About Jaquou Utopie

Μικρόκοσμος Και να, τι θέλω τώρα να σας πω Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας, φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο. Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε. Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα. Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά κι η γη μας τόση δα μικρή. Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει. είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε Ν. Χικμέτ

Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος*

19.00

Γράφω το μυθιστορημά μου ενόσω ο Μάριος και ο Νοέ κεντάνε σε καμβά, πλάι πλάι στον καναπέ, σαν δυο γριούλες παλιάς εποχής. Ο Ρεζά καθαρίζει την κουζίνα. Αναρωτιέμαι τι στην ευχή υπάρχει για να καθαρίσει· νόμιζα ότι είχα ήδη πλύνει κάθε γωνία… Ανοίγει το ραδιόφωνο που είναι στην άκρη του νεροχύτη. Επειδή ήμουν η τελευταία που άκουγε, είχε μείνει στο Chante France. Ακούμε Τζό Ντασέν και το Champs – Elysées του. Ο Ρεζά σιγοτραγουδάει τη μελωδία. Είναι χαζό, αλλά με συγκινεί που αυτός ο νεαρός Αφγανός ακούει ένα γαλλικό τραγούδι, πενήντα χρόνια παλιό, και το σιγοτραγουδάει στην κουζίνα.

Ακούω το Chante France γιατί ελπίζω κάθε φορά ότι θα παίξουν το Mon Vieux του Ντανιέλ Γκισάρ, το Duel au Soleil του Ετιέν Νταό, το Les Filles de l’aurore του Ουίλιαμ Σελέρ, το Mourir sur scene της Νταλιντά και το Banlieue Rouge του Ρενό. Τις πιο πολλές φορές περιμένω τζάμπα.

*

Ο Νοέ και ο Ρεζά παίζουν σκάκι, καθισμένοι σταυροποδι στο πάτωμα του σαλονιού.

-Που ζουσες όταν ήσουν σαν κι εμένα, Ντανιέλ;

-Όταν ήμουν επτά χρονών…

-Όχι, γίνομαι οκτώ σε ένα μήνα!

-Συγγνώμη! Όταν ήμουν οκτώ χρόνών, ζούσα στο Αφγανιστάν.

-Και όταν θα γίνω σαν κι εσένα… όταν θα είμαι είκοσι δύο, που θα ζω;

-Μπορεί στο Αφγανιστάν.

-Μπορεί! Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος.

*Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι, Émilie de Turckheim, μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

«Γράψ’ το»*

«Όταν γευτείς την ομορφιά της τέχνης, η ζωή αλλάζει. Όταν ακούσεις τη Χορωδία Μοντεβέρντι, η ζωή αλλάζει. Όταν θαυμάσεις Βερμέερ από κοντά, η ζωή αλλάζει· όταν διαβάζεις Προυστ, δεν είσαι πια ο ίδιος. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί».

«Γράψ’ το».

«Δεν είμαστε παρά συμπτώσεις».

«Τι;»

«Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν υπήρχαμε, κι όμως υπάρχουμε».

«…»

«Από γενιά σε γενιά, φρενήρεις χοροί εκατομμυρίων σπερματοζωαρίων που κυνηγούν ωάρια, τυχαίες συλλήψεις, θάνατοι, καταστροφές… Και τώρα είμαστε εδώ, εσύ κι εγώ, ο ένας μπροστά στον άλλο, σαν να μην μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Σαν να υπήρχε η δυνατότητα ενός και μόνο γενεαλογικού δέντρου».

«Ε, ναι. Λογικό δεν είναι;»

«Όχι. Είναι μια κωωλοσύμπτωση».

«Έλα, τώρα…»

«Κι είναι ακόμα μεγαλύτερη κωωλοσύμπτωση ότι ξέρεις να παίζεις βιολί τόσο καλά».

«Εντάξει. Αλλά…» Σιωπή. «Αυτό που λες φέρνει ζάλη, αν το σκεφτείς, δεν νομίζεις;»

«Ναι. Και, τότε, προσπαθούμε να επιβιώσουμε μέσα στο χάος χάρη στην τάξη της τέχνης».

«Θα έπρεπε να το γράψεις αυτό, συμφωνείς;» τόλμησε να πει ο Μπερνάτ πίνοντας μια γουλιά τσάι.

«Η δύναμη της τέχνης έγκειται στο έργο τέχνης, ή μάλλον στην εντύπωση που προκαλεί στο άτομο; Τι πιστεύεις;»

«Ότι πρέπει να το γράψεις», επέμενε η Σάρα, λίγες μέρες αργότερα. «Έτσι θα το ξεκαθαρίσεις».

«Γιατί με παραλύει ο Όμηρος; Γιατί μου κόβεται η ανάστα στο Κουιντέτο για Κλαρινέτο του Μπραμς;»

«Γράψ’το», του είπε αμέσως ο Μπερνάτ. «Θα μου κάνεις χάρη, γιατί κι εγώ θέλω να μάθω».

«Πως γίνεται να είμαι ανίκανος να γονατίσω μπροστά σε οποιονδήποτε και, αντίθετα, όταν ακούω την Ποιμενική του Μπετόβεν, να μην έχω κανένα ενδοιασμό να υποκλιθώ;»

«Η Ποιμενική δεν είναι και πολύ πρωτότυπο έργο».

«Αφού το λες εσύ. Ξέρεις από που εμπνεύστηκε ο Μπετόβεν; Απ’ τις εκατόν τέσσερις συμφωνίες του Χάυντν».

«Κι απ’ τις σαράντα μία του Μότσαρτ».

