Εξαιτίας των ρολογιών*

Η Ντεντέ μπαίνει μ’ ένα πακέτο και κοιτά τον Τζόνυ.
– Έχεις πιο ψηλό πυρετό. Τηλεφώνησα στο γιατρό, θά’ρθει στις δέκα. Λέει να καθίσεις ήσυχος.
– Εντάξει, σύμφωνοι, όμως πρώτα πρέπει να διηγηθώ στον Μπρούνο για το μετρό. Τις προάλλες κατάλαβα ξεκάθαρα το τι συνέβαινε. Βάλθηκα να σκέφτομαι τη γριά μου, ύστερα τη Λαν και τα παιδιά, και φυσικά στη στιγμή μου φάνηκε πως περπατούσα στη γειτονιά μου, κι έβλεπα τα πρόσωπα των μικρών παιδιών εκείνου του καιρού. Δεν ήταν ότι σκεφτόμουνα, θαρρώ πως κιόλας σου έχω πει πολλές φορές ότι εγώ ποτέ δε σκέφτομαι. Είμαι σαν αραγμένος σε μια γωνία κοιτώντας να περνάει αυτό που σκέφτομαι, αλλά δε σκέφτομαι αυτό που βλέπω. Καταλαβαίνεις; Ο Τζιμ λέει πως είμαστε όλοι ίδιοι, πως γενικά (έτσι λέει) δε σκέφτεται κανείς τον εαυτό του. Ας πούμε πως είναι έτσι, το θέμα είναι πως εγώ είχα πάρει το μετρό στο σταθμό του Σαιν-Μισέλ κι αμέσως βάλθηκα να σκέφτομαι τη Λαν και τα παιδιά και να βλέπω τη γειτονιά. Μόλις κάθισα βάλθηκα να τους σκέφτομαι. Αλλά συγχρόνως είχα συνείδηση πως βρισκόμουν στο μετρό και είδα πως ύστερα από ένα λεπτό περίπου φτάναμε στο Οντεόν και πως ο κόσμος έμπαινε και έβγαινε. Τότε εξακολούθησα να σκέφτομαι τη Λαν και είδα τη γριά μου όταν γύριζε από τα ψώνια κι άρχισα να τους βλέπω όλους και να βρίσκομαι μαζί τους μ’ έναν τρόπο πολύ όμορφο που είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι. Οι αναμνήσεις είναι πάντα μια αηδία, αλλά τούτη τη φορά μου άρεσε να σκέφτομαι τα παιδιά και να τα βλέπω. Αν αρχίσω να σου λέω όλα όσα είδα δεν πρόκειται να τα πιστέψεις γιατί θα ‘παιρνε ώρα. Κι αυτό παραλείποντας της λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, για να σου πω ένα μονάχα πράγμα, έβλεπα τη Λαν μ’ ένα πράσινο φόρεμα που έβαζε όταν πήγαινε στο Club 33, όπου έπαιζα με τον Χαμπ. Έβλεπα το φόρεμα με κάτι κορδέλες, ένα φιόγκο, κάτι σαν κέντημα στα πλάγια, ένα γιακά… Όχι συγχρόνως, παρά σαν να γυρόφερνα στην πραγματικότητα το φόρεμα της Λαν και να το κοίταζα αργά αργά. Κι ύστερα κοίταξα το πρόσωπο της Λαν και κείνα των παιδιών, κι ύστερα θυμήθηκα τον Μάικ που έμενε στο πλαϊνό δωμάτιο, και πώς ο Μάικ μου είχε διηγηθεί την ιστορία με κάποια άγρια άλογα στο Κολοράντο, κι εκείνον που δούλευε σ’ ένα ράντσο και μιλούσε προτείνοντας το στήθος όπως οι δαμαστές των αλόγων…
– Τζόνυ, είπε η Ντεντέ από τη γωνία της.
– Πρόσεξε, δε σου διηγούμαι παρά ένα κομματάκι απ’ όλα όσα σκεφτόμουν και έβλεπα. Πόση ώρα έκανα να σου πω αυτό το κομματάκι;
– Δεν ξέρω ας πούμε κάπου δύο λεπτά;
– Ας πούμε κάπου δύο λεπτά, ξαναλέει ο Τζόνυ. Δύο λεπτά και σου έχω πει ένα κομματάκι, τίποτα άλλο. Αν σου έλεγα όλα όσα είδα να κάνουν τα παιδιά και πώς ο Χαμπ έπαιζει το Save It, Pretty Mamma κι εγώ άκουγα κάθε νότα, καταλαβαίνεις, κάθε νότα, και ο Χαμπ δεν είναι από εκείνους που κουράζονται, κι αν σου έλεγα πως άκουσα ακόμη και τη γριά μου να λέει μια ατέλειωτη πεοσευχή που μιλούσε για λάχανα, μου φαίνεται, ζητούσε συγχώρεση για μένα και το γέρο μου κι έλεγε κάτι για κάποια λάχανα… Λοιπόν, αν σ’ τα ‘λεγα με λεπτομέρειες όλα αυτά, θα περνούσαν περισσότερα από δύο λεπτά, ε Μπρούνο;

