Είχε ανάγκη το «αλλού», όπως εγώ τη θάλασσα*

Είχα επιστρέψει σπίτι μου αργά, είχα πιει πολύ, είχα καπνίσει υπερβολικά κι είχα κακοκοιμηθεί. Η μέρα δεν μπορούσε παρά να είναι σκατένια.
Ο καιρός, ωστόσο, ήταν θαυμάσιος, όπως πουθενά αλλού δεν είναι έτσι τον Σεπτέμβρη. Πέρα απ’ το όρος Λουμπερόν και τις Αλπίγ είχε κιόλας φθινοπωριάσει. Στη Μασσαλία, μέχρι τα τέλη Οκτώβρη καμιά φορά, το φθινόπωρο κρατάει μια γεύση καλοκαιριού. Αρκούσε ένα αεράκι για να ξαναζωντανέψουν οι μυρωδιές του θυμαριού, της μέντας και του βασιλικού.
Εκείνο το πρωί, έτσι ακριβώς μύριζε. Μέντα και βασιλικός. Οι μυρωδιές της Λολ. Η μυρωδιά της στον έρωτα. Ξαφνικά ένιωσα γέρος και κουρασμένος. Θλιμμένος. Έτσι γίνομαι όπως πάντα όταν παραπίνω, καπνίζω σαν φουγάρο και κοιμάμαι άσχημα. Δεν είχα κουράγιο να βγάλω τη βάρκα. Κακό σημάδι. Δεν μου’χει ξανασυμβεί εδώ και καιρό. Ακόμη και μετά που έφυγε η Λολ, είχα εξακολουθήσει τις βαρκάδες μου.
Μου ήταν απαραίτητο κάθε μέρα, να παίρνω τις αποστάσεις μου απ’ τους ανθρώπους. Να καταφεύγω στη σιωπή. Το ψάρεμα, ήταν το πρόσχημα. Ένας φόρος τιμής που όφειλα σε τούτη την απεραντοσύνη. Πέρα, στ’ ανοιχτά, ξαναμάθαινες την ταπεινότητα. Κι επέστρεφα πάλι στη στεριά, γεμάτος καλοσύνη για τον κόσμο.
Η Λολ το ήξερε αυτό, κι άλλα πολλά που δεν της είχα πει ποτέ μου. Με περίμενε να φάμε στην ταράτσα. Κατόπιν βάζαμε μουσική και κάναμε έρωτα. Με την ίδια απόλαυση όπως και την πρώτη φορά. Με το ίδιο πάθος. Τα κορμιά μας έμοιαζαν ταμένα σ’ αυτό το γιορτάσι από γεννησιμιού τους. Την τελευταία φορά, είχαμε αρχίσει τα χάδια με το Yo no puedo vivir sin ti. Ένα δίσκο τσιγγάνων του Περπινιάν. Κάτι ξαδέλφια της Λολ. Μετά, μου ανακοίνωσε την πρόθεσή της να φύγει. Είχε ανάγκη το «αλλού», όπως εγώ τη θάλασσα.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