«Σωστά, αλλά ο Μπετόβεν κατάφερε να συνθέσει μόνο εννιά. Γιατί όλες, ή σχεδόν όλες, βρίσκονται σε άλλο επίπεδο ηθικής πολυπλοκότητας».

«Ηθικής;»

«Ηθικής».

«Γράψ’ το».

«Είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το έργο τέχνης, αν δεν μελετήσουμε την εξέλιξή του». Βούρτσισε τα δόντια και ξέπλυνε το στόμα του. Καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα, φώναξε από την ανοιχτή πόρτα της τουαλέτας: «Πάντα όμως χρειάζεται να επέμβει η διάνοια του καλλιτέχνη, που το κάνει, ακριβώς, να εξελίσσεται».

«Άρα η δύναμη έγκειται στο άτομο», απάντησε η Σάρα από το κρεβάτι, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει το χασμουρητό της.

«Δεν ξέρω. Ο Βαν ντε Βάιτεν, ο Μονέ, ο Πικάσο, ο Παρόλο. Είναι μια δυναμική γραμμή, που ξεκινά απ’ τις σπηλιές της χαράδρας της Βαλτόρτα και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αφού εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπότητα».

«Γράψ’το». Ο Περνά τέλειωσε το τσάι του, έπειτα από μερικές μέρες, και άφησε προσεκτικά το φλιτζάνι στο πιατάκι. «Ε;»

«Είναι η ομορφιά;»

«Τι;»

«Φταίει η ομορφιά; Τι σημαίνει ομορφιά;»

«Δεν ξέρω, αλλά μπορώ να την αναγνωρίσω. Γιατί δεν το γράφεις;» επανέλαβε ο Περνά κοιτάζοντας τον στα μάτια.

«Ο άνθρωπος καταστρέφει τον άνθρωπο, και συνθέτει επίσης τον Χαμένο Παράδεισο».

«Είναι μυστήριο, όντως. Πρέπει να το γράψεις».

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις

Because you are mine… *

Όταν σηκώθηκε, πήρε τον Χρήστο τηλέφωνο. Η μάνα του Χρήστου είχε μια ξενοίκιαστη γκαρσονιέρα στην Κυψέλη, πάνω από την πλατεία. Του ζήτησε να μείνει εκεί κάποιες μέρες. Έδωσε ένα ραντεβού για το απόγευμα. Στο μεταξύ, ήθελε να περάσει από το σπίτι, για να πάρει μερικά πράγματα. Δεν ήθελε να εκτεθεί σε περιττούς κινδύνους αλλά ήταν ακόμα μέρα και είπε να το ρισκάρει. Άφησε το δομάτιο του ξενοδοχείου, πήρε το αμάξι και τραβήχτηκε προς τα Λιόσια. Έβαλε μια συλλογή με Northern Soul, που συνήθως του έφτιαχνε το κέφη, όμως τώρα είχε μόνο μικρή -έως και μηδενική- επίδραση πάνω του. Παρ’ όλα αυτά, στο «Seven days too long» του Chuck Woods χάρηκε, εντελώς απροσδόκητα. Γενικώς, με soul και με funk, ο Νικήτας μικρή σχέση είχε ως τότε. Ήταν ένα μικρό λευκό αγόρι, που άκουγε κυρίως garage, punk και ψυχεδέλειες, αλλά όταν γνώρισε την Ιωάννα, που κατά βάση άκουγε τέτοια, κόλλησε κι αυτός με τον ήχο ή, για την ακρίβεια, τον κόλλησε η Ιωάννα, που τον έβαλε κάτω κι άρχισε τα άκου κι αυτό και άκου το άλλο, και δες ρε, εδώ τον Marvin, άκου εδώ, ρε μικρό βλαμμένο λευκό αγόρι, τον Ottis, βούλωστο και αφουγκράσου ασπρουλιάρη πάνκη την Whendy, τσιμουδιά όταν ακούς τους κορίτσαρους της Motown και τα παλικάρια της Stax. Είχε καθίσει, λοιπόν, και τα είχε μάθει όλα υπάκουα.

Έκανε πάλι το σφάλμα να πάρει τη Δυρραχίου και φράκαρε μέσα στην κίνηση, κάπου στο ύψος της γέφυρας Ροσινιόλ, που λάθος πίστεύεται ότι οφείλει το όνομά της στο ομώνυμο νυχτερινό κέντρο που βρισκόταν παλιά στις Τρεις Γέφυρες. Όπως του είχε ορκιστεί κάποιο βράδυ ένας μεθυσμένος ταρίφας, που είχε πάρει επίσης μεθυσμένος, από το Πέραμα, από αυτή τη γέφυρα, στις έντεκα Σεπτέμβρη του 1936, είχε πηδήξει με ολέθριες για τον εαυτό του συνέπειες ο Σομπλάν Ροσινιόλ -ένας Γάλλος διανοούμενος από τη Λυών, που ζούσε εκείνη την εποχή στο Περιστέρι. Σύμφωνα, πάντα, με τον ταρίφα που ωρυόταν, ο Ροσινιόλ ήταν μέλος της θρυλικής παρέας που ίδρυσε τον Ατρόμητο Αθηνών, του Κολομβούνη, του Πέτα και του Γλυκοφρύδη, που έπαιζαν τότε μπαλίτσα στην πλατεία Κυριακού -σήμερα πλατεία Βικτωρίας… Κάπου εκεί, έφασε και το cd στο «Nowhere to run» των Martha Reeves and The Vandellas. Το δυνάμωσε τέρμα -μια όχι και τόσο καλή έμπνευση, για τρεις η ώρα το μεσημέρι, στην πηγμένη από κίνηση Δυραχίου.

