Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν*

Πριν από τα Χριστούγεννα, ο πατέρας μου είχε κάνει στον εαυτό του το ωραιότερο δώρο. Μια DS19 Πρεστίζ. Το έλεγε εδώ και ένα χρόνο. Η μητέρα μου διαφωνούσε· προτιμούσε το πιο σταθερό Πεζώ 403. Το βέτο της παρακάμφθηκε. Ένα βράδυ, ο πατέρας μου ανακοίνωσε, δήθεν αδιάφορα, ότι την είχε αγοράσει.
– Έτσι είναι, είτε σ’ αρέσει είτε όχι.
Είχε κινήσει γη και ουρανό για να επισπεύσει την παράδοση και είχε καταφέρει να τη μεταθέσει τρεις μήνες νωρίτερα. Πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο απ’ την αντιπροσωπεία, στο μπουλβάρ Αραγκό. Κατά τη διάρκεια του τελετουργικού για την παράδοση κλειδιών, αναρωτήθηκα αν επρόκειτο όντως για αυτοκίνητο ή για κάτι άλλο. Οι ιερείς τελούν λιγότερο επιδεικτικά τα θεία μυστήρια. Υπήρχε μόνο ένα τέτοιο μοντέλο. Έμοιαζε ολοζώντανο, με το αστραφτερό μαύρο χρώμα του, που το έκανε να γυαλίζει σαν καθρέφτης, και την εμφάνιση αιλουροειδούς. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ το αμάξι για να πιστέψουμε ότι ήταν δικό μας, δίχως να τολμάμε να το αγγίξουμε. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος εξήγησε στον πατέρα μου πως λειτουργούσε. Ο πατέρας μου τον έβαλε να επαναλάβει πολλές φορές τις οδηγίες και τις επαναλάμβανε και ο ίδιος για να τις εμπεδώσει. Είχε παντού κουμπιά, ραδιόφωνο με στερεοφωνικό ήχο, αναπαυτικά καθίσματα σαν πολυθρόνες. Χρειάστηκε λίγη ώρα να το συνηθίσει. Ο πατέρας μου δυσκολευόταν να χειριστεί τον μοχλό των ταχυτήτων που ήταν τοποθετημένος στο ταμπλό, πίσω απ’ το τιμόνι. Το αμάξι προχωρούσε με τινάγματα, σαν άλογο που αφηνιάζει και δεν αφήνει να το καβαλικέψεις. Ο πατέρας μου κώλωνε κι εκνευριζόταν. Τελικά, βρήκε το κόλπο και η DS ξεκίνησε. Το ίδιο το αυτοκίνητο οδηγούσε, επιτάχυνε, φρέναρε, προσπερνούσε. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα, παρά μονάχα να του επιτρέπεις να ζει. Διασχίσαμε τις λεωφόρους των Στρατηγών. Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν. Φτάσαμε στην Πορτ ντ’ Ιταλί και πήραμε την εθνική οδό. Η DS πετούσε, ελεύθερη σαν πουλί στον ουρανό. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να την προσπεράσει. Το έκανε μια χαψιά, λες και ήταν κουνούπι. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έρχισε να κοροϊδεύει τον παππού Φιλίπ, μιλώντας πειρακτικά στον τόνο του Γκαμπέν, τον οποίο μιμούνταν στην εντέλεια. Λύθηκα στα γέλια και, όσο περισσότερο γελούσα, τόσο εκείνος συνέχιζε. Είχα την ευκαιρία να τον απολαύσω να μιμείται τον Πιέρ Φρεναί, τον Μισέλ Σιμόν και τον Τίνο Ρόσι. Έκλαιγα απ’ τα γέλια. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπαιζε ένα τραγούδι του Μπρασένς. Τραγουδήσαμε μαζί του: «Οι ερωτευμένοι, που φιλιούνταιαστα παγκάκια, στα παγκάκια, στα παγκάκια, έχουν νόστιμα μουτράκια».

