«Γράψ’ το»*

«Όταν γευτείς την ομορφιά της τέχνης, η ζωή αλλάζει. Όταν ακούσεις τη Χορωδία Μοντεβέρντι, η ζωή αλλάζει. Όταν θαυμάσεις Βερμέερ από κοντά, η ζωή αλλάζει· όταν διαβάζεις Προυστ, δεν είσαι πια ο ίδιος. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί».

«Γράψ’ το».

«Δεν είμαστε παρά συμπτώσεις».

«Τι;»

«Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν υπήρχαμε, κι όμως υπάρχουμε».

«…»

«Από γενιά σε γενιά, φρενήρεις χοροί εκατομμυρίων σπερματοζωαρίων που κυνηγούν ωάρια, τυχαίες συλλήψεις, θάνατοι, καταστροφές… Και τώρα είμαστε εδώ, εσύ κι εγώ, ο ένας μπροστά στον άλλο, σαν να μην μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Σαν να υπήρχε η δυνατότητα ενός και μόνο γενεαλογικού δέντρου».

«Ε, ναι. Λογικό δεν είναι;»

«Όχι. Είναι μια κωωλοσύμπτωση».

«Έλα, τώρα…»

«Κι είναι ακόμα μεγαλύτερη κωωλοσύμπτωση ότι ξέρεις να παίζεις βιολί τόσο καλά».

«Εντάξει. Αλλά…» Σιωπή. «Αυτό που λες φέρνει ζάλη, αν το σκεφτείς, δεν νομίζεις;»

«Ναι. Και, τότε, προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα στο χάος χάρη στην τάξη της τέχνης».

«Θα έπρεπε να το γράψεις αυτό, συμφωνείς;» τόλμησε να πει ο Μπερνάτ πίνοντας μια γουλιά τσάι.

«Η δύναμη της τέχνης έγκειται στο έργο τέχνης, ή μάλλον στην εντύπωση που προκαλεί στο άτομο; Τι πιστεύεις;»

«Ότι πρέπει να το γράψεις», επέμενε η Σάρα, λίγες μέρες αργότερα. «Έτσι θα το ξεκαθαρίσεις».

«Γιατί με παραλύει ο Όμηρος; Γιατί μου κόβεται η ανάστα στο Κουιντέτο για Κλαρινέτο του Μπραμς;»

«Γράψ’το», του είπε αμέσως ο Μπερνάτ. «Θα μου κάνεις χάρη, γιατί κι εγώ θέλω να μάθω».

«Πως γίνεται να είμαι ανίκανος να γονατίσω μπροστά σε οποιονδήποτε και, αντίθετα, όταν ακούω την Ποιμενική του Μπετόβεν, να μην έχω κανένα ενδοιασμό να υποκλιθώ;»

«Η Ποιμενική δεν είναι και πολύ πρωτότυπο έργο».

«Αφού το λες εσύ. Ξέρεις από που εμπνεύστηκε ο Μπετόβεν; Απ’ τις εκατόν τέσσερις συμφωνίες του Χάυντν».

«Κι απ’ τις σαράντα μία του Μότσαρτ».

«Σωστά, αλλά ο Μπετόβεν κατάφερε να συνθέσει μόνο εννιά. Γιατί όλες, ή σχεδόν όλες, βρίσκονται σε άλλο επίπεδο ηθικής πολυπλοκότητας».

«Ηθικής;»

«Ηθικής».

«Γράψ’ το».

«Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το έργο τέχνης, αν δεν μελετήσουμε την εξέλιξή του». Βούρτσισε τα δόντια και ξέπλυνε το στόμα του. Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, φώναξε από την ανοιχτή πόρτα της τουαλέτας: «Πάντα όμως χρειάζεται να επέμβει η διάνοια του καλλιτέχνη, που το κάνει, ακριβώς, να εξελίσσεται».

«Άρα η δύναμη έγκειται στο άτομο», απάντησε η Σάρα από το κρεβάτι, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει το χασμουρητό της.

«Δεν ξέρω. Ο Βαν ντε Βάιτεν, ο Μονέ, ο Πικάσο, ο Παρόλο. Είναι μια δυναμική γραμμή, που ξεκινά απ’ τις σπηλιές της χαράδρας της Βαλτόρτα και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αφού εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπότητα».

«Γράψ’το». Ο Περνά τέλειωσε το τσάι του, έπειτα από μερικές μέρες, και άφησε προσεκτικά το φλιτζάνι στο πιατάκι. «Ε;»

«Είναι η ομορφιά;»

«Τι;»

«Φταίει η ομορφιά; Τι σημαίνει ομορφιά;»

«Δεν ξέρω, αλλά μπορώ να την αναγνωρίσω. Γιατί δεν το γράφεις;» επανέλαβε ο Περνά κοιτάζοντας τον στα μάτια.

«Ο άνθρωπος καταστρέφει τον άνθρωπο, και συνθέτει επίσης τον Χαμένο Παράδεισο».

«Είναι μυστήριο, όντως. Πρέπει να το γράψεις».

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις