Ο χρόνος που προχωρεί με μέτρο σταθερό*

Ποδηλατεί αργά, σαν να μην θέλει να φτάσει. Κι όταν φτάνει πίσω από το σπίτι, στον κύκλο από χαλίκι που χάραξαν τα λάστιχα του βυτιοφόρου, εξετάζει τη σκηνή δίχως να βιάζεται, με μια μεθοδική, σχεδόν ουδέτερη άνεση. Παρατηρεί το τσαλαπατημένο γρασίδι, τα χνάρια, τη λιμνούλα από ξεραμένο αίμα στο θερμοκήπιο. Η κάθε του ανάσα βγαίνει αργά, διακρίνεται στον ψυχρό πρωινό αέρα σαν ένα εξεζητημένο ερωτηματικό. Γνώριζε τον Τζωρτζ, τη Νίνα Χάρντυ, γνώριζε την Τζέινυ, την αδελφή του Τζωρτζ, τώρα όμως δεν μπορεί πια να συνδέσει τις παιδικές του αναμνήσεις με τη σκηνή φρίκης που έχει μπροστά του. Θυμάται τρεις φιγούρες πάνω σε μια θημωνιά, να ταλαντεύονται στο πίσω μέρος ενός τρακτέρ στο φως του δειλινού. Θυμάται το όμορφο κορίτσι, ή μάλλον τη γυναίκα, με το λουλουδάτο φουστάνι, να περνάει από το γήπεδο του γκολφ πηγαίνοντας στο χορό στη λέσχη τένις. Θυμάται το άρωμα από τα ρείκια και το φρεσκοκομμένο χορτάρι και τον ήχο ενός τραγουδιού του Πέρσυ Φρεντς να βγαίνει από τη λέσχη. Ω, νύχτες με χορούς του Κέρυ, κι ο απόηχος της πίπιζας να αντιλαλεί στις πιο τρελές στιγμές μας… Ο τελευταίος στίχος του διαφεύγει για πάνω από ένα λεπτό, κι έπειτα, όταν παύει να προσπαθεί, τον θυμάται… Αλίμονο, πέρασαν σαν αστραπή, κι η νιότη μας ίδιο! Αναρωτιέται άσκοπα πως είναι δυνατόν μια φράση να περιέχει τόση στίξη. Έπειτα ακούει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να ξεφυσάει σε απόσταση από το καταθλιπτικό όγκο του σπιτιού, και νιώθει ανακουφισμένος που δεν θα είναι αυτός που θα διερευνήσει τη σκηνή που έχει μπροστά του. Ή τουλάχιστον δεν θα είναι μόνο αυτός.

*Σκιά, Νηλ Τζόρνταν, εκδ. Νεφέλη