Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα είναι*

Στις δύο τα ξημερώματα γυρνάγαμε  με το αυτοκίνητο του Εμίλιο στο ξενοδοχείο. Το αλκοόλ είχε κάνει πάλι το θαύμα του, μετατρέποντας τον ενήλικα αρσενικό σε θερμόαιμο, ξεδιάντροπο έφηβο. Μιλούσαμε φωναχτά και οι πλάκες διαδέχονταν τις παθιασμένες κορώνες από τα ρεφρέν των τραγουδιών του Βίκτορ Χαρά που έπαιζε το κασετόφωνο. Απόηχοι της αγανάκτησης και των ελπίδων που κυριαρχούσαν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και τα πρώτα της δημοκρατίας, την εποχή της νιότης μας. Είχε περάσει μια μόνο δεκαετία, και ήταν σαν να είχαμε αλλάξει αιώνα. Τα τραγούδια που τότε μας είχαν συνεπάρει, μας ξυπνούσαν τώρα μια πρώιμη νοσταλγία, όχι τόσο γι’ αυτό που ήμασταν όσο γι’ αυτό που θα μπρούσαμε να είχαμε γίνει. Κουτσουρεμένα όνειρα σαν τον καημό που τραγουδούσε ο δολοφονημένος χιλιανός τραγουδιστής, της γυναίκας που έτρεχε στο εργοστάσιο όπου δούλευε ο αγαπημένος της, με τη βροχή στα μαλλιά, χωρίς να τη νοιάζει, αφού πήγαινε να τον βρει…

Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως κι εγώ ο ίδιος, πρότεινε να σταματήσουμε για μια βουτιά που θα μας ανακούφιζε από τη θέρμη του αλκοόλ. Ο Εμίλιο διαμαρτυρήθηκε πως δεν είχαμε μαγιό, κι εμείς απαντήσαμε πως ήταν αντιδραστικός κι ότι θα κολυμπήσουμε γυμνοί. Κι οι έφηβοι επιδειξίες στους οποίους είχαμε μεταμορφωθεί το έριξαν πάλι στο τραγούδι ώσπου το αυτοκίνητο σταμάτησε σε μια μικρή πλαζ της χερσονήσου, στο πάρκο της οποίας βρίσκεται το πανεπιστημιακό μέγαρο.

Αφήσαμε τα ρούχα μας στην άμμο να τα προσέχει ο Εμίλιο και μπήκαμε τρέχοντας στο νερό. Τη στιγμή που το κρύο μου δάγκωνε τα πόδια ακούσαμε γέλια και σφυρίγματα στις πλάτες μας. Δύσκολα διακρίνονταν μες τη μαύρη νύχτα, αλλά στην παραλία, δίπλα στο μέρος που είχαμε επιλέξει για να κολυμπήσουμε, ήταν μια παρέα και, πίσω της, η αμυδρή ανταύγεια μιας μικρής φωτιάς γύρω από την οποία κάθονταν όταν εμφανιστήκαμε εμείς να τρέχουμε τσίτσιδοι.

*Ένας Δαίμονας Στην Πόρτα, Jose Manuel Fajardo, εκδ. opera