Αυτό που παίζεται εδώ είναι η ζωή ως την τελευταία της ανάσα*

Σηκώθηκα και μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, που απέφυγα ν’ ανάψω, πήγα στην ταράτσα. Η βαθυκύανη, σχεδόν μαύρη, θάλασσα είχε αρχίσει να σαλεύει με το μαϊστράλι που είχε σηκωθεί. Κακό σημάδι αυτό. Ο μαΐστρος το καλοκαίρι είναι συνώνυμο της φωτιάς. Κάθε χρόνο εκατοντάδες εκτάρια με δέντρα και θάμνους γινόντουσαν στάχτη. Οι πυροσβέστες πρέπει να ήταν κιόλας σε επιφυλακή.

Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ, είπα μέσα μου. Αυτό ήταν. Το κλικ. Αυτό έγραφε η ταχυδρομική σφραγίδα στο γράμμα της Μπαμπέτ. Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ. Στα βουνά Σεβέν. Μα τι έφτιαχνε εκεί πάνω; Σε ποιανού το σπίτι ήταν; Ετοίμασα καφέ στη μικρή ιταλική μου καφετιέρα του ενός φλιτζανιού. Για δεύτερο φλιτζάνι, νέα προετοιμασία. Έτσι μου άρεσε ο καφές. Ποτέ ξαναζεσταμένος. Άναψα επιτέλους το τσιγάρο μου και το ρούφηξα αργά-αργά. Κανένα πρόβλημα με την πρώτη ρουφηξιά. Κερδισμένο ήταν το παιχνίδι και για τις επόμενες.

Έβαλα να παίζει ένα δίσκο του Νοτιοαφρικανού πιανίστα Abdullah Ibrahim. Κυρίως για ένα κομμάτι. Το Zikr. Δεν πίστευα μήτε στο Θεό μήτε στο Διάβολο. Αλλά η μουσική αυτή και το τραγούδι, κυρίως με το ντούο με τον Johnny Dyani, τον κοντραμπασίστα που τον συνόδευε, περιείχε τέτοια εσωτερική ηρεμία που σε καλούσε να πεις τι ωραία που είναι η γη και τι θαυμάσια. Το κομμάτι αυτό το άκουγα με τις ώρες. Την αυγή. Ή όταν έδυε ο ήλιος. Με γέμιζε ανθρωπιά.

Η μουσική έγινε πιο δυνατή. Μπροστά στο πορτοπαράθυρο, με το φλιτζάνι στο χέρι, έβλεπα τη θάλασσα να φουσκώνει όλο και πιο πολύ. Δεν καταλάβαινα καθόλου τα λόγια του Abdullah Ibrahim, όμως αυτό το Remembrance of Allah το μετέφραζα μέσα μου με τον πιο απλό τρόπο. Αυτό που διακυβεύεται εδώ, σ’ αυτή τη γη, είναι η ίδια μου η ζωή. Μια ζωή με τη γεύση της ζεστής πέτρας και των στεναγμών της θάλασσας, ενώ τα τζιτζίκια θα αρχίσουν σε λίγο το δικό τους τραγούδι. Αυτή τη ζωή θα την αγαπώ ως την τελευταία μου πνοή. Inch Allah.

*Η Τριλογία Της Μασσαλίας – Solea, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