προσδοκία μέλλοντος*

Όμως το έβγαλε από τη θήκη του με τη μέγιστη προσοχή και της το έδειξε και θαύμασαν από κοινού τις απαλές καμπύλες του ξανθού ξύλου με τα μαύρα τελειώματα και τις λεπτές διακοσμητικές σπείρες του κοχλία.
Ακούμπησε την παλάμη της στη λακαρισμένη επιφάνεια κι εκείνος έφερε το χέρι του κοντά στο δικό της.
«Όμορφα όργανα» είπε η Φιόνα. «Ανέκαθεν σκεφτόμουν ότι υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο στο σχήμα τους».
Είχε πάρει στα χέρια του τη μέθοδο βιολιού για αρχάριους και μολονότι η Φιόνα δεν σκόπευε να του ζητήσει να παίξει, δεν άντεχε να τον σταματήσει. Η ασθένειά του, ο αθώος του ζήλος τον έκαναν απόρθητο.
«Μελετάω τέσσερις ακριβώς εβδομάδες και ξέρω να παίζω δέκα μελωδίες». Ο κομπασμός του καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε άρνηση. Γύριζε τις σελίδες ανυπόμονα. Η Φιόνα έριξε μια ματιά πάνω από την πλάτη της στη Μαρίνα και σήκωσε τους ώμους.
«Όμως αυτό το κομμάτι είναι το πιο δύσκολο. Δύο διέσεις. Σε ρε μείζονα».
Η Φιόνα κοίταζε ανάποδα την παρτιτούρα. «Μπορεί απλώς να είναι σε σι ελάσσονα».
Δεν την άκουγε. Είχε ήδη ανακαθήσει, με το βιολί ακουμπισμένο κάτω από το σαγόνι του και χωρίς καθυστέρηση, χωρίς να κουρδίσει τις χορδές, άρχισε να παίζει. Την ήξερε καλά η Φιόνα αυτή τη μελαγχολική και όμορφη μελωδία, ένα παραδοσιακό ιρλανδικό σκοπό. Είχε συνοδεύσει τον Μαρκ Μπέρνερ στο ποίημα του Γέιτς «Down by the Salley Gardens», που είχε μελοποιήσει ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Ήταν ένα από τα κομμάτια που έπαιζαν όταν το κοινό τούς ξανακαλούσε στη σκηνή.

Ο Άνταμ γρατζούνιζε κάπως τις χορδές, έπαιζε ασφαλώς χωρίς βιμπράτο, όμως ο τόνος των φθόγγων ήταν σωστός, έστω κι αν φαλτσάρισε σε μια δυο νότες. Ο μελαγχολικός σκοπός και ο τρόπος που τον έπαιζε, τόσο αισιόδοξα, τόσο ακατέργαστα, εξέφραζαν όλα όσα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται η Φιόνα για το αγόρι. Ήξερε απέξω τους στίχους του ποιητή, στίχους μεταμέλειας. Μα ήμουν νέος κι άμυαλος… Το άκουσμα της μελωδίας από το βιολί του Άνταμ την αναστάτωνε και τη σάστιζε. Η αφοσίωση στη μελέτη του βιολιού ή και οποιουδήποτε άλλου οργάνου ήταν μια πράξη ελπίδας, υποδήλωνε την προσδοκία μέλλοντος.
Όταν τελείωσε, η Φιόνα και η Μαρίνα χειροκρότησαν και ο Άνταμ έκανε από το κρεβάτι του μια αδέξια υπόκλιση.

*Νόμος Περί Τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν

Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα*

Η σκέψη της Βριώνης ήταν καρφωμένη στα δικά της. Μπορεί να έριχναν δηλητηριώδη αέρια στο Λονδίνο ή να έπεφταν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές υποστηριζόμενοι από πεμπτοφαλαγγίτες πριν από το γάμο της Λόλας. Είχε ακούσει έναν παντογνώστη θυρωρό να λέει, με ικανοποίηση, πως τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον γερμανικό στρατό. Εκείνοι έχουν νέες τακτικές, εμείς όχι. Εκείνοι έχουν εκμοντερνιστεί, εμείς όχι. Οι στρατηγοί έπρεπε να διαβάσουν το βιβλίο του Λίντελ Χαρτ ή να έρθουν στο θυρωρείο του νοσοκομείου στο διάλειμμα και ν’ ακούσουν προσεκτικά.
Από τη μεριά της, η Φιόνα μιλούσε για τον αξιολάτρευτο μικρό αδελφό της και τις εξυπνάδες που έλεγε στο τραπέζι, ενώ η Βριώνη παρίστανε πως ακούει και στην πραγματικότητα σκεφτόταν τον Ρόμπι. Αν πολεμούσε στη Γαλλία, ίσως να τον είχαν ήδη συλλάβει. Ή και κάτι χειρότερο. Πως να αντέξει η Σεσίλια μια τέτοια είδηση; Καθώς η μουσική, ζωντανεμένη από τα φάλτσα, έφτανε σε μια φασαριόζικη κορύφωση, έσφιξε τα ξύλινα χερούλια της ξαπλώστρας της κι έκλεισε τα μάτια. Αν συνέβαινε κάτι στον Ρόμπι, αν η Σεσίλια κι ο Ρόμπι δεν ξαναβρεθούν…
Το μυστικό της μαρτύριο και η δημόσια αναταραχή του πολέμου πάντα φαινόταν σαν δύο κόσμοι διαφορετικοί, αλλά τώρα κατάλαβε πως ο πόλεμος μπορεί να μπλεκόταν με το δικό της έγκλημα. Η μόνη λύση ήταν να μην είχε συμβεί ποτέ το παρελθόν. Αν δεν γυρνούσε ο Ρόμπι… Λαχταρούσε να είχε το παρελθόν κάποιας άλλης, να είναι κάποια άλλη, σαν τη γλυκιά Φιόνα με τη ζωή ν’ ανοίγεται μπροστά της ελεύθερα, με την τρυφερή, μεγάλη οικογένεια, τους σκύλους και τις γάτες με τα λατινικά ονόματα και το σπίτι που ήταν φημισμένο στέκι των καλλιτεχνών του Τσέλσι. Η Φιόνα είχε μόνο να ζήσει τη ζωή της, ν’ ακολουθεί το δρόμο και ν’ ανακαλύπτει τι ήταν γραφτό να συμβεί. Η δική της ζωή, όμως, οδηγούσε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα.
«Βριώνη, είσαι καλά;»
«Τι; Ναι, φυσικά. Είμαι μια χαρά».
«Δεν σε πιστεύω. Να σου φέρω λίγο νερό;»
Καθώς δυνάμωσαν τα χειροκροτήματα -κανείς δεν νοιαζόταν για την άθλια μουσική_ είδε τη Φιόνα να προχωρά, να προσπερνά τους μουσικούς και τον άντρα με το καφέ παλτό που νοίκιαζε τις ξαπλώστρες. Έφτασε στο μικρό καφέ ανάμεσα στα δέντρα. Ο Στρατός της Σωτηρίας άρχισε να παίζει το «Bye-Bye Black-bird», πολύ καλύτερα από πριν. Οι ξαπλώστρες πότε πότε τραγουδούσαν και χειροκροτούσαν. Η αυτοσχέδια χορωδία είχε κάτι απροσδιόριστα καταναγκαστικό -έτσι που άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους τραβούσαν ο ένας την προσοχή του άλλη υψώνοντας τη φωνή- και η Βριώνη ήταν αποφασισμένη να αντισταθεί.

*Εξιλέωση, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΝΕΦΕΛΗ

Εκείνη*

Η Φλόρενς εξασκούταν πέντε ώρες τη μέρα και πήγαινε σε κονσέρτα με τις φιλενάδες της. Πάνω απ’ όλα προτιμούσε τα ρεσιτάλ δωματίου στο Γουίγκμορ Χολ, ειδικά τα κουαρτέτα εγχόρδων, ενώ μερικές φορές παρακολουθούσε ακόμη και πέντε μέσα σε μία εβδομάδα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού και τα βράδια. Λάτρευε τη σκοτεινή σοβαρότητα αυτού του μέρους, τους ξέθωρους ξεφλουδισμένους τοίχους στα παρασκήνια, το γυαλιστερό ξύλο και το βαθυκόκκινο χαλί της εισόδου, την πλατεία που έμοιαζε με χρυσοποίκιλτη στοά, τον διάσημο θόλο πάνω από τη σκηνή που απεικόνιζε, έτσι της είχαν πει, τη δίψα της ανθρωπότητας για την εξαίσια ιδέα της μουσικής, με το Πνεύμα της Αρμονίας να αναπαρίσταται ως μια σφαίρα αιώνιας φωτιάς. Έτρεφε σεβασμό για τους υπερήλικες τύπους, που έκαναν ώρα για να βγουν από το ταξί, οι τελευταίοι των βικτωριανών, τρεκλίζοντας ως τις θέσεις τους με το μπαστούνι τους, για να παρακολουθήσουν τη συναυλία μέσα σε μια γεμάτη εγρήγορση κριτική σιωπή, μερικές φορές με μια καρό κουβερτούλα που είχαν φέρει μαζί τους ριγμένη στα πόδια τους.  Αυτά τα απολιθώματα, με τα γεμάτα ρόζους συρρικνωμένα κρανία τους στραμμένα με ταπεινοφροσύνη προς τη σκηνή, αντιπροσώπευαν για τη Φλόρενς στιλβωμένη εμπειρία και σοφή κρίση, ή υποδήλωναν μια μουσική επιδεξιότητα που τα αρθριτικά τους δάχτυλα δεν μπορούσαν πλέον να υπηρετήσουν. Υπήρχε ακόμα και η απλή συγκίνηση της γνώσης ότι τόσο πολλοί διάσημοι μουσικοί του κόσμου είχαν δώσει εδώ παράσταση, κι ότι σπουδαίες καριέρες είχαν ξεκινήσει σ’ αυτήν εδώ τη σκηνή. Εδώ άκουσε η Φλόρενς τη δεκαεξάχρονη τσελίστα Ζακλίν ντι Πρε να κάνει το ντεμπούτο της. Οι προτιμήσεις της ίδιας της Φλόρενς δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά ήταν έντονες. Είχε εμμονή με το Έργο 18 του Μπετόβεν για αρκετό καιρό, έπειτα με τα τελευταία μεγάλα κουαρτέτα του. Ο Σούμαν, ο Μπραμς, και μετά, την τελευταία χρονιά, τα κουαρτέτα του Φρανκ Μπριτζ, του Μπάρτοκ και του Μπρίτεν. Άκουσε όλους αυτούς τους συνθέτες μέσα σε διάστημα τριών χρόνων στο Γουίγκμορ Χολ.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

