Ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς*

«Τι νέα λοιπόν αδερφούλα; Ήρθες να με φροντίσεις; Να με βγάλεις από την πνευματική μου απομόνωση;… Φοβάσαι τώρα. Σκέφτεσαι ότι θα ήταν καλύτερα να είχες παρκάρει τη μηχανή στην προηγούμενη παραλία και να είχες χωθεί στο νερό. Να με είχες αφήσει στην ησυχία μου».
Το βλέμμα της Ελίσας σκλήρυνε. Από το κιόσκι ξεπήδησε πάλι η μουσική. Ήταν ένα μπολερό με πιάνο και τραγουδούσε ο Μανσανέρο, που το έκανε συντροφιά τους τελευταίους μήνες.

«Μου τη δίνει ο οίκτος για τον εαυτό μας. Τον γνωρίζω, τον μυρίζω από μακριά. Τον ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Είμαι ειδήμονας. Ξέχασες ότι είμαι ειδική στο θέμα; Περνώ το μισό μου καιρό κάνοντας γκάφες και τον άλλο μισό νιώθω ενοχές γι’ αυτό που κάνω, λυπάμαι τον εαυτό μου και φτου κι από την αρχή. Ξέχασες πως είμαι; Νιώθω άσχημα μόνο και μόνο επειδή ήρθα».
«Καλά, εντάξει, μεταξύ μας είμαστε. Μια οικογένεια» είπε ο Έκτος και χωρίς να την κοιτάξει της έπιασε το χέρι.
«Εδώ είναι ωραία για ηλιοθεραπεία. Έφερα βιβλία. Έφερα μια φωτογραφία του αγοριού που αγαπούσα όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο και έχω να τον δω εικοσιπέντε χρόνια. Έφερα κασέτες με τον Ρόυ Μπράουν. Τον ξέρεις τον Ρόυ Μπράουν; Έφερα ένα εγχειρίδιο για να μάθω να παίζω φλάουτο. Γαμώτο! Ξέχασα το φλάουτο. Και δεν βιάζομαι. Έχω μια ολόκληρη εβδομάδα για ν’ αποφασίσω αν θα σου πω αυτό που ήρθα να σου πω ή δεν θα σου πω τίποτα. Πως το βλέπεις;»

Ο Έκτορ κοίταξε τη φοινικιά. Εκεί ψηλά, στα τριάντα μέτρα ύψος, πρέπει να φυσούσε λίγο αεράκι γιατί τα φοινικόφυλλα κουνιόνταν ελαφρά. Ύστερα είπε:
«Τι βιβλία έφερες; Έχω διαβάσει την Ιστορία των Σταυροφοριών του Ράνσιμαν τρεις φορές. Δεν είναι να εμπιστευτείς τον Μάγο. Ούτε ένα αστυνομικό δεν μου έστειλε. Κι εδώ δεν έχει βιβλιοπωλεία… Δηλαδή, εδώ δεν έχει ούτε εφημερίδες».
Ο Έκτορ δεν περίμενε την απάντηση και πήρε ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς. Ήξερε όμως ότι μ’ αυτό δεν ξεγελούσε την Ελίσα.

*Μερικά Σύννεφα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Όπου ο υποδιοικητής Μάρκος συναντά τον ντετέκτιβ Μπελασκοαράν και τον Γκούσταβ Μάλερ*

Αναδημοσιεύουμε από το Kaboom και τη στήλη «Ο γύρος της μέρας σε 80 κόσμους«, μιας και είναι λες και γράφτηκε για το Bar des 13 Coins. 

***

Γράφει ο Anastasius

Νομίζω ότι το καλοκαίρι είναι η κατ’ εξοχήν εποχή των αστυνομικών βιβλίων. Πολλοί αναγνώστες επιτρέπουν στον εαυτό τους αυτή την «ένοχη απόλαυση» αποκλειστικά αυτή την περίοδο του χρόνου.
Στον απόηχο της αινιγματικής ανακοίνωσης του εξεγερμένου υποδιοικητή Μάρκος σχετικά με την απόσυρση του απ’το προσκήνιο του ζαπατιστικού αγώνα, θυμήθηκα το αστυνομικό μυθιστόρημα που έχει γράψει με τέσσερα χέρια, μαζί με τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ανήσυχοι Νεκροί (κι ό,τι λείπει, λείπει)»

 Στο συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις περιπέτειες του θρυλικού ήρωα του Τάιμπο, του ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν να λύσει μαζί με την Επιτροπή Αλήθειας των Ζαπατίστας μία υπόθεση φόνων και εξαφανίσεων που πάει τόσο πίσω, ώστε να διατρέχει όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του Μεξικό. Μία ιστορία μυθιστορηματική όσο και αληθινή, αφού είναι γεμάτη από αντανακλάσεις της πραγματικότητας.

Ξεδιάλεξα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί όπως η σκηνή στο τζαζ κλαμπ, στο On the road του Keruack, συναισθητικά, αναβλύζει ήχους και δημιουργεί ένα μουσικό υπερκείμενο.

O Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα φάντασμα.

Μια γυναίκα που είχε εξαφανιστεί. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στη ζωή του. Όχι να ερωτεύεται γυναίκες-φαντάσματα, αλλά να εξαφανίζεται η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, με την οποία είχε περάσει μεγάλες περιόδους έρωτα και απογοήτευσης τα τελευταία χρόνια.

Η κοπέλα με την αλογοουρά, που δεν ήταν πια τόσο κοπέλα και δεν έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά εδώ και πολύν καιρό, αλλά χτενιζόταν με μία φράτζα μπροστά στο ένα μάτι, σε στυλ Βερόνικα Λέηκ, είχε μερικές υπέροχες άσπρες τρίχες, ήταν καθηγήτρια Φιλοσοφίας και έπινε σφηνάκια τεκίλα. Σύμφωνα με τα μυστηριώδη προγράμματά της, η γυνάικα με την αλογοουρά είχε χαθεί από προσώπου γης. Όυτε καν έκανε τον κόπο, όπως ήταν το συνήθειο, να τον αποχαιρετήσει. Απλώς εξατμίστηκε. Χάθηκε από τη δουλειά της, στο Πανεπιστήμιο είχαν διακοπές, το τηλέφωνο όχι μόνο δεν απαντούσε αλλά είχε βουβαθεί εντελώς και στην πόρτα του διαμερίσματός της στιβάζονταν φάκελοι με διαφημιστικά, λογαριασμοί ηλεκτρικού και τραπεζών, και τεύχη της La Jornada και του Proceso.

Μερικές φορές ο Έκτορ αποδεχόταν αυτές τις εξαφανίσεις σαν υποχρεωτική ανάπαυλα από μία σχέση που δεν μπορούσαν να την προσδιορίσουν σαφώς. Ήταν περιστασιακοί αλλά και τακτικοί εραστές; Ήταν ένα μη σταθερό ζευγάρι με διαστρικές δραπετεύσεις; Παντρεμένοι αλά Μαορί; Ήταν μία σύζευξη, πότε ζεύξη και πότε διάζευξη;

Αυτή τη φορά όμως δεν έπρεπε να εξαφανιστεί έτσι, γιατί χωρίς να το θέλει στεναχώρησε πολύ τον Έκτορ. Τον άφησε πικραμένο και ρημαγμένο, σαν νησί λεηλατημένο από χασάπη πειρατή. Κι ίσως λίγο πιο γέρο απ’ το κανονικό.

Μα πότε ερωτεύτηκε τρελά εκείνη τη γυναίκα, σε σημείο να θέλει να κόψει τις φλέβες του για το χατίρι της; Ήταν μία από τις ξαφνικές ανησυχίες του, ένας απολύτως εφηβικός πόνος για την απουσία που τον κυνηγούσε, οι κινηματογραφικές εικόνες του προσώπου της που έβλεπε όταν ξέπλενε το μούτρο του, όταν έτρωγε τάκος με κιμά ή όταν άκουγε Μάλερ.

Ο Μάλερ. Τι σχέση είχε η πρώην κοπέλα με αλογοουρά με εκείνον τον θαυμάσιο Εβράιο που βασανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα; Είχε γνωρίσει τον Γκούσταβ Μάλερ πολλά χρόνια ύστερα από την κοπέλα με την αλογοουρά. Εκείνη ήρθε πρώτη. Και αυτό που συνέδεε την κοπέλα με τον μουσικό δεν ήταν το adagietto της 5ης Συμφωνίας (πέρασαν μήνες ώσπου ν’ ανακαλύψει ότι το adagietto είναι ένα adagio βλαμμένο, έναadagio που δεν καταφέρνει να πάρει θάρρος, και το adagio είναι μία σύνθεση που ερμηνεύεται αργά) εκείνο που πολύς κόσμος το θυμάται λόγω της ταινίας “Θάνατος στη Βενετία”, του Τόμας Μανν, όπως το απέδωσε ο Βισκόντι.

Η προσαύξηση έρωτα που χάνεται και φεύγει, κύματα στο νερό, και δεν μπορεί κανένας, να πάρει η οργή, να τον περισώσει. Όχι, όχι, δεν ήταν αυτός ο Μάλερ, που του θύμιζε την κοπέλα με την αλογοουρά και τις ένδοξες εμφανίσεις και εξαφανίσεις της. Περιέργως ήταν μιά τρομερή μουσική, μια μεγαλειώδης, μια απέραντη μουσική, που την έιχε ανακαλύψει όταν οι τύποι της Φιλαρμονκής Ορχήστρας της Πόλης του Μεξικό τού ζήτησαν βοήθεια για να ξαναβρούν ένα φορτηγό γεμάτο μουσικά όργανα. Ένα απόγευμα, στα μισά της πρόβας, ο Έκτορ ανακάλυψε σ’ ένα άδειο θέατρο, όπου υπήρχαν μόνο οι μουσικοί και οι ήχοι τους, τον εαυτό του να κλαίει με μια μουσική που τον συγκλόνιζε και τον συντάραζε. Και γι’ αυτό είχε περάσει περισσότερο καιρό στις πρόβες παρά στις έρευνες για το φορτηγό. Ήταν η Ογδόη του Μάλερ.

Ήταν αυτός ο αυτός ο ύμνος στο μεγαλείο των ανθρώπων, που ο Μπελοασκαράν το αισθανόταν σαν κάτι δικό του, μέσα στην αθλιότητα της Πόλης του Μεξικού. Κι εκείνη η γυναίκα είχε σχέση μ’ αυτό. Κι ας μη σε ρωτήσει κανένας, Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, μοναχικές ντετέκτιβ της πιο παραστρατημένης και διεφθαρμένης πόλης του πλανήτη, το γιατί. Ας μη σε ρωτήσουν, γιατί δεν θα ξέρεις τι ν’ απαντήσεις…

Δηλαδή, με νοσταλγία γυναίκας και Μάλερ, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού που χρειαζόταν, άλλαγμα σεντονιών, όπως έκανε τις τελευταίας δεκαπέντε μέρες, κι έβαλε τον Μάλερ και την Ογδόη του στο μηχάνημα. Του έδωσε εντολή να επαναλαμβάνει τον δίσκο μέχρι τελικής πτώσεως και στο μεταξύ κάθισε να κάνει μια επανάληψη της κουβέντας του με τον Κινέζο Φουάνγκ Τσου Μαρτίνεζ, ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο, κι ύστερα άλλο κι άλλο, ώσπου γέμισε το δωμάτιο με καπνό.

* Ανήσυχοι Νεκροί, Κι ό,τι λείπει, λείπει: Αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με τέσσερα χέρια , Υποδιοικητής Μάρκος & Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μετ. Βασιλική Κνήτου, Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ, ΚΕΔΡΟΣ

Μέρα παρά μέρα*

Τα εννέα ποτηράκια του καφέ ήταν ακόμα στοιχισμένα πάνω στο τραπέζι του. Ένα λαμπρό φως έμπαινε απ’ τις γρίλιες, κόβοντας σε λωρίδες το γραφείο. Έβαλε την καφετιέρα στην πρίζα, αφού πρώτα έλεγξε αν είχε νερό, και άλλαξε τον καφέ. Ύστερα πήγε στο αρχηγείο του ραδιοφωνικού σταθμού, λίγα βήματα παρακεί. Ο Φριτς ήταν στα χειριστήρια και πλάι του ο Κανάλες ο Ψηλός κοιμόταν σ’ ένα μικροσκοπικό ράντζο, με τα πόδια του να κρέμονται τριάντα εκατοστά.
«Και συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας για το ξεκίνημα της ημέρας. Για σας, το Φεγγαρόφωτο. Μουσική για να σας νανουρίσει πρωί πρωί, εδώ στο Ράδιο Σάντα Άννα».
Ο Φριτς του έδειξε τον κοιμισμένα Κανάλες.
«Κοιτάξτε να δείτε, ο κερατάς, μου έχει προγραμματίσει μουσική για μεσημεριάτικο ύπνο. Αν δεν ξυπνήσει σε δύο λεπτά, θα του βάλω τα χορωδιακά του ρώσικου στρατού και μετά την Ηρωική του Μπετόβεν. Και οι άλλοι οι κερατάδες συνεχίζουν να μας βάζουν παράσιτα απ’ το λόφο».

«Πήρε κανείς;»
«Γι’ αυτό με τη σκοτωμένη; Μια κυρία που έχει ένα τακατζίδικο στη Λέρδο, η δόνια Λουίσα, μισό τετράγωνο απ’ την εκκλησία. Δεν ήθελε να μου πει τίποτα, παρ’ όλο που εγώ της τράβηξα ολόκληρο κατεβατό για το δικαίωμα στην πληροφορία. Να περάσετε να τη δείτε, λέει. Και τηλεφώνησαν κι άλλοι δύο απειλώντας με θάνατο τον Μπένχαμιν, είπαν ότι τώρα πια την πούτσισε για τα καλά».
«Συνηθίζεται αυτό;»
«Μέρα παρά μέρα».

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;*

«Έμαθα ότι εσύ με σύστησες γι΄αυτή την απαίσια δουλειά, είσαι γαμημένος προδότης».
«Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;»
«Με γοητεύει. Πέρα απ’ το ότι με πυροβόλησαν κιόλας δύο φορές, και τη μία κατουρήθηκα πάνω μου, με γοητεύει».
«Άρα λοιπόν, δεν έκανα λάθος», είπε ο άλλος συγγραφέας.
Ο Χ.Δ. χαιρέτησε φέροντας δύο δάχτυλα στο γείσο του κασκέτου του κι έκανε στην άκρη. έστρεψε το βλέμμα του στις ταράτσες των κτιρίων, ψάχνοντας ανύπαρκτους ελεύθερους σκοπευτές. Αυτός βρισκόταν εκεί στο ρόλο του αρχηγού της αστυνομίας, όχι του αφηγητή. Έβλεπε άλλα πράγματα. Την παρατήρηση μπορούσε να την αφήσει γι’ άλλη φορά. Δεν ήταν ώρα τώρα να κοιτάξει τις γυναίκες με τις κόκκινες και τις πράσινες ποδιές, που οπλισμένες με πλακάτ και ματσάκια λουλούδια σήκωναν τη γροθιά τους ως τα μισά, θαρρείς και τους απέμενε κάποιο υπόλειμμα συστολής. Μπορούσε να προσπεράσει το τεταμένο πρόσωπο με τις πεταμένες φλέβες του Μπενχαμίν Κορρέα, που ταξίδευε στον αέρα, κρατημένος τρία εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος από τον θαυμασμό καμιάς εκατοστής γυμνασιόπαιδων, ντυμένων στα πράσινα, που τον περιστοίχιζαν. Δεν ήταν μια διαδήλωση με τάξη. Ανθρακωρύχοι και αγρότες, στελέχη της ΛΑ.Ο., δάσκαλοι του δημοτικού, γυναίκες από τις συνοικιακές επιτροπές, μέλη του αναγεννημένου συνδικάτου για τις πόρνες (δυό τους αγκαζέ με τον Κανάλες, τον Ψηλό), ταξιτζήδες και μικρέμποροι, μαθητές του γυμνασίου, αγρότες και πάλι αγρότες, εργάτες στα εργοστάσια αναψυκτικών και στα γυψοποιεία, βάδιζαν ανακατεμένοι, πολλοί με τα προσωπικά τους πλακάτ, όπου αφθονούσε το πνεύμα μάλλον παρά η ορθογραφία.
Μπαίνοντας στην πλατεία, είδε τον Μερενσιάνο με το τουφέκι του στο παράθυρο του δημοτικού μεγάρου, πάνω απ’ την εξέδρα. Όταν οι μπροστινοί άρχισαν να κάνουν τον γύρο της πλατείας, απ’ όλα τα μεγάφωνα βγήκαν οι πρώτες συγχορδίες της Πέμπτης του Μπετόβεν. Ο Κανάλες έκλεισε το μάτι στον αρχηγό της αστυνομίας.
Και έτσι, με Μπετόβεν, σαράντα χιλιάδες πολίτες της Σάντα Άννα μπήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης τους την 20η Απριλίου.

