αυτή η νύχτα μου άνοιξε τα μάτια*

Δεν ξέρω αν σας είναι οικεία η αίσθηση να βρίσκεσαι σ’ ένα αυτοκίνητο -και δεν χρειάζεται να είναι κανένα πολύ άνετο αυτοκίνητο, ή κάτι τέτοιο- να είσαι μισοκοιμισμένος και να μην ανυπομονείς ιδιαίτερα να φτάσεις κάπου, αλλά κατά παράδοξο τρόπο να νιώθεις βολεμένος και ευχαριστημένος· να αισθάνεσαι οτι θα μπορούσες να κάθεσαι στη θέση του συνοδηγού επ’ άπειρον. Νομίζω πως είναι μια κατάσταση όπου ζεις στο παρόν. Εκείνο τον καιρό δεν τα κατάφερνα και πολύ να ζω στο παρόν -μόνο στ’ αυτοκίνητα και στα τρένα το πετύχαινα.

Καθόμουν λοιπόν με τα μάτια μισόκλειστα κι άκουγα τον Τσέστερ να τυραννάει τις ταχύτητες και να πατάει άγρια το γκάζι. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εκείνη τη μέρα ήμουν ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Πίστευα ότι είχα πάρει μερικές καλές αποφάσεις.Κατ’ αρχάς, μικρές αποφάσεις, όπως το να σηκωθώ νωρίς, να κάνω μπάνιο, να φάω κανονικό πρωινό, να βάλω πλυντήριο και μετά να πάω ως του Σάμσον, για να ακούσω τον πιανίστα που παίζει εκεί τα μεσημέρια. Κι έπειτα, μεγαλύτερες αποφάσεις, καθισμένος μόνος σ’ ένα τραπέζι, πίνοντας μια πορτοκαλάδα και αφήνοντας το Stella By Starlight να με πλημμυρίσει. Αποφάσισα να μην τηλεφωνήσω τελικά στη Μαντλίν, να την αφήσω μια φορά να με αναζητήσει εκείνη. Της είχα στείλει την κασέτα, διευκρινίζοντας έτσι ολοκάθαρα τις προθέσεις μου, ήταν επομένως η σειρά της να δείξει τώρα κάποια ανταπόκριση, γαμώτο. Μου είχε μείνει μόνο μια μονάδα στην τηλεκάρτα μου, και τη χρησιμοποίησα για να τηλεφωνήσω στον Τσέστερ. Διότι είχα επίσης αποφασίσει να δεχτώ την προσφορά του.

*Οι Νάνοι Του Θανάτου, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