*H λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, Jean – Michel Guenassia, μετ. Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Advertisement

Θέλω να γίνω μπαντονεονίστας*

Με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, την περήφανη κορμοστασιά του, τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα, ο Γιόζεφ έμοιαζε μ’ έναν από εκείνους τους φλωρεντίνους ευπατρίδες με το φωτεινό χαμόγελο, στους πίνακες του Γκιρλαντάγιο. Ζούσε ζωή άσωτη, κυκλοφορούσε παρέα με ρέμπελους σουρεαλιστές και ανέμελους κομμουνιστές, περνούσε τις νύχτες του στο «Chapeau Rouge», μεθώντας με ορχήστρες ντίξι τζαζ που ερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προτιμούσε το «Lucerna» ή το «Cri-gri», δύο αίθουσες χορού της μόδας, όπου τα βαλς τα διαδεχόταν χωρίς διακοπή το ζαβά και το τάνγκο μέχρι τα ξημερώματα, όπου οι ντάμες αφήνονταν στην αγκαλιά του σαν ερωτευμένες για πάντα. Λάτρευε να στροβιλίζεται και να χάνεται με την παρτενέρ του, σαν δαιμονισμένος, υπό τον ήχο της μουσικής. Εκείνες έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος χορευτής της Πράγας και πως τις ξετρέλαινε. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τον κολακέψει περισσότερο.

Η αέρινη και ζεστή φωνή του Κάρλος Γκαρντέλ τον αναστάτωνε.

Ο Καρλίτο, όπως τον έλεγε χαϊδευτικά, ήταν γι΄αυτόν ότι πιο σημαντικό. Είχε την πλήρη συλλογή των δίσκων του 78 στροφών, εισαγωγής απ’ την Αργεντινή και πληρωμένους πανάκριβα, αλλά δεν έπαυε να ανακαλύτπει άγνωστους τίτλους. Ένας μεξικανός μουσικός του μετέφρασε ορισμένα μαγευτικά τραγούδια. Ο Γιόζεφ, που είχε απογοητευτεί απ’ τα ποιήματα για κοπελίτσες, τα έμαθε απέξω. ‘Ηταν τόσο πιο όμορφα στα ισπανικά! Ο τραγικός θάνατος του τραγουδιστή, το 1935, θα’ λεγε κανείς ότι τον άφησε ορφανό. Έκλαιγε ώρες ολόκληρες ακούγοντάς τον, χωρίς να ξέρει ακριβώς αν ήταν η απέραντη θλίψη της μουσικής ή ο τόσο απρόσμενος χαμός του τραγουδιστή που τον βασάνιζε τόσο. Από τότε, χτενίζονταν όπως ο Γκαρτνέλ: χωρίστρα στα δεξιά και πατικωμένα μαλλιά με λίγη μπριγιαντίνη. Εγκατέλειψε το ατημέλητο ντύσιμο των συντρόφων του, για να υιοθετήσει την κομψότητα του χαμένου ειδώλου του, με καλοραμμένο κοστούμι, λίγο μεσάτο, ριγέ γραβάτα η παπιγιόν, και ασορτί μεταξωτό μαντίλι.

Τραγουδούσε το «Volver» με μπάσα φωνή και, έστω κι αν δεν καταλάβαινε τα λόγια, ένιωθε μερικές φορές να του ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό, κάνοντας το τραγούδι ακόμα πιο συγκινητικό.

– Θέλω να γίνω μπαντονεονίστας, δήλωσε, λίγο μεθυσμένος, στη νέα του κατάκτηση, πάνω στη Γέφυρα του Καρόλου, ενώ ο ήλιος ανέτελλε πίσω απ’ το Κάστρο της Πράγας, που έμοιαζε φάντασμα.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

