«Μπορεί να διψούσε»

Φαίνεται πως όσο πιο απίστευτη είναι μια ιστορία τόσο περισσότερο ικανός είμαι να την πιστέψω.

Είμαι τριάντα χρονών. Το 1903 έπαθα νευρικό κλονισμό και μ’ έστειλαν σε μια ψυχιατρική κλινική κλεισμένο μέσα σε ένα ζουρλομανδύα. Δεν είναι ακόμα ακριβώς ξεκάθαρο πως συνέβη, αλλά θα σας  πω τι θυμάμαι.

Είμαι βιολιστής σε  ορχήστρα, τουλάχιστον ήμουν πριν τον νευρικό κλονισμό.  Το Μάιο του 1903  ήμουν στο Κλίβελαντ του Οχάιο, παίζοντας βιολί για κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι σε Ρε Ματζόρε, όταν ακριβώς  στο  μέσο της καντέντσας -πάνω στην οποία είχα  δουλέψει για βδομάδες-, ξαφνικά άφησα το βιολί κάτω και άρχισα να σχίζω τις παρτιτούρες του πρώτου βιολιστή. Έκανα τα φύλλα του κομματάκια  όσο πιο γρήγορα μποροούσα, έριξα νερό μέσα στο φαρδύ στόμιο μιας τούμπας, κοπάνησα τα πλήκτρα του πιάνου  με  τις γροθιές μου -μόνο τα μαύρα πλήκτρα- και μετά κάθισα στο πάτωμα κλαίγοντας.  Το ακροατήριο παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα μέχρι που οι άνδρες της ασφάλειας όορμησαν μέσα και με πήραν σηκωτό από τη σκηνή.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ηρέμησα ώστε να μπορώ να πω τρεις τέσσερις  λογικές κουβέντες, δέχτηκα ερωτήσεις από τον αρχίατρο ενώ οι υπόλοιποι του ιατρικού προσωπικού κάθονταν σε κοντινές καρέκλες, ακούγοντας.

“Γνωρίζεις το όνομά  σου;”
“Τζέρεμι Σπένσερ Γουέμπ”, απάντησα
“Μπράβο!”, απάντησε ο αρχίατρος.
«Σας παρακαλώ, μη με ενθαρρύνετε”.
“Συγγνώμη”. είπε σχεδόν ταπεινά ο γιατρός “Είστε παντρεμένος;”
“Όχι, δόξα τω Θεώ”.
«Γιατί το λέτε αυτό;”
“Γιατί ήμουν παντρεμένος λίγα χρόνια πριν και αν είχατε παντρευτεί εσείς τη γυναίκα μου, τώρα θα είσαστε εσείς με το ζουρλομανδύα και εγώ θα σας έκανα ερωτήσεις”.
“Αυτό σας προκάλεσε το νευρικό κλονισμό;”
“Όχι, φυσικά και όχι, απλώς είναι μια κακιά ανάμνηση. Είμαστε χωρισμένοι τώρα”.
“Σας αρέσει η δουλειά σας σαν μουσικός, κύριε Γουέμπ;”
“Αγαπώ τη  δουλειά μου πιο πολύ κι από τη ζωή μου”.
“Τότε λοιπόν, γιατί σκίσατε τις μουσικές παρτιτούρες των άλλων βιολιστών… και χτυπήσατε τα πλήκτρα ενός πολύ ακριβού πιάνου Steinway  με τη γροθιά σας;”
“Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα”.
“Μήπως έχετε κάποια ιδέα γιατί ρίξατε νερό μέσα στην τούμπα;”
“Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως μπορεί να διψούσε”.
“Αστειεύεστε κύριε Γουέμπ;”
“Όχι, δεν αστειεύομαι, μακάρι να το έκανα”.

Ο αρχίατρος με κοίταξε επίμονα για μερικά δευτερόλεπτα.

Η γυναίκα που δεν ήθελε, Gene Wilder, εκδ. ΑΛΔΕ, μετάφραση Δημήτρης Μαμαλούκας

Advertisement

Μ’ ένα κονιάκ στο χέρι…*

«Άκουσε, παιδί μου, να δεις. Εγώ σχολείο δεν έβγαλα και γράμματα δεν κατέχω σαν κι εσένα, που κοσμογύρισες κι έκανες κι έρανες. Εγώ δεν διάβασα βιβλία και μήτε γραμματιζούμενος είμαι, μα είμαι δίκαιος κι εκείνο που είναι αυτό λέω. Μαθαίναμε τα νέα σου και τους αγώνες σου όλους. Ο παππούς σου το ίδιο. Ήξερε γιατί δεν πατάς πια και σε χάσαμε, κι όλο σε μελετούσε. Σε καμάρωνε κι ας τον πίκραινες που τον λησμόνησες χρόνια πολλά και ούτε αν ζει δεν ρώτησες. Τονε παράτησες και τον ξέχασες κι ήσουνα λάθος».
Ντράπηκα και θίχτηκα, κι ας ήταν έτσι. Δεν καταλάβαινε πως δεν παράτησα τον τόπο μου για ντολτσεβίτες, μα για κάποια ιδέα κι έναν αγώνα ιερό. Άλλωστε κι εμένα τον ίδιο παράτησα και ξέχασα κατά καιρούς. Αμύνθηκα.
«Δεν καταλάβατε. Δεν ήταν προσωπικό με τον παππού μου ή με το χωριό. Απλά είχα τον δικό μου αγώνα. Είχα να…»
«Κουραφέξαλα. Αυτά που λες είναι κουραφέξαλα, κι εγώ σ’ το λέω αντρίκεια».
Μαζεύτηκα και στριμώχτηκα.
«Άκου λοιπόν για να μαθαίνεις. Αυτός ήταν ο ήρωας κι ο αγωνιστής. Αυτός που τώρα τον νεκροφιλάνε στο σαλόνι. Αυτός κι όλοι αυτοί οι γέροι εδώ έξω. Αν θες παράσημα να δεις, για κοίτα τα κορμιά τους. Κοίτα τις χαρακιές και τα στραβωμένα δάχτυλα. Κοίτα τις σκορπιοδαγνωματιές και τα κοψίματα από την κλαδευτήρα. Κοίτα τα χρόνια κρυώματα στα στήθη και τα λυγισμένα δάχτυλα. Θες μάχες να δεις; Τα δικά μας πεδία μαχών είναι τ’ αλώνια. Εκεί ματώσαμε εμείς για μια ιδέα. Να χτίσουμε στα ερείπια του τόπου κάτι, για να τ’ αφήσουμε σ’ εσάς, να μη μας λησμονάτε. Χρωστούσαμε που σας φέραμε στον κόσμο και δεν βαρυγκομήσαμε ποτέ. Νομίζεις δεν θέλαμε εμείς κι άλλες πόλεις και θάλασσες βαθιές; Δεν θέλαμε εμείς να ερωτευτούμε και να μη σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι μια φορά; Ζητάς τα οχυρά να δεις απ’ τις μεγάλες μάχες; Πήγαινε και κοίτα τα ξώσπιτα και τα λινά στα κτήματα που κάναμε μνημεία κι αν ψάχνεις κάλυκες να βρεις, σκάψε μες τα χωράφια και θα βρεις ψαλίδες σπασμένες και λαβές από κοφίνια. Αν ζητάς παντιέρες, εμείς είχαμε μία και ήταν το τραπεζομάντηλο, που το τινάζαμε απ’ τα ψίχουλα και το ανεμίζαμε μεσημέρι βράδυ κι η νίκη μας ήταν αυτή. Το φαγητό στο τραπέζι. Αν ψάχνεις για άρματα βαριά κι αχρηστεμένα, κοίτα τις μάκινες που στέκουν σιωπηλές κι αν ναρκοπέδια ζητάς, να έβλεπες σαν πατούσαμε πάνω στη χαλασμένη απ’ τη βροχή σταφίδα πάνω τι θάνατο μας έδινε και τι κορμιά διαλούσε.
«Βιβλία και γραπτά δεν αφήσαμε, μα εκείνος που φύτευε ελιές στα γεράματά του τι νομίζεις πως έκανε; Δεν θα προλάβαινε να κάτσει κάτω απ’ τον ίσκιο τους ή να γευτεί το λάδι τους, κι όμως το έκανε. Αν θες να γράψεις κάτι στα βιβλία σου, να πεις πως ήρωάς μου εμένα είναι ο Νικολός, που τον πήρε η πλημμύρα παλεύοντας να σώσει το σκυλί του, ο φίλος μου ο Ηλίας που έπαθε συγκοπή καταηλιού στ’ αλώνια, γιατί δεν άκουσε τον γιατρό του και δεν κάθισε ούτε νερό να πιει, η γυναίκα του Νικήτα, που έμεινε χήρα με έξι παιδιά και όργωνε με το αλέτρι, στη μια μεριά αυτή, στην άλλη το μουλάρι. Να γράψεις πως πατρίδα μου εμένα είναι η καστανιά στο κάτω μέρος του χωριού, που πρωτοφίλησα τη γυναίκα μου, το ποτάμι που έστησα ξώβεργα με τον παππούλη σου κι ο βράχος που καθόμασταν μικρά παιδιά επάνω και τραγουδούσαμε ίσαμε που δεν είχαμε φωνή.
«Αυτά να γράψεις, κι αν θες συνείδηση να δεις, κοίτα αυτούς που ήρθαν να χαιρετήσουν εδώ σήμερα μ’ ένα κονιάκ στο χέρι. Όλα τ’ άλλα είναι κουραφέξαλα και σ’ το υπογράφω εγώ που νογάω να γράψω μονάχα τ’ όνομά μου.»
Γύρισε το ποτήρι του ανάποδα κι άφησε το ζεστό κονιάκ να πέσει στην αυλή, ποτίζοντας το χώμα και ξεδιψώντας τον Χάροντα που πήρε τον παππού μου. Τον Χάροντα που πήρε τον φίλο του. Το άδειασε κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γεια.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ θα ήταν πίσω στο σπίτι μου στην πόλη όταν ξεκρέμαγα το κάδρο του Γκεβάρα απ’ τον τοίχο και στη θέση του έβαζα μια κορνίζα που μέσα είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τέσσερα παιδιά με πουκάμισα και τιράντες και γύρω τους σταφίδες απλωμένες κι αλώνια προσεγμένα. Ο μεσαίος στην απάνω σειρά ήταν ο παππούς μου. Κάρφωσα τη βελόνα του πικάπ στα Είκοσι τέσσερα πρελούδια για πιάνο του Σοστακόβιτς κι έσβησα. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα χωρίς να στριφογυρίσω στο κρεβάτι ούτε μια φορά. Με το δεξί χέρι κάτω από το μαξιλάρι και το πόδι σφηνωμένο ανάμεσα στην κόχη του κρεβατιού και στον τοίχο. Όπως όταν ήμουν παιδί.

