εθιμοτυπία*

Προσκάλεσαν τον ξένο να κοπιάσει στο τραπέζι τους και να μοιραστούν το γλέντι. ο Σήφης κάθισε μαζί τους, πρόσεξε όμως να βάλει την καρέκλα του προς τη μεριά της πόρτας. Χωρίς λέξη, χωρίς καμία κίνηση, η παρέα ενέκρινε τις προφυλάξεις του κυνηγημένου, έτσι έπρεπε να καθήσει, θα τον υποψιάζονταν ως δίμουρο αν έκανε μια στραβοτιμονιά στον κανόνα του φυγάδα. Ο Σήφης συνέχισε μαζί τους δίχως να πολυμιλά. Περνούσε η ώρα και είχαν όμορφα μεθύσει όλοι τους, ακόμα και ο νεαρός λυράρης, πού ως επαγγελματίας δεν έπρεπε να πίνει για να ελέγχει τα μάγια της βιολολύρας του, είχε κι αυτός σουρώσει μια σταλιά. Έσκυψε τότε ο πιο ηλικιωμένος στην αντροπαρέα, έτσι έπρεπε και παρακάλεσε τον Σήφη: «Κουμπάρε, να ζήσεις μόνο όσο θέλεις να ζήσεις, μα πες μας και του λόγου σου μια μαντινάδα, τίποτ’ άλλο». Ο Σήφης το αποδέχτηκε, η εθιμοτυπία επέβαλλε να ανοίξει σ’ αυτό το σημείο ο φιλοξενημένος ένα από τα κρυφά χαρτιά του, εάν μπορούσε να το ανοίξει, ως ελάχιστη ανταπόδοση της φιλοοξενίας, για να ξέρει η παρέα τούτο μόνον, ότι φίλεψε άνθρωπο ζωντανό, όχι κάποιον βασανισμένο ίσκιο, άθαφτο κι άκλαυτο στα εδάφη της Μικράς Ασίας ή και σε τόσα άλλα μέρη, σε άλλους πολέμους. Ένα ίσκιο που είχε γυρίσει για τις μυρωδιές, για τη ζέστα της ξυλόσομπας, για το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας, για το αίμα του κόκκινου κρασιού. Τόσοι και τόσοι είχαν σκοτωθεί, και από το χωριό τους και από τόπους όμορους. Ο Σήφης ζήτησε να του παίξει ο λυράρης κοντυλιά από τα μέρη του Μεγάλου Κάστρου. Σηκώθηκε όρθιος, άδειασε μονορούφι το κρασί του στη υγεία της παρέας, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, μισάνοιξε δεξά ζερβά τα χέρια, όπως τα ανοίγουν τα πουλιά που θέλουν να πετάξουν, και τραγούδησε:

Αμοναχός θέλω να ζω,
έτσι για χάρη γούστου
-έτσι για χάρη γούστου,
γαμώ τον Γιάννη Μεταξά
και την τετάρτη Αυγούστου
-και την τετάρτη Αυγούστου

Προτού τελειώσει την τρίτη συλλαβή του δεύτερου Αυγούστου, έδωσε μια, πέταξε μέσα από την πόρτα, τον κατάπιε το σκοτάδι.

*Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Φωτιά, σου λέω*

Ο Τέλης ερχόταν συχνά τα απογεύματα. Παράγγελνε ελληνικό καφέ σε γυάλινο ποτήρι και καθόταν μόνος του. Ήταν μυστήριο τρένο. Έμενε στο Λεσίνι, σε ένα σπίτι πίσω από τον ναό των Εισοδίων. Ακούγονταν περίεργα πράγματα για δαύτον. Πως είχε μια άσωτη ζωή στην Αθήνα. Πως ήταν μπλεγμένος. Ήταν, λέει, και αγαπητικός στην Τρούμπα. Είχε γυναίκες στη δούλεψή του. Ωραίος άνδρας. Ψηλός, λευκό μαλλί. Γερά χέρια, δουλεμένα. Δεν κάθησα ποτέ στα πόδια του. Με τον τρόπο του δεν το αποζητούσε. Μου άφηνε και μπουμπουάρ συχνά, καθόταν σκεφτικός και άκουγε μουσική από το μονίμως ανοιχτό ράδιο του Μπάμπη ενώ συχνά ψιθύριζε στίχους από παλιά λαϊκά. «Όσα κι αν σου πουν για μένα έχω κάνει πιο πολλά», και τέτοια. Λίγα λόγια με όλους. Λέγαν που είχε μπλεξίματα με την αστυνομία και πως είχε έλθει πριν πέντε χρόνια στο χωριό να ξεφύγει. Σκληρό βλέμμα. Φωτιά, σου λέω. Όσες φορές ανταμώναν τα βλέμματά μας, κοίταγα αλλού. Με φλέρταρε με έναν υπόγειο τρόπο νομίζω, αλλά κονσομασιόν δεν δήκωνε. Ωραίος άνδρας, με παράξενο μέτρο. Και έναν παλιάς κοπής κώδικα.

*Εγώ είμαι ένας άλλος, Δημήτρης Μανιάτης, εκδ. Μετρονόμος