Έρωτας*

Μήπως όμως οι επαγγελματίες ήταν καλύτεροι; Πήρε το μικρό του σημειωματάριο από το συρτάρι του γραφείου. Καιρό είχε να γράψει έστω και μια αράδα στις σελίδες του. Κάποια στιγμή, απογοητευμένος από τη συντριπτική έλλειψη καλών ορισμών για τον έρωτα, άρχισε να καταγράφει, από το τέλος του σημειωματαρίου ως την αρχή, όλους τους κακούς ορισμούς. Ο έρωτας είναι αυτό, ο έρωτας είναι εκείνο, ο έρωτας σημαίνει αυτό, ο έρωτας σημαίνει το άλλο. Ακόμα και πασίγνωστες, κοινές, φραστικές διατυπώσεις έλεγαν, πραγματικά, περισσότερα: είναι ένα μαλακό παιχνίδι, είναι ένα κουταβάκι, είναι ένα φουσκωτό μαξιλαράκι. Έρωτας σημαίνει ποτέ να μην αναγκαστείς να πεις ότι λυπάσαι (απεναντίας συχνά σημαίνει να κάνεις ακριβώς αυτό). Και μετά υπήρχαν όλοι εκείνοι οι ερωτικοί στίχοι από όλα εκείνα τα ερωτικά τραγούδια, με τις λιποθυμικές φρεναπάτες του στιχουργού, του τραγουδιστή, του συγκροτήματος. Ακόμα και τα γλυκόπικρα και τα κυνικά -πάντα ειλικρινής σε εσένα, αγάπη μου, με τον τρόπο μου- του φαίνονταν καθαρά αντιπαραδείγματα συναισθηματισμού. Ναι, ήταν πολύ κακό για εμάς, φιλαράκο, αλλά δεν θα είναι απαραιτήτως το ίδιο κακό και για σένα: αυτή ήταν η υπόρρητη υπόσχεση του τραγουδιού. Μπορείς λοιπόν να το ακούσεις με συμπονετική μακαριότητα.

Να και μια εγγραφή -σοβαρή αυτή- που δεν την είχε διαγράψει μέσα στα χρόνια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί που την είχε αλιεύσει. Ποτέ δεν σημείωνε τον συγγρφέα ή την πηγή· δεν ήθελε να παρασυρθεί από τη φήμη του αποφθεγματολόγου· η αλήθεια έπρεπε να στέκεται από μόνη της, καθαρή και χωρίς υποστηλώματα. Αυτή εδώ πήγαινε ως εξής: «Κατά τη γνώμη μου, κάθε έρωτας, ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος, είναι πραγματική καταστροφή αν του παραδοθείς ολοκληρωτικά».

*Η Μοναδική Ιστορία, Julian Barnes, εκδ.  ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Κακοκαιρία*

Τι σ’ έπιασε; τον ρωτάει εκείνη. Μοιάζεις κάπως… Μήπως έχεις πιεί;
Όχι. Όχι πολύ. Παραμερίζει τον γκριζωπό αρακά στο πιάτο του. Τελικά έγινε, της λέει. Φεύγω. Πήρα διαβατήρια και τα λοιπά.
Ω, έτσι απλά. Προσπαθεί να κρύψει την απογοήτευση στη φωνή της.
Έτσι απλά. Οι σύντροφοι ήρθαν σε επαφή. Μάλλον έκριναν ότι τους είμαι πιο χρήσιμος εκεί κάτω παρά εδώ. Τέλος πάντων, ύστερα από τόση κωλυσιεργία, ξάφνου δεν βλέπουν την ώρα να με ξεφορτωθούν. Ένας μπελάς λιγότερο.
Θα είσαι ασφαλής στο ταξίδι; Νόμιζα…
Πιο ασφαλής παρά εδώ. Λένε όμως ότι δεν με ψάχνουν πια με τόση μανία. Έχω την αίσθηση πως και η άλλη πλευρά θέλει να του δίνω. Είναι λιγότερο περίπλοκο έτσι. Αλλά δεν θα πω σε κανέναν ποιο τραίνο θα πάρω. Δεν θέλω να βρεθώ στα χωράφια με καμιά σφαίρα στο κεφάλι ή μαχαιρωμένος πισώπλατα.
Και πως θα περάσεις τα σύνορα; Πάντα έλεγες πως…
Αυτή τη στιγμή τα σύνορα τα περνάς στο άψε σβήσε, για να βγεις δηλαδή. Οι τελωνιακοί ξέρουν πως υπάρχει ανοιχτή γραμμή προς τη Νέα Υόρκη κι έπειτα προς το Παρίσι. Είναι όλα οργανωμένα και όλους τους λένε Τζο. Οι μπάτσοι έχουν πάρει εντολές. Να κοιτάτε αλλού, τους είπαν. Και δεν δίνουν δεκάρα.
Μακάρι να ερχόμουν μαζί σου, του λέει εκείνη.
Ώστε γι’ αυτό δειπνούσαν έξω. Ήθελε να της το πει κάπου, όπου εκείνη δεν θα μπορούσε να παραφερθεί. Ελπίζει ότι δεν θα του κάνει σκηνή σε δημόσιο χώρο. Δεν θα κλάψει, δεν θα παραπονεθεί, δεν θα τραβήξει τα μαλλιά της. Σ’ αυτό ποντάρει.
Ναι. Μακάρι να ερχόσουν, αλλά δεν γίνεται. Είναι άσχημα εκεί πέρα, της απαντάει. Και νοερά σιγοτραγουδάει:

Κακοκαιρία,
Και το δικό μου παντελόνι
ξεκούμπωτο…**

Συγκρατήσου, μονολογεί, επίσης νοερά. Νιώθει το κεφάλι του φουντωμένο, ξέχειλο θαρρείς από αίμαι. Λες κι αιωρείται στο κενό και την κοιτάζει από ψηλά. Το χαριτωμένο, θλιμμένο της πρόσωπο τρεμουλιάζει σαν είδωλο σε ταραγμένη λίμνη. Συσπάται, γρήγορα θα πνιγεί σε δάκρυα. Όμως, παρά τη θλίψη της, πρώτη φορά είναι τόσο γλυκιά. Την τυλίγει μια γλυκιά απαλή λάμψη. Το μπράτσο της, εκεί που την άγγιξε, είναι σφιχτό. Θέλει να την αρπάξει, να την κουβαλήσει στο δωμάτιο και να την πηδήξει έξι φορές μέχρι την Κυριακή. Λες κι έτσι θα την κρατούσε κοντά του.
Θα σε περιμένω, του λέει εκείνη. Όταν γυρίσεις, θα φύγω από το σπίτι μου και θα έρθω μαζί σου.

*Ο Τυφλός Δολοφόνος, Μάργκαρετ Άτγουντ, μετάφραση Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ

** Stormy weather,/ Don’t know why, got no buttons on my fly,/ Got a zipper… στο πρωτότυπο (παράφραση των στίχων του «stormy weather» των Ted Koehler & Harold Arlen, το οποίο ‘ακούγεται΄και σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου)

Carrying a torch*

Tommy had always taken the particularity, the enduring intensity, of his mother’s memories of Joe as a matter of course, but then one afternoon the previous summer, at the beach, he had overheard Eugene’s mother talking to another neighbourhood woman. Tommy, feigning sleep on his towel, lay eavesdropping on the hushed conversation. It was hard to follow, but one phrase caught his ear and lodged there for many weeks afterward.

«She’s been carrying a torch for him all these years,» the other woman said to Helene Begelman. She was speaking, Tommy knew, of his mother. For some reason, he thought at once of the picture of Joe, dressed in a tuxedo and brandishing a straight flush, that his mother kept on the vanity she had built for herself in her bedroom closet, in a small silver frame. But the full meaning of this expression, «carrying a torch,» remained opaque to Tommy for several more months, until one day, listening with his father to Frank Sinatra sing the intro to «Guess I’ll Hang My Tears Out To Dry,» its sense had become clear to him; at the same instant, he realised he had known all his life that his mother was in love with Cousin Joe. The information pleased him for some reason. It seemed to accord with certain ideas he had formed about what adult life was really like from perusing his mother’s stories in Heartache, Sweetheart, and Love Crazy.

*The Amazing Adventures of Kavalier & Clay, Michael Chabon, Fourth Estate.

Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα*

Η σκέψη της Βριώνης ήταν καρφωμένη στα δικά της. Μπορεί να έριχναν δηλητηριώδη αέρια στο Λονδίνο ή να έπεφταν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές υποστηριζόμενοι από πεμπτοφαλαγγίτες πριν από το γάμο της Λόλας. Είχε ακούσει έναν παντογνώστη θυρωρό να λέει, με ικανοποίηση, πως τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον γερμανικό στρατό. Εκείνοι έχουν νέες τακτικές, εμείς όχι. Εκείνοι έχουν εκμοντερνιστεί, εμείς όχι. Οι στρατηγοί έπρεπε να διαβάσουν το βιβλίο του Λίντελ Χαρτ ή να έρθουν στο θυρωρείο του νοσοκομείου στο διάλειμμα και ν’ ακούσουν προσεκτικά.
Από τη μεριά της, η Φιόνα μιλούσε για τον αξιολάτρευτο μικρό αδελφό της και τις εξυπνάδες που έλεγε στο τραπέζι, ενώ η Βριώνη παρίστανε πως ακούει και στην πραγματικότητα σκεφτόταν τον Ρόμπι. Αν πολεμούσε στη Γαλλία, ίσως να τον είχαν ήδη συλλάβει. Ή και κάτι χειρότερο. Πως να αντέξει η Σεσίλια μια τέτοια είδηση; Καθώς η μουσική, ζωντανεμένη από τα φάλτσα, έφτανε σε μια φασαριόζικη κορύφωση, έσφιξε τα ξύλινα χερούλια της ξαπλώστρας της κι έκλεισε τα μάτια. Αν συνέβαινε κάτι στον Ρόμπι, αν η Σεσίλια κι ο Ρόμπι δεν ξαναβρεθούν…
Το μυστικό της μαρτύριο και η δημόσια αναταραχή του πολέμου πάντα φαινόταν σαν δύο κόσμοι διαφορετικοί, αλλά τώρα κατάλαβε πως ο πόλεμος μπορεί να μπλεκόταν με το δικό της έγκλημα. Η μόνη λύση ήταν να μην είχε συμβεί ποτέ το παρελθόν. Αν δεν γυρνούσε ο Ρόμπι… Λαχταρούσε να είχε το παρελθόν κάποιας άλλης, να είναι κάποια άλλη, σαν τη γλυκιά Φιόνα με τη ζωή ν’ ανοίγεται μπροστά της ελεύθερα, με την τρυφερή, μεγάλη οικογένεια, τους σκύλους και τις γάτες με τα λατινικά ονόματα και το σπίτι που ήταν φημισμένο στέκι των καλλιτεχνών του Τσέλσι. Η Φιόνα είχε μόνο να ζήσει τη ζωή της, ν’ ακολουθεί το δρόμο και ν’ ανακαλύπτει τι ήταν γραφτό να συμβεί. Η δική της ζωή, όμως, οδηγούσε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα.
«Βριώνη, είσαι καλά;»
«Τι; Ναι, φυσικά. Είμαι μια χαρά».
«Δεν σε πιστεύω. Να σου φέρω λίγο νερό;»
Καθώς δυνάμωσαν τα χειροκροτήματα -κανείς δεν νοιαζόταν για την άθλια μουσική_ είδε τη Φιόνα να προχωρά, να προσπερνά τους μουσικούς και τον άντρα με το καφέ παλτό που νοίκιαζε τις ξαπλώστρες. Έφτασε στο μικρό καφέ ανάμεσα στα δέντρα. Ο Στρατός της Σωτηρίας άρχισε να παίζει το «Bye-Bye Black-bird», πολύ καλύτερα από πριν. Οι ξαπλώστρες πότε πότε τραγουδούσαν και χειροκροτούσαν. Η αυτοσχέδια χορωδία είχε κάτι απροσδιόριστα καταναγκαστικό -έτσι που άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους τραβούσαν ο ένας την προσοχή του άλλη υψώνοντας τη φωνή- και η Βριώνη ήταν αποφασισμένη να αντισταθεί.

*Εξιλέωση, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΝΕΦΕΛΗ

αυτή η νύχτα μου άνοιξε τα μάτια*

Δεν ξέρω αν σας είναι οικεία η αίσθηση να βρίσκεσαι σ’ ένα αυτοκίνητο -και δεν χρειάζεται να είναι κανένα πολύ άνετο αυτοκίνητο, ή κάτι τέτοιο- να είσαι μισοκοιμισμένος και να μην ανυπομονείς ιδιαίτερα να φτάσεις κάπου, αλλά κατά παράδοξο τρόπο να νιώθεις βολεμένος και ευχαριστημένος· να αισθάνεσαι οτι θα μπορούσες να κάθεσαι στη θέση του συνοδηγού επ’ άπειρον. Νομίζω πως είναι μια κατάσταση όπου ζεις στο παρόν. Εκείνο τον καιρό δεν τα κατάφερνα και πολύ να ζω στο παρόν -μόνο στ’ αυτοκίνητα και στα τρένα το πετύχαινα.

