Μ’ ένα κονιάκ στο χέρι…*

«Άκουσε, παιδί μου, να δεις. Εγώ σχολείο δεν έβγαλα και γράμματα δεν κατέχω σαν κι εσένα, που κοσμογύρισες κι έκανες κι έρανες. Εγώ δεν διάβασα βιβλία και μήτε γραμματιζούμενος είμαι, μα είμαι δίκαιος κι εκείνο που είναι αυτό λέω. Μαθαίναμε τα νέα σου και τους αγώνες σου όλους. Ο παππούς σου το ίδιο. Ήξερε γιατί δεν πατάς πια και σε χάσαμε, κι όλο σε μελετούσε. Σε καμάρωνε κι ας τον πίκραινες που τον λησμόνησες χρόνια πολλά και ούτε αν ζει δεν ρώτησες. Τονε παράτησες και τον ξέχασες κι ήσουνα λάθος».
Ντράπηκα και θίχτηκα, κι ας ήταν έτσι. Δεν καταλάβαινε πως δεν παράτησα τον τόπο μου για ντολτσεβίτες, μα για κάποια ιδέα κι έναν αγώνα ιερό. Άλλωστε κι εμένα τον ίδιο παράτησα και ξέχασα κατά καιρούς. Αμύνθηκα.
«Δεν καταλάβατε. Δεν ήταν προσωπικό με τον παππού μου ή με το χωριό. Απλά είχα τον δικό μου αγώνα. Είχα να…»
«Κουραφέξαλα. Αυτά που λες είναι κουραφέξαλα, κι εγώ σ’ το λέω αντρίκεια».
Μαζεύτηκα και στριμώχτηκα.
«Άκου λοιπόν για να μαθαίνεις. Αυτός ήταν ο ήρωας κι ο αγωνιστής. Αυτός που τώρα τον νεκροφιλάνε στο σαλόνι. Αυτός κι όλοι αυτοί οι γέροι εδώ έξω. Αν θες παράσημα να δεις, για κοίτα τα κορμιά τους. Κοίτα τις χαρακιές και τα στραβωμένα δάχτυλα. Κοίτα τις σκορπιοδαγνωματιές και τα κοψίματα από την κλαδευτήρα. Κοίτα τα χρόνια κρυώματα στα στήθη και τα λυγισμένα δάχτυλα. Θες μάχες να δεις; Τα δικά μας πεδία μαχών είναι τ’ αλώνια. Εκεί ματώσαμε εμείς για μια ιδέα. Να χτίσουμε στα ερείπια του τόπου κάτι, για να τ’ αφήσουμε σ’ εσάς, να μη μας λησμονάτε. Χρωστούσαμε που σας φέραμε στον κόσμο και δεν βαρυγκομήσαμε ποτέ. Νομίζεις δεν θέλαμε εμείς κι άλλες πόλεις και θάλασσες βαθιές; Δεν θέλαμε εμείς να ερωτευτούμε και να μη σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι μια φορά; Ζητάς τα οχυρά να δεις απ’ τις μεγάλες μάχες; Πήγαινε και κοίτα τα ξώσπιτα και τα λινά στα κτήματα που κάναμε μνημεία κι αν ψάχνεις κάλυκες να βρεις, σκάψε μες τα χωράφια και θα βρεις ψαλίδες σπασμένες και λαβές από κοφίνια. Αν ζητάς παντιέρες, εμείς είχαμε μία και ήταν το τραπεζομάντηλο, που το τινάζαμε απ’ τα ψίχουλα και το ανεμίζαμε μεσημέρι βράδυ κι η νίκη μας ήταν αυτή. Το φαγητό στο τραπέζι. Αν ψάχνεις για άρματα βαριά κι αχρηστεμένα, κοίτα τις μάκινες που στέκουν σιωπηλές κι αν ναρκοπέδια ζητάς, να έβλεπες σαν πατούσαμε πάνω στη χαλασμένη απ’ τη βροχή σταφίδα πάνω τι θάνατο μας έδινε και τι κορμιά διαλούσε.
«Βιβλία και γραπτά δεν αφήσαμε, μα εκείνος που φύτευε ελιές στα γεράματά του τι νομίζεις πως έκανε; Δεν θα προλάβαινε να κάτσει κάτω απ’ τον ίσκιο τους ή να γευτεί το λάδι τους, κι όμως το έκανε. Αν θες να γράψεις κάτι στα βιβλία σου, να πεις πως ήρωάς μου εμένα είναι ο Νικολός, που τον πήρε η πλημμύρα παλεύοντας να σώσει το σκυλί του, ο φίλος μου ο Ηλίας που έπαθε συγκοπή καταηλιού στ’ αλώνια, γιατί δεν άκουσε τον γιατρό του και δεν κάθισε ούτε νερό να πιει, η γυναίκα του Νικήτα, που έμεινε χήρα με έξι παιδιά και όργωνε με το αλέτρι, στη μια μεριά αυτή, στην άλλη το μουλάρι. Να γράψεις πως πατρίδα μου εμένα είναι η καστανιά στο κάτω μέρος του χωριού, που πρωτοφίλησα τη γυναίκα μου, το ποτάμι που έστησα ξώβεργα με τον παππούλη σου κι ο βράχος που καθόμασταν μικρά παιδιά επάνω και τραγουδούσαμε ίσαμε που δεν είχαμε φωνή.
«Αυτά να γράψεις, κι αν θες συνείδηση να δεις, κοίτα αυτούς που ήρθαν να χαιρετήσουν εδώ σήμερα μ’ ένα κονιάκ στο χέρι. Όλα τ’ άλλα είναι κουραφέξαλα και σ’ το υπογράφω εγώ που νογάω να γράψω μονάχα τ’ όνομά μου.»
Γύρισε το ποτήρι του ανάποδα κι άφησε το ζεστό κονιάκ να πέσει στην αυλή, ποτίζοντας το χώμα και ξεδιψώντας τον Χάροντα που πήρε τον παππού μου. Τον Χάροντα που πήρε τον φίλο του. Το άδειασε κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γεια.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ θα ήταν πίσω στο σπίτι μου στην πόλη όταν ξεκρέμαγα το κάδρο του Γκεβάρα απ’ τον τοίχο και στη θέση του έβαζα μια κορνίζα που μέσα είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τέσσερα παιδιά με πουκάμισα και τιράντες και γύρω τους σταφίδες απλωμένες κι αλώνια προσεγμένα. Ο μεσαίος στην απάνω σειρά ήταν ο παππούς μου. Κάρφωσα τη βελόνα του πικάπ στα Είκοσι τέσσερα πρελούδια για πιάνο του Σοστακόβιτς κι έσβησα. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα χωρίς να στριφογυρίσω στο κρεβάτι ούτε μια φορά. Με το δεξί χέρι κάτω από το μαξιλάρι και το πόδι σφηνωμένο ανάμεσα στην κόχη του κρεβατιού και στον τοίχο. Όπως όταν ήμουν παιδί.

*Αποδοχή Κληρονομιάς, Ανδρέας Νικολακόπουλος, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