Φτάνεις στο κενό από σιχασιά και κούραση*

Πράσινο. Πορτοκαλί. Κόκκινο. Το βουλεβάρτο Μισελέ παρέλασε χωρίς καμία στάση. Κατόπιν, τρέχοντας σαν βολίδα, η διασταύρωση της Μαζάργκ. Μετά το Ρεντόν, το Λυμινύ. Η D559. Κατεύθυνση Κασίς. Απ’ τον αυχένα της Ζινέστ. Κλασσική πορεία για τους ποδηλάτες της Μασσαλίας. Μια διαδρομή που γνώριζα απέξω. Από κει ξεκινούσαν πολλά μονοπάτια για τους ορμίσκους.

Ένας δρόμος ελικοειδής. Η D559. Στενός. Επικίνδυνος.

Long distance boogie, άρχιζαν οι ZZ TOP. Μεγάλε Μπίλυ Γκίμπονς! Μπήκα στην ανηφόρα με 110, η Σαφράν από πίσω μου. Το Σάαμπ μού φαινόταν λιγάκι μαλθακή, όμως ανταποκρινόταν καλά. Η Ζελού δεν θα την είχε οδηγήσει ποτέ της τόσο ζόρικα.

Μετά την πρώτη μεγάλη στροφή, η Σαφράν άλλαξε λωρίδα. Προσπαθούσαν να φτάσουν πλάι μου, κιόλας. Βιάζονταν. Είδα τη μάσκα του αυτοκινήτου να βρίσκεται στο ύψος του πίσω τζαμιού μου. Το χέρι του Ναρνί πρόβαλε. Κρατούσε ένα σιδερικό. Έβαλα τετάρτη. Δεν ήμουν μακριά από τα 100 και πήρα τη δεύτερη στροφή με πολύ μεγάλη δυσκολία. Το ίδιο κι αυτοί.

Ξανακέρδισα έδαφος.
Τώρα που ήμασταν εκεί, αμφέβαλλα για τις πιθανότητές μου. Ο Μπαλντούτσι φαινόταν άσος στο τιμόνι. Δεν έχεις και πολλές ελπίδες να γευτείς την πουτάργκ της Ονορίν, σκέφτηκα. Διάολε! Πεινούσα. Τι μαλάκας! Έπρεπε να ΄χες φάει πριν. Προτού αρχίσουν τα ντράβαλα. Αλλά έτσι ήσουν εσύ. Ορμούσες, πριν καν προλάβεις ν’ ανασάνεις. Ο Ναρνί θα σε περίμενε. Ή θα ΄χε έρθει να σε βρει.

Σίγουρα θα ‘χε έρθει.
Μια καλή μακαρονάδα αλά ματριτσιάνα δεν θα σου ‘πεφτε άσχημα. Κάνα κόκκινο κρασάκι. Ένα κόκκινο Tempier. Από το Μπαντόλ. Μπορεί να ‘χε από δαύτο στον άλλο κόσμο. Μα τι μαλακίες τσαμπουνάς; Μετά, δεν υπάρχει τίποτα.
Ναι, μετά δεν υπάρχει τίποτα. Σκοτάδι. Αυτό είναι όλο. Κι ούτε που το ξέρεις καν ότι είναι σκοτάδι. Αφού έχεις πεθάνει.

*Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ.