Δεν καρατομούνται τα δέντρα…*

Περπατούσα ανάλαφρα, σαν να’ χα φτάσει ένα βράδυ Ιουλίου σε μια ξένη πόλη. Έπιασα να σφυρίζω ένα μεξικάνικο τραγούδι. Αλλά αυτή η πλαστή ξεγνοιασιά δεν κράτησε πολύ. Περπατούσα δίπλα στο κιγκλίδωμα του Λουξεμβούργου, και το ρεφρέν του «Ay Jalisco no te rayes» έσβησε στα χείλη μου. Μια αφίσα ήταν κολλημένη στον κορμό ενός απ’ τα ψηλά δέντρα που μας σκεπάζουν με τα φύλλα τους μέχρι την είσοδο των Κήπων, ψηλά, στο Σεν-Μισέλ. «Αυτό το δέντρο είναι επικίνδυνο. Πρόκειται να κοπεί. Θ’ αντικατασταθεί αυτόν τον χειμώνα». Για λίγα δευτερόλεπτα, νόμισα ότι έβλεπα ένα κακό όνειρο. Στεκόμουν εκεί, απολιθωμένος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτή τη θανατική καταδίκη. Ένας περαστικός ήρθε και μου είπε: «Αισθάνεστε άσχημα, κύριε;», κι ύστερα απομακρύνθηκε, προφανώς απογοητευμένος από το απλανες μου βλέμμα. Σ’ αυτόν τον κόσμο όπου είχα όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι ήμουν ένας επιζών, καρατομούσαν και τα δέντρα… Συνέχισα το βάδισμα μου προσπαθώντας να σκεφτώ άλλα πράγματα, αλλά μου ήταν δύσκολο. Δεν μπορούσα να ξεχάσω εκείνη την αφίσα κι εκείνο το δέντρο, το καταδικασμένο σε θάνατο. Αναρωτιόμουν πως να’ ταν τα πρόσωπα των δικαστών και αυτό του δημίου. Ανέκτησα την ηρεμία μου. Για παρηγοριά, φανταζόμουν τον Γκι ντε Βερ να προχωράει δίπλα μου και να μου επαναλαμβάνει με τη γλυκιά φωνή του «Μα όχι, Ρολαν, είναι ένα κακό όνειρο… δεν καρατομούνται τα δέντρα…».

***

* Στο café της χαμένης νιότης, Patrick Modiano, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Πονηροί οι μαριάτσι*

Περίεργος άνθρωπος ο στόχος μου. Στο Πρόγραμμα του Συνεδρίου υπήρχε η φωτογραφία του, τ’ όνομά του (Βίκτορ Μουχίκα, αν υποθέσουμε πως ήταν το πραγματικό του όνομα), ένα ενδιαφέρον βιογραφικό σημείωμα που τον παρουσίαζε ως πρωτεργάτη των μη κυβερνητικών οργανώσεων, και η εθνικότητά του. Μεξικάνος ήταν ο στόχος μου. Είχε γεννηθεί στη Γουαδαλαχάρα της Πολιτείας Χαλίσκο, το 1959. Μ’ άλλα λόγια, ήταν τριαντα έξι χρονών – ωραία ηλικία για να πεθάνεις.

Στην καφετέρια του Συνεδριακού Κέντρου, τον είχα στα δυο μέτρα, ίσως και λιγότερο. Θα μου ήταν παιχνιδάκι να τον σκοτώσω εκεί, επί τόπου, αλλά δεν μπορούσα -και δεν έπρεπε- να το κάνω. Οι εντολοδότες ήθελαν, ο τελευταίος αέρας που θα εισέπνεε, να ‘ταν αμερικανικός – οποιοσδήποτε αέρας απ’ αυτούς που φυσάνε από το Ρίο Γκράντε ώς το Ακρωτήριο Χορν. Μιλούσε με μια συντροφιά από άντρες και γυναίκες, που τον κοίταζαν όλο εκτίμηση. Πηδούσε με άνεση απ’ τα αγγλικά στα γερμανικά κι απ’ τα γαλλικά στα πορτογαλικά. Μια γυναίκα του ζήτησε στα αγγλικά να τραγουδήσει. Στην αρχή, εκείνος αρνήθηκε, όχι και πολύ αποφασιστικά, κι ύστερα, προ της γενικής επιμονής, έκλεισε τα μάτια και τραγούδησε με ωραία φωνή τους στίχους ενός κορίδο.

«…ella quiso quedarse cuando vio mi tristeza, pero ya estaba escrito que aquella noche perdiera su amor…»

Τραγουδούσε ωραία ο Μεξικάνος μου (αν ήταν Μεξικάνος). Είχε τη διακριτική αυτοπεποίθηση κάποιου που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα μοναξιάς στις απέραντες σαβάνες.