– Αν πράγματι άκουσες και είδες όλα αυτά θα περνούσε ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας, του είπα γελώντας.
– Θα περνούσε ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας, ε Μπρούνο; Τότε να μου πεις πώς γίνεται και ξαφνικά νιώθω πως το μετρό σταματάει και φεύγω απ’ τη γριά μου και τη Λαν κι απ’ όλα εκείνα, και βλέπω πως βρισκόμαστε στο Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, που απέχει ακριβώς ενάμισι λεπτό από το Οντεόν.
Ποτέ δεν με απασχολούν ιδιαίτερα αυτά που λέει ο Τζόνυ, αλλά τώρα, με τον τρόπου που με κοιτάζει, νιώθω ρίγος.
– Μόλις ενάμισι λεπτό με το χρόνο το δικό σου και το χρόνο το δικό της, λέει μνησίκακα ο Τζόνυ. Και ακόμη με το χρόνο του μετρό και του ρολογιού μου, καταραμένα να ‘ναι. Τώρα πως γίνεται κι εγώ σκεφτόμουνα ένα τέταρτο της ώρας, ε Μπρούνο; Πώς μπορείς να σκέφτεσαι ένα τέταρτο της ώρας σ’ ενάμισι λεπτό; Σου ορκίζομαι πως εκείνη την ημέρα δεν είχα καπνίσει ούτε ένα κομματάκι ούτε ένα φυλλαράκι, προσθέτει σαν παιδί μικρό που απολογείται. Και ύστερα μου ξανασυνέβη, τώρα αρχίζει να μου συμβαίνει παντού. Αλλά, προσθέτει πονηρά, μόνο μέσα στο μετρό μπορώ να καταλάβω γιατί το να ταξιδεύω με το μετρό είναι σαν να’μαι βαλμένος μέσα σ’ ένα ρολόι. Οι στάσεις είναι τα λεπτά, καταλαβαίνεις, είναι ο χρόνος, ο δικός σας, του τώρα· αλλά εγώ ξέρω πως υπάρχει άλλος κι έκατσα και σκέφτηκα, σκέφτηκα…
Σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια και τρέμει. Θα ήθελα να έχω ήδη φύγει, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω για να τους αποχαιρετίσω χωρίς να στενοχωρηθεί ο Τζόνυ, γιατί είναι φοβερά ευαίσθητος με τους φίλους του. Αν συνεχίσει έτσι, θα την έχει άσκημα, τουλάχιστον με την Ντεντέ δεν πρόκειται να μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα.
– Μπρούνο, αν μπορούσα μονάχα να ζω όπως εκείνες τις στιγμές ή όπως όταν παίζω, που και τότε ο χρόνος αλλάζει… Καταλαβαίνεις τι θα μπορούσε να συμβεί σ’ ενάμισι λεπτό… Τότε ένας άνθρωπος, όχι μονάχα εγώ, αλλά αυτή, κι εσύ, και όλα τα παιδιά θα μπορούσαμε να ζήσουμε χίλιες φορές περισσότερο απ’ όσο ζούμε εξαιτίας των ρολογιών, της μανίας των λεπτών και του μεθαύριο…

*Ο Κυνηγός, Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Μάγια Μαρία Ρούσσου, εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