 

Εκείνος*

Ο Έντουαρντ έμενε με μια χήρα θεία του στο Κάμντεν Τάουν και πήγαινε στο Μπλούμσμπερι κάθε πρωί με το ποδήλατο. Δούλευε όλη τη μέρα, τα Σαββατοκύριακα έπαιζε ποδόσφαιρο και έπινε μπίρα με τους φίλους του. Ώσπου να αρχίσει να ντρέπεται γι’ αυτό, του άρεσε να μπλέκεται που και που σε καβγάδες έξω από τις παμπ. Η μόνη σοβαρή μη σωματική δραστηριότητά του ήταν να ακούει μουσική, αυτό το είδος του ζωηρού ηλεκτρικού μπλουζ που αποδείχτηκε ο αληθινός προπομπός και η ζωτική μηχανή του αγγλικού ροκ εντ ρολ – αυτή η μουσική, κατά την ισόβια άποψή του, ήταν κατά πολύ ανώτερη από τα τρίλεπτα αδύναμα τραγουδάκια από το Λίβερπουλ που θα κατακτούσαν τον κόσμο τα επόμενα χρόνια. Συχνά έφευγε από τη βιβλιοθήκη τα βράδια και κατέβαινε την Όξφορντ Στριτ ως το Χάντρεντ Κλαμπ για να ακούσει τους Πάουερχαουζ Φορ του Τζον Μάγιαλ ή τον Αλέξις Κόρνερ ή τον Μπράιαν Νάιτ. Κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων των σπουδών του, οι νύχτες στο κλαμπ αντιπροσώπευαν το ζενίθ των πνευματικών του εμπειριών και για πολλά χρόνια κατόπιν θεωρούσε ότι αυτή ήταν η μουσική που διαμόρφωσε το γούστο του και κατά κάποιον τρόπο καθόρισε τη ζωή του.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

Psychopolis*

More to confirm my state of mind than change it,  I returned to the bedroom and grimly picked up my flute. The piece I intended to play, dog-eared and stained, was already on the music stand, Bach’s Sonata No. 1 in B minor. The lovely opening Andante, a series of lilting apreggios, requires a flawless breathing technique to make sense of the phrasing, yet from the beginning I am snatching furtively at breaths like a supermarket shop-lifter, and the coherence of the piece becomes purely imaginary, remembered from gramophone recordings and superimposed over the present. At bar fifteen, four and a half bars into the Presto, I fumble over the octave leaps but I press on, a dogged, failing athlete, to finish the first movement short of breath and unable to hold the last notes in full length. Because I catch most of the right notes in the right order, I regard the Allegro as my showpiece. I play it with expressionless aggression. The Adagio, a sweet thoughtful melody, illustrates to me every time I play it how out of tune my notes are, some sharp, some flat, none sweet, and the semi-demi quavers are always mis-timed. And so to the two Minuets at the end which I play with dry, rigid persistence, like a mechanical organ turned by a monkey. This was my performance of Bach’s Sonata unaltered now in its details for as long as I could remember.

I sat down on the edge of the bed and almost immediately stood up again. I went to the balcony to look once more at the foreign city. Out on one of the lawns a small girl picked up a smaller girl and staggered a few steps with her. More futility. I went inside and looked at the alarm clock in the bedroom. Eleven forty. Do something, quick! I stood by the clock listening to its tick. I went from room to room without really intending to, sometimes surprised to find that I was back in the kitchen again fiddling with the cracked plastic handle of the wall can-opener.  I went into the living room and spent twenty minutes  drumming with my fingers on the back of a book. Towards the middle of the afternoon I dialled the time and set the clock exactly. I sat on the lavatory a long time and decided then not to move till I had planned what to do next. I remained there over two hours, staring at my knees till they lost their meaning as limbs. I thought of cutting my fingernails, that would be a start. But I had no scissors! I commenced to prowl from room to room once more, and then, towards the middle of the evening, I fell asleep in an armchair, exhausted with myself.

*απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής «In Between The Sheets» του Ian McEwan, εκδ. Vintage