«Θαυμάσια μεγάλε. Θα σβήσεις απ’ το χάρτη έναν τύπο συμπαθέστατο» είπα μέσα μου, και γι’ άλλη μια φορά ξανάνιωσα γελοίος, γιατί λαχταρούσα να μάθω το λόγο για τον οποίο έπρεπε να τον σκοτώσω.

«…quise hallar el olvido al estilo Jalisco, pero aquel tequila y aquellos mariachis me hicieron llorar…»

Ο τύπος τελείωσε το τραγούδι, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια, θαρρείς κι οι στίχοι του κορίδο ήταν κάτι δικό του, ενδόμυχο, αναπαλλοτρίωτο, και στην ελάχιστη σιωπή που προηγήθηκε των χειροκροτημάτων της παρέας του, ο νους μου κατακλύστηκε απ’ την εικόνα της Γαλλιδούλας μου. Εκείνη ήταν εκεί κάτω, στο Μεξικό, προφανώς διασκεδάζοντας με τους πλανταγμούς από το κλάμα που προκαλούσαν οι μαριάτσι στην Πλάσα Γαριβάλδι. Πονηροί οι μαριάτσι κι όσοι παρασέρνουν κοριτσάκια σ’ αυτά τα μέρη: ξέρουν πως, μετά από κάνα-δυο δακρύβρεχτα κορίδο, ούτε πόδια μένουν κλειστά, ούτε κιλοτάκια στη θέση τους.

*Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer, Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. opera

Άνχελ*

«Μερικοί λένε ότι πάντα στέκομαι
στην άσχημη πλευρά της ζωής.
Ο Θεός να με φυλάει!»
Raymond Chandler

Ο Εκτόρ παρατήρησε το μασκαρεμένο πρόσωπο ενός παλαιστή ελεύθερης πάλης, όπου κυλούσε ένα δάκρυ. Ξαφνιάστηκε. Πρώτον, οι παλαιστές δεν κλαίνε, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αξίωμα. Δεύτερον, υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα. Η μάσκα θα έπρεπε να εμποδίζει τη φυσική ροή των δακρύων. Ακόμα κι έτσι, παρά τις δύο αυτές αντιφάσεις, ο τύπος έκλαιγε σίγουρα. Τον πλησίασε, παραβιάζοντας την προηγούμενη απόφασή του να τα βλέπει όλα από μακριά. Στα μισά του δρόμου, μια παρέα παλαιστές με μάσκες, με κάπες και στολές σε γιορτινά χρώματα (πορτοκαλί, καναρινί, μαύρες ασημοστόλιστες), κουβαλούσαν στους ώμους τους ένα μεγάλο φέρετρο σε μεταλλικό γκρίζο χρώμα. Πίσω τους οι μαριάτσι άρχισαν να τραγουδούν το Son de la negra.


Πιο πίσω ακολουθούσαν οι συγγενείς, που έκλαιγαν φυσιολογικά και δικαιολογημένα. Ήταν μια πολυάριθμη λαϊκή οικογένεια, όλοι μέσα στα μαύρα, φίλοι, γείτονες, περίεργοι. Ο Έκτορ άναψε ένα τσιγάρο. Έβρεχε.

Η πομπή ανασυντάχθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και άρχισε την αργή της πορεία προς το τελευταίο κατάλυμα του Άνχελ. Οι μαριάτσι μόλις ολοκήρωσαν την πρώτη ομοβροντία με το Son de la negra, άρχισαν αμέσως την επανάληψη.

Ο Έκτορ θυμήθηκε ότι κάποιος του είχε πει κάποτε, όταν ήταν πιο νέος και η πόλη ήταν διαφορετική, πως δεν γίνεται να επιλέξεις τον τόπο όπου θα γεννηθείς, ούτε καν τον τόπο όπου θα πεθάνεις. Ειδικά ετούτη η πόλη δεν σ’ αφήνει να διαλέξεις τίποτα, ούτε τον τόπο ούτε τον τρόπο. Μπορείς μόνο να υποταχτείς στη δική της μοίρα. Δεν μπορείς να πεις στο ένα ναι και στο άλλο όχι. Ή όλα ή τίποτα. Την παίρνεις ή την αφήνεις. Ή τη δέχεσαι ή κρύβεσαι κάτω από το κρεβάτι σου για να μη σε δαγκώσει. Και στο μεταξύ, είναι αδύνατο να μην εκπλήσσεσαι συνέχεια, παρόλο που γνωρίζεις κάθε γωνιά, κάθε σοκάκι της. Μολονότι ξέρεις πια όλες τις τρέλες που μπορεί να φανταστεί ετούτη η πόλη, πάντα θα υπάρχει μια καινούρια μακάβρια ιδέα.

Ο θάνατος του Άνχελ δεν του άρεσε.

*Ερωτευμένα Φαντάσματα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