Καθόμουν λοιπόν με τα μάτια μισόκλειστα κι άκουγα τον Τσέστερ να τυραννάει τις ταχύτητες και να πατάει άγρια το γκάζι. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εκείνη τη μέρα ήμουν ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Πίστευα ότι είχα πάρει μερικές καλές αποφάσεις.Κατ’ αρχάς, μικρές αποφάσεις, όπως το να σηκωθώ νωρίς, να κάνω μπάνιο, να φάω κανονικό πρωινό, να βάλω πλυντήριο και μετά να πάω ως του Σάμσον, για να ακούσω τον πιανίστα που παίζει εκεί τα μεσημέρια. Κι έπειτα, μεγαλύτερες αποφάσεις, καθισμένος μόνος σ’ ένα τραπέζι, πίνοντας μια πορτοκαλάδα και αφήνοντας το Stella By Starlight να με πλημμυρίσει. Αποφάσισα να μην τηλεφωνήσω τελικά στη Μαντλίν, να την αφήσω μια φορά να με αναζητήσει εκείνη. Της είχα στείλει την κασέτα, διευκρινίζοντας έτσι ολοκάθαρα τις προθέσεις μου, ήταν επομένως η σειρά της να δείξει τώρα κάποια ανταπόκριση, γαμώτο. Μου είχε μείνει μόνο μια μονάδα στην τηλεκάρτα μου, και τη χρησιμοποίησα για να τηλεφωνήσω στον Τσέστερ. Διότι είχα επίσης αποφασίσει να δεχτώ την προσφορά του.

*Οι Νάνοι Του Θανάτου, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Κυριακή 11 Οκτωβρίου*

O πατέρας της Πανδώρας έμεινε για ένα ποτό, ύστερα για ένα απεριτίφ, μετά για ένα ακόμα, μετά ήπιε κι ένα για το δρόμο. Στη συνέχεια ήπιε άλλο ένα για ν’ αποδείξει ότι ποτέ δε μεθάει στη διάρκεια της μέρας. Τα χείλη της Πανδώρας άρχισαν να σουφρώνουν (φαίνεται ότι οι ώριμες γυναίκες το μαθαίνουν αυτό στις νέες κοπέλες). Μετά κατέσχεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του πατέρα της και τηλεφώνησε στη μητέρα της να ‘ρθει να περιμαζέψει το αυτοκίνητο. Αναγκάστηκα να υποστώ τον πατέρα μου που παρίστανε κάποιο τύπο, τον Φρακ Σινάτρα, τραγουδώντας «Ένα για το μωρό μου κι ένα για το δρόμο». Ο πατέρας της Πανδώρας υποδυόταν τον μπάρμαν κρατώντας το πλαστικό κανάτι της κρέμας.

Όταν μπήκε η μητέρα της Πανδώρας, τραγουδούσαν και οι δυο μεθυσμένοι. Σούφρωσε τα χείλη της τόσο πολύ, που σχεδόν εξαφανήστηκαν. Διέταξε την Πανδώρα και τον πατέρα της να μπουν στο αυτοκίνητο και μετά είπε ότι ήταν καιρός να συνέλθει ο πατέρας μου. Είπε ότι ξέρει ότι ο πατέρας μου νιώθει ταπεινωμένος και πικραμένος επειδή είναι άνεργος, αλλά ότι δίνει το κακό παράδειγμα σ’ έναν ευφάνταστο έφηβο. Ύστερα πήρε το αυτοκίνητο και οδηγούσε με ταχύτητα 10 μίλια την ώρα. Η Πανδώρα μου έστειλε ένα φιλάκι απ’ το πίσω παράθυρο.

Διαφωνώ απολύτως! Τίποτε απ’ αυτά που κάνει ο πατέρας μου δεν μ’ εντυπωσιάζει πια.

*Το Κρυφό Ημερολόγιο του Άντριαν Μολ ηλικίας 13 χρόνων και ¾, Σου Τάουνσεντ, εκδ. ΑΓΡΩΣΤΙΣ

Εξόντωση με πυρηνικά*

Αλλάζει και φοράει ένα αθλητικό μπλουζάκι από το Πανεπιστήμιο του Φόρνταμ, ανοίγει το ψυγείο και χασμουριέται στο λευκό του φως. Ανοίγει μια Heineken και την πίνει μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο· το μυαλό της αδειάζει μαζί με το κουτάκι· οι σκληρές γωνίες της μέρας αμβλύνονται.

Το βλέμμα της διατρέχει τα ράφια του ψυγείου: ένα βάζο με μαύρες ελιές, ένα κέτσαπ δίχως ετικέτα, φέτες τυριού. Να φάει ή να κοιμηθεί – το αιώνιο δίλημμα της νύχτας. Το αντιμετωπίζει όπως συνήθως: μια συσκευασία παγωτό Häagen-Dazs στον καναπέ και τον Τόνυ Μπένετ στο στέρεο, με την ένταση χαμηλά. Το cd, που ήταν προσφορά ενός περιοδικού, έχει γίνει μέρος της καθημερινής της ρουτίνας μετά τη δουλειά. Έχει επίσης ανοίξει και την τηλεόραση, αλλά χωρίς φωνή. Παρακολουθεί το Χορεύοντας με τ’ Αστέρια, αλλά δεν το βλέπει· παίζει ο Τόνυ Μπένετ, αλλά δεν τον ακούει· τρώει παγωτό βανίλια με αμύγδαλα, αλλά δεν έχει γεύση. Παρ’ όλα αυτά, ο συνδυασμός τής φαίνεται ανυπέρβλητος. Μέχρι τώρα.

Η βουβή τηλεόραση δείχνει ένα ντοκυμαντέρ για την έκπτωτη ιταλική βασιλική οικογένεια. Αλλάζει σε μια ενημερώτική εκπομπή που παρουσιάζει στιγμιότυπα από την πορεία του Σαντάμ -από την Χαλάμπια στο Κουβέιτ και από εκεί στην αγχόνη. Ξαναγυρίζει στους βασιλείς.

*Τίτλοι Τέλους, Τομ Ράχμαν, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Μοχάβε*

«Λοιπόν», είπε, «την Παρασκευή είναι καλά; Κατά τις πέντε;»
Εκείνη είπε:
«Όχι, ευχαριστώ». Ήταν ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι, ασκέπαστη, γυμνή, αυτός έδενε τη γραβάτα του αλά τώρα σταμάτησε, και ο Φρεντ τραγουδούσε Μόνος μου. «Όχι, ευχαριστώ, γλυκέ μου δόκτορα Μπ. Δεν νομίζω ότι θα ξαναβρεθούμε εδώ».
Κατάλαβε ότι τον ξάφνιασε. Φυσικά θα του έλειπε. Ήταν όμορφή, διακριτική, δεν την ενοχλούσε ποτέ όταν της ζητούσε λεφτά. Εκείνος γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και της χάιδεψε το στήθος και αυτή πρόσεξε ένα παγωμένο μουστάκι από ιδρώτα στο πανωχείλι του.
«Τι συμβαίνει; Έχεις πιει; Έχεις πάρει ναρκωτικά;»
Γέλασε και του είπε:
«Το μόνο που πίνω είναι λευκό κρασί και μάλιστα όχι πολύ. Όχι, φίλε μου. το πρόβλημα είναι απλώς ότι έχεις τριχωτές φτέρνες».
Όπως πολλοί ψυχαναλυτές, ο δόκτορας Μπέντσεν ερμήνευε τα πάντα κυριολεκτικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει τις κάλτσες του και να περιεργαστεί τα πόδια του. Στριμμένα, σαν παιδί, είπε:
«Δεν έχω τριχωτές φτέρνες».
«Α, ναι, έχεις. Σαν άλογο. Όλα τα συνηθισμένα άλογα έχουν τριχωτές φτέρνες. Τα καθαρόαιμα όχι. Οι φτέρνες ενός καθαρόαιμου αλόγου είναι ομαλές και στιλπνές. Να διαβιβάσεις την αγάπη μου στη Θέλμα».
«Εξυπνάδες. Την Παρασκευή».
Ο δίσκος του Αστέρ τελείωσε. Ήπιε το τελευταίο κρασί.
«Μπορεί. Θα σου τηλεφωνήσω», του είπε.

Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν τηλεφώνησε ποτέ ούτε τον ξανάδε, παρά μόνο μια φορά, ένα χρόνο αργότερα, όταν καθόταν σ΄ένα πάγκο δίπλα του στο εστιατόριο Λα Γκρενούιγ. Ο δόκτορας Μπέντσεν γευμάτιζε με τη Μαίρη Ράινλαντερ, που, είδε εκείνη με ευθυμία, πλήρωσε το λογαριασμό.

*Μουσική για Χαμαιλέοντες, Τρούμαν Καπότε, εκδ. Καστανιώτη