H Ξανθιά Μιρέγια*

Σε άλλες συνθήκες τον Μαξ θα τον ενδιέφερε η συζήτηση ανάμεσα στον συνθέτη και στους τρεις μουσικούς – ο μπαντονεονίστας, μονόφθαλμος και μ’ ένα γυάλινο μάτι, ήταν βετεράνος της εποχής του «Χάνσεν» και της ξανθιάς Μιρέγια [1], κάπου εκεί στη δεκαετία του 1890 – και οι ιδέες αυτών των τελευταίων για τα παλιά και τα καινούργια τανγκό, τους τρόπους εκτέλεσης, του στίχους και της μουσικής· όμως ο κοσμικός χορευτής είχε το μυαλό του αλλού. Όσο για το μονόφθαλμο μουσικό, όπως διαβεβαίωσε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος ύστερα από τις πρώτες εκμυστηρεύσεις και τις πρώτες γουλιές τζιν, ούτε ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες, ούτε του είχε χρειαστεί ποτέ. Έπαιζε με το αυτί σ’ όλη του τη ζωή. Επιπλέον τα τανγκό τα δικά του και των κομπάρδες του ήταν πραγματικά τανγκό, για να τα χορεύει κανείς όπως γινόταν πάντα, με τον γρήγορο ρυθμό και τα κόρτες στη θέση τους, κι όχι αυτά τα νερόβραστα του σαλονιού που είχαν κάνει της μόδας, από κοινού, το Παρίσι και ο κινηματογράφος. Όσο για τους στίχους, σκότωνε το τανγκό και υποβίβαζε όσους το χόρευαν εκείνη η μανία να μετατρέπουν σε ήρωες τον κερατωμένο και κλαψιάρη αγαθομούνη που η γυναίκα του τον παρατούσε για κάποιον άλλον, ή την εργατριούλα που μαραινόταν σαν λουλούδι στη λάσπη. Το αυθεντικό, πρόσθεσε ο μονόφθαλμος ανάμεσα σε καινούργιες γουλιές τζιν και ζωηρές επιδείξεις επιδοκιμασίας εκ μέρους των συντρόφων του, ήταν εκείνο του παλιού εργατόκοσμου: σαρκασμός του υποκόσμου, θράσος του νταβατζή ή της περπατημένης γκόμενας, κοροϊδευτικός κυνισμός όποιου είχε φάει τα ψωμιά του. Εκεί οι ποιητές και οι εξευγενισμένοι μουσικοί περίσσευαν. Το τανγκό ήταν για να την πέφτεις και ν’ αγκαλιάζεις μια γυναίκα, ή για να γλεντοκοπάς με τους κολλητούς. Τους το ‘λεγε αυτός που το έπαιζε. Το τανγκό ήταν, για να ανακεφαλαιώσουμε, ένστικτο, ρυθμός, αυτοσχεδιασμός και προστυχόλογα. Τα άλλα, και να με συγχωρεί η κυρία -εδώ το μοναδικό του μάτι λοξοκοίταξε τη Μένσα Ινθούνθα-, ήταν μαλακίες του κώλου, με το συμπάθιο κιόλας. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα, με τόσο απελπισμένο έρωτα, τόσο παρατημένο σπίτι και τόση κλάψα, θα κατέληγαν να τραγουδούν για τη χήρα μάνα ή για την καημένη την τυφλή λουλουδού στη γωνία.

* Το Τανγκό Της Παλιάς Φρουράς, Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

[1] Το «Καφέ του Χάνσεν», που άνοιξε το 1877, θεωρείται από πολλούς ένα από τα λίκνα του τανγκό. Απέκτησε φήμη χάρη στην ταινία του 1937 Τα παιδιά του παλιού καιρού δεν έβαζαν ζελέ. Εκεί ακουγόταν το ομώνυμο τανγκό, που διηγιόταν την ιστορία της ξανθιάς Μιρέγια. Πρόκειται για ένα μύθο που συμπυκνώνει τη νοσταλγία για την παλιά ζωή στους φτωχομαχαλάδες του Μπουένος Άιρες στια αρχές του 20ου αιώνα (Σ.τ.Μ.)

[2] Η αναζήτησή μου για το τανγκό της Μιρέγια έδωσε αμφίβολα αποτελέσματα. Μαζί με την ιστορία σ’ αυτό το άρθο βρήκα το παραπάνω κομμάτι, όμως προέκυψε κι αυτό το μικρό βίντεο που πιθανόταν βλέπουμε πως χορευόταν το πραγματικό τάνγκο που περιγράφει ο μονόφθαλμος και ίσως είναι το «σωστό» κομμάτι. (Σ.τ. Narrator)