Έφτασε κοντά στο σπίτι και παρκάρισε το αυτοκίνητο σε ένα άσχετο δρομάκι. Έκανε μια βόλτα στο τετράγωνο, για να βεβαιωθεί πως δεν τον παρακολουθούσε κανείς -δεν κυκλοφορούσε ψυχή- και ανέβηκε πάνω. Μάζεψε τα πράγματα που ήθελε. Κοίταξε γύρω του ένα χάος από αντικείμενα και μισογεμισμένα χαρτόκουτα, συντρίμμια μιας άλλης συνθήκης, που κάποτε -μόλις πριν από μερικές μέρες- τη νόμιζε ασφαλή και σχετικά τακτοποιημένη. Το φως του ήλιου έμπαινε από τα πατζούρια διακεκομμένο, σε δέσμες, κάνοντας ορατή τη σκόνη της απουσίας, που είχ αρχίσει να κάθεται πάνω στα αντικείμενα, όπως αδιάκοπα έρχονται και κάθονται τα γεγονότα πάνω στις μικρές ή μεγάλες αυταπάτες που μας ορίζουν. Έβαλε ένα τσίπουρο, άναψε ένα τσιγάρο, άνοιξε το στερεοφωνικό κι έβαλε ν’ ακούσει το «I walk the line» του Johnny Cash.

*το ένα δέκατο του 8, βα. αλ., Εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι

Πάμε.*

– Πάμε.

Η Εύα άφησε το λαμπτήρα αλογόνου του σαλονιού λίγο να φέγγει· ύστερα, μοιάζοντας να είχε ξεχάσει κάτι, επέστρεψε στην κουζίνα. Ο Τζων άρπαξε τον ταξιδιωτικό σάκο και περνώντας μπροστά από το εντυπωσιακό γιαπωνέζικ ηχοσύστημα, διάλεξε ένα CD και το έβαλε στη θέση «repeat».

Όταν η Εύα επέστρεψε από την κουζίνα, από το μπουφάν της προεξείχε ένα πακέτο, και ο Βάγκνερ κλαψούριζε μακρόσυρτα μοιρολόγια. Τριστάνος και Ιζόλδη. Λόγο κορόιδεμα για την αστυνομία που δεν θα αργούσε να ξκατακλύσει το χώρο.

Το έσκασαν από τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, σαν κάτι να τους ρούφηξε.

Έξω, όλα έμοιαζαν ήρεμα. Οι ήχοι της νύχτας διασταυρώνονταν με αυτούς των θάμνων του κήπου και των φυλλωμάτων των δέντρων· αναμεμειγμένοι οι ήχοι ακούγονταν σαν χειροκροτήματα ενθουσιωδών θαυμαστών. Όσο για το μπάσταρδο, κοιμόταν στο σπιτάκι του. Και αυτό το βράδυ, όπως κάθε μέρα.

Οι εραστές αφουγκράζονταν την παραμικρή κίνηση, γλιστρούσαν κάτω από τα κλαδιά. Σαν να ξαναγυρίζεις στην παιδική ηλικία σου όταν εξαιτίας του σκοταδιού επινοείς σενάρια για το φόβο που θέλεις να κατανικήσεις, παρά τα πέντε σου χρόνια.

Ήταν ωραία. Ο Τζων προσχωρούσε μπροστά. Ο λύκος. Οσφραινόταν τον αέρα.–

– Εντάξει, μπορούμε να φύγουμε.

Η Εύα γευόταν κάθε στιγμή. Η νύχτα αυτή θα ήταν κομμάτι των καλύτερων αναμνήσεών της. Ζωντανή, επιτέλους.

Διέσχισαν το οικόπεδο που τους χώριζε από τα κάγκελα. Τώρα θα έπρεπε να σκαρφαλώσουν στο μεταλλικό κιγκλίδωμα – δύο μέτρα υψωμένα προς τον μωβ ουρανό. Στο δρόμο κανείς. Ούτε ένας οδηγός παρκαρισμένος, να διαβάζει εφημερίδα ανάποδα, κάτω από το χαμηλό φως. Μόνο τα χρώματα των φανοστατών πάνω στο πεζοδρόμιο και μια βαριά σιωπή από μέρους του φεγγαριού.

Ο Τζων έκανε σκαλοπάτι με τα χέρια του και βοήθησε την Εύα που όντας σπορτίφ περιστασιακά, αλλά μόνο για μεγάλες περιστάσεις, δεν είχε καμία δυσκολία να περάσει από την άλλη πλευρά. Ο Τζων σκαρφάλωσε με τη σειρά του τα κάγκελα και ξανάπεσε ελαφρά στο πεζοδρόμιο όπου τον περίμενε η Εύα, με το σάκο στο χέρι. Χωρίς να χάσουν στιγμή, έτρεξαν προς το αυτοκίνητο. Η Εύα είχε διαλέξει την Τζάγκουαρ. Ήταν γρήγορη.

– Έχεις τα κλειδιά; ψιθύρισε ο Τζων.

Η Εύα του τα πέταξε. Σφηνωμένη πάνω στους τροχούς της, η Αγγλίδα με το σκουροπράσινο φόρεμά της περίμενε να βάλουν μπρος τους κυλίνδρους της. Η Εύα έριξε το σάκο στο πίσω κάθισμα και ακούμπησε το πακέτο στα γόνατά της.

Η Τζάγκουαρ άφησε τη θέση της στο πεζοδρόμιο, έκανε το γύρο του οικοδομικού τετραγώνου και κατέβηκε το Ήντεν Τέρας με χαμηλή ταχύτητα. Ο Τζων είχε κολλημένα τα μάτια του στο καθρεφτάκι, αλλά δεν τους ακολούθησε κανένα αυτοκίνητο. Σάυμοντσ Στρητ. Αστική έρημος που τη χάιδευε ένα ελαφρύ αεράκι, τρυφερό σαν πέταλο λουλουδιού. Ο Τζων άλλαξε ταχύτητα και έστριψε στα φανάρια της Νιου Νορθ Ρόουντ. Η Εύα χάζευε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα κατά μήκος των δρόμων. Το άρωμα βανίλιας διαχεόταν από τα μαλλιά της στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Όλοι οι κάτοικοι της πόλης κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου.

– Πιστεύεις ότι θα μας βρουν οι μπάτσοι;
– Μπά…

* ΧΑΚΑ – Από τη Σάγκα Μαορί, Caryl Ferey, μετάφραση Αργυρώ Μακάροφ, εκδ. ΑΓΡΑ

Εξαιτίας των ρολογιών*

Η Ντεντέ μπαίνει μ’ ένα πακέτο και κοιτά τον Τζόνυ.
– Έχεις πιο ψηλό πυρετό. Τηλεφώνησα στο γιατρό, θά’ρθει στις δέκα. Λέει να καθίσεις ήσυχος.
– Εντάξει, σύμφωνοι, όμως πρώτα πρέπει να διηγηθώ στον Μπρούνο για το μετρό. Τις προάλλες κατάλαβα ξεκάθαρα το τι συνέβαινε. Βάλθηκα να σκέφτομαι τη γριά μου, ύστερα τη Λαν και τα παιδιά, και φυσικά στη στιγμή μου φάνηκε πως περπατούσα στη γειτονιά μου, κι έβλεπα τα πρόσωπα των μικρών παιδιών εκείνου του καιρού. Δεν ήταν ότι σκεφτόμουνα, θαρρώ πως κιόλας σου έχω πει πολλές φορές ότι εγώ ποτέ δε σκέφτομαι. Είμαι σαν αραγμένος σε μια γωνία κοιτώντας να περνάει αυτό που σκέφτομαι, αλλά δε σκέφτομαι αυτό που βλέπω. Καταλαβαίνεις; Ο Τζιμ λέει πως είμαστε όλοι ίδιοι, πως γενικά (έτσι λέει) δε σκέφτεται κανείς τον εαυτό του. Ας πούμε πως είναι έτσι, το θέμα είναι πως εγώ είχα πάρει το μετρό στο σταθμό του Σαιν-Μισέλ κι αμέσως βάλθηκα να σκέφτομαι τη Λαν και τα παιδιά και να βλέπω τη γειτονιά. Μόλις κάθισα βάλθηκα να τους σκέφτομαι. Αλλά συγχρόνως είχα συνείδηση πως βρισκόμουν στο μετρό και είδα πως ύστερα από ένα λεπτό περίπου φτάναμε στο Οντεόν και πως ο κόσμος έμπαινε και έβγαινε. Τότε εξακολούθησα να σκέφτομαι τη Λαν και είδα τη γριά μου όταν γύριζε από τα ψώνια κι άρχισα να τους βλέπω όλους και να βρίσκομαι μαζί τους μ’ έναν τρόπο πολύ όμορφο που είχα πολύ καιρό να νιώσω έτσι. Οι αναμνήσεις είναι πάντα μια αηδία, αλλά τούτη τη φορά μου άρεσε να σκέφτομαι τα παιδιά και να τα βλέπω. Αν αρχίσω να σου λέω όλα όσα είδα δεν πρόκειται να τα πιστέψεις γιατί θα ‘παιρνε ώρα. Κι αυτό παραλείποντας της λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, για να σου πω ένα μονάχα πράγμα, έβλεπα τη Λαν μ’ ένα πράσινο φόρεμα που έβαζε όταν πήγαινε στο Club 33, όπου έπαιζα με τον Χαμπ. Έβλεπα το φόρεμα με κάτι κορδέλες, ένα φιόγκο, κάτι σαν κέντημα στα πλάγια, ένα γιακά… Όχι συγχρόνως, παρά σαν να γυρόφερνα στην πραγματικότητα το φόρεμα της Λαν και να το κοίταζα αργά αργά. Κι ύστερα κοίταξα το πρόσωπο της Λαν και κείνα των παιδιών, κι ύστερα θυμήθηκα τον Μάικ που έμενε στο πλαϊνό δωμάτιο, και πώς ο Μάικ μου είχε διηγηθεί την ιστορία με κάποια άγρια άλογα στο Κολοράντο, κι εκείνον που δούλευε σ’ ένα ράντσο και μιλούσε προτείνοντας το στήθος όπως οι δαμαστές των αλόγων…
– Τζόνυ, είπε η Ντεντέ από τη γωνία της.
– Πρόσεξε, δε σου διηγούμαι παρά ένα κομματάκι απ’ όλα όσα σκεφτόμουν και έβλεπα. Πόση ώρα έκανα να σου πω αυτό το κομματάκι;
– Δεν ξέρω ας πούμε κάπου δύο λεπτά;
– Ας πούμε κάπου δύο λεπτά, ξαναλέει ο Τζόνυ. Δύο λεπτά και σου έχω πει ένα κομματάκι, τίποτα άλλο. Αν σου έλεγα όλα όσα είδα να κάνουν τα παιδιά και πώς ο Χαμπ έπαιζει το Save It, Pretty Mamma κι εγώ άκουγα κάθε νότα, καταλαβαίνεις, κάθε νότα, και ο Χαμπ δεν είναι από εκείνους που κουράζονται, κι αν σου έλεγα πως άκουσα ακόμη και τη γριά μου να λέει μια ατέλειωτη πεοσευχή που μιλούσε για λάχανα, μου φαίνεται, ζητούσε συγχώρεση για μένα και το γέρο μου κι έλεγε κάτι για κάποια λάχανα… Λοιπόν, αν σ’ τα ‘λεγα με λεπτομέρειες όλα αυτά, θα περνούσαν περισσότερα από δύο λεπτά, ε Μπρούνο;

– Αν πράγματι άκουσες και είδες όλα αυτά θα περνούσε ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας, του είπα γελώντας.
– Θα περνούσε ένα γεμάτο τέταρτο της ώρας, ε Μπρούνο; Τότε να μου πεις πώς γίνεται και ξαφνικά νιώθω πως το μετρό σταματάει και φεύγω απ’ τη γριά μου και τη Λαν κι απ’ όλα εκείνα, και βλέπω πως βρισκόμαστε στο Σαιν-Ζερμαίν-ντε-Πρε, που απέχει ακριβώς ενάμισι λεπτό από το Οντεόν.
Ποτέ δεν με απασχολούν ιδιαίτερα αυτά που λέει ο Τζόνυ, αλλά τώρα, με τον τρόπου που με κοιτάζει, νιώθω ρίγος.
– Μόλις ενάμισι λεπτό με το χρόνο το δικό σου και το χρόνο το δικό της, λέει μνησίκακα ο Τζόνυ. Και ακόμη με το χρόνο του μετρό και του ρολογιού μου, καταραμένα να ‘ναι. Τώρα πως γίνεται κι εγώ σκεφτόμουνα ένα τέταρτο της ώρας, ε Μπρούνο; Πώς μπορείς να σκέφτεσαι ένα τέταρτο της ώρας σ’ ενάμισι λεπτό; Σου ορκίζομαι πως εκείνη την ημέρα δεν είχα καπνίσει ούτε ένα κομματάκι ούτε ένα φυλλαράκι, προσθέτει σαν παιδί μικρό που απολογείται. Και ύστερα μου ξανασυνέβη, τώρα αρχίζει να μου συμβαίνει παντού. Αλλά, προσθέτει πονηρά, μόνο μέσα στο μετρό μπορώ να καταλάβω γιατί το να ταξιδεύω με το μετρό είναι σαν να’μαι βαλμένος μέσα σ’ ένα ρολόι. Οι στάσεις είναι τα λεπτά, καταλαβαίνεις, είναι ο χρόνος, ο δικός σας, του τώρα· αλλά εγώ ξέρω πως υπάρχει άλλος κι έκατσα και σκέφτηκα, σκέφτηκα…
Σκεπάζει το πρόσωπο με τα χέρια και τρέμει. Θα ήθελα να έχω ήδη φύγει, αλλά δεν ξέρω τι να κάνω για να τους αποχαιρετίσω χωρίς να στενοχωρηθεί ο Τζόνυ, γιατί είναι φοβερά ευαίσθητος με τους φίλους του. Αν συνεχίσει έτσι, θα την έχει άσκημα, τουλάχιστον με την Ντεντέ δεν πρόκειται να μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα.
– Μπρούνο, αν μπορούσα μονάχα να ζω όπως εκείνες τις στιγμές ή όπως όταν παίζω, που και τότε ο χρόνος αλλάζει… Καταλαβαίνεις τι θα μπορούσε να συμβεί σ’ ενάμισι λεπτό… Τότε ένας άνθρωπος, όχι μονάχα εγώ, αλλά αυτή, κι εσύ, και όλα τα παιδιά θα μπορούσαμε να ζήσουμε χίλιες φορές περισσότερο απ’ όσο ζούμε εξαιτίας των ρολογιών, της μανίας των λεπτών και του μεθαύριο…

*Ο Κυνηγός, Χούλιο Κορτάσαρ, μετ. Μάγια Μαρία Ρούσσου, εκδ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ

To Bar des 13 Coins στο radiobubble

Από σήμερα, τις Τετάρτες που στο πρόγραμμα του radiobubble δεν θα ακούγεται ο Σαμψών Ρακάς ή ο risinggalaxy, τα παστίς θα τα κερνάμε εμείς.

Η μουσική των βιβλίων θα ακούγεται τα βράδια της Τετάρτης, από τις 12 τα μεσάνυχτα και μετά, πότε για μία, πότε για δύο ώρες.

Ελάτε, κερνάμε!

Bardes13Coins_t

Paul Auster: ο συγγραφέας στη Στέγη*

Υπογράφοντας το Sunset Park. Ερασιτεχνική λήψη.

Υπογράφοντας το Sunset Park. Ερασιτεχνική λήψη.

Η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή τη μουσική του Buddy Holly που ο δημοσιογράφος Ηλίας Μαγκλίνης είχε επιλέξει για να εισάγει το κοινό στη ζωή του Paul Auster. Κι ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχτηκε πως άκουγε Holly όταν ήταν μικρός, πριν τα 12 του χρόνια, αλλά πιο πολύ του άρεσε το «Wake up little Susie» των Everly Brothers. Δεν θα τον αδικούσα. Παρακολουθούσα από τις θέσεις του κοινού, αρκετά μακριά από τη σκηνή ώστε να μην βλέπω με λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του  Paul Auster αλλά κι αρκετά κοντά ώστε να διακρίνω τον ψηλό άντρα με τα γκρίζα ρούχα και την παιχνιδιάρικη διάθεση να βγάζει το ηλεκτρονικό τσιγάρο και να τράβα μια ρουφηξιά παραδεχόμενος πως δεν καπνίζει πια πουράκια. Ήταν φανερό πως ο πρωταγωνιστής στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών δεν ένιωθε καμία αμηχανία. Η  επίγνωση της γοητείας που ασκεί σε συνδυασμό με την αποδοχή που έχει εισπράξει μας χάρισαν μια βραδιά που ο «συνομιλητής» μας δεν δίστασε σε καμία ερώτηση.