*Αποδοχή Κληρονομιάς, Ανδρέας Νικολακόπουλος, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Αποχαιρετισμός*

Έχω αψεγάδιαστη καταγωγή, και φέρθηκα άψογα. Αλλά κι εκείνος· με ίσως λίγο πιο στητό το λεπτό του σώμα, ίσως λίγο πιο σφιχτά δεμένα τα χέρια πίσω στην πλάτη του. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο, κοιτώντας αλλά μη κοιτώντας με. Μου ζήτησε να του παίξω την αγαπημένη του σονάτα του «Αποχαιρετισμού», κι επειδή τη γνωρίζω καλά τα δάχτυλά μου περιφρόνησαν τα θολωμένα μου μάτια και δούλεψαν από μόνα τους κι η μουσική βγήκε, κάπως βγήκε, κι απλώθηκε στο δωμάτιο μουσικής όπου βρισκόμασταν οι δυο μας. Θα έλεγα μάς ευλόγησε. Λες κι είμαστε κάποιο ανέστιο αστεφάνωτο ζευγάρι που δεν περιμένει τίποτα άλλο από πουθενά – αλλά προσπαθώ κι εγώ να μην παρασύρομαι από συναισθηματισμούς. Να είμαι λογική και ψύχραιμη.

Όπως, ας πούμε, λογικά να παραδεχτώ ότι δεν θα με παντρευτεί ποτέ, και το ξέρω. Γιατί θέλει να είναι ανεξάρτητος και αφοσιωμένος σ’ αυτό που πρέπει να κάνει προτού η τροχιά του εκραγεί και σβήσει· γιατί θα τον έδενα σ’ αυτή την παγωμένη χώρα και θα τον βάραινα στην άλλη, εκείνη που δεν υπάρχει ακόμα· γιατί δεν έχει χρήματα για μια πριγκίπισσα· γιατί η ίδια η Τσαρίνα τού το είπε, ότι πρέπει να κοιτάξει αλλού για γάμο – να τοι οι λόγοι, τους λέω και τους ξαναλέω στην ανυπότακτη καρδιά μου, τους έμαθα πια απέξω.
Θα αλληλογραφούμε, μου είπε στο τέλος χαμογελώντας με κάποια δυσκολία. Κοιτώντας και μη κοιτώντας με. Παρακαλώ πολύ, σε παρακαλώ πολύ, Ρωξάνδρα, γράφε μου.
Θα σου γράφω, Ιωάννη, και θα μου γράφεις. Σελίδες και σελίδες που μετά, όταν οι τροχιές μας θα έχουν σβήσει, θα ανεβαίνουν φτερωτές τα ράφια των μεγάλων βιβλιοθηκών. Όλο και πιο ψηλά, θα φωλιάζουν στη μεταθανάτια ζωή μας, στον ανέστιο αστεφάνωτο γάμο μας. Μόνο που ο έρωτας δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Η ψυχή μου όλη έχει ξεσηκωθεί και ουρλιάζει σήμερα, Ιωάννη, το δέρμα μου ανατριχιάζει, ναι, το δέρμα μου, που δεν είναι από μάρμαρο: Γιατί σε θέλει, και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Με δύναμη αρπάζω μια σειρά βιβλία απ’ αυτά που φτάνω εύκολα, στα χαμηλά ράφια, όμορφα βιβλία δεμένα με κόκκινο δέρμα μαλακό σαν βελούδο, με χρυσά γράμματα, και τα πετάω κάτω. Ναι, έτσι. Παίρνω κι άλλα, τα πετάω όλα κάτω. Τώρα το πρωινό φως πέφτει πάνω σ’ αυτό το χυμένο αίμα, κόκκινο, χρυσό, με λίγη υγρασία.

*Κάτι κρυφό μυστήριο, Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι

Νυχτερινό*

Αν ο κόμης προσπαθούσε να εξηγήσει στον Βασίλι πως στα χρυσά μας χρόνια το πέρασμα του χρόνου είναι ενίοτε τόσο γοργό που δεν αφήνει παρά ένα αχνό αποτύπωμα στη μνήμη μας, σχεδόν σαν να μην έχει συμβεί ποτέ – αυτό που επακολούθησε ήταν ένα τέλειο παράδειγμα.
Γιατί τα τρία λεπτά που μεσολάβησαν από την υπέροχη συζήτηση στο γραφείο του θυρωρού μέχρι να βρεθεί στην αίθουσα χορού, όπου άρπαξε ένα κάθαρμα από τα πέτα, πέρασαν εν ριπή οφθαλμού. Για την ακρίβεια, πέρασαν τόσο γρήγορα, ώστε ο κόμης δεν θυμόταν καν ότι είχε πετάξει τις αποσκευές από τα χέρια του Γκρίσα καθώς εφορμούσε προς την αίθουσα. Ούτε πως είχε ανοίξει την πόρτα διάπλατα φωνάζοντας «Αχά!», ούτε πως είχε τραβήξει τον επίδοξο Καζανόβα από το καναπεδάκι που καθόταν και κρατούσε το χέρι της Σοφίας.
Όχι, ο κόμης δεν θυμόταν τίποτε από όλα αυτά. Επειδή, όμως, έπρεπε παράλληλα να εξασφαλιστεί η ουράνια ισορροπία και η σταθερότητα του σύμπαντος, εκείνος ο αχρείος μυστακιοφόρος με το βραδινό σακάκι θα θυμόταν κάθε δευτερόλεπτο που θα επακολουθούσε σε όλη τη ζωή του.
«Εξοχότατε», εκλιπαρούσε, καθώς ταλαντευόταν στον αέρα. «Έγινε μια τρομερή παρεξήγηση!»
Κοιτάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπο πάνω από τις γροθιές του, ο κόμης τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε καμία παρεξήγηση. Ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο τύπος που κουνούσε τόσο χαρωπά την μπαγκέτα του στην εξέδρα του Πιάτσα. Και παρόλο που ήξερε να προσφωνεί σωστά και με τον κατάλληλο τόνο, δεν έπαυε να είναι μια οχιά τόσο φαρμακερή όσο και κάθε οχιά που είχε ξεμυτίσει ποτέ μέσα από τα θάμνα από καταβολής Εδέμ.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό φαυλότητας του εν λόγω, η τρέχουσα κατάσταση έθετε σαφώς ένα πρόβλημα. Διότι από τη στιγμή που έχεις αρπάξει έναν άθλιο από τα πέτα και τον έχεις σηκώσει στον αέρα, τι τον κάνεις; Τουλάχιστον όταν έχεις σβερκώσει κάποιον, μπορείς να τον πας μέχρι την πόρτα και να τον πετάξεις από τις σκάλες. Όταν τον κρατάς από τα πέτα, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να τον ξεφορτωθείς. Προτού προλάβει ο κόμης να λύσει αυτόν τον γρίφο, η Σοφία του έβαλε και δεύτερο.
«Μπαμπά! Τι κάνεις;»
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Σοφία. Αυτός ο κύριος κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα -προτού αρπάξει το ξύλο της ζωής του»
«Το ξύλο της ζωής του; Μα ο Βίκτορ Στεπάνοβιτς είναι ο δάσκαλός μου».
Κρατώντας το ένα μάτι στο κάθαρμα, ο κόμης κοίταξε την κόρη του με το άλλο. «Ο… ποιος σου;»
«Ο δάσκαλός μου. Με διδάσκει πιάνο».
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του τέσσερις φορές απανωτά.
Χωρίς να αφήσει τα πέτα του αγύρτη, ο κόμης έγειρε το κεφάλι του πίσω, έτσι ώστε να εξετάσει το σκηνικό με λίγο περισσότερη προσοχή. Τώρα που το ξαναέβλεπε πιο προσεχτικά, το διθέσιο καναπεδάκι που τους είχε δει να κάθονται, στην πραγματικότητα φαινόταν να είναι το ταμπουρέ ενός πιάνου. Και στο σημείο που ήταν πλεγμένα τα χέρια τους υπήρχε μια ολόισια σειρά πλήκτρα από ελεφαντόδοντο.
Ο κόμης τον άρπαξε πιο σφιχτά.
«Ώστε αυτό είναι το παιχνίδι σου, ε; Αποπλανάς τις κοπέλες παίζοντάς τους σουίνγκ;»
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος του πιάνου τον κοίταξε για λίγο κατάπληκτος.
«Κατηγορηματικά όχι, εξοχότατε. Ποτέ δεν έχω παρασύρει καμία δεσποινίδα με σουίνγκ. Κλίμακες και σονάτες παίζουμε. Εγώ είμαι απόφοιτος του Ωδείου και κάτοχος του μεταλλίου Μουσόρσκι. Δουλεύω στο εστιατόριο για λόγους βιοπορισμού». Εκμεταλλευόμενος τον δισταγμό του κόμη, έδειξε το πιάνο με το κεφάλι του. «Επιτρέψτε μας να σας δείξουμε. Σοφία, δεν παίζεις το νυχτερινό που μαθαίναμε;»
Το νυχτερινό;…

