Κυριακή 11 Οκτωβρίου*

O πατέρας της Πανδώρας έμεινε για ένα ποτό, ύστερα για ένα απεριτίφ, μετά για ένα ακόμα, μετά ήπιε κι ένα για το δρόμο. Στη συνέχεια ήπιε άλλο ένα για ν’ αποδείξει ότι ποτέ δε μεθάει στη διάρκεια της μέρας. Τα χείλη της Πανδώρας άρχισαν να σουφρώνουν (φαίνεται ότι οι ώριμες γυναίκες το μαθαίνουν αυτό στις νέες κοπέλες). Μετά κατέσχεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του πατέρα της και τηλεφώνησε στη μητέρα της να ‘ρθει να περιμαζέψει το αυτοκίνητο. Αναγκάστηκα να υποστώ τον πατέρα μου που παρίστανε κάποιο τύπο, τον Φρακ Σινάτρα, τραγουδώντας «Ένα για το μωρό μου κι ένα για το δρόμο». Ο πατέρας της Πανδώρας υποδυόταν τον μπάρμαν κρατώντας το πλαστικό κανάτι της κρέμας.

Όταν μπήκε η μητέρα της Πανδώρας, τραγουδούσαν και οι δυο μεθυσμένοι. Σούφρωσε τα χείλη της τόσο πολύ, που σχεδόν εξαφανήστηκαν. Διέταξε την Πανδώρα και τον πατέρα της να μπουν στο αυτοκίνητο και μετά είπε ότι ήταν καιρός να συνέλθει ο πατέρας μου. Είπε ότι ξέρει ότι ο πατέρας μου νιώθει ταπεινωμένος και πικραμένος επειδή είναι άνεργος, αλλά ότι δίνει το κακό παράδειγμα σ’ έναν ευφάνταστο έφηβο. Ύστερα πήρε το αυτοκίνητο και οδηγούσε με ταχύτητα 10 μίλια την ώρα. Η Πανδώρα μου έστειλε ένα φιλάκι απ’ το πίσω παράθυρο.

Διαφωνώ απολύτως! Τίποτε απ’ αυτά που κάνει ο πατέρας μου δεν μ’ εντυπωσιάζει πια.

*Το Κρυφό Ημερολόγιο του Άντριαν Μολ ηλικίας 13 χρόνων και ¾, Σου Τάουνσεντ, εκδ. ΑΓΡΩΣΤΙΣ