Περίεργος άνθρωπος ο στόχος μου. Στο Πρόγραμμα του Συνεδρίου υπήρχε η φωτογραφία του, τ’ όνομά του (Βίκτορ Μουχίκα, αν υποθέσουμε πως ήταν το πραγματικό του όνομα), ένα ενδιαφέρον βιογραφικό σημείωμα που τον παρουσίαζε ως πρωτεργάτη των μη κυβερνητικών οργανώσεων, και η εθνικότητά του. Μεξικάνος ήταν ο στόχος μου. Είχε γεννηθεί στη Γουαδαλαχάρα της Πολιτείας Χαλίσκο, το 1959. Μ’ άλλα λόγια, ήταν τριαντα έξι χρονών – ωραία ηλικία για να πεθάνεις.
Στην καφετέρια του Συνεδριακού Κέντρου, τον είχα στα δυο μέτρα, ίσως και λιγότερο. Θα μου ήταν παιχνιδάκι να τον σκοτώσω εκεί, επί τόπου, αλλά δεν μπορούσα -και δεν έπρεπε- να το κάνω. Οι εντολοδότες ήθελαν, ο τελευταίος αέρας που θα εισέπνεε, να ‘ταν αμερικανικός – οποιοσδήποτε αέρας απ’ αυτούς που φυσάνε από το Ρίο Γκράντε ώς το Ακρωτήριο Χορν. Μιλούσε με μια συντροφιά από άντρες και γυναίκες, που τον κοίταζαν όλο εκτίμηση. Πηδούσε με άνεση απ’ τα αγγλικά στα γερμανικά κι απ’ τα γαλλικά στα πορτογαλικά. Μια γυναίκα του ζήτησε στα αγγλικά να τραγουδήσει. Στην αρχή, εκείνος αρνήθηκε, όχι και πολύ αποφασιστικά, κι ύστερα, προ της γενικής επιμονής, έκλεισε τα μάτια και τραγούδησε με ωραία φωνή τους στίχους ενός κορίδο.
«…ella quiso quedarse cuando vio mi tristeza, pero ya estaba escrito que aquella noche perdiera su amor…»
Τραγουδούσε ωραία ο Μεξικάνος μου (αν ήταν Μεξικάνος). Είχε τη διακριτική αυτοπεποίθηση κάποιου που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα μοναξιάς στις απέραντες σαβάνες.
«Θαυμάσια μεγάλε. Θα σβήσεις απ’ το χάρτη έναν τύπο συμπαθέστατο» είπα μέσα μου, και γι’ άλλη μια φορά ξανάνιωσα γελοίος, γιατί λαχταρούσα να μάθω το λόγο για τον οποίο έπρεπε να τον σκοτώσω.
«…quise hallar el olvido al estilo Jalisco, pero aquel tequila y aquellos mariachis me hicieron llorar…»
Ο τύπος τελείωσε το τραγούδι, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια, θαρρείς κι οι στίχοι του κορίδο ήταν κάτι δικό του, ενδόμυχο, αναπαλλοτρίωτο, και στην ελάχιστη σιωπή που προηγήθηκε των χειροκροτημάτων της παρέας του, ο νους μου κατακλύστηκε απ’ την εικόνα της Γαλλιδούλας μου. Εκείνη ήταν εκεί κάτω, στο Μεξικό, προφανώς διασκεδάζοντας με τους πλανταγμούς από το κλάμα που προκαλούσαν οι μαριάτσι στην Πλάσα Γαριβάλδι. Πονηροί οι μαριάτσι κι όσοι παρασέρνουν κοριτσάκια σ’ αυτά τα μέρη: ξέρουν πως, μετά από κάνα-δυο δακρύβρεχτα κορίδο, ούτε πόδια μένουν κλειστά, ούτε κιλοτάκια στη θέση τους.
*Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer, Λουίς Σεπούλβεδα, εκδ. opera