«Όπως επιθυμείτε, Βίκτορ Στεπάνοβιτς», απάντησε ευγενικά η Σοφία και πήγε στο πιάνο για να τακτοποιήσει τις παρτιτούρες της.
«Μήπως…» είπε ο δάσκαλος του πιάνου στον κόμη νεύοντας πάλι προς το πιάνο. «Αν θα είχατε την καλοσύνη…»
«Ω!» έκανε ο κόμης. «Ναι, φυσικά».
Τον άφησε να πατήσει κάτω και ίσιωσε τα πέτα του στα γρήγορα.
*Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα, Amor Towles, εκδ. διόπτρα
μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου

Η αισθητική δεν προχωρά ποτέ μόνη της*

«Είναι το περίφημο βιολί;» ρώτησε δείχνοντας τη γωνία του δωματίου με το μολύβι της.
«Περίφημο;»
«Περίφημο».
«Ε, ναι, λοιπόν».
«Μην το αφήσεις εδώ. Σοβαρά τώρα…»
«Μην ανησυχείς, θα το πάρω μαζί μου στο μάθημα».
«Δεν φαντάζομαι να έχεις σκοπό να παίξεις μπροστά στους…» είπε εύθυμα.
«Όχι, φυσικά και όχι».

Ή μάλλον ναι. Γιατί όχι; Το αποφάσισε ξαφνικά, όπως τότε που ζήτησε από τη Λάουρα να τον συνοδεύσει στη Ρώμη ως δικηγόρος του. Η Λάουρα τον ωθούσε σε παρορμητικές κινήσεις.
Ο Αντριά Αρντέβολ, στο μάθημα Ιστορίας των αισθητικών ιδεών του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, είχε το θράσος να ξεκινήσει το πρώτο μάθημα του δεύτερου εξαμήνου παίζοντας την Παρτίτα υπ’ αριθμόν ένα με το Στοριόνι του. Είναι σίγουρο ότι κανένας από τους τριάντα πέντε φοιτητές δεν αντιλήφθηκε τα πέντε ασυγχώρητα λάθη του, ούτε τη στιγμή που μπερδεύτηκε και αναγκάστηκε να αυτοσχεδιάσει στο Tempo di Borea. Κι όταν τελείωσε, τακτοποίησε προσεκτικά το βιολί στη θήκη του, το άφησε στο τραπέζι και είπε τι σχέση πιστεύετε ότι υπάρχει μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και σκέψης. Και κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει, γιατί που να ξέρω, γαμώτο.

«Τώρα φανταστείτε πως βρισκόμαστε στο χίλια επτακόσια είκοσι».
«Γιατί;» ρώτησε ένα μουσάτο αγόρι που καθόταν στο βάθος, απομονωμένο από τους άλλος, ίσως για να μην κολλήσει τίποτα.
«Είναι η χρονιά που ο Μπαχ συνέθεσε το κομμάτι που μόλις σκότωσα».
«Και υποτίθεται ότι η σκέψη αλλάζει;»
«Εσύ κι εγώ, πάντως, θα φορούσαμε περούκα».
«Μα αυτό δεν αλλάζει τη σκέψη».
«Δεν την αλλάζει; Άντρες και γυναίκες με περούκες, καλσόν και τακούνια…»
«Επειδή η αισθητική του δεκάτου όγδοου αιώνα διέφερε απ’ τη σημερινή».
«Μόνο η αισθητική; Τον δέκατο όγδοο, αν δεν κυκλοφορούσες με περούκα, μακιγιαρισμένος, με τακούνια και καλσόν δεν σ’ άφηναν να μπεις σε σαλόνι. Σήμερα ένα μακιγιαρισμένο άντρα με περούκα, καλσόν και τακούνια τον κλείνουμε στη φυλακή χωρίς να τον ρωτήσουμε».
«Μήπως αυτό έχει να κάνει με την ηθική;»
Ήταν μια ντροπαλή φωνή στην πρώτη σειρά, η φωνή μιας κοπέλας που έμοιαζε με οδοντογλυφίδα. Ο Αντριά, που προχωρούσε ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων γύρισε πίσω.
«Μου αρέσεις», είπε. Και η κοπέλα κοκκίνησε, παρότι δεν είχα τέτοια πρόθεση. «Η αισθητική, έστω κι αν επιμένει, δεν προχωρά ποτέ μόνη της».
«Όχι;»
«Όχι. Διαθέτει μια μεγάλη ικανότητα να συμπαρασύρει κι άλλες μορφές σκέψης.
«Δεν καταλαβαίνω».

Τέλος πάντων, ήταν ένα μάθημα που με βοήθησε να θέσω τις βάσεις όσων θα ανέλυα για μερικές βδομάδες. Κι υπήρχαν στιγμές που ξεχνούσα ακόμα και το ότι στο σπίτι ζούσαμε μες στη σιωπή, η Σάρα κι εγώ. Ο Αντριά λυπήθηκε που δεν βρήκε τη Λάουρα στο γραφείο, όταν πήγε να πάρει τα πράγματά του, διότι θα ήθελε να της διηγηθεί τον θρίαμβο της ιδέας της.

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις

«Γράψ’ το»*

«Όταν γευτείς την ομορφιά της τέχνης, η ζωή αλλάζει. Όταν ακούσεις τη Χορωδία Μοντεβέρντι, η ζωή αλλάζει. Όταν θαυμάσεις Βερμέερ από κοντά, η ζωή αλλάζει· όταν διαβάζεις Προυστ, δεν είσαι πια ο ίδιος. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί».

«Γράψ’ το».

«Δεν είμαστε παρά συμπτώσεις».

«Τι;»

«Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν υπήρχαμε, κι όμως υπάρχουμε».

«…»

«Από γενιά σε γενιά, φρενήρεις χοροί εκατομμυρίων σπερματοζωαρίων που κυνηγούν ωάρια, τυχαίες συλλήψεις, θάνατοι, καταστροφές… Και τώρα είμαστε εδώ, εσύ κι εγώ, ο ένας μπροστά στον άλλο, σαν να μην μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Σαν να υπήρχε η δυνατότητα ενός και μόνο γενεαλογικού δέντρου».

«Ε, ναι. Λογικό δεν είναι;»

«Όχι. Είναι μια κωωλοσύμπτωση».

«Έλα, τώρα…»

«Κι είναι ακόμα μεγαλύτερη κωωλοσύμπτωση ότι ξέρεις να παίζεις βιολί τόσο καλά».

«Εντάξει. Αλλά…» Σιωπή. «Αυτό που λες φέρνει ζάλη, αν το σκεφτείς, δεν νομίζεις;»

«Ναι. Και, τότε, προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα στο χάος χάρη στην τάξη της τέχνης».

«Θα έπρεπε να το γράψεις αυτό, συμφωνείς;» τόλμησε να πει ο Μπερνάτ πίνοντας μια γουλιά τσάι.

«Η δύναμη της τέχνης έγκειται στο έργο τέχνης, ή μάλλον στην εντύπωση που προκαλεί στο άτομο; Τι πιστεύεις;»

«Ότι πρέπει να το γράψεις», επέμενε η Σάρα, λίγες μέρες αργότερα. «Έτσι θα το ξεκαθαρίσεις».

«Γιατί με παραλύει ο Όμηρος; Γιατί μου κόβεται η ανάστα στο Κουιντέτο για Κλαρινέτο του Μπραμς;»

«Γράψ’το», του είπε αμέσως ο Μπερνάτ. «Θα μου κάνεις χάρη, γιατί κι εγώ θέλω να μάθω».

«Πως γίνεται να είμαι ανίκανος να γονατίσω μπροστά σε οποιονδήποτε και, αντίθετα, όταν ακούω την Ποιμενική του Μπετόβεν, να μην έχω κανένα ενδοιασμό να υποκλιθώ;»

«Η Ποιμενική δεν είναι και πολύ πρωτότυπο έργο».

«Αφού το λες εσύ. Ξέρεις από που εμπνεύστηκε ο Μπετόβεν; Απ’ τις εκατόν τέσσερις συμφωνίες του Χάυντν».

«Κι απ’ τις σαράντα μία του Μότσαρτ».

«Σωστά, αλλά ο Μπετόβεν κατάφερε να συνθέσει μόνο εννιά. Γιατί όλες, ή σχεδόν όλες, βρίσκονται σε άλλο επίπεδο ηθικής πολυπλοκότητας».

«Ηθικής;»

«Ηθικής».

«Γράψ’ το».

«Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το έργο τέχνης, αν δεν μελετήσουμε την εξέλιξή του». Βούρτσισε τα δόντια και ξέπλυνε το στόμα του. Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, φώναξε από την ανοιχτή πόρτα της τουαλέτας: «Πάντα όμως χρειάζεται να επέμβει η διάνοια του καλλιτέχνη, που το κάνει, ακριβώς, να εξελίσσεται».

«Άρα η δύναμη έγκειται στο άτομο», απάντησε η Σάρα από το κρεβάτι, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει το χασμουρητό της.

«Δεν ξέρω. Ο Βαν ντε Βάιτεν, ο Μονέ, ο Πικάσο, ο Παρόλο. Είναι μια δυναμική γραμμή, που ξεκινά απ’ τις σπηλιές της χαράδρας της Βαλτόρτα και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αφού εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπότητα».

