Αποχαιρετισμός*

Έχω αψεγάδιαστη καταγωγή, και φέρθηκα άψογα. Αλλά κι εκείνος· με ίσως λίγο πιο στητό το λεπτό του σώμα, ίσως λίγο πιο σφιχτά δεμένα τα χέρια πίσω στην πλάτη του. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο, κοιτώντας αλλά μη κοιτώντας με. Μου ζήτησε να του παίξω την αγαπημένη του σονάτα του «Αποχαιρετισμού», κι επειδή τη γνωρίζω καλά τα δάχτυλά μου περιφρόνησαν τα θολωμένα μου μάτια και δούλεψαν από μόνα τους κι η μουσική βγήκε, κάπως βγήκε, κι απλώθηκε στο δωμάτιο μουσικής όπου βρισκόμασταν οι δυο μας. Θα έλεγα μάς ευλόγησε. Λες κι είμαστε κάποιο ανέστιο αστεφάνωτο ζευγάρι που δεν περιμένει τίποτα άλλο από πουθενά – αλλά προσπαθώ κι εγώ να μην παρασύρομαι από συναισθηματισμούς. Να είμαι λογική και ψύχραιμη.

Όπως, ας πούμε, λογικά να παραδεχτώ ότι δεν θα με παντρευτεί ποτέ, και το ξέρω. Γιατί θέλει να είναι ανεξάρτητος και αφοσιωμένος σ’ αυτό που πρέπει να κάνει προτού η τροχιά του εκραγεί και σβήσει· γιατί θα τον έδενα σ’ αυτή την παγωμένη χώρα και θα τον βάραινα στην άλλη, εκείνη που δεν υπάρχει ακόμα· γιατί δεν έχει χρήματα για μια πριγκίπισσα· γιατί η ίδια η Τσαρίνα τού το είπε, ότι πρέπει να κοιτάξει αλλού για γάμο – να τοι οι λόγοι, τους λέω και τους ξαναλέω στην ανυπότακτη καρδιά μου, τους έμαθα πια απέξω.
Θα αλληλογραφούμε, μου είπε στο τέλος χαμογελώντας με κάποια δυσκολία. Κοιτώντας και μη κοιτώντας με. Παρακαλώ πολύ, σε παρακαλώ πολύ, Ρωξάνδρα, γράφε μου.
Θα σου γράφω, Ιωάννη, και θα μου γράφεις. Σελίδες και σελίδες που μετά, όταν οι τροχιές μας θα έχουν σβήσει, θα ανεβαίνουν φτερωτές τα ράφια των μεγάλων βιβλιοθηκών. Όλο και πιο ψηλά, θα φωλιάζουν στη μεταθανάτια ζωή μας, στον ανέστιο αστεφάνωτο γάμο μας. Μόνο που ο έρωτας δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Η ψυχή μου όλη έχει ξεσηκωθεί και ουρλιάζει σήμερα, Ιωάννη, το δέρμα μου ανατριχιάζει, ναι, το δέρμα μου, που δεν είναι από μάρμαρο: Γιατί σε θέλει, και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Με δύναμη αρπάζω μια σειρά βιβλία απ’ αυτά που φτάνω εύκολα, στα χαμηλά ράφια, όμορφα βιβλία δεμένα με κόκκινο δέρμα μαλακό σαν βελούδο, με χρυσά γράμματα, και τα πετάω κάτω. Ναι, έτσι. Παίρνω κι άλλα, τα πετάω όλα κάτω. Τώρα το πρωινό φως πέφτει πάνω σ’ αυτό το χυμένο αίμα, κόκκινο, χρυσό, με λίγη υγρασία.

*Κάτι κρυφό μυστήριο, Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι