Πάμε.*

– Πάμε.

Η Εύα άφησε το λαμπτήρα αλογόνου του σαλονιού λίγο να φέγγει· ύστερα, μοιάζοντας να είχε ξεχάσει κάτι, επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Τζων άρπαξε τον ταξιδιωτικό σάκο και περνώντας μπροστά από το εντυπωσιακό γιαπωνέζικ ηχοσύστημα, διάλεξε ένα CD και το έβαλε στη θέση «repeat».

Όταν η Εύα επέστρεψε από την κουζίνα, από το μπουφάν της προεξείχε ένα πακέτο, και ο Βάγκνερ κλαψούριζε μακρόσυρτα μοιρολόγια. Τριστάνος και Ιζόλδη. Λόγο κορόιδεμα για την αστυνομία που δεν θα αργούσε να ξκατακλύσει το χώρο.

Το έσκασαν από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, σαν κάτι να τους ρούφηξε.

Έξω, όλα έμοιαζαν ήρεμα. Οι ήχοι της νύχτας διασταυρώνονταν με αυτούς των θάμνων του κήπου και των φυλλωμάτων των δέντρων· αναμεμειγμένοι οι ήχοι ακούγονταν σαν χειροκροτήματα ενθουσιωδών θαυμαστών. Όσο για το μπάσταρδο, κοιμόταν στο σπιτάκι του. Και αυτό το βράδυ, όπως κάθε μέρα.

Οι εραστές αφουγκράζονταν την παραμικρή κίνηση, γλιστρούσαν κάτω από τα κλαδιά. Σαν να ξαναγυρίζεις στην παιδική ηλικία σου όταν εξαιτίας του σκοταδιού επινοείς σενάρια για το φόβο που θέλεις να κατανικήσεις, παρά τα πέντε σου χρόνια.

Ήταν ωραία. Ο Τζων προσχωρούσε μπροστά. Ο λύκος. Οσφραινόταν τον αέρα.–

– Εντάξει, μπορούμε να φύγουμε.

Η Εύα γευόταν κάθε στιγμή. Η νύχτα αυτή θα ήταν κομμάτι των καλύτερων αναμνήσεών της. Ζωντανή, επιτέλους.

Διέσχισαν το οικόπεδο που τους χώριζε από τα κάγκελα. Τώρα θα έπρεπε να σκαρφαλώσουν στο μεταλλικό κιγκλίδωμα – δύο μέτρα υψωμένα προς τον μωβ ουρανό. Στο δρόμο κανείς. Ούτε ένας οδηγός παρκαρισμένος, να διαβάζει εφημερίδα ανάποδα, κάτω από το χαμηλό φως. Μόνο τα χρώματα των φανοστατών πάνω στο πεζοδρόμιο και μια βαριά σιωπή από μέρους του φεγγαριού.

Ο Τζων έκανε σκαλοπάτι με τα χέρια του και βοήθησε την Εύα που όντας σπορτίφ περιστασιακά, αλλά μόνο για μεγάλες περιστάσεις, δεν είχε καμία δυσκολία να περάσει από την άλλη πλευρά. Ο Τζων σκαρφάλωσε με τη σειρά του τα κάγκελα και ξανάπεσε ελαφρά στο πεζοδρόμιο όπου τον περίμενε η Εύα, με το σάκο στο χέρι. Χωρίς να χάσουν στιγμή, έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Η Εύα είχε διαλέξει την Τζάγκουαρ. Ήταν γρήγορη.

– Έχεις τα κλειδιά; ψιθύρισε ο Τζων.

Η Εύα του τα πέταξε. Σφηνωμένη πάνω στους τροχούς της, η Αγγλίδα με το σκουροπράσινο φόρεμά της περίμενε να βάλουν μπρος τους κυλίνδρους της. Η Εύα έριξε το σάκο στο πίσω κάθισμα και ακούμπησε το πακέτο στα γόνατά της.

Η Τζάγκουαρ άφησε τη θέση της στο πεζοδρόμιο, έκανε το γύρο του οικοδομικού τετραγώνου και κατέβηκε το Ήντεν Τέρας με χαμηλή ταχύτητα. Ο Τζων είχε κολλημένα τα μάτια του στο καθρεφτάκι, αλλά δεν τους ακολούθησε κανένα αυτοκίνητο. Σάυμοντσ Στρητ. Αστική έρημος που τη χάιδευε ένα ελαφρύ αεράκι, τρυφερό σαν πέταλο λουλουδιού. Ο Τζων άλλαξε ταχύτητα και έστριψε στα φανάρια της Νιου Νορθ Ρόουντ. Η Εύα χάζευε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα κατά μήκος των δρόμων. Το άρωμα βανίλιας διαχεόταν από τα μαλλιά της στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου.

– Πιστεύεις ότι θα μας βρουν οι μπάτσοι;
– Μπά…

* ΧΑΚΑ – Από τη Σάγκα Μαορί, Caryl Ferey, μετάφραση Αργυρώ Μακάροφ, εκδ. ΑΓΡΑ

Αχνάρια Λύκου Πάνω στο Χιόνι του Τσιμέντου*

Χαρτογράφηση μιας γενοκτονίας:
Τσαρούα.
Όνας.
Γιαμανά.
Σελκ’νάμ.
Αρακουάν.
Οι χριστιανοί τους αφαίρεσαν τη γή, αλλά τα πνεύματα των προγόνων της έτρεχαν σαν κόκκινα μυρμήγκια μέσα στις φλέβες της. Τσιμεντόσκονη πάνω στο τεντωμένο σώμα: Η Μαπούτσε κατάφερε άλλη μια με το όπλο της και, με το μάτι καρφωμένο πάνω στη μάζα, διαπίστωσε τις καταστροφές. Αληθινή σφαγή.
Οκτακόσιες χιλιάδες νεκροί. Όχι, οι χριστιανοί δεν είχαν δείξει οίκτο για κανέναν.
Αυτό τους ένωνε…
Η Ζάνα κοψομεσιαζόταν ακόμη πάνω απ’ το έργο της όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Στράφηκε προς την παλέτα που χρησίμευε και για τραπέζι, είδε την ώρα στο ξυπνητήρι -έξι το πρωί-, το άφησε να χτυπάει. Οι Jesus Lizard έκαναν τα τοιχώματα της αποθήκης να τρέμουν και μια πυκνή βροχή χτυπούσε στο ατελιέ. Η Ζάνα θριαμβολογούσε. Σηκώθηκε αέρας, αυτός ο γερόλυκος ο David Yow ούρλιαζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του μέσα απ’ τα ηχεία, ενώ μέσα στις ινδιάνικες φλέβες κυλούσε μια γλυκιά οργή μαζί με την αιθάλη.

-Χάους.
-Αλκαλούφ.
-Μαπούτσε!
Η βαριοπούλα έπεσε επιτέλους πάνω στο πάτωμα που το σκέπαζαν τσιμεντοπαγιέτες. Η Ζάνα, με πονεμένα μπράτσα, ζύγιαζε τις διαμέτρους των κρατήρων πάνω στο χάρτη-εξολοθρευτή, όταν ξανακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Έξι και είκοσι οι δείκτες του ξυπνητηριού. Ο δίσκος των Jesus Lizard είχε τελειώσει και η βροχή είχε σταματήσει. Η γλύπτρια σήκωσε το ακουστικό, αφηρημένα -οι γυμνές της πατούσες άφησαν αχνάρια λύκου πάνω στο χιόνι του τσιμέντου…

*ΜΑΠΟΥΤΣΕ, Caryl Ferey, μετ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. ΑΓΡΑ