«ροκ-εν-ρολ»*

Ήταν μια εποχή έντονου αναβρασμού. Ο Ντε Γκωλ, μετά την προσωρινή, μακρόχρονη, αποχή του, είχε επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο για να σώσει τη γαλλική Αλγερία από την απειλή των αλγερινών τρομοκρατών. Ο κόσμος άρχιζε να χρησιμοποιεί λέξεις με άγνωστη σημασία για μένα: αποαποικιοποίηση, κατάρρευση της αυτοκρατορίας, πόλεμος της Αλγερίας, Κούβα, Κίνημα των Αδεσμεύτων, Ψυχρός Πόλεμος. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί νεολογισμοί με άφηναν αδιάφορο. Καθώς οι φίλοι του Φρανκ κουβέντιαζαν μόνο για τέτοια, άκουγα δίχως να μιλώ, παριστάνοντας πως καταλάβαινα. Συμμετείχα μόνο όταν άκουγα τη λέξη «ροκ-εν-ρολ». Είχε μπει στη ζωή μας εκεί που δεν το περιμέναμε, λίγους μήνες νωρίτερα. Ακούγαμε αφηρημένοι ραδιόφωνο. Διάβαζα, αραγμένος στην πολυθρόνα. Ο Φρανκ μελετούσε. Μια άγνωστη μουσική ξεχύθηκε από τη συσκευή. Σηκώσαμε το κεφάλι και κοιταχτήκαμε, μην μπορώντας να πιστέψουμε στ’αφτιά μας. Πλησιάσαμε στο ραδιόφωνο και ο Φρανκ δυνάμωσε την ένταση. Ο Μπιλ Χάλεϊ θα μας άλλαζε τη ζωή.

*Η Λέσχη Των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, Ζαν-Μισέλ Γκενασιά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η Aspasia Daskalopulu. Την ευχαριστούμε!

Kι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες*

Χωρίς να τον πολυνοιάζουν οι επιφυλάξεις του Γιόζεφ, ο Ματέ επέμενε. Είχε ξανασκεφτεί τη διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία της Δίκης. Υποστήριζε πως ήταν ένα αξιόλογο μανιφέστο για το παράλογο, ενώ ο Γιόζεφ αντιθέτως θεωρούσε πως η απουσία του ορθού λόγου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
– Όταν ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, παραμένει ελεύθερος. Στην ανάκρισή του, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει κατηγορητήριο εναντίον του, αντιθέτως, ασκεί αυτός κριτική στο σύστημα. Το διαμέρισμα του δικαστικού κλητήρα χρησιμεύει για δικαστήριο, ενώ όσο διαρκεί η δίκη του, η γυναίκα του κλητήρα έχει σεξουαλικές σχέσεις μ’ έναν φοιτητή. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα, οι καταστάσεις αυτές στερούν απ’ το κείμενο τη δύναμη της καθημερινότητας. Δηλαδή, η πραγματικότητα πρέπει να είναι παράλογη και ακατανόητη;
– Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες, αντέταξε ο Ματέ.
– Είναι λάθος να διαβάζει κανείς μεταφορικά τον Κάφκα. Βρίσκεται στο κενό, κλεισμένος σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό. Σ’ αυτές τις χώρες άνθρωποι έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους.
– Τρίχες! Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πιο διασκεδαστικό ένα βράδυ ρεβεγιόν! είπε η Νελλύ.
Ο Γιόζεφ σηκώθηκε. Μη μπορώντας να πάει πίσω την καρέκλα του, σκαρφάλωσε στο τραπέζι, άρπαξε τη Νελλύ απ’ το χέρι, την σήκωσε βάζοντας όλη του τη δύναμη. Χωρίς να δίνει σημασία στα επιφωνήματα και στις διαμαρτυρίες προχώρησε, προσπαθώντας να μην πατήσει μέσα στα πιάτα, σέροντας τη Νελλύ πίσω του, εκείνη αναποδογύρισε μερικά ποτήρια, λέγοντας «Συγνώμη, συγνώμη». Ο Γιόζεφ ζήτησε από έναν ηθοποιό να ανοίξει το παράθυρο. Μια πνοή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο εστιατόριο. Ανέβηκε στο περβάζι, βοήθησε τη Νελλύ να ανέβει κι εκείνη, είχαν χάσει την ισορροπία τους, έκαναν κύκλους με τα χέρια τους στον αέρα. Πήδηξαν στην έρημη βεράντα. Σαν ορχήστρα που υπακούει στον μαέστρο ο οποίος διευθύνει με τα δάχτυλα τεντωμένα, οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να παίζουν, καθώς η ησυχία είχε επανέλθει στην αίθουσα. Ο Γιόζεφ οδήγησε τη Νελλύ στο «Quand on s’promène au bord de l’eau». Η θάλασσα ήταν μαύρη, δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε φεγγάρι. Είχαν όλη την πίστα δική τους, η Νελλύ στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα, τσιτωνόταν, μπέρδευε τα βήματά της, είχε την τάση να κολλάει πάνω του.
– Κλείσε τα μάτια, της ψιθύρισε.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