Kι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες*

Χωρίς να τον πολυνοιάζουν οι επιφυλάξεις του Γιόζεφ, ο Ματέ επέμενε. Είχε ξανασκεφτεί τη διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία της Δίκης. Υποστήριζε πως ήταν ένα αξιόλογο μανιφέστο για το παράλογο, ενώ ο Γιόζεφ αντιθέτως θεωρούσε πως η απουσία του ορθού λόγου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
– Όταν ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, παραμένει ελεύθερος. Στην ανάκρισή του, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει κατηγορητήριο εναντίον του, αντιθέτως, ασκεί αυτός κριτική στο σύστημα. Το διαμέρισμα του δικαστικού κλητήρα χρησιμεύει για δικαστήριο, ενώ όσο διαρκεί η δίκη του, η γυναίκα του κλητήρα έχει σεξουαλικές σχέσεις μ’ έναν φοιτητή. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα, οι καταστάσεις αυτές στερούν απ’ το κείμενο τη δύναμη της καθημερινότητας. Δηλαδή, η πραγματικότητα πρέπει να είναι παράλογη και ακατανόητη;
– Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες, αντέταξε ο Ματέ.
– Είναι λάθος να διαβάζει κανείς μεταφορικά τον Κάφκα. Βρίσκεται στο κενό, κλεισμένος σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό. Σ’ αυτές τις χώρες άνθρωποι έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους.
– Τρίχες! Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πιο διασκεδαστικό ένα βράδυ ρεβεγιόν! είπε η Νελλύ.
Ο Γιόζεφ σηκώθηκε. Μη μπορώντας να πάει πίσω την καρέκλα του, σκαρφάλωσε στο τραπέζι, άρπαξε τη Νελλύ απ’ το χέρι, την σήκωσε βάζοντας όλη του τη δύναμη. Χωρίς να δίνει σημασία στα επιφωνήματα και στις διαμαρτυρίες προχώρησε, προσπαθώντας να μην πατήσει μέσα στα πιάτα, σέροντας τη Νελλύ πίσω του, εκείνη αναποδογύρισε μερικά ποτήρια, λέγοντας «Συγνώμη, συγνώμη». Ο Γιόζεφ ζήτησε από έναν ηθοποιό να ανοίξει το παράθυρο. Μια πνοή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο εστιατόριο. Ανέβηκε στο περβάζι, βοήθησε τη Νελλύ να ανέβει κι εκείνη, είχαν χάσει την ισορροπία τους, έκαναν κύκλους με τα χέρια τους στον αέρα. Πήδηξαν στην έρημη βεράντα. Σαν ορχήστρα που υπακούει στον μαέστρο ο οποίος διευθύνει με τα δάχτυλα τεντωμένα, οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να παίζουν, καθώς η ησυχία είχε επανέλθει στην αίθουσα. Ο Γιόζεφ οδήγησε τη Νελλύ στο «Quand on s’promène au bord de l’eau». Η θάλασσα ήταν μαύρη, δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε φεγγάρι. Είχαν όλη την πίστα δική τους, η Νελλύ στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα, τσιτωνόταν, μπέρδευε τα βήματά της, είχε την τάση να κολλάει πάνω του.
– Κλείσε τα μάτια, της ψιθύρισε.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