«Γράψ’το». Ο Περνά τέλειωσε το τσάι του, έπειτα από μερικές μέρες, και άφησε προσεκτικά το φλιτζάνι στο πιατάκι. «Ε;»

«Είναι η ομορφιά;»

«Τι;»

«Φταίει η ομορφιά; Τι σημαίνει ομορφιά;»

«Δεν ξέρω, αλλά μπορώ να την αναγνωρίσω. Γιατί δεν το γράφεις;» επανέλαβε ο Περνά κοιτάζοντας τον στα μάτια.

«Ο άνθρωπος καταστρέφει τον άνθρωπο, και συνθέτει επίσης τον Χαμένο Παράδεισο».

«Είναι μυστήριο, όντως. Πρέπει να το γράψεις».

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις

Πάμε.*

– Πάμε.

Η Εύα άφησε το λαμπτήρα αλογόνου του σαλονιού λίγο να φέγγει· ύστερα, μοιάζοντας να είχε ξεχάσει κάτι, επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Τζων άρπαξε τον ταξιδιωτικό σάκο και περνώντας μπροστά από το εντυπωσιακό γιαπωνέζικ ηχοσύστημα, διάλεξε ένα CD και το έβαλε στη θέση «repeat».

Όταν η Εύα επέστρεψε από την κουζίνα, από το μπουφάν της προεξείχε ένα πακέτο, και ο Βάγκνερ κλαψούριζε μακρόσυρτα μοιρολόγια. Τριστάνος και Ιζόλδη. Λόγο κορόιδεμα για την αστυνομία που δεν θα αργούσε να ξκατακλύσει το χώρο.

Το έσκασαν από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, σαν κάτι να τους ρούφηξε.

Έξω, όλα έμοιαζαν ήρεμα. Οι ήχοι της νύχτας διασταυρώνονταν με αυτούς των θάμνων του κήπου και των φυλλωμάτων των δέντρων· αναμεμειγμένοι οι ήχοι ακούγονταν σαν χειροκροτήματα ενθουσιωδών θαυμαστών. Όσο για το μπάσταρδο, κοιμόταν στο σπιτάκι του. Και αυτό το βράδυ, όπως κάθε μέρα.

Οι εραστές αφουγκράζονταν την παραμικρή κίνηση, γλιστρούσαν κάτω από τα κλαδιά. Σαν να ξαναγυρίζεις στην παιδική ηλικία σου όταν εξαιτίας του σκοταδιού επινοείς σενάρια για το φόβο που θέλεις να κατανικήσεις, παρά τα πέντε σου χρόνια.

Ήταν ωραία. Ο Τζων προσχωρούσε μπροστά. Ο λύκος. Οσφραινόταν τον αέρα.–

– Εντάξει, μπορούμε να φύγουμε.

Η Εύα γευόταν κάθε στιγμή. Η νύχτα αυτή θα ήταν κομμάτι των καλύτερων αναμνήσεών της. Ζωντανή, επιτέλους.

Διέσχισαν το οικόπεδο που τους χώριζε από τα κάγκελα. Τώρα θα έπρεπε να σκαρφαλώσουν στο μεταλλικό κιγκλίδωμα – δύο μέτρα υψωμένα προς τον μωβ ουρανό. Στο δρόμο κανείς. Ούτε ένας οδηγός παρκαρισμένος, να διαβάζει εφημερίδα ανάποδα, κάτω από το χαμηλό φως. Μόνο τα χρώματα των φανοστατών πάνω στο πεζοδρόμιο και μια βαριά σιωπή από μέρους του φεγγαριού.

Ο Τζων έκανε σκαλοπάτι με τα χέρια του και βοήθησε την Εύα που όντας σπορτίφ περιστασιακά, αλλά μόνο για μεγάλες περιστάσεις, δεν είχε καμία δυσκολία να περάσει από την άλλη πλευρά. Ο Τζων σκαρφάλωσε με τη σειρά του τα κάγκελα και ξανάπεσε ελαφρά στο πεζοδρόμιο όπου τον περίμενε η Εύα, με το σάκο στο χέρι. Χωρίς να χάσουν στιγμή, έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Η Εύα είχε διαλέξει την Τζάγκουαρ. Ήταν γρήγορη.

– Έχεις τα κλειδιά; ψιθύρισε ο Τζων.

Η Εύα του τα πέταξε. Σφηνωμένη πάνω στους τροχούς της, η Αγγλίδα με το σκουροπράσινο φόρεμά της περίμενε να βάλουν μπρος τους κυλίνδρους της. Η Εύα έριξε το σάκο στο πίσω κάθισμα και ακούμπησε το πακέτο στα γόνατά της.

Η Τζάγκουαρ άφησε τη θέση της στο πεζοδρόμιο, έκανε το γύρο του οικοδομικού τετραγώνου και κατέβηκε το Ήντεν Τέρας με χαμηλή ταχύτητα. Ο Τζων είχε κολλημένα τα μάτια του στο καθρεφτάκι, αλλά δεν τους ακολούθησε κανένα αυτοκίνητο. Σάυμοντσ Στρητ. Αστική έρημος που τη χάιδευε ένα ελαφρύ αεράκι, τρυφερό σαν πέταλο λουλουδιού. Ο Τζων άλλαξε ταχύτητα και έστριψε στα φανάρια της Νιου Νορθ Ρόουντ. Η Εύα χάζευε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα κατά μήκος των δρόμων. Το άρωμα βανίλιας διαχεόταν από τα μαλλιά της στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου.

– Πιστεύεις ότι θα μας βρουν οι μπάτσοι;
– Μπά…

* ΧΑΚΑ – Από τη Σάγκα Μαορί, Caryl Ferey, μετάφραση Αργυρώ Μακάροφ, εκδ. ΑΓΡΑ

Όπου ο υποδιοικητής Μάρκος συναντά τον ντετέκτιβ Μπελασκοαράν και τον Γκούσταβ Μάλερ*

Αναδημοσιεύουμε από το Kaboom και τη στήλη «Ο γύρος της μέρας σε 80 κόσμους«, μιας και είναι λες και γράφτηκε για το Bar des 13 Coins. 

***

Γράφει ο Anastasius

Νομίζω ότι το καλοκαίρι είναι η κατ’ εξοχήν εποχή των αστυνομικών βιβλίων. Πολλοί αναγνώστες επιτρέπουν στον εαυτό τους αυτή την «ένοχη απόλαυση» αποκλειστικά αυτή την περίοδο του χρόνου.
Στον απόηχο της αινιγματικής ανακοίνωσης του εξεγερμένου υποδιοικητή Μάρκος σχετικά με την απόσυρση του απ’το προσκήνιο του ζαπατιστικού αγώνα, θυμήθηκα το αστυνομικό μυθιστόρημα που έχει γράψει με τέσσερα χέρια, μαζί με τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ανήσυχοι Νεκροί (κι ό,τι λείπει, λείπει)»

 Στο συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις περιπέτειες του θρυλικού ήρωα του Τάιμπο, του ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν να λύσει μαζί με την Επιτροπή Αλήθειας των Ζαπατίστας μία υπόθεση φόνων και εξαφανίσεων που πάει τόσο πίσω, ώστε να διατρέχει όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του Μεξικό. Μία ιστορία μυθιστορηματική όσο και αληθινή, αφού είναι γεμάτη από αντανακλάσεις της πραγματικότητας.

Ξεδιάλεξα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί όπως η σκηνή στο τζαζ κλαμπ, στο On the road του Keruack, συναισθητικά, αναβλύζει ήχους και δημιουργεί ένα μουσικό υπερκείμενο.

O Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα φάντασμα.

Μια γυναίκα που είχε εξαφανιστεί. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στη ζωή του. Όχι να ερωτεύεται γυναίκες-φαντάσματα, αλλά να εξαφανίζεται η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, με την οποία είχε περάσει μεγάλες περιόδους έρωτα και απογοήτευσης τα τελευταία χρόνια.

Η κοπέλα με την αλογοουρά, που δεν ήταν πια τόσο κοπέλα και δεν έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά εδώ και πολύν καιρό, αλλά χτενιζόταν με μία φράτζα μπροστά στο ένα μάτι, σε στυλ Βερόνικα Λέηκ, είχε μερικές υπέροχες άσπρες τρίχες, ήταν καθηγήτρια Φιλοσοφίας και έπινε σφηνάκια τεκίλα. Σύμφωνα με τα μυστηριώδη προγράμματά της, η γυνάικα με την αλογοουρά είχε χαθεί από προσώπου γης. Όυτε καν έκανε τον κόπο, όπως ήταν το συνήθειο, να τον αποχαιρετήσει. Απλώς εξατμίστηκε. Χάθηκε από τη δουλειά της, στο Πανεπιστήμιο είχαν διακοπές, το τηλέφωνο όχι μόνο δεν απαντούσε αλλά είχε βουβαθεί εντελώς και στην πόρτα του διαμερίσματός της στιβάζονταν φάκελοι με διαφημιστικά, λογαριασμοί ηλεκτρικού και τραπεζών, και τεύχη της La Jornada και του Proceso.

Μερικές φορές ο Έκτορ αποδεχόταν αυτές τις εξαφανίσεις σαν υποχρεωτική ανάπαυλα από μία σχέση που δεν μπορούσαν να την προσδιορίσουν σαφώς. Ήταν περιστασιακοί αλλά και τακτικοί εραστές; Ήταν ένα μη σταθερό ζευγάρι με διαστρικές δραπετεύσεις; Παντρεμένοι αλά Μαορί; Ήταν μία σύζευξη, πότε ζεύξη και πότε διάζευξη;

Αυτή τη φορά όμως δεν έπρεπε να εξαφανιστεί έτσι, γιατί χωρίς να το θέλει στεναχώρησε πολύ τον Έκτορ. Τον άφησε πικραμένο και ρημαγμένο, σαν νησί λεηλατημένο από χασάπη πειρατή. Κι ίσως λίγο πιο γέρο απ’ το κανονικό.

