικότητα την έβλεπες να περιορίζει τα έντονα συναισθήματά της μπροστά στη σοφία του Μπετόβεν έτσι ώστε το μούδιασμα της απουσίας, η μελαγχολική μοναξιά, οι πνιγμένες κορυφώσεις της λαχτάρας να λάμπουν μέσα από από το παίξιμό της. Ο Νικ αναζήτησε τον Γουάνι, το λεπτό του προφίλ, τις μελαγχροινές μπούκλες πίσω από το αυτί του – και αναρωτιώταν αν τον είχε αγγίξει κι αν ναι με ποιον τρόπο. Κοίταζε το αυτί του, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει τι άκουγε. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις την πλήρη προσοχή από την πλήρη αφηρημάδα στον Γουάνι. Ο Νικ επικεντρώθηκε σ’ αυτόν ώστε όλα τα υπόλοιπα γύρω του να είναι ρευστά και μόνο ο Γουάνι ή ότι έβλεπε από αυτόν να πάλλεται στη γυαλιστερή καμπύλη του πιάνου. Είχε την αίσθηση ότι πλέει προς ένα άλλο μέρος, όμορφο, υπαινικτικό, ακόμα κι επικίνδυνο, ένα μέρος που δημιουργούσε και άφηνε ανοιχτό η μουσική, αλλά ξέχωρο από αυτή. Είχε τη διάθεση ενός ανησυχητικού ονείρου, όπου τίποτα δεν το γνωρίζεις στα σίγουρα και η μνήμη δεν έχει κανένα σταθερό πάτημα αφού ξυπνήσεις. Ποια ήταν η συμφωνία που είχε με τον Γουάνι; Η αναζήτηση της αγάπης φαινόταν να χρειάζεται την καλλιέργεια της αδιαφορίας. Η βαθιά σύνδεση μεταξύ τους ήταν τόσο μυστική που μερικές φορές ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι υπήρχε. Αναρωτήθηκε αν ήξερε κανείς – αν είχε έστω και μια αναλαμπή μαντεψιάς, μια φευγαλέα διαίσθηση, ξεχασμένη από τον ίδιο τον παραλογισμό της. Πως θα μπορούσε κάποιος να ξέρει; Πίστευε ότι πάντα πρέπει να υπάρχουν υπαινιγμοί ενός μυστικού δεσμού, κάποια ακούσια τρυφερότητα ή σεβασμός, ένας ιδιαίτερος τρόπος να μην προσέχει ο ένας τον άλλον. Αναρωτήθηκε αν θα γίνει ποτέ γνωστό ή αν θα πάρουν το μυστικό στους τάφους τους. Για ένα λεπτό ένιωσε ανίκανος να κουνηθεί σαν να ήταν υπνωτισμένος από την εικόνα του Γουάνι. Χρειάστηκε ένα μικρό τίναγμα για να σπάσει την μαγεία.

*Η Γραμμή της Ομορφιάς, Άλαν Χόλινγκχερστ, εκδ. Καστανιώτη.

υ.γ. μετάφραση από το πρωτότυπο δική μου.

Ορισμένες ανεπανόρθωτες κινήσεις*

Ο Αμπντούλ Αζίζ είχε σηκωθεί νωρίς και είχε εγκαταλείψει το Αλντεμπαράν χωρίς καν να βρει χρόνο για πρωινό ή για να κατεβάσει στα γρήγορα ένα νεσκαφέ. Δεν είχε καμία όρεξη να συναντήσει τον Διαμαντή. Ούτε και να του μιλήσει. Ήταν όλο τσίτα και νεύρα. «Δεν υπάρχει χειρότερο ναυάγιο από τούτο της ζωής» μονολογούσε επιστρέφοντας στην καμπίνα του την προηγούμενη νύχτα.

Ξαπλωμένος στην κουκέτα του άκουγε Ντιουκ Έλινγκτον. Money Jungle, ένα από τα αγαπημένα του άλμπουμ. Ο Ντιουκ έπαιξε σε τρίο μαζί με τον Τσάρλι Μίνγκους και τον Μαξ Ρόουτς. Είχαν «δώσει» εκεί την εκπληκτικότερη διασκευή του Solitude. Σε αυτή όμως την κασέτα ήταν το African Flower που προτιμούσε.

