Φωτιά, σου λέω*

Ο Τέλης ερχόταν συχνά τα απογεύματα. Παράγγελνε ελληνικό καφέ σε γυάλινο ποτήρι και καθόταν μόνος του. Ήταν μυστήριο τρένο. Έμενε στο Λεσίνι, σε ένα σπίτι πίσω από τον ναό των Εισοδίων. Ακούγονταν περίεργα πράγματα για δαύτον. Πως είχε μια άσωτη ζωή στην Αθήνα. Πως ήταν μπλεγμένος. Ήταν, λέει, και αγαπητικός στην Τρούμπα. Είχε γυναίκες στη δούλεψή του. Ωραίος άνδρας. Ψηλός, λευκό μαλλί. Γερά χέρια, δουλεμένα. Δεν κάθησα ποτέ στα πόδια του. Με τον τρόπο του δεν το αποζητούσε. Μου άφηνε και μπουμπουάρ συχνά, καθόταν σκεφτικός και άκουγε μουσική από το μονίμως ανοιχτό ράδιο του Μπάμπη ενώ συχνά ψιθύριζε στίχους από παλιά λαϊκά. «Όσα κι αν σου πουν για μένα έχω κάνει πιο πολλά», και τέτοια. Λίγα λόγια με όλους. Λέγαν που είχε μπλεξίματα με την αστυνομία και πως είχε έλθει πριν πέντε χρόνια στο χωριό να ξεφύγει. Σκληρό βλέμμα. Φωτιά, σου λέω. Όσες φορές ανταμώναν τα βλέμματά μας, κοίταγα αλλού. Με φλέρταρε με έναν υπόγειο τρόπο νομίζω, αλλά κονσομασιόν δεν δήκωνε. Ωραίος άνδρας, με παράξενο μέτρο. Και έναν παλιάς κοπής κώδικα.

*Εγώ είμαι ένας άλλος, Δημήτρης Μανιάτης, εκδ. Μετρονόμος