Μα πότε ερωτεύτηκε τρελά εκείνη τη γυναίκα, σε σημείο να θέλει να κόψει τις φλέβες του για το χατίρι της; Ήταν μία από τις ξαφνικές ανησυχίες του, ένας απολύτως εφηβικός πόνος για την απουσία που τον κυνηγούσε, οι κινηματογραφικές εικόνες του προσώπου της που έβλεπε όταν ξέπλενε το μούτρο του, όταν έτρωγε τάκος με κιμά ή όταν άκουγε Μάλερ.

Ο Μάλερ. Τι σχέση είχε η πρώην κοπέλα με αλογοουρά με εκείνον τον θαυμάσιο Εβράιο που βασανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα; Είχε γνωρίσει τον Γκούσταβ Μάλερ πολλά χρόνια ύστερα από την κοπέλα με την αλογοουρά. Εκείνη ήρθε πρώτη. Και αυτό που συνέδεε την κοπέλα με τον μουσικό δεν ήταν το adagietto της 5ης Συμφωνίας (πέρασαν μήνες ώσπου ν’ ανακαλύψει ότι το adagietto είναι ένα adagio βλαμμένο, έναadagio που δεν καταφέρνει να πάρει θάρρος, και το adagio είναι μία σύνθεση που ερμηνεύεται αργά) εκείνο που πολύς κόσμος το θυμάται λόγω της ταινίας “Θάνατος στη Βενετία”, του Τόμας Μανν, όπως το απέδωσε ο Βισκόντι.

Η προσαύξηση έρωτα που χάνεται και φεύγει, κύματα στο νερό, και δεν μπορεί κανένας, να πάρει η οργή, να τον περισώσει. Όχι, όχι, δεν ήταν αυτός ο Μάλερ, που του θύμιζε την κοπέλα με την αλογοουρά και τις ένδοξες εμφανίσεις και εξαφανίσεις της. Περιέργως ήταν μιά τρομερή μουσική, μια μεγαλειώδης, μια απέραντη μουσική, που την έιχε ανακαλύψει όταν οι τύποι της Φιλαρμονκής Ορχήστρας της Πόλης του Μεξικό τού ζήτησαν βοήθεια για να ξαναβρούν ένα φορτηγό γεμάτο μουσικά όργανα. Ένα απόγευμα, στα μισά της πρόβας, ο Έκτορ ανακάλυψε σ’ ένα άδειο θέατρο, όπου υπήρχαν μόνο οι μουσικοί και οι ήχοι τους, τον εαυτό του να κλαίει με μια μουσική που τον συγκλόνιζε και τον συντάραζε. Και γι’ αυτό είχε περάσει περισσότερο καιρό στις πρόβες παρά στις έρευνες για το φορτηγό. Ήταν η Ογδόη του Μάλερ.

Ήταν αυτός ο αυτός ο ύμνος στο μεγαλείο των ανθρώπων, που ο Μπελοασκαράν το αισθανόταν σαν κάτι δικό του, μέσα στην αθλιότητα της Πόλης του Μεξικού. Κι εκείνη η γυναίκα είχε σχέση μ’ αυτό. Κι ας μη σε ρωτήσει κανένας, Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, μοναχικές ντετέκτιβ της πιο παραστρατημένης και διεφθαρμένης πόλης του πλανήτη, το γιατί. Ας μη σε ρωτήσουν, γιατί δεν θα ξέρεις τι ν’ απαντήσεις…

Δηλαδή, με νοσταλγία γυναίκας και Μάλερ, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού που χρειαζόταν, άλλαγμα σεντονιών, όπως έκανε τις τελευταίας δεκαπέντε μέρες, κι έβαλε τον Μάλερ και την Ογδόη του στο μηχάνημα. Του έδωσε εντολή να επαναλαμβάνει τον δίσκο μέχρι τελικής πτώσεως και στο μεταξύ κάθισε να κάνει μια επανάληψη της κουβέντας του με τον Κινέζο Φουάνγκ Τσου Μαρτίνεζ, ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο, κι ύστερα άλλο κι άλλο, ώσπου γέμισε το δωμάτιο με καπνό.

* Ανήσυχοι Νεκροί, Κι ό,τι λείπει, λείπει: Αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με τέσσερα χέρια , Υποδιοικητής Μάρκος & Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μετ. Βασιλική Κνήτου, Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ, ΚΕΔΡΟΣ

Έτοιμη για όλα*

Ο Μίλτος βέβαια, ξέχασα να σας πω. Είχε ένα σκυλάκι, τον Μπουκ, που το λατρευε το σκασμένο γιατί ήτανε πολύ γλυκούλικο, πανέξυπνο και τσαχπίνικο πλασματάκι. Μια φορά το ‘φερε στο μαγαζί κι έτυχε να είναι κι η Νταίζυ εκεί και το μπάνισε και φαίνεται πως το είπε του Σατούρου κι ο μαλάκας πήγε και του ‘ριξε φόλα στο σπίτι του Μίλτου και πάει το σκυλί το ωραίο, το ‘φαγε ο μαύρος χάρος και το βρήκε τέζα το απόγεμα ο Μίλτος με αφρούς στο στόμα του. Ποιος ξέρεις τώρα ποιανού ηλίθια ιδέα ήτανε εκείνη αλλά του Μίλτου του στοίχισε ο θάνατος του Μπουκ κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί μια μέρα ολόκληρη και το πήρε απόφαση να τονε καθαρίσει το μαλάκα το Σατούρο και την άλλη την σκρόφα την πηδιόλα την Νταίζυ.
Έβαλε στο youtube ο Μίλτος το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ γιατί ταίριαζε, έπιασε να λαδώνει την καραμπίνα του πατέρα του, την έκοψε μ’ ένα πριόνι και την έκανε κοντόκαννη, πριόνισε και το μπράτσο της, την γέμισε με τρία φυσίγγια κι έβαλε άλλα δέκα μες στην τσέπη του μπουφάν του. Έβαλε τα παπούτσια του και πήγε στο Μάτριξ κατά τις 12 τη νύχτα να πιάσει δουλειά όπως πάντα. Την καραμπίνα την έβαλε μέσα σε μια τσάντα ώμου έτοιμη για όλα.

* Γυμνά Τρόλ, διηγήματα. Στέλιος Παπαγρηγορίου. Εκδόσεις Νεφέλη

***

Θαμώνας του Bar Des 13 Coins, η petroulasep.

Φωτογραφία Νο 7*

Πέρα από τα όσα υπάρχουν στο πράσινο τραπέζι, στη φωτογραφία δεν διακρίνονται άλλα ίχνη φαγητού. Τα βαζάκια στα ράφια δείχνουν άδεια. Είναι από εκείνα τα βαζάκια όπου θα έβαζες τις χειροποίητες μαρμελάδες, αλλά θα μου έκανε τεράστια εντύπωση αν έφτιαχνε ποτέ η Μπέατριξ μαρμελάδα. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι ένα τσίγκινο κουτί είχε τη σαφή ένδειξη «ΑΛΕΥΡΙ» και η ψωμιέρα φέρει περήφανα την επιγραφή «ΨΩΜΙ» μού φαίνεται ιδιαίτερα ειρωνικό: αναφέρονται στο τι θα έπρεπε να περιέχουν, όχι στο τι πραγματικά περιείχαν. Διακρίνεται επίσης ένα ξύλο κοπής, μια ζυγαριά με τα βαρίδια της προσεκτικά τακτοποιημένα δίπλα της, μια χειροκίνητη μηχανή του κιμά στερεωμένη στην άκρη του τραπεζιού, μια μεγάλη καφετιά τσαγιέρα με πράσινες και μπεζ οριζόντιες ρίγες. Όλα φαίνονται ψυχρά και ανέγγιχτα. Αναρωτιέμαι που να ήταν η Μπέατριξ όταν τράβηξα τη φωτογραφία. Μπορεί να είχε πάει στα μαγαζιά -εκείνη την εποχή ήταν χρονοβόρα διαδικασία τα μαγαζιά, οι ουρές για τον χασάπη και τον μανάβη έφταναν έως τα μισά του δρόμου- ή μπορεί απλώς να ήταν δίπλα, στο καθηστικό, εκεί που είχαν το μαύρο τους ραδιόφωνο μάρκας Bakelite συντονισμένο μονίμως στο σταθμό του Ελαφρού Προγράμματος. Η Μπέατριξ ποτέ δεν άκουγε ειδήσεις, ούτε εκπαιδευτικά προγράμματα, ούτε καν τα προγράμματα ποικίλης ύλης. Το μόνο που ήθελε ήταν να ακούει μουσική, μουσική να ρέει από το ραδιόφωνο ασταμάτητα. Ελαφρά, ορχηστρική κυρίως μουσική, απ’ αυτήν που το BBC ανέθετε στους συνθέτες να γράφουν με σαφή στόχο την ανύψωση του ηθικού του κοινού: κομμάτια χαρωπά, ρυθμικά, γρήγορα, που σ’ έκαναν να χαμογελάς και χωρούσαν σε δισκάκια 78 στροφών. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα κομμάτι: ο τίτλος του ήταν «Το πορτραίτο ενός φλερτ».

Υποθέτω πως τέτοιου είδους κομμάτια λειτουργούσαν σαν ένα είδος μουσικού Προζάκ για μεταπολεμικές νοικοκυρές με κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν είχαν αποτέλεσμα στην περίπτωση της Μπέατριξ, πάντως σίγουρα τα είχε ανάγκη.

