Δάφνη!*

…Έτσι λοιπόν πήγαν τα πράγματα, την είδε στο βάθος ενός λιβαδιού, μπροστά στο αγροτόσπιτο, του είχε γυρισμένη την πλάτη, απόθεσε το αστρονομικό μονοκιάλι που κρεμόταν από τον ώμο του, γιατί είχε φτάσει στο βουνό χωρίς όπλο, και σκέφτηκε πως επρόκειτο για θαύμα. Φορούσε ένα δερμάτινο παντελόνι που της έφτανε στη μέση της γάμπας, άρβυλα, και είχε ένα αυτόματο όπλο στον ώμο του οποίου η κάνη μπλεκόταν με τα ριγμένα στους ώμους μαύρα μαλλιά της. Άρχισε να τρέμει. Από την έκπληξη, τη συγκίνηση, κάτι που δεν μπορώ να σου περιγράψω, σαν μια φλόγα που είχε εκραγεί στο στήθος του, με τους κροτάφους του να χτυπούν. Φώναξε, Δάφνη! Εκείνη δεν γύρισε το κεφάλι της. Μιλούσε με κάποιον, έναν στρατιώτη με τη στολή, του φάνηκε του οίκου της Σαβοΐας. Ξαναφώναξε, Δάφνη!, και άρχισε να τρέχει. Εκείνη, ακούγοντας τα βήματα, γύρισε, ήδη με το χέρι στο κοντάκι του όπλου της, σε επιφυλακή. Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια, αλλά ήταν μάτια βαθυγάλαζα, με μια έκφραση λίγο αστεία, ίσως λόγω ενός ελαφρού στραβισμού. Το όνομά μου είναι Μαίριλυν, είπε, τι θέλεις; Δεν μπορούσε να είναι πάνω από είκοσι χρονών, και μιλούσε με τη φωνή του ανθρώπου που έχει συνηθίσει να διοικεί. Είμαι καινούργιος, τραύλισε εκείνος, έρχομαι από την Ελλάδα. Κρατάω τις επαφές με τους συμμάχους, είπε εκείνη, είμαι Αμερικανίδα, μπορείς να με αποκαλείς λοχαγό, λοχαγό Μαίρη. Θα σου πήγαινε καλύτερα Ροζαμούντα, είπε εκείνος. Μην παριστάνεις τον έξυπνο, είπε εκείνη, ποια είναι η Ροζαμούντα; Είναι ένα έργο του Σούμπερτ, απάντησε εκείνος.

*Ο Τριστάνο Πεθαίνει. Μια Ζωή, Antonio Tabucchi, μετ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδόσεις ΑΓΡΑ