Στο Μπράιτον θα δροσιστούμε, τα ψάρια θα μας φοβηθούνε*

Διέσχισαν μαζί το διάδρομο προχωρώντας προς το δωμάτιο του άγγλου ασθενούς, με τον Καραβάτζιο να κρατάει το γραμμόφωνο παραμάσχαλα, ενώ είχε το χέρι του πάνω από το βραχίονα και τη βελόνα του.
«Πριν αρχίσεις να μας λες τις ιστορίες σου», είπε στη στατική φιγούρα. «θα σε βάλω ν’ ακούσεις το My Romance«.
«Γραμμένο το 1935 απ’ τον Λόρεντς Χαρτ, αν δεν κάνω λάθος», μουρμούρισε ο Άγγλος.

Ο Κιπ καθόταν στο παράθυρο και η Χάνα είπε ότι θα ήθελε να χορέψει μαζί του.
«Όχι πριν σε μάθω, σκουληκάκι μου».
Σήκωσε το κεφάλι της κι έριξε μια παράξενη ματιά στον Καραβάτζιο. Έτσι τη φώναζε ο πατέρας της. Την τράβηξε στην αγκαλιά του, την είπε πάλι «σκουλικάκι» κι άρχισε το μάθημα χορού.

Η Χάνα είχε φορέσει ένα καθαρό αλλά ασιδέρωτο φουστάνι. Κάθε φορά που έκαναν μια στροφή, έβλεπε το σκαπανέα να τραγουδάει μόνος του τα λόγια. Αν είχαν ηλεκτρικό, θα μπορούσαν να ακούνε ραδιόφωνο, τις ειδήσεις για τον πόλεμο. Το μόνο που είχαν ήταν ο κρυσταλλικός δέκτης του Κιπ, τον οποίο είχε αφήσει όμως από ευγένεια στο αντίσκηνό του. Ο άγγλος ασθενής μιλούσε για τη δυστυχισμένη ζωή του Λόρεντς Χαρτ. Ορισμένοι από τους καλύτερους στίχους του για το Μανχάταν, είπε, είχαν αλλαχτεί, και τώρα άρχισε να απαγγέλει:

«Στο Μπράιτον θα δροσιστούμε.
Τα ψάρια θα μας φοβηθούνε.
Μόλις μες στο νερό μας δούνε.
Το μαγιό σου θα είναι τόσο μικρό
Που όλο και κάποιος αστακός χαμόγελο θα σκάσει
Ψηλά από την κορυφή μέχρι χαμηλά στη βάση.»

«Θαυμάσιοι στίχοι, και πολύ ερωτικοί, αλλά κάτι μου λέει ότι ο Ρίτσαρντ Ρότζερς θα τους ήθελε κάπως αξιοπρεπέστερους».

«Πρέπει όπως βλέπεις να μαντεύεις τις κινήσεις που θα κάνω».
«Γιατί δεν μαντεύεις εσύ τις δικές μου;»
«Θα γίνει κι αυτό όταν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Προς το παρόν, μόνο εγώ ξέρω».
«Βάζω στοίχημα ότι ξέρει κι ο Κιπ».
«Μπορεί να ξέρει αλλά δεν τις κάνει».
«Λέω να πιω λίγο κρασί», είπε ο άγγλος ασθενής, και ο σκαπανέας πήρε ένα ποτήρι με νερό, το άδειασε έξω από το παράθυρο κι έβαλε κρασί μέσα για τον ‘Αγγλο.
«Το πρώτο μου ποτό ύστερα από ένα χρόνο».

Ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος και ο σκαπανέας γύρισε γρήγορα το κεφάλι του και κοίταξε το σκοτάδι έξω από το παράθυρο. Οι άλλοι πάγωσαν. Θα μπορούσε να ήταν νάρκη. Εκείνος γύρισε και τους είπε:
«Εντάξει, δεν ήταν νάρκη. Ο θόρυβος θα πρέπει να ήρθε από καθαρισμένη περιοχή».

«Βάλε τον δίσκο από την άλλη, Κιπ. Τώρα θ’ ακούσεις το How Long Has This Been Going On, γραμμένο από τον…»
Άφησε να πει το όνομα ο άγγλος ασθενής, που κουνούσε αμήχανα το κεφάλι χαμογελώντας με μια γουλιά κρασί στο στόμα του.
«Σίγουρα, το οινόπνευμα αυτό θα με σκοτώσει».
«Εσένα, φίλε μου, τίποτα δεν μπορεί να σε σκοτώσει. Είσαι καθαρός άνθρακας».
«Καραβάτζιο!»
«Τζωρτζ και Άιρα Γκέρσουιν. Άκου».

Με τη Χάνα στην αγκαλιά του, γλιστρούσε πάνω στη θλίψη του σαξοφώνου. Είχε δίκιο. Η μελωδία ήταν τόσο αργή, τόσο τραβηγμένη, που μπορούσε και η ίδια να καταλάβει ότι ο συνθέτης της δεν ήθελε να βγει από το μικρό σαλόνι της εισαγωγής και να περάσει στο τραγούδι, θα προτιμούσε να μείνει εκεί, στο σημείο που δεν είχε αρχίσει ακόμα η ιστορία, σαν να είχε ερωτευτεί την καμαριέρα προτού γνωρίσει την κυρία του σπιτιού. Ο Άγγλος μουρμούρησε ότι κάτι τέτοιες εισαγωγές σε τραγούδια ονομάζονταν «φορτία».

* Ο Άγγλος Ασθενής, Michael Ondaatje, εκδ. Καστανιώτη