*Σαν τη Βροχή Πριν Πέσει, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δάφνη!*

…Έτσι λοιπόν πήγαν τα πράγματα, την είδε στο βάθος ενός λιβαδιού, μπροστά στο αγροτόσπιτο, του είχε γυρισμένη την πλάτη, απόθεσε το αστρονομικό μονοκιάλι που κρεμόταν από τον ώμο του, γιατί είχε φτάσει στο βουνό χωρίς όπλο, και σκέφτηκε πως επρόκειτο για θαύμα. Φορούσε ένα δερμάτινο παντελόνι που της έφτανε στη μέση της γάμπας, άρβυλα, και είχε ένα αυτόματο όπλο στον ώμο του οποίου η κάνη μπλεκόταν με τα ριγμένα στους ώμους μαύρα μαλλιά της. Άρχισε να τρέμει. Από την έκπληξη, τη συγκίνηση, κάτι που δεν μπορώ να σου περιγράψω, σαν μια φλόγα που είχε εκραγεί στο στήθος του, με τους κροτάφους του να χτυπούν. Φώναξε, Δάφνη! Εκείνη δεν γύρισε το κεφάλι της. Μιλούσε με κάποιον, έναν στρατιώτη με τη στολή, του φάνηκε του οίκου της Σαβοΐας. Ξαναφώναξε, Δάφνη!, και άρχισε να τρέχει. Εκείνη, ακούγοντας τα βήματα, γύρισε, ήδη με το χέρι στο κοντάκι του όπλου της, σε επιφυλακή. Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια, αλλά ήταν μάτια βαθυγάλαζα, με μια έκφραση λίγο αστεία, ίσως λόγω ενός ελαφρού στραβισμού. Το όνομά μου είναι Μαίριλυν, είπε, τι θέλεις; Δεν μπορούσε να είναι πάνω από είκοσι χρονών, και μιλούσε με τη φωνή του ανθρώπου που έχει συνηθίσει να διοικεί. Είμαι καινούργιος, τραύλισε εκείνος, έρχομαι από την Ελλάδα. Κρατάω τις επαφές με τους συμμάχους, είπε εκείνη, είμαι Αμερικανίδα, μπορείς να με αποκαλείς λοχαγό, λοχαγό Μαίρη. Θα σου πήγαινε καλύτερα Ροζαμούντα, είπε εκείνος. Μην παριστάνεις τον έξυπνο, είπε εκείνη, ποια είναι η Ροζαμούντα; Είναι ένα έργο του Σούμπερτ, απάντησε εκείνος.

*Ο Τριστάνο Πεθαίνει. Μια Ζωή, Antonio Tabucchi, μετ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Εκείνη*

Η Φλόρενς εξασκούταν πέντε ώρες τη μέρα και πήγαινε σε κονσέρτα με τις φιλενάδες της. Πάνω απ’ όλα προτιμούσε τα ρεσιτάλ δωματίου στο Γουίγκμορ Χολ, ειδικά τα κουαρτέτα εγχόρδων, ενώ μερικές φορές παρακολουθούσε ακόμη και πέντε μέσα σε μία εβδομάδα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού και τα βράδια. Λάτρευε τη σκοτεινή σοβαρότητα αυτού του μέρους, τους ξέθωρους ξεφλουδισμένους τοίχους στα παρασκήνια, το γυαλιστερό ξύλο και το βαθυκόκκινο χαλί της εισόδου, την πλατεία που έμοιαζε με χρυσοποίκιλτη στοά, τον διάσημο θόλο πάνω από τη σκηνή που απεικόνιζε, έτσι της είχαν πει, τη δίψα της ανθρωπότητας για την εξαίσια ιδέα της μουσικής, με το Πνεύμα της Αρμονίας να αναπαρίσταται ως μια σφαίρα αιώνιας φωτιάς. Έτρεφε σεβασμό για τους υπερήλικες τύπους, που έκαναν ώρα για να βγουν από το ταξί, οι τελευταίοι των βικτωριανών, τρεκλίζοντας ως τις θέσεις τους με το μπαστούνι τους, για να παρακολουθήσουν τη συναυλία μέσα σε μια γεμάτη εγρήγορση κριτική σιωπή, μερικές φορές με μια καρό κουβερτούλα που είχαν φέρει μαζί τους ριγμένη στα πόδια τους.  Αυτά τα απολιθώματα, με τα γεμάτα ρόζους συρρικνωμένα κρανία τους στραμμένα με ταπεινοφροσύνη προς τη σκηνή, αντιπροσώπευαν για τη Φλόρενς στιλβωμένη εμπειρία και σοφή κρίση, ή υποδήλωναν μια μουσική επιδεξιότητα που τα αρθριτικά τους δάχτυλα δεν μπορούσαν πλέον να υπηρετήσουν. Υπήρχε ακόμα και η απλή συγκίνηση της γνώσης ότι τόσο πολλοί διάσημοι μουσικοί του κόσμου είχαν δώσει εδώ παράσταση, κι ότι σπουδαίες καριέρες είχαν ξεκινήσει σ’ αυτήν εδώ τη σκηνή. Εδώ άκουσε η Φλόρενς τη δεκαεξάχρονη τσελίστα Ζακλίν ντι Πρε να κάνει το ντεμπούτο της. Οι προτιμήσεις της ίδιας της Φλόρενς δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά ήταν έντονες. Είχε εμμονή με το Έργο 18 του Μπετόβεν για αρκετό καιρό, έπειτα με τα τελευταία μεγάλα κουαρτέτα του. Ο Σούμαν, ο Μπραμς, και μετά, την τελευταία χρονιά, τα κουαρτέτα του Φρανκ Μπριτζ, του Μπάρτοκ και του Μπρίτεν. Άκουσε όλους αυτούς τους συνθέτες μέσα σε διάστημα τριών χρόνων στο Γουίγκμορ Χολ.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

 

Τα φαινόμενα απατούν*

Το ραδιόφωνο στο ταξί έπαιζε κλασσική μουσική στα FM: ένα κομμάτι του Γιάνατσεκ, τη “Συμφωνιέτα”. Δεν ήταν το ιδανικό κομμάτι ν’ ακούς σε ένα ταξί παγιδευμένο στην κίνηση. Ο ταξιτζής το άκουγε μάλλον αδιάφορος. Μεσόκοπος, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μάτια καρφωμένα στην ατελείωτη ουρά αυτοκινήτων που προπορευόταν, σαν βετεράνος γερό – ψαράς όρθιος στην πλώρη, που ερμηνεύει δυσοίωνα σημάδια στο σημείο σύγκλισης δύο παλιρροιών. Η Αομάμε, καθισμένη αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα, άκουγε τη μουσική με τα μάτια μισόκλειστα.

  Πόσα άτομα άραγε σ’ ολόκληρο τον κόσμο καταλαβαίνουν τη “Συμφωνιέτα” του Γιάνατσεκ από τα πρώτα κιόλας μέτρα; Σίγουρα κάπου ανάμεσα στο “ελάχιστοι” και στο “κανένας”. Η Αομάμε όμως, πράγμα παράξενο, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ελάχιστους.

  Ο  Γιάνατσεκ είχε συνθέσει τη μικρή αυτή συμφωνία το 1926. Είχε γράψει το πρώτο μέρος σε ύφος φανφάρας για μια αθλητική διοργάνωση. Η Αομάμε προσπάθησε να φανταστεί την Τσεχοσλοβακία της εποχής εκείνης. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει, η χώρα είχε απελευθερωθεί από τη μακρόχρονη κυριαρχία των Αψβούργων, στα καφενεία ο κόσμος έπινε μπίρα πίλσνερ, ωραιότατα αυθεντικά πολυβόλα έβγαιναν στην παραγωγή και η κεντρική Ευρώπη απολάμβανε μια εφήμερη ειρήνη. Ο Φραντς Κάφκα – άγνωστος μεταξύ αγνώστων – είχε εγκαταλείψει τον κόσμο ετούτο πριν από δύο χρόνια. Σε λίγο θα εμφανιζόταν ο Χίτλερ από το πουθενά και θα καταβρόχθιζε αυτή την όμορφη και μικρή χώρα. Εκείνη την εποχή όμως κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη. Τελικά ίσως το σημαντικότερο δίδαγμα της Ιστορίας να είναι ακριβώς αυτό: πως “εκείνη την εποχή κανένας δε μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη”. Η Αομάμε, απορροφημένη από τη μελωδία, φανταζόταν ένα ανέμελο αεράκι να φυσάει στις πεδιάδες της Βοημίας και το μυαλό της ταξίδευε.

*1Q84 (βιβλίο Ι), Χαρούκι Μουρακάμι, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η KaloutsikiΤην ευχαριστούμε!

Μέρα παρά μέρα*

Τα εννέα ποτηράκια του καφέ ήταν ακόμα στοιχισμένα πάνω στο τραπέζι του. Ένα λαμπρό φως έμπαινε απ’ τις γρίλιες, κόβοντας σε λωρίδες το γραφείο. Έβαλε την καφετιέρα στην πρίζα, αφού πρώτα έλεγξε αν είχε νερό, και άλλαξε τον καφέ. Ύστερα πήγε στο αρχηγείο του ραδιοφωνικού σταθμού, λίγα βήματα παρακεί. Ο Φριτς ήταν στα χειριστήρια και πλάι του ο Κανάλες ο Ψηλός κοιμόταν σ’ ένα μικροσκοπικό ράντζο, με τα πόδια του να κρέμονται τριάντα εκατοστά.
«Και συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας για το ξεκίνημα της ημέρας. Για σας, το Φεγγαρόφωτο. Μουσική για να σας νανουρίσει πρωί πρωί, εδώ στο Ράδιο Σάντα Άννα».
Ο Φριτς του έδειξε τον κοιμισμένα Κανάλες.
«Κοιτάξτε να δείτε, ο κερατάς, μου έχει προγραμματίσει μουσική για μεσημεριάτικο ύπνο. Αν δεν ξυπνήσει σε δύο λεπτά, θα του βάλω τα χορωδιακά του ρώσικου στρατού και μετά την Ηρωική του Μπετόβεν. Και οι άλλοι οι κερατάδες συνεχίζουν να μας βάζουν παράσιτα απ’ το λόφο».

