προσδοκία μέλλοντος*

Όμως το έβγαλε από τη θήκη του με τη μέγιστη προσοχή και της το έδειξε και θαύμασαν από κοινού τις απαλές καμπύλες του ξανθού ξύλου με τα μαύρα τελειώματα και τις λεπτές διακοσμητικές σπείρες του κοχλία.
Ακούμπησε την παλάμη της στη λακαρισμένη επιφάνεια κι εκείνος έφερε το χέρι του κοντά στο δικό της.
«Όμορφα όργανα» είπε η Φιόνα. «Ανέκαθεν σκεφτόμουν ότι υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο στο σχήμα τους».
Είχε πάρει στα χέρια του τη μέθοδο βιολιού για αρχάριους και μολονότι η Φιόνα δεν σκόπευε να του ζητήσει να παίξει, δεν άντεχε να τον σταματήσει. Η ασθένειά του, ο αθώος του ζήλος τον έκαναν απόρθητο.
«Μελετάω τέσσερις ακριβώς εβδομάδες και ξέρω να παίζω δέκα μελωδίες». Ο κομπασμός του καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε άρνηση. Γύριζε τις σελίδες ανυπόμονα. Η Φιόνα έριξε μια ματιά πάνω από την πλάτη της στη Μαρίνα και σήκωσε τους ώμους.
«Όμως αυτό το κομμάτι είναι το πιο δύσκολο. Δύο διέσεις. Σε ρε μείζονα».
Η Φιόνα κοίταζε ανάποδα την παρτιτούρα. «Μπορεί απλώς να είναι σε σι ελάσσονα».
Δεν την άκουγε. Είχε ήδη ανακαθήσει, με το βιολί ακουμπισμένο κάτω από το σαγόνι του και χωρίς καθυστέρηση, χωρίς να κουρδίσει τις χορδές, άρχισε να παίζει. Την ήξερε καλά η Φιόνα αυτή τη μελαγχολική και όμορφη μελωδία, ένα παραδοσιακό ιρλανδικό σκοπό. Είχε συνοδεύσει τον Μαρκ Μπέρνερ στο ποίημα του Γέιτς «Down by the Salley Gardens», που είχε μελοποιήσει ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Ήταν ένα από τα κομμάτια που έπαιζαν όταν το κοινό τούς ξανακαλούσε στη σκηνή.

Ο Άνταμ γρατζούνιζε κάπως τις χορδές, έπαιζε ασφαλώς χωρίς βιμπράτο, όμως ο τόνος των φθόγγων ήταν σωστός, έστω κι αν φαλτσάρισε σε μια δυο νότες. Ο μελαγχολικός σκοπός και ο τρόπος που τον έπαιζε, τόσο αισιόδοξα, τόσο ακατέργαστα, εξέφραζαν όλα όσα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται η Φιόνα για το αγόρι. Ήξερε απέξω τους στίχους του ποιητή, στίχους μεταμέλειας. Μα ήμουν νέος κι άμυαλος… Το άκουσμα της μελωδίας από το βιολί του Άνταμ την αναστάτωνε και τη σάστιζε. Η αφοσίωση στη μελέτη του βιολιού ή και οποιουδήποτε άλλου οργάνου ήταν μια πράξη ελπίδας, υποδήλωνε την προσδοκία μέλλοντος.
Όταν τελείωσε, η Φιόνα και η Μαρίνα χειροκρότησαν και ο Άνταμ έκανε από το κρεβάτι του μια αδέξια υπόκλιση.

*Νόμος Περί Τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν

Ο χρόνος που προχωρεί με μέτρο σταθερό*

Ποδηλατεί αργά, σαν να μην θέλει να φτάσει. Κι όταν φτάνει πίσω από το σπίτι, στον κύκλο από χαλίκι που χάραξαν τα λάστιχα του βυτιοφόρου, εξετάζει τη σκηνή δίχως να βιάζεται, με μια μεθοδική, σχεδόν ουδέτερη άνεση. Παρατηρεί το τσαλαπατημένο γρασίδι, τα χνάρια, τη λιμνούλα από ξεραμένο αίμα στο θερμοκήπιο. Η κάθε του ανάσα βγαίνει αργά, διακρίνεται στον ψυχρό πρωινό αέρα σαν ένα εξεζητημένο ερωτηματικό. Γνώριζε τον Τζωρτζ, τη Νίνα Χάρντυ, γνώριζε την Τζέινυ, την αδελφή του Τζωρτζ, τώρα όμως δεν μπορεί πια να συνδέσει τις παιδικές του αναμνήσεις με τη σκηνή φρίκης που έχει μπροστά του. Θυμάται τρεις φιγούρες πάνω σε μια θημωνιά, να ταλαντεύονται στο πίσω μέρος ενός τρακτέρ στο φως του δειλινού. Θυμάται το όμορφο κορίτσι, ή μάλλον τη γυναίκα, με το λουλουδάτο φουστάνι, να περνάει από το γήπεδο του γκολφ πηγαίνοντας στο χορό στη λέσχη τένις. Θυμάται το άρωμα από τα ρείκια και το φρεσκοκομμένο χορτάρι και τον ήχο ενός τραγουδιού του Πέρσυ Φρεντς να βγαίνει από τη λέσχη. Ω, νύχτες με χορούς του Κέρυ, κι ο απόηχος της πίπιζας να αντιλαλεί στις πιο τρελές στιγμές μας… Ο τελευταίος στίχος του διαφεύγει για πάνω από ένα λεπτό, κι έπειτα, όταν παύει να προσπαθεί, τον θυμάται… Αλίμονο, πέρασαν σαν αστραπή, κι η νιότη μας ίδιο! Αναρωτιέται άσκοπα πως είναι δυνατόν μια φράση να περιέχει τόση στίξη. Έπειτα ακούει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να ξεφυσάει σε απόσταση από το καταθλιπτικό όγκο του σπιτιού, και νιώθει ανακουφισμένος που δεν θα είναι αυτός που θα διερευνήσει τη σκηνή που έχει μπροστά του. Ή τουλάχιστον δεν θα είναι μόνο αυτός.

*Σκιά, Νηλ Τζόρνταν, εκδ. Νεφέλη