Φανταστικό! Τα καταφέραμε!*

Ανεβάσαμε τα μαντίλια μέχρι τη μύτη μας και, σε ένα λεπτό, βρεθήκαμε ανάμεσα σε καμιά εξηνταριά νέους που είχαν μαζευτεί για να κατακλύσουν τους χώρους του Φωσόν. Καμιά εικοσαριά μαντράχαλοι, οπλισμένοι μα σιδερένια ραβδιά, υπό τις διαταγές του Ταρζάν, ενός δασύτριχου γίγαντα, είχαν, κατ’ αρχάς, τρομοκρατήσει τις πωλήτριες κραδαίνοντας τα όπλα τους και φωνάζοντάς τους να μην επέμβουν, έπειτα καμιά σαρανταριά, μεταξύ των οποίων η Βιρζινί κι εγώ, μπήκαμε στο μαγαζί δύο-δύο…
– Κατεβαίνουμε στην Πορτ ντε Βερσάιγ για να τα μοιρασουμε.
Ακολούθησα αδιαμαρτύρητα.
Όρθιοι μέσα στον συρμό, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα σε όλη τη διαδρομή. Παρατηρώντας τη Βιρζινί, είχα την εντύπωση πως ήταν μια αχθοφόρος του FLN, έτοιμη να παίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή της για να παραδώσει όπλα ενώ, στην πραγματικότητα, πηγαίναμε να προσφέρουμε στους κατοίκους φτωχογειτονιών χαβιάρι και φουά γκρα που θα βιαζόταν να μεταπωλήσουν για να αγοράσουν κονσέρβες τόνου και ισχνά κοτόπουλα. Ένα τρελό γέλιο, που το συγκρατούσα, φούντωνε μέσα μου, καθώς αναρωτιόμουν τι θα έλεγε ο Μπλαν αν μάθαινε τη συμμετοχή μου σε μια τέτοια αποστολή. Αν ήξερε, θα είχε ενημερώσει τις υπηρεσίες του Παρισιού που θα έπιαναν τη συμμορία μας επ’ αυτοφώρω. Θα έπαιρνα το ρίσκο να τον ειδοποιήσω αν επρόκειτο για ένοπλη ληστεία τράπεζας. Αλλά εν προκειμένω, παραήταν κωμικό. Για κάποια λεπτά, ήμουν πρωταγωνιστής σε περιπέτεια τύπου Ρομπέν των Δασών. Κανείς δεν θα θρηνούσε για την τύχη του Φωσόν. Οι ασφαλιστές του σίγουρα θα στραβομουτσούνιαζαν, όπως και το αφεντικό μου…

Στον σταθμό Κονβαβσιόν, είχα την τάση να αφήσω την Ιζαμπέλ. Κρατήθηκα για να μην καώ και στους μαοϊκούς. Κατεβήκαμε και, με βήμα ταχύ, βγήκαμε στον δρόμο. Κοντά στην είσοδο του μετρό μας περίμενε ο Σκαραβαίος του Ζερεμί. Η Βιρζινί χτύπησε με το χέρι της τη λαμαρίνα, ο Ζερεμί με αμπέχονο από στολή αγγαρείας, κατέβηκε και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Η Βιρζινί κι εγώ αφήσαμε την τσάντα ανάμεσα σε δύο άλλες που είχαν ήδη παραδοθεί. Ο Σκαραβαίος ξεκίνησε σαν σίφουνας. Χρειάστηκαν έξι εφτά σαράβαλα για την παραλαβή όλων των δεμάτων. Με τα πενιχρά τους μέσα, τα μέλη της ΠΑ [Gauche prolétarienne (GP)] δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα. Επιπλέον δε, αυτή η πράξη θα τους χάριζε λαϊκή συμπάθεια εφόσον είχε γίνει χωρίς βία και απέναντι σε μια επιχείρηση της οποίας τα προϊόντα απευθύνονταν αποκλειστικά στη μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού.
Μόλις ο Σκαραβαίος εξαφανίστηκε ανεμπόδιστος, η Βιρζινί πήδηξε στην αγκαλιά μου γελώντας: «Τα καταφέραμε! Φανταστικό! Τα καταφέραμε…!»

Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι
Ελεύθεροι σκοπευτές του ταξικού πολέμου
Το στρατόπεδο του λαού είναι το δικό μας
Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι

άρχισε να σιγοτραγουδάει. Το ρεφραίν του μαοϊκού σουξέ της Νομινίκ Γκράνζ.

Εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε ότι οι αλλαντοπώλες είχαν πιάσει δύο συντρόφους μας: μια κοπέλα, καλής οικογένειας που δεν άκουσε τη διαταγή να σκορπίσουμε -ίσως εκείνη που καθυστερούσε για να διαλέξει-, και έναν άλλον που γλίστρησε στο μετρό, έσπασε τα μούτρα του και τον πρόφτασαν οι μαντράχαλοι με τις λευκές ποδιές που τον κατακρεούργησαν. Επ’ αυτοφώρω για κλοπή εμπορευμάτων αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων, αυτό επρόκειτο να δοκιμάσουν…

*Παρίσι μπλουζ, Maurice Attia, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Advertisement

Ψίθυροι της Ιρέν*

«Σ’ αγαπώ ακόμα, να το ξέρεις, σ’ αγαπώ…»

Από τότε που έπεσες σε κώμα ακούω το Les Vieux Amants, ξανά και ξανά. Είμαι σίγουρη ότι μ’ ακούς, κρυμμένος πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα.

Σε κοιτάζω και περνούν ασταμάτητα μπροστά απ’ τα μάτια μου εικόνες της ιστορίας μας.

Η συνάντησή μας στο αστυνομικό τμήμα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ όπου τα μάυρα σου μάτια με κοιτούσαν με πόθο.

Η αμηχανία μου μπροστά σ’ αυτό τον ωραίο μελαχρινό άνδρα που αμέσως τον φαντάστηκα μ’ ένα μπορσαλίνο, σαν να σχεδίαζα απ’ την αρχή τη φιγούρα του.

Το μπουκέτο σου με τα κόκκινα τριαντάφυλα και το πρώτο μας ραντεβού.

Το χολιγουντιανό φιλί που μου έδωσες στο κατώφλι του σπιτιού μου, χωρίς γλώσσα, σαν να φοβόσουν να μπεις μέσα μου τόσο γρήγορα.

Η πρώτη μας ερωτική περίπτυξη, όχι σπίτι σου αλλά σπίτι μου, πράγμα που μ’ έκανε να φοβηθώ ότι υπήρχε άλλη γυναίκα, ένας δεσμός, μια κρυφή ερωμένη.

Μα εκείνη που ανέκαθεν μοιραζόταν τη ζωή του δεν ήταν άλλη από τη γιαγιά σου! Μια σύντροφος που δεν υπολόγισα, καθώς τα στήθη μου πάλλονταν ακόμα από το χάδι των χεριών σου.

Η τρυφερότητα με την οποία ανακάτωνες την κόκκινη χαίτη μου ενώ εγώ άναβα, για σένα, το πρώτο Μπογιάρ.

Η πρώτη φορά που αποχωριστήκαμε γιατί το απαίτησα εγώ. Η άρνησή μου να μοιραζόμαστε τις νύχτες μας, από φόβο μήπως τα πρωινά η απογοήτευση έρθει και φορτώσει τη σχέση με τις ασήμαντες τελετουργίες της καθημερινότητας: την αδυναμία των σωμάτων που ζητούν επιτακτικά ν’ αποβάλλουν ό,τι τους είναι περιττό, την κατάποση υγρών και στερεών, το πλύσιμο του στόματος και σώματος. Αυτά τα μικροπράγματα, που άλλους τους καθησυχάζουν κι εμένα με τρομοκρατούν.

Όμως, πάντα με συγκινούσε να σε χαζεύω την ώρα που κοιμάσαι, τις λίγες φορές που το ανέχθηκα. Ο ύπνος σου ήταν εγγύηση εκείνη τη στιγμή πως δεν θα σ’ έχανα, ενώ ο δικός μου ύπνος μου ξυπνούσε τον φόβο της απουσίας σου, της εγκατάλειψης.

Σήμερα, ξενυχτάω δίπλα σου για να σου απαγορεύσω να χαθείς, σου μιλάω, στ’ αυτί, για να σ’ εμποδίσω να ξεχάσεις τη ζωή, αυτή που μοιραζόμαστε, κατά διαστήματα, εδώ και δέκα χρόνια…

*Η Κόκκινη Μασσαλία, Maurice Attia, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