Το έπαιξε τέσσερις φορές. Και έπειτα αποκοιμήθηκε εξαντλημένος, ενώ ακουγόταν οι πρώτες νότες από το Caravan.

Από τα χαράματα είχε πάει στην Αποστολή των ανθρώπων της θάλασσας για να τηλεφωνήσει στη Σεφέ. Εδώ και τρεις μέρες είχε προσπαθήσει πολλές φορές το βράδυ, αλλά μάταια. Νωρίς το πρωί είχε σκεφτεί πως ίσως είχε περισσότερη τύχη. Μόλις είχε μπει ο Αμπντούλ Αζίζ στα κτίρια και ο Μπερτού, ο υποδιευθυντής, βιάστηκε να τον ενημερώσει σχετικά με τα απίστευτα νέα του Κωνσταντίνου Τάκη, του πλοιοκτήτη του. Το Αλντεμπαράν δεν ήταν το μοναδικό πλοίο δεμένο μέχρι νεωτέρας στην αποβάθρα. Σήμερα τριάντα εννέα από τα πλοία του ήταν μπλοκαρισμένα σε ολόκληρο τον κόσμο. Επιπλέον, τόνισε ο Μπερτού, εκκρεμεί εις βάρος του μια ποινική δίωξη. Η ελληνική δικαιοσύνη μόλις τον είχε καταδικάσει σε τρία χρόνια φυλάκιση. Και είκοσι χιλιάδες δολάρια πρόστιμο για την παραβίαση εμπορικής νομοθεσίας.

Ο Αμπντούλ Αζίζ δεν σχολίασε τις πληροφορίες. Περιορίστηκε μόνο να κουνήσει το κεφάλι ακούγοντας τον Μπερτού. Για το μέλλον του κάργκο εκείνο το πρωί δεν του καιγόταν καρφί. Ήθελε να μιλήσει στη Σεφέ.

* Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα είναι*

Στις δύο τα ξημερώματα γυρνάγαμε  με το αυτοκίνητο του Εμίλιο στο ξενοδοχείο. Το αλκοόλ είχε κάνει πάλι το θαύμα του, μετατρέποντας τον ενήλικα αρσενικό σε θερμόαιμο, ξεδιάντροπο έφηβο. Μιλούσαμε φωναχτά και οι πλάκες διαδέχονταν τις παθιασμένες κορώνες από τα ρεφρέν των τραγουδιών του Βίκτορ Χαρά που έπαιζε το κασετόφωνο. Απόηχοι της αγανάκτησης και των ελπίδων που κυριαρχούσαν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και τα πρώτα της δημοκρατίας, την εποχή της νιότης μας. Είχε περάσει μια μόνο δεκαετία, και ήταν σαν να είχαμε αλλάξει αιώνα. Τα τραγούδια που τότε μας είχαν συνεπάρει, μας ξυπνούσαν τώρα μια πρώιμη νοσταλγία, όχι τόσο γι’ αυτό που ήμασταν όσο γι’ αυτό που θα μπρούσαμε να είχαμε γίνει. Κουτσουρεμένα όνειρα σαν τον καημό που τραγουδούσε ο δολοφονημένος χιλιανός τραγουδιστής, της γυναίκας που έτρεχε στο εργοστάσιο όπου δούλευε ο αγαπημένος της, με τη βροχή στα μαλλιά, χωρίς να τη νοιάζει, αφού πήγαινε να τον βρει…

Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως κι εγώ ο ίδιος, πρότεινε να σταματήσουμε για μια βουτιά που θα μας ανακούφιζε από τη θέρμη του αλκοόλ. Ο Εμίλιο διαμαρτυρήθηκε πως δεν είχαμε μαγιό, κι εμείς απαντήσαμε πως ήταν αντιδραστικός κι ότι θα κολυμπήσουμε γυμνοί. Κι οι έφηβοι επιδειξίες στους οποίους είχαμε μεταμορφωθεί το έριξαν πάλι στο τραγούδι ώσπου το αυτοκίνητο σταμάτησε σε μια μικρή πλαζ της χερσονήσου, στο πάρκο της οποίας βρίσκεται το πανεπιστημιακό μέγαρο.

