Με τα πιο απλά πράγματα*

Έξω, ο καιρός ήταν υπέροχος. Είχα ξεχάσει πως υπάρχει ο ήλιος. Πλημμύριζε με φως τη λεωφόρο Ετιέν-ντ’ Ορβ. Αφέθηκα στη γλυκιά θαλπωρή του. Με τα χέρια στις τσέπες πήγα μέχρι την πλατεία Ουίλ. Στο Παλιό Λιμάνι.

Μια έντονη μυρωδιά αναδινόταν απ’ τη θάλασσα. Ένα μείγμα από μηχανέλαιο, γράσα, βρομόνερα. Δεν μύριζε διόλου όμορφα. Άλλη μέρα, θα έλεγα πως έζεχνε. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ετούτη η οσμή μου έκανε ανείπωτο καλό. Ήταν το άρωμα της ευτυχίας. Αληθινό κι ανθρώπινο. Θαρρείς και η Μασσαλία μ’ άδραχνε απ’ τα μούτρα. Ο θόρυβος της μηχανής της βάρκας μου ανέτειλε στη μνήμη μου· «τουφ-τουφ». Με φαντάστηκα στο πέλαγο, να ψαρεύω. Η ζωή κέρδιζε πάλι το μερτικό της εντός μου. Με τα πιο απλά πράγματα.

Το φέρι-μποτ έφτασε. Πρόσφερα στον εαυτό μου ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής για το πιο σύντομο και όμορφο ταξίδι. Τον διάπλου της Μασσαλίας. Στην αποβάθρα του Πορ-Και της Ριβ-Νεβ. Λίγος κόσμος, εκείνη την ώρα. Κάμποσοι ηλικιωμένοι. Μια μητέρα που τάιζε το μωρό της με μπιμπερόν. Ξαφνιάστηκα που μ’ έπιασα να σιγοτραγουδάω το Chella lla. Ένα παλιό ναπολιτάνικο τραγούδι του Ρενάτο Καροζόνε. Ξανάβρισκα τα σημάδια μου. Με τις αναμνήσεις που πάνε μαζί. Ο πατέρας μου μ’ έβαζε να καθήσω πλάι στο παράθυρο του φέρι-μποτ και μου έλεγε: «Κοίτα, Φαμπιό. Κοίτα. Είναι η είσοδος του λιμανιού. Βλέπεις; Το φρούριο Σαιν-Νικολάς. Το φρούριο Σαιν-Ζαν. Και πέρα, ο Φάρος. Βλέπεις, μετά είναι η θάλασσα. Το ανοιχτό πέλαγο». Ένιωθα τα γερά του χέρια που με κρατούσαν από τις μασχάλες. Ήμουν πόσο; Έξι-επτά χρόνων, όχι περισσότερο. Εκείνη τη νύχτα, είχα ονειρευτεί να γίνω ναυτικός.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