Κάπως έτσι λοιπόν, με αφορμή τη μουσική των παιδικών του χρόνων, συναντήσαμε τον Paul Auster. Και στα πρώτα λεπτά αυτής της συνάντησης μάθαμε για τη στιγμή που συνειδητοποίησε την «αστάθεια της πραγματικότητας», όταν στην κατασκήνωση, σε μια από τις εκδρομές τους κι εν μέσω καταιγίδας ένας κεραυνός χτύπησε και σκότωσε έναν παιδικό του φίλο. Στεκόταν ακριβώς δίπλα του τη στιγμή που συνέβη. Κι αν και, όπως είπε, αισθάνεται τυχερός που δεν έζησε πόλεμο, κατοχή ή επιδημίες περιέγραψε αυτή τη στιγμή σαν το δικό του πεδίο μάχης, μέσα στην «συνηθισμένη ζωή» που κατά τα άλλα έχει ζήσει.

Αυτή η «συνηθισμένη ζωή»  του Auster  περιλαμβάνει την ιστορία της γιαγιάς του που δολοφόνησε τον παππού του εν ψυχρό τη στιγμή που εκείνος, 36 χρονών μόνο, άλλαζε μια λάμπα στο σπίτι τους. Σαν παιδί «τη φοβόμουν μέχρι θανάτου» ομολόγησε ο Paul Auster ενώ διηγούνταν την οικογενειακή ιστορία ακροβατόντας μεταξύ δράματος και τραγωδίας. Η γιαγιά, που δολοφόνησε τον άντρα της όταν έμαθε ότι την απατούσε, δεν καταδικάστηκε ποτέ. Τα 5 παιδιά της (τέσσερα αγόρια κι ένα κορίτσι) δεν μίλησαν ποτέ για τον φόνο στα παιδιά τους με αποτέλεσμα τα εγγόνια να ζουν για χρόνια στην άγνοια. Και κάποια μέρα, κάπου στη δεκαετία του ’70, μία από τις εγγονές, ενήλικη πια και στο πρώτο της ταξίδι στην Ευρώπη έμαθε το γεγονός τυχαία από έναν γηραιό άγνωστο κύριο της με τον οποίο βρέθηκαν να συνταξιδεύουν σε διπλανά αεροπορικά καθίσματα και να κατάγονται από την ίδια πόλη.

Ο χειμαρρώδης Auster δεν δίστασε ούτε τη στιγμή της πολιτικής κριτικής. Λέγοντας πως ο «φόβος του κομμουνισμού ήταν μια από τις πραγματικότητες που επηρέασε» τα παιδικά του χρόνια, χαρακτήρισε τον Μακάρθυ «τρελό αλκοολικό που τρομοκρατούσε τη χώρα». Έφτασε στο σήμερα λέγοντας πως ο νόμος Patriot Act που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου είναι ένας νόμος Big Brother, ξεκάθαρα αντισυνταγματικός.  Χαρακτήρισε τον Μπαράκ Ομπάμα διστακτικό απέναντι στις αλλαγές που πρέπει να κάνει και φοβισμένο από τις κρατικές υπηρεσίες, ενώ είπε γελώντας ότι ο Μπιλ Κλίντον υπήρξε ο πιο συντηρητικός Δημοκρατικός του αιώνα. Δεν δίστασε να μιλήσει για τον συνεχή «πόλεμο» των Ρεπουμπλικάνων απέναντι στη σημερινή διακυβέρνηση καταλήγοντας πως στις ΗΠΑ αυτή τη στιγμή ζουν πιο διχασμένοι από ποτέ στην ιστορία της χώρας, σαν να βρίσκονται σε ένα «χαοτικό κουτί θορύβου» όπου «η κατάρα του ρατσισμού συνεχίζει να υπάρχει».

Φοιτητής του Columbia την εποχή των μεγάλων διαδηλώσεων ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Auster συνελήφθη με άλλους 700 συμφοιτητές του κατά τη διάρκεια κινητοποίησης και πέρασε ένα εικοσιτετράωρο στη φυλακή. Διηγήθηκε λοιπόν υπερήφανα πως κατάφερε να μην επιστρατευτεί, ουσιαστικά από τύχη, και τόνισε την αίσθηση ανακούφισης και  το τεράστιο βάρος που έφυγε από τις πλάτες του όταν συνειδητοποίησε πως δεν θα χρειαστεί να πάει φυλακή μιας και  σε περίπτωση επιστράτευσης θα αρνούνταν να πολεμήσει. Και κάπου εκεί η συζήτηση μεταφέρθηκε για άλλη μια φορά στο παρόν. «Η Αμερική είναι σαν χαμένη σήμερα». « Σε όλο τον κόσμο οι άνθρωποι μοιάζουν δυστυχισμένοι». «Το σύστημα είναι ελαττωματικό». «Δεν είναι ότι μετανιώνω για τον Ψυχρό Πόλεμο αλλά τότε υπήρχε τουλάχιστον ένα ιδεολογικό επιχείρημα ενάντια στον καπιταλισμό. Οι άνθρωποι είχαν μια ελπίδα». «Σήμερα τίποτα δεν στέκεται αντιμέτωπο στον καπιταλισμό και ο καπιταλισμός έχει πάθει αμόκ». «Χρειαζόμαστε ένα νέο Καρλ Μαρξ».