«Πήρε κανείς;»
«Γι’ αυτό με τη σκοτωμένη; Μια κυρία που έχει ένα τακατζίδικο στη Λέρδο, η δόνια Λουίσα, μισό τετράγωνο απ’ την εκκλησία. Δεν ήθελε να μου πει τίποτα, παρ’ όλο που εγώ της τράβηξα ολόκληρο κατεβατό για το δικαίωμα στην πληροφορία. Να περάσετε να τη δείτε, λέει. Και τηλεφώνησαν κι άλλοι δύο απειλώντας με θάνατο τον Μπένχαμιν, είπαν ότι τώρα πια την πούτσισε για τα καλά».
«Συνηθίζεται αυτό;»
«Μέρα παρά μέρα».

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;*

«Έμαθα ότι εσύ με σύστησες γι΄αυτή την απαίσια δουλειά, είσαι γαμημένος προδότης».
«Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;»
«Με γοητεύει. Πέρα απ’ το ότι με πυροβόλησαν κιόλας δύο φορές, και τη μία κατουρήθηκα πάνω μου, με γοητεύει».
«Άρα λοιπόν, δεν έκανα λάθος», είπε ο άλλος συγγραφέας.
Ο Χ.Δ. χαιρέτησε φέροντας δύο δάχτυλα στο γείσο του κασκέτου του κι έκανε στην άκρη. έστρεψε το βλέμμα του στις ταράτσες των κτιρίων, ψάχνοντας ανύπαρκτους ελεύθερους σκοπευτές. Αυτός βρισκόταν εκεί στο ρόλο του αρχηγού της αστυνομίας, όχι του αφηγητή. Έβλεπε άλλα πράγματα. Την παρατήρηση μπορούσε να την αφήσει γι’ άλλη φορά. Δεν ήταν ώρα τώρα να κοιτάξει τις γυναίκες με τις κόκκινες και τις πράσινες ποδιές, που οπλισμένες με πλακάτ και ματσάκια λουλούδια σήκωναν τη γροθιά τους ως τα μισά, θαρρείς και τους απέμενε κάποιο υπόλειμμα συστολής. Μπορούσε να προσπεράσει το τεταμένο πρόσωπο με τις πεταμένες φλέβες του Μπενχαμίν Κορρέα, που ταξίδευε στον αέρα, κρατημένος τρία εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος από τον θαυμασμό καμιάς εκατοστής γυμνασιόπαιδων, ντυμένων στα πράσινα, που τον περιστοίχιζαν. Δεν ήταν μια διαδήλωση με τάξη. Ανθρακωρύχοι και αγρότες, στελέχη της ΛΑ.Ο., δάσκαλοι του δημοτικού, γυναίκες από τις συνοικιακές επιτροπές, μέλη του αναγεννημένου συνδικάτου για τις πόρνες (δυό τους αγκαζέ με τον Κανάλες, τον Ψηλό), ταξιτζήδες και μικρέμποροι, μαθητές του γυμνασίου, αγρότες και πάλι αγρότες, εργάτες στα εργοστάσια αναψυκτικών και στα γυψοποιεία, βάδιζαν ανακατεμένοι, πολλοί με τα προσωπικά τους πλακάτ, όπου αφθονούσε το πνεύμα μάλλον παρά η ορθογραφία.
Μπαίνοντας στην πλατεία, είδε τον Μερενσιάνο με το τουφέκι του στο παράθυρο του δημοτικού μεγάρου, πάνω απ’ την εξέδρα. Όταν οι μπροστινοί άρχισαν να κάνουν τον γύρο της πλατείας, απ’ όλα τα μεγάφωνα βγήκαν οι πρώτες συγχορδίες της Πέμπτης του Μπετόβεν. Ο Κανάλες έκλεισε το μάτι στον αρχηγό της αστυνομίας.
Και έτσι, με Μπετόβεν, σαράντα χιλιάδες πολίτες της Σάντα Άννα μπήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης τους την 20η Απριλίου.

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Psychopolis*

More to confirm my state of mind than change it,  I returned to the bedroom and grimly picked up my flute. The piece I intended to play, dog-eared and stained, was already on the music stand, Bach’s Sonata No. 1 in B minor. The lovely opening Andante, a series of lilting apreggios, requires a flawless breathing technique to make sense of the phrasing, yet from the beginning I am snatching furtively at breaths like a supermarket shop-lifter, and the coherence of the piece becomes purely imaginary, remembered from gramophone recordings and superimposed over the present. At bar fifteen, four and a half bars into the Presto, I fumble over the octave leaps but I press on, a dogged, failing athlete, to finish the first movement short of breath and unable to hold the last notes in full length. Because I catch most of the right notes in the right order, I regard the Allegro as my showpiece. I play it with expressionless aggression. The Adagio, a sweet thoughtful melody, illustrates to me every time I play it how out of tune my notes are, some sharp, some flat, none sweet, and the semi-demi quavers are always mis-timed. And so to the two Minuets at the end which I play with dry, rigid persistence, like a mechanical organ turned by a monkey. This was my performance of Bach’s Sonata unaltered now in its details for as long as I could remember.

I sat down on the edge of the bed and almost immediately stood up again. I went to the balcony to look once more at the foreign city. Out on one of the lawns a small girl picked up a smaller girl and staggered a few steps with her. More futility. I went inside and looked at the alarm clock in the bedroom. Eleven forty. Do something, quick! I stood by the clock listening to its tick. I went from room to room without really intending to, sometimes surprised to find that I was back in the kitchen again fiddling with the cracked plastic handle of the wall can-opener.  I went into the living room and spent twenty minutes  drumming with my fingers on the back of a book. Towards the middle of the afternoon I dialled the time and set the clock exactly. I sat on the lavatory a long time and decided then not to move till I had planned what to do next. I remained there over two hours, staring at my knees till they lost their meaning as limbs. I thought of cutting my fingernails, that would be a start. But I had no scissors! I commenced to prowl from room to room once more, and then, towards the middle of the evening, I fell asleep in an armchair, exhausted with myself.

*απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής «In Between The Sheets» του Ian McEwan, εκδ. Vintage

Με σιδερένιο σκήπτρο*

«Δεν ξέρω τι θα κάνεις, το νου σου μην ξυπνήσεις τη γάτα».
«Άσε με να χαρείς»
«Δεν κατάλαβες. Σήμερα έπαιξα Μπαχ στη γάτα. Δοκίμαζα μια σονάτα για βιολί δίχως ακκομπανιαμέντο, δεν καταλαβαίνεις; Δικαιούται κι αυτή την ησυχία της, αν το δεις απ’ τη δική της πλευρά. Δεν παρασταίνω δηλαδή πως εγώ μπορώ να το δω απ’ τη δική της άποψη. Παρότι εγώ με τη γάτα έχω ένα δέσιμο που ούτε φαντάζεσαι. Έχουμε πολλά κοινά».
«Βρε τι πάθαμε», είπε ο Πητ.
Ο Λεν γύρισε το κλειδί στην πόρτα. Πέρασαν στην τραπεζαρία. Η γάτα ξαπλωμένη στην πολυθρόνα. Σήκωσε το κεφάλι της.
«Ξύπνια είναι».
«Τώρα αποκλείεται να ξανακοιμηθεί», είπε ο Πητ και κάθησε. «Μπορεί εσένα να σε ημερεύει ο Μπαχ, τη γάτα όμως την αγριεύει».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί», είπε ο Λεν.
Έσπρωξε τη γάτα απ’ την καρέκλα. Μ’ ένα βελουδένιο γδούπο βρέθηκε στο πάτωμα, με καρφωμένη τη ματιά στο Πητ, η ουρά της να πηγαίνει μια από δω, μια από κει.
«Εσύ μπορεί να μην κατανοείς τη στάση της, αλλά νομίζω, εκείνη καταλαβαίνει άριστα τη δική μου».
«Εννοείς, τη δική σου στάση ως προς τη γάτα;»
«Ακριβώς».
«Η στάση η δικιά μου;» είπε ο Πητ. «Την έχω χεσμένη -ιδού η στάση μου. Δεν ασχολούμαι σχεδόν, την περιφρονώ, τη στολίζω με ό,τι θα ‘ταν αταίριαστο για τον ευεργέτη της, εμένα».
«Κρίμα. Πολύ λυπηρό, κρίμα».
«Κοίτα να σου πω! Κάθε έξυπνος άνθρωπος θα ‘ταν φιλύποπτος απέναντι σε μια γάτα με ροπή στα μαθηματικά και στη μουσική και που, με βάση αυτά τα δήθεν προσόντα, στέφει τον εαυτό της βασιλέα της παρέας».
«Είπες φιλύποπτος ή καχύποπτος;»
«Φιλύποπτος είπα».
«Νόμιζα πως είπες καχύποπτος».
Η γάτα καθισμένη στο χαλί έγλειφε τις πατούσες της.
«Η γάτα δεν είναι πλέον το ζώο που ξέραμε», είπε ο Πητ. «Κοίταξέ την. Σαν νότα σε πεντάγραμμο. Δέκατο έκτο».
«Ε, μην τα φορτώνουμε όλα στον Μπαχ».
«Γιατί όχι; Αυτή κυβερνάει εδώ μέσα. Με σιδερένιο σκήπτρο».