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Καβαλάρηδες στον ουρανό*

«Κι εσείς γιατί είστε της αριστεράς;»
«Γιατί στην άλλη μου ζωή ήμουνα της δεξιάς και με τύπτει η συνείδησή μου».
«Ακούστε να δείτε», είπε ο Χοσέ Δανιέλ Φιέρρο ξύνοντας το μουστάκι του με την κάννη του καινούργιου κυνηγετικού του όπλου, ένα τικ που ο Στραβός δεν το έβρισκε και πολύ επαγγελματικό. «Με αυτά που ρίχνουν στα σκουπίδια στο Κουήνς της Νέας Υόρκης σε μια νύχτα, θα μπορούσε να επιπλωθεί ένα χωριό του Κούσκο δέκα χιλιάδες φορές καλύτερα απ’ ό,τι είναι τώρα. Με τα αποφάγια ενός εστιατορίου για τη μεσαία τάξη στο Καράκας, τρώνε πέντε μέρες εξήντα αλγερινές οικογένειες. Οι εργένηδες που σουλατσάρουν τις νύχτες στο Μπουένος Άιρες θα ήταν χάρμα για τις ανύπαντρες που ονειροπολούνε μόνες κοιτάζοντας τ’ αστέρια της Μπανγκόκ. Τα βιβλία που έχω αγοράσει και δεν έχω διαβάσει θα έλυναν τα προβλήματα μιας βιβλιοθήκης Μέσης Εκπαίδευσης στο Καμαγουέυ. Με τον μηνιαίο μισθό ενός υπαλλήλου στα τραμ του Ο.Δ. ζεις μια μέρα στο Σίζαρ Πάλας του Λας Βέγκας. Με τους λόγους ενός Μεξικανού κυβερνήτη του P.R.I. μπορούν να τρελαθούν έξι ανιχνευτές ψεύδους. Με τη φωτιά που καίει στα ποιήματα του Βαγιέχο (1) ψήνονται όλα τα χοτ-ντογκς που καταναλώνονται σε μια μέρα στο Μοντερρέυ. Με τις λέξεις που χρησιμοποίησα τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια για να τα εξηγήσω αυτά, αν τις κάναμε πέτρες, θα μπορούσαμε να είχαμε χτίσει στο Τεξκόκο τρεις πυραμίδες του Χέοπα… Είναι σαφές;»
«Μου το ξαναλέτε να το μαγνητοφωνήσω;», του ζήτησε σοβαρά σοβαρά ο Κανάλες.
«Ποτέ δεν μου βγαίνει το ίδιο».
Ο Κανάλες πάτησε ένα κουμπί, αποσυνδέοντας το πικάπ που έπαιζε κορρίδος (2) της επανάστασης, και πέρασε στη ζωντανή αναμετάδωση.