Εκεί λοιπόν, ανάμεσα στην ζωή, τις εμπειρίες, την απώλεια και την αγάπη,  την πολιτική και την καθημερινότητα μπλέχτηκε η τέχνη και η λογοτεχνία.  «Ελπίζω η δουλειά μου να συνεχίσει να εξελίσσεται» ευχήθηκε ενώ παραδεχόταν πως δεν έχει νιώσει ακόμα την ανάγκη να σταματήσει να γράφει και πως βρίσκεται στη συγγραφή του μεγαλύτερού βιβλίου της ζωής του. Διαχώρισε ο ίδιος τα βιβλία του σε αυτοβιογραφικά και μυθιστορήματα ξεκαθαρίζοντας σχεδόν αυστηρά πως στα βιογραφικά πάντα κάνει προσπάθεια να πει την αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή είναι η δική του υποκειμενική αλήθεια, ενώ στα μυθιστορήματα δεν υπάρχει κανένα αυτοβιογραφικό στοιχείο. «Όταν μπεις στη ζώνη του μυθιστορήματος ξεκινά η φαντασία. Πρόκειται για ένα αισθητικό πλαίσιο». Αλλά και η μουσική: «Γράφοντας το The Winter Journal σκεφτόμουν μουσική»

Λάτρης της λογοτεχνίας, δεν μπόρεσε να μη μοιραστεί την αγάπη του με το κοινό. «Η τέχνη είναι φαντασία και η φαντασία είναι πραγματικότητα. Ο Δον Κιχώτης, για τον αναγνώστη του, είναι μέρος του πραγματικού κόσμου» μας εκμυστηρεύτηκε ο Auster που ανάφερε το έργο του Θερβάντες παραπάνω από μια φορά στη χθεσινή συζήτηση. «Η λογοτεχνία είναι υπερεθνική. Ο Φλωμπέρ επηρέασε τον Τζόις, ο Τζόις τον Φώκνερ, ο Φώκνερ τον Μαρκές. Πρέπει να είσαι κουφός, χαζός και τυφλός για να διαβάζεις λογοτεχνία μόνο στη γλώσσα σου» ξεκαθάρισε ενώ προσπαθούσε με λίγα λόγια να περιγράψει το ταξίδι του από τους αμερικάνους συγγραφείς στους ρώσους – από τον Τολστόι μέχρι τον Γκόγκολ – και τους γάλλους – από τους ποιητές μέχρι τον Καμύ.

Και τόλμησε, με χιούμορ, να απαντήσει στην ερώτηση θεατή  για τα βιβλία που θα έπαιρνε απαραιτήτως μαζί του στην περίπτωση που ήταν αναγκασμένος να σώσει μόνο πέντε. Και η λίστα περιλαμβάνει βέβαια τον Δον Κιχώτη του Θερβάντες, το «Ο κοινός μας φίλος» του Ντίκενς, το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι μιας και όπως είπε όφειλε να διαλέξει κι ένα πολύ μεγάλο βιβλίο αφού και δεν θα μπορούσε να έχει παρά μόνο πέντε, το «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ και «Το Κάστρο» του Κάφκα.

Η τελευταία ερώτηση, απ’ το κοινό, ζητούσε το σχόλιό του για το γεγονός  ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές υποχρηματοδοτούνται παγκοσμίως. Και ήταν σαφής. «Τα χρήματα έχουν τώρα τελευταία πάντα τον τελευταίο λόγο κι αυτό είναι θλιβερό. Αν όλα γίνουν αριθμοί και μηχανική, μας λυπάμαι».

~J

 

* Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Ελεύθεροι Σκοπευτές: Paul Auster
Σε μια συζήτηση με τον Ηλία Μαγκλίνη, 5 Νοεμβρίου 2014

Αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας*

Αυτοί οι δύο άντρες ήταν τα παράσιτα του Μπομπ, μα η Αν-Μαρί, με την αθωότητά της, δεν είχε υποπτευθεί τίποτα. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό του συμμαθητή μου σαν δυο σωματοφύλακες ή δυο γελωτοποιοί. Στην αρχή, το γέλιο του Τζέιμς Μουρέντζ, οι ουλές του, ο τρόπος που μας χτυπούσε τον ώμο καθώς μας γυρόφερνε κάνοντας μικρά πηδηματάκια σαν πυγμάχος με διασκέδαζαν. Και με είχε γοητεύσει η ευγένεια του Έντουαρντ Αγκάμ. Ο Μπομπ μου είχε εμπιστευτεί πως ήταν οι δύο του φίλοι, οι «κολλητοί» του όπως είπε.

Και τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει διαφορετική τροπή, οι μέρες να διαδεχόταν η μια την άλλη μέσα στην ανεμελιά, αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας. Ο Μακ Φόουλς μιλούσε γι΄αυτήν διαρκώς. «Δεν είδες τη θάλασσα;» «Είμαι σίγουρος πως είναι η ώρα της παλίρροιας». «Τι χρώμα έχει η θάλασσα σήμερα;» «Δεν νομίζεις πως μυρίζει θάλασσα;» Ο Μουρέντζ και ο Αγκάμ, για να ευχαριστήσουν τον Μπομπ, πρόσθεταν κι από πάνω. Ο Αγκάμ, με συνοδεία κιθάρας, μας τραγουδούσε τη Θάλασσα του Σαρλ Τρενέ. Ο Μουρέντζ είχε αποφασίσει πως η θάλασσα άρχιζε κάτω από τη βεράντα του ξενοδοχείου και μας ζητούσε να θαυμάζουμε τις βουτιές του. Φορούσε κι αυτός μαγιό λεοπαρδαλέ και όρθιος πάνω στο πεζούλι φούσκωνε το στήθος του παίρνοντας βαθιές εισπνοές. Ύστερα, με το κεφάλι μπροστά, πηδούσε προς την πελούζα και την τελευταία στιγμή, μ’ ένα σπάσιμο της μέσης, έβρισκε την ισορροπία του.

