Μπρίστολ, 25 Απριλίου*

Και τώρα, στην αγέλαστη πόλη του Μπρίστολ, συνοδευόμενος από υπαλλήλους της Αυτής Μεγαλειότητος με γκρίζα κοστούμια, είστε και πάλι δύο.
Δύο, επειδή είσαι ο «κύριος Γκραντ», αυτός που είναι αναγκασμένος να κρύβεται για να μην τον αναγνωρίσει κανείς, αλλά και ο Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς, αυτός που παραδόξως δεν χρειάζεται να κρύβεται, είναι ελεύθερος ν’ αναπνέει, αυτός που σου τραγουδάει σιωπηλά τους στίχους του Anything Goes :

Ο κόσμος έχει τρελαθεί σήμερα
Και το καλό είναι κακό σήμερα
Το μαύρο είναι άσπρο σήμερα
Και η μέρα είναι νύχτα σήμερα…

Είσαι αυτός που βαδίζει στην πόλη που γεννήθηκε κι ετοιμάζεται να δει την Έλσι για μια ακόμη φορά.
Τη μάνα σου.
Την Έλση, που ακόμη σε φωνάζει «Άρτσι».
Την Έλσι που μιλούσε στον εαυτό της, έπλενε διαρκώς τα χέρια της, έγδερνε το φλοιό της επιδερμίδας της με σκληρότριχη βούρτσα και ρωτούσε όλους και τον καθένα ξεχωριστά που βρίσκονται του χορού τα παπούτσια της.
Την Έλσι, που ο πατέρας σου Ελάιας την έβαλε χωρίς να το γνωρίζεις σε ψυχιατρική κλινική. Στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας, στο ερειπωμένο προάστιο του Φίσποντς, τερματικός σταθμός ενός τραμ από το Μπρίστολ.
Ήσουν εννιά χρονών. «Πήγε στη θάλασσα, στο Ουεστονσάπερ-Μάρε, για λίγες διακοπές».
Πότε κατάλαβες ότι δεν θα ερχόταν πίσω; Πότε ακριβώς συμπέρανες ότι οι γονείς σου σε είχαν αφήσει, ότι η μητέρα σου σ’ είχε εγκαταλείψει; …Άρτσι;
Έλσι, μόνο μια λίρα το χρόνο για να μένει σε μια χωματερή, ανύπαρκτη υγιεινή, επιθετικές νοσοκόμες.
Έλσι, είκοσι λίρες συνολικά, μέχρι το θάνατο του συζύγου της και το γράμμα που έστειλε ο άγγλος δικηγόρος.
Έλσι, ζωντανή. Πενήντα εφτά χρονών.
Δεκέμβριος 1935.
Ημικρανίες, εφιάλτες, το φάντασμα του πατέρα σου προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, αδέξια. Μπάσταρδος. Βρωμερή αναπνοή, σκουλίκια στο λαιμό του άντρα που πέθανε από κίρρωση του ήπατος. «Δεν μπορείς να ζητάς από τους άλλους να είναι ειλικρινείς, Άρτσι. Ούτε κι εσύ είσαι ειλικρινής.»
Ξεγλιστράς από τους δημοσιογράφους. Λίγους μήνες πριν, στην κηδεία του πατέρα σου, έπεσες στη μέγγενη των ρεπόρτερ. Μετά η συνάντηση:
«Μητέρα. Εδώ είμαι.»
Σε θυμάται με κοντά παντελονάκια, Άρτσι.
Δεν σε γνωρίζει, Κάρι. Δεν ξέρει ότι είσαι διάσημος ηθοποιός. Περίληψη δύο ξέφρενων δεκαετιών σε μια θαμμένη ζωντανή.
«Αρτσι, παιδί μου… Εσύ είσαι; Σου έλειψε η μαμά;»
Επίδομα εφ’ όρου ζωής. Οικονομική διαχείριση από την εταιρία Ντέιβιντ, Κίρμπι και Κάραθ στο Λονδίνο. Ένα σπίτι όλο δικό της, όπου μπορείς να την επισκέπτεσαι. Χωρίς υπηρέτες, όμως:
«Τα καταφέρνω καλά μόνη μου, αγαπητέ μου, δεν θέλω να με ζαλίζουν άνθρωποι τριγύρω, να μου λένε τι να κάνω, κι εξάλλου με κρατάει ζωντανή να είμαι απασχολημένη, μωρό μου.»
Νάτη λοιπόν, 1954, στο Μπρίστολ, στις πιο παράξενες μέρες της ζωής σου ανοίγεις την πόρτα και βλέπεις τη μικροκαμωμένη γριά γυναίκα να κάθεται στο βάθος του διαδρόμου. Θα σε αναγνωρίσει μ’ ένα εκατοστό γένια, τυλιγμένο στο γκρίζο μοντγκόμερι παλτό; Βγάσεις το καπέλο σου (ο Κάρι μισεί τα καπέλα!) και το πρόσωπο της γριάς μάνας σου φωτίζεται με έκπληξη. Σηκώνεται όρθια προσεκτικά, ανοίγει τα χέρια της και στριγγλίζει «Άρτσι! Γιε μου! Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω!»
Ο κόσμος έχει τρελαθεί σήμερα.

* 54, Wu Ming, εκδ. Εξάρχεια