Με σιδερένιο σκήπτρο*

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, το νου σου μην ξυπνήσεις τη γάτα».
«Άσε με να χαρείς»
«Δεν κατάλαβες. Σήμερα έπαιξα Μπαχ στη γάτα. Δοκίμαζα μια σονάτα για βιολί δίχως ακκομπανιαμέντο, δεν καταλαβαίνεις; Δικαιούται κι αυτή την ησυχία της, αν το δεις απ’ τη δική της πλευρά. Δεν παρασταίνω δηλαδή πως εγώ μπορώ να το δω απ’ τη δική της άποψη. Παρότι εγώ με τη γάτα έχω ένα δέσιμο που ούτε φαντάζεσαι. Έχουμε πολλά κοινά».
«Βρε τι πάθαμε», είπε ο Πητ.
Ο Λεν γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η γάτα ξαπλωμένη στην πολυθρόνα. Σήκωσε το κεφάλι της.
«Ξύπνια είναι».
«Τώρα αποκλείεται να ξανακοιμηθεί», είπε ο Πητ και κάθησε. «Μπορεί εσένα να σε ημερεύει ο Μπαχ, τη γάτα όμως την αγριεύει».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί», είπε ο Λεν.
Έσπρωξε τη γάτα απ’ την καρέκλα. Μ’ ένα βελουδένιο γδούπο βρέθηκε στο πάτωμα, με καρφωμένη τη ματιά στο Πητ, η ουρά της να πηγαίνει μια από δω, μια από κει.
«Εσύ μπορεί να μην κατανοείς τη στάση της, αλλά νομίζω, εκείνη καταλαβαίνει άριστα τη δική μου».
«Εννοείς, τη δική σου στάση ως προς τη γάτα;»
«Ακριβώς».
«Η στάση η δικιά μου;» είπε ο Πητ. «Την έχω χεσμένη -ιδού η στάση μου. Δεν ασχολούμαι σχεδόν, την περιφρονώ, τη στολίζω με ό,τι θα ‘ταν αταίριαστο για τον ευεργέτη της, εμένα».
«Κρίμα. Πολύ λυπηρό, κρίμα».
«Κοίτα να σου πω! Κάθε έξυπνος άνθρωπος θα ‘ταν φιλύποπτος απέναντι σε μια γάτα με ροπή στα μαθηματικά και στη μουσική και που, με βάση αυτά τα δήθεν προσόντα, στέφει τον εαυτό της βασιλέα της παρέας».
«Είπες φιλύποπτος ή καχύποπτος;»
«Φιλύποπτος είπα».
«Νόμιζα πως είπες καχύποπτος».
Η γάτα καθισμένη στο χαλί έγλειφε τις πατούσες της.
«Η γάτα δεν είναι πλέον το ζώο που ξέραμε», είπε ο Πητ. «Κοίταξέ την. Σαν νότα σε πεντάγραμμο. Δέκατο έκτο».
«Ε, μην τα φορτώνουμε όλα στον Μπαχ».
«Γιατί όχι; Αυτή κυβερνάει εδώ μέσα. Με σιδερένιο σκήπτρο».

*Οι Νάνοι, Χάρολντ Πίντερ, εκδ. Καστανιώτη