Μοχάβε*

«Λοιπόν», είπε, «την Παρασκευή είναι καλά; Κατά τις πέντε;»
Εκείνη είπε:
«Όχι, ευχαριστώ». Ήταν ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι, ασκέπαστη, γυμνή, αυτός έδενε τη γραβάτα του αλά τώρα σταμάτησε, και ο Φρεντ τραγουδούσε Μόνος μου. «Όχι, ευχαριστώ, γλυκέ μου δόκτορα Μπ. Δεν νομίζω ότι θα ξαναβρεθούμε εδώ».
Κατάλαβε ότι τον ξάφνιασε. Φυσικά θα του έλειπε. Ήταν όμορφή, διακριτική, δεν την ενοχλούσε ποτέ όταν της ζητούσε λεφτά. Εκείνος γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και της χάιδεψε το στήθος και αυτή πρόσεξε ένα παγωμένο μουστάκι από ιδρώτα στο πανωχείλι του.
«Τι συμβαίνει; Έχεις πιει; Έχεις πάρει ναρκωτικά;»
Γέλασε και του είπε:
«Το μόνο που πίνω είναι λευκό κρασί και μάλιστα όχι πολύ. Όχι, φίλε μου. το πρόβλημα είναι απλώς ότι έχεις τριχωτές φτέρνες».
Όπως πολλοί ψυχαναλυτές, ο δόκτορας Μπέντσεν ερμήνευε τα πάντα κυριολεκτικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει τις κάλτσες του και να περιεργαστεί τα πόδια του. Στριμμένα, σαν παιδί, είπε:
«Δεν έχω τριχωτές φτέρνες».
«Α, ναι, έχεις. Σαν άλογο. Όλα τα συνηθισμένα άλογα έχουν τριχωτές φτέρνες. Τα καθαρόαιμα όχι. Οι φτέρνες ενός καθαρόαιμου αλόγου είναι ομαλές και στιλπνές. Να διαβιβάσεις την αγάπη μου στη Θέλμα».
«Εξυπνάδες. Την Παρασκευή».
Ο δίσκος του Αστέρ τελείωσε. Ήπιε το τελευταίο κρασί.
«Μπορεί. Θα σου τηλεφωνήσω», του είπε.

Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν τηλεφώνησε ποτέ ούτε τον ξανάδε, παρά μόνο μια φορά, ένα χρόνο αργότερα, όταν καθόταν σ΄ένα πάγκο δίπλα του στο εστιατόριο Λα Γκρενούιγ. Ο δόκτορας Μπέντσεν γευμάτιζε με τη Μαίρη Ράινλαντερ, που, είδε εκείνη με ευθυμία, πλήρωσε το λογαριασμό.

*Μουσική για Χαμαιλέοντες, Τρούμαν Καπότε, εκδ. Καστανιώτη