*H Ζωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετάφραση Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

***

1. César Vallejo (1892 – 1938): Περουβιανός συγγραφέας, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Διακρίθηκε κυρίως για το ποιητικό του έργο και στρατεύτηκε στο Κ.Κ. (Σ.τ.μ.)
2. Corrido, s: Λαϊκό τραγούδι (για δύο φωνές) και χορός του Μεξικού και άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Η Μεξικανική Επανάσταση και οι οπλαρχηγοί της τραγουδήθηκαν με κορρίδος (όπως το φημισμένο La Cucaracha). (Σ.τ.μ.)

Άνχελ*

«Μερικοί λένε ότι πάντα στέκομαι
στην άσχημη πλευρά της ζωής.
Ο Θεός να με φυλάει!»
Raymond Chandler

Ο Εκτόρ παρατήρησε το μασκαρεμένο πρόσωπο ενός παλαιστή ελεύθερης πάλης, όπου κυλούσε ένα δάκρυ. Ξαφνιάστηκε. Πρώτον, οι παλαιστές δεν κλαίνε, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αξίωμα. Δεύτερον, υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα. Η μάσκα θα έπρεπε να εμποδίζει τη φυσική ροή των δακρύων. Ακόμα κι έτσι, παρά τις δύο αυτές αντιφάσεις, ο τύπος έκλαιγε σίγουρα. Τον πλησίασε, παραβιάζοντας την προηγούμενη απόφασή του να τα βλέπει όλα από μακριά. Στα μισά του δρόμου, μια παρέα παλαιστές με μάσκες, με κάπες και στολές σε γιορτινά χρώματα (πορτοκαλί, καναρινί, μαύρες ασημοστόλιστες), κουβαλούσαν στους ώμους τους ένα μεγάλο φέρετρο σε μεταλλικό γκρίζο χρώμα. Πίσω τους οι μαριάτσι άρχισαν να τραγουδούν το Son de la negra.


Πιο πίσω ακολουθούσαν οι συγγενείς, που έκλαιγαν φυσιολογικά και δικαιολογημένα. Ήταν μια πολυάριθμη λαϊκή οικογένεια, όλοι μέσα στα μαύρα, φίλοι, γείτονες, περίεργοι. Ο Έκτορ άναψε ένα τσιγάρο. Έβρεχε.

Η πομπή ανασυντάχθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και άρχισε την αργή της πορεία προς το τελευταίο κατάλυμα του Άνχελ. Οι μαριάτσι μόλις ολοκήρωσαν την πρώτη ομοβροντία με το Son de la negra, άρχισαν αμέσως την επανάληψη.

Ο Έκτορ θυμήθηκε ότι κάποιος του είχε πει κάποτε, όταν ήταν πιο νέος και η πόλη ήταν διαφορετική, πως δεν γίνεται να επιλέξεις τον τόπο όπου θα γεννηθείς, ούτε καν τον τόπο όπου θα πεθάνεις. Ειδικά ετούτη η πόλη δεν σ’ αφήνει να διαλέξεις τίποτα, ούτε τον τόπο ούτε τον τρόπο. Μπορείς μόνο να υποταχτείς στη δική της μοίρα. Δεν μπορείς να πεις στο ένα ναι και στο άλλο όχι. Ή όλα ή τίποτα. Την παίρνεις ή την αφήνεις. Ή τη δέχεσαι ή κρύβεσαι κάτω από το κρεβάτι σου για να μη σε δαγκώσει. Και στο μεταξύ, είναι αδύνατο να μην εκπλήσσεσαι συνέχεια, παρόλο που γνωρίζεις κάθε γωνιά, κάθε σοκάκι της. Μολονότι ξέρεις πια όλες τις τρέλες που μπορεί να φανταστεί ετούτη η πόλη, πάντα θα υπάρχει μια καινούρια μακάβρια ιδέα.

Ο θάνατος του Άνχελ δεν του άρεσε.

*Ερωτευμένα Φαντάσματα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