Αφήσαμε τα ρούχα μας στην άμμο να τα προσέχει ο Εμίλιο και μπήκαμε τρέχοντας στο νερό. Τη στιγμή που το κρύο μου δάγκωνε τα πόδια ακούσαμε γέλια και σφυρίγματα στις πλάτες μας. Δύσκολα διακρίνονταν μες τη μαύρη νύχτα, αλλά στην παραλία, δίπλα στο μέρος που είχαμε επιλέξει για να κολυμπήσουμε, ήταν μια παρέα και, πίσω της, η αμυδρή ανταύγεια μιας μικρής φωτιάς γύρω από την οποία κάθονταν όταν εμφανιστήκαμε εμείς να τρέχουμε τσίτσιδοι.

*Ένας Δαίμονας Στην Πόρτα, Jose Manuel Fajardo, εκδ. opera

Ψίθυροι της Ιρέν*

«Σ’ αγαπώ ακόμα, να το ξέρεις, σ’ αγαπώ…»

Από τότε που έπεσες σε κώμα ακούω το Les Vieux Amants, ξανά και ξανά. Είμαι σίγουρη ότι μ’ ακούς, κρυμμένος πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα.

Σε κοιτάζω και περνούν ασταμάτητα μπροστά απ’ τα μάτια μου εικόνες της ιστορίας μας.

Η συνάντησή μας στο αστυνομικό τμήμα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ όπου τα μάυρα σου μάτια με κοιτούσαν με πόθο.

Η αμηχανία μου μπροστά σ’ αυτό τον ωραίο μελαχρινό άνδρα που αμέσως τον φαντάστηκα μ’ ένα μπορσαλίνο, σαν να σχεδίαζα απ’ την αρχή τη φιγούρα του.

Το μπουκέτο σου με τα κόκκινα τριαντάφυλα και το πρώτο μας ραντεβού.

Το χολιγουντιανό φιλί που μου έδωσες στο κατώφλι του σπιτιού μου, χωρίς γλώσσα, σαν να φοβόσουν να μπεις μέσα μου τόσο γρήγορα.

Η πρώτη μας ερωτική περίπτυξη, όχι σπίτι σου αλλά σπίτι μου, πράγμα που μ’ έκανε να φοβηθώ ότι υπήρχε άλλη γυναίκα, ένας δεσμός, μια κρυφή ερωμένη.

Μα εκείνη που ανέκαθεν μοιραζόταν τη ζωή του δεν ήταν άλλη από τη γιαγιά σου! Μια σύντροφος που δεν υπολόγισα, καθώς τα στήθη μου πάλλονταν ακόμα από το χάδι των χεριών σου.

Η τρυφερότητα με την οποία ανακάτωνες την κόκκινη χαίτη μου ενώ εγώ άναβα, για σένα, το πρώτο Μπογιάρ.

Η πρώτη φορά που αποχωριστήκαμε γιατί το απαίτησα εγώ. Η άρνησή μου να μοιραζόμαστε τις νύχτες μας, από φόβο μήπως τα πρωινά η απογοήτευση έρθει και φορτώσει τη σχέση με τις ασήμαντες τελετουργίες της καθημερινότητας: την αδυναμία των σωμάτων που ζητούν επιτακτικά ν’ αποβάλλουν ό,τι τους είναι περιττό, την κατάποση υγρών και στερεών, το πλύσιμο του στόματος και σώματος. Αυτά τα μικροπράγματα, που άλλους τους καθησυχάζουν κι εμένα με τρομοκρατούν.

Όμως, πάντα με συγκινούσε να σε χαζεύω την ώρα που κοιμάσαι, τις λίγες φορές που το ανέχθηκα. Ο ύπνος σου ήταν εγγύηση εκείνη τη στιγμή πως δεν θα σ’ έχανα, ενώ ο δικός μου ύπνος μου ξυπνούσε τον φόβο της απουσίας σου, της εγκατάλειψης.

Σήμερα, ξενυχτάω δίπλα σου για να σου απαγορεύσω να χαθείς, σου μιλάω, στ’ αυτί, για να σ’ εμποδίσω να ξεχάσεις τη ζωή, αυτή που μοιραζόμαστε, κατά διαστήματα, εδώ και δέκα χρόνια…

*Η Κόκκινη Μασσαλία, Maurice Attia, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