*Οι Νάνοι, Χάρολντ Πίντερ, εκδ. Καστανιώτη

«Έτσι είναι τα πράγματα»*

Όταν χωρίσαμε, κοιμήθηκε μαζί μου.
Ναι, ξέρω, είναι αναμενόμενο να σκεφτείτε: α ρε τον κακομοίρη τον βλάκα, δεν το είδε να έρχεται; Ε, δεν το είδα. Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει, όπως νόμιζα πως ενδιαφερόμουν για ένα άλλο κορίτσι (με κανονικό ύψος, που φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες στα πάρτι.) Δεν το είδα ούτε όταν πέσαμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο στην παμπ (δεν της άρεσαν οι παμπ), ούτε όταν μου ζήτησε να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της, ούτε όταν σταθήκαμε στα μισά του δρόμου και φιληθήκαμε, ούτε όταν μπήκαμε στο δωμάτιό της κι εγώ άναψα το φως κι εκείνη το έσβησε, ούτε όταν έβγαλε την κιλότα της και μου έδωσε ένα κουτάκι Durex, ούτε καν όταν πήρε ένα προφυλακτικό από το αδέξιο χέρι μου και μου το φόρεσε ή μετά, στο λίγο που βάσταξε η δουλειά.
Ναι, μπορείτε να το ξαναπείτε: α ρε κακομοίρη βλάκα. Κι εξακολουθούσες να πιστεύεις ότι ήταν παρθένα, όταν σου φορούσε το προφυλακτικό στον πούτσο; Κατά ένα παράξενο τρόπο, ναι, το πίστευα, ξέρετε. Πίστευα ότι μπορεί να ήταν κάποια από εκείνες τις ενστικτώδεις δεξιότητες που διαθέτουν οι γυναίκες και έλειπε μοιραία από εμένα. Τελικά, μπορεί και να ήταν.
«Πρέπει να το κρατάς όταν τραβηχτείς» ψιθύρησε (νομίζοντας άραγε πως εγώ ήμουν παρθένος;) Ύστερα σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, με το γεμάτο προφυλακτικό να χτυπάει πότε πότε στη μέσα πλευρά των μηρών μου. Την ώρα που το έβγαζα, κατέληξα σε ένα συμπέρασμα και σε μια απόφαση: όχι, έλεγε, όχι.
[…]

Σκέφτηκα: τόση ώρα και δεν πρόλαβα καν να δω τα βυζιά της. Τα ψαχούλεψα, αλλά δεν τα είδα. Επιπλέον, πέφτει εντελώς έξω για τον Ντβόρζακ και τον Τσαϊκόφσκι. Άσε που θα μπορώ να παίζω τον δίσκο μου από το Ένας άντρας και μια γυναίκα, όσο συχνά μου αρέσει. Χωρίς να κρύβομαι.

*Ένα Κάποιο Τέλος, Julian Barnes, εκδ. Μεταίχμιο

Ξέρεις τη γη που οι κιτριές ανθίζουν;*

Που ήθελε να καταλήξει;

“Υπάρχουν διάφορα στάδια στην πορεία της Ιστορίας… Πότε έντονες αντιπαραθέσεις, πότε συνωμοσίες… Έτσι είναι. Λοιπόν. Είστε προφανώς κουρασμένος. Δεν σταθήκατε απολύτως στο ύψος των περιστάσεων σ’ αυτήν την υπόθεση της τρομοκρατικής επίθεσης κατά του συντρόφου Τουλάγιεφ… Θα με συγχωρέσετε που σας το λέω με τη γνωστή μου ειλικρίνεια, εντελώς μεταξύ μας, μιλάμε οι δύο μας και μόνο, αγαπητέ σύντροφε, όπως κάποτε, το ’18, ο Βλαντιμίρ Ίλιτς το είπε και σε μένα τον ίδιο… Ε, να, επειδή σας εκτιμάμε…”

Δεν σκέφτηκε να διηγηθεί τι στο καλό του είπε πριν είκοσι χρόνα ο Λένιν. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε: ψευτομάσαγε τα λόγια του, πετούσε μερικά «ε, λοιπόν» από δω κι από κει, με τρεμουλιαστή φωνή, έκανε τον γέρο, είναι ένας από τους παλιούς στο κόμμα, πάντα στις επάλξεις.

“Ε, λοιπόν, πρέπει να ξεκουραστείτε για κάνα δυο μήνες στην εξοχή, στον ήλιο του Καυκάσου… Σας ζηλεύω, πώς σας ζηλεύω, σύντροφε, που θα πάτε για λουτρά, πιστέψτε με… Αχ… Ματσέστα, Κισλοβόντσκ, Σότσι, Τιχές-Ντζιρί, ονειρεμένος τόπος… Γνωρίζετε τους στίχους του Γκαίτε:

Kennst-du das Land wo die Zitronen blϋhn?

… δεν μιλάτε γερμανικά, σύντροφε Έρχοφ;”

Ο Ανώτατος Επίτροπος αντιλαμβανόταν επιτέλους έκπληκτος το νόημα εκείνης της φλυαρίας.

“Με συγχωρείτε, σύντροφε Ποπόφ, για να καταλάβω καλά: πρόκειται για διαταγή;”

“Όχι, αγαπητέ σύντροφε, μια απλή σύσταση σας κάνουμε. Είναι φανερό ότι είστε εξαντλημένος, όπως κι εγώ. Ανήκουμε όλοι στο Κόμμα, είμαστε υπόλογοι απέναντί του για την υγεία μας. Και το Κόμμα μάς προσέχει.”

[…]

Ο Ποπόφ ξεσταύρωσε τα γόνατά του υπερβολικά αργά, σηκώθηκε, μ’ ένα ταγγισμένο χαμόγελο, δέρμα θολό, με το χέρι απλωμένο, καλοπροαίρετος.

“Άει στα κομμάτια, αχ, δεν ξέρετε ακόμα τι εστί ρευματισμοί… Ε, λοιπόν, πότε φεύγετε;”

“Αύριο βράδυ, για το Σοχούμι. Από απόψε το βράδυ είμαι ήδη σε άδεια.”

Ο Ποπόφ έδειξε περιχαρής.

“Πολύ ωραία. Στρατιωτική ταχύτητα στις αποφάσεις, μου αρέσει αυτό… Κι εγώ, παρά τα χρόνια μου… Μάλιστα, μάλιστα… Να αναπαυτείτε καλά, σύντροφε Έρχοφ… Καυκασία, θαυμάσια χωριά, το στολίδι της Ένωσης… Kennst-du das Land…”

*Υπόθεση Τουλάγιεφ, Βικτόρ Σερζ, εκδ. Scripta , μτφρ: Τιτίκα Δημητρούλια

Σονάτα για Πιάνο, Νο 26*

Το καλύτερο ήταν η απουσία, και η μικρή Νίνα, την οποία δύσκολα σκεφτόσουν χωρίς το «μικρή», έμοιαζε να μεγαλώνει φανερά καθώς έπαιζε το κομμάτι. Ήταν ένα σωστό adante espressivo, προχωρούσε και κινούταν χωρίς υπερβολές, στην πραγματικότητα την έβλεπες να περιορίζει τα έντονα συναισθήματά της μπροστά στη σοφία του Μπετόβεν έτσι ώστε το μούδιασμα της απουσίας, η μελαγχολική μοναξιά, οι πνιγμένες κορυφώσεις της λαχτάρας να λάμπουν μέσα από από το παίξιμό της. Ο Νικ αναζήτησε τον Γουάνι, το λεπτό του προφίλ, τις μελαγχροινές μπούκλες πίσω από το αυτί του – και αναρωτιώταν αν τον είχε αγγίξει κι αν ναι με ποιον τρόπο. Κοίταζε το αυτί του, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει τι άκουγε. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις την πλήρη προσοχή από την πλήρη αφηρημάδα στον Γουάνι. Ο Νικ επικεντρώθηκε σ’ αυτόν ώστε όλα τα υπόλοιπα γύρω του να είναι ρευστά και μόνο ο Γουάνι ή ότι έβλεπε από αυτόν να πάλλεται στη γυαλιστερή καμπύλη του πιάνου. Είχε την αίσθηση ότι πλέει προς ένα άλλο μέρος, όμορφο, υπαινικτικό, ακόμα κι επικίνδυνο, ένα μέρος που δημιουργούσε και άφηνε ανοιχτό η μουσική, αλλά ξέχωρο από αυτή. Είχε τη διάθεση ενός ανησυχητικού ονείρου, όπου τίποτα δεν το γνωρίζεις στα σίγουρα και η μνήμη δεν έχει κανένα σταθερό πάτημα αφού ξυπνήσεις. Ποια ήταν η συμφωνία που είχε με τον Γουάνι; Η αναζήτηση της αγάπης φαινόταν να χρειάζεται την καλλιέργεια της αδιαφορίας. Η βαθιά σύνδεση μεταξύ τους ήταν τόσο μυστική που μερικές φορές ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι υπήρχε. Αναρωτήθηκε αν ήξερε κανείς – αν είχε έστω και μια αναλαμπή μαντεψιάς, μια φευγαλέα διαίσθηση, ξεχασμένη από τον ίδιο τον παραλογισμό της. Πως θα μπορούσε κάποιος να ξέρει; Πίστευε ότι πάντα πρέπει να υπάρχουν υπαινιγμοί ενός μυστικού δεσμού, κάποια ακούσια τρυφερότητα ή σεβασμός, ένας ιδιαίτερος τρόπος να μην προσέχει ο ένας τον άλλον. Αναρωτήθηκε αν θα γίνει ποτέ γνωστό ή αν θα πάρουν το μυστικό στους τάφους τους. Για ένα λεπτό ένιωσε ανίκανος να κουνηθεί σαν να ήταν υπνωτισμένος από την εικόνα του Γουάνι. Χρειάστηκε ένα μικρό τίναγμα για να σπάσει την μαγεία.

*Η Γραμμή της Ομορφιάς, Άλαν Χόλινγκχερστ, εκδ. Καστανιώτη.

υ.γ. μετάφραση από το πρωτότυπο δική μου.