«Κρυούτσικη;» ρωτούσε ο Μακ Φουλς.
«Όχι, σήμερα είναι καλή», απαντούσε ο Μουρέντζ κάνοντας πως τινάζει τα νερά από πάνω του και ισιώνοντας τα μαλλιά του, λες κι είχε βουτήξει πραγματικά. «Αυτή η θάλασσα έχει την ιδανική θερμοκρασία».

Ένας επιπόλαιος παρατηρητής θα το είχε πάρει για απλό αστείο, θα ανησυχούσε όμως τη μέρα που ο Μουρέντζ, λέγοντας πως το κάγκελο της βεράντας ήταν πολύ χαμηλός βατήρας, αποφάσισε να πηδήξει από το περιστύλιο της εισόδου του ξενοδοχείου. Η πρωτοβουλία του ενθουσίασε τον Μακ Φόουλς και τον Έντουαρντ Αγκάμ, όσο για μένα και την Αν-Μαρί, δεν τολμήσαμε να πούμε τίποτα.

«Βούτα, μη φοβάσαι», είπε ο Μακ Φόουλς. «Η θάλασσα είναι βαθιά εδώ…»
Ο Μουρέντζ, πατώντας πάνω σε ένα σκαμνί, ανέβηκε στην προεξοχή, που είχε ύψος πάνω από τρία μέτρα. Ο Αγκάμ, απαθής, σιγοτραγουδούσε τη Θάλασσα. Ο θυρωρός και ένας από τους γκρουμ του ξενοδοχείου παρακολουθούσαν τη σκηνή συνεπαρμένοι.

«Θα σας παρουσιάσω τη βουτιά του αγγέλου», είπε ο Μουρέντζ.
Ένα προκλητικό χαμόγελο έκανε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να συσπαστούν. Ο Μακ Φόουλς μου είχε πει πως η τόλμη του στα αγωνίσματα του μπόμπσλεϊ στο Σεν Μόριτζ είχε γίνει αιτία να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Τζέιμς ο αυτόχειρας».

«Άντε βούτα», είπε ο Μακ Φόουλς. «Δεν έχει πια κύμα. Είναι πραγματική πισίνα. Δείξε μας επιτέλους τη βουτιά του αγγέλου».

Ο Μουρέντζ, ακίνητος πάνω στην προεξοχή, με σφιγμένα χείλη, πήρε βαθιά ανάσα. Έπειτα, μ’ ένα βίαιο τίναγμα, πήδηξε προς τα πάνω, με τα χέρια ανοιχτά. Θα παίρναμε όρκο πως θα συντριβόταν στο έδαφος, αλλά, σε κλάσματα δευτερολέπτου, δίπλωσε τα γόνατα στην κοιλιά του και έπεσε πάνω στο μαλακό γκαζόν σε στάση εμβρύου, στάση που εγκαινίασε, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ο σκιέρ Βουαρνέ. Χειροκροτήσαμε. Μόνο ο Μακ Φόουλς παρέμεινε απαθής.

«Την επόμενη φορά να κάνεις βουτιά από πιο ψηλά και όταν θα έχει κύμα», είπε ψυχρά.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε πρωί, ο «Τζέιμς ο αυτόχειρας» έκανε βουτιές. Βουτιά με εκτίναξη του σώματος, βουτιά από ένα τραπέζι που το είχε τοποθετήσει στη βεράντα του ξενοδοχείου, βουτιά «σαν να κλωτσούσε το φεγγάρι» ή «βουτιές ανάποδες». Και κάθε φορά, αυτές οι επιδείξεις τελείωναν με τα συνηθισμένα αστειάκια: «το νερό είναι καλό», «πρέπει να βουτήξετε κι εσείς»… ως τη μέρα που κάνοντας μια βουτιά έσπασε ελαφρά τον πήχη του. Έδεσε το χέρι του από το λαιμό με μια μαντίλα –μεταξωτή άσπρη μαντίλα, που του χάρισε ο Μακ Φόουλς– και όλη την ημέρα κυκλοφορούσε με τούτη τη μαντίλα και το λεοπαρδαλέ μαγιό του.

«Δεν μπορείς να κολυμπήσεις, καημένε μου», του είπε ο Μακ Φόουλς. «Και είναι κρίμα μ’ αυτή τη ζέστη…»

* Ήταν όλοι τους καλά παιδιά…, Patrick Modiano, μετ. Βάσω Νικολοπούλου – Νίκη Ντουζέ, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δεν καρατομούνται τα δέντρα…*

Περπατούσα ανάλαφρα, σαν να’ χα φτάσει ένα βράδυ Ιουλίου σε μια ξένη πόλη. Έπιασα να σφυρίζω ένα μεξικάνικο τραγούδι. Αλλά αυτή η πλαστή ξεγνοιασιά δεν κράτησε πολύ. Περπατούσα δίπλα στο κιγκλίδωμα του Λουξεμβούργου, και το ρεφρέν του «Ay Jalisco no te rayes» έσβησε στα χείλη μου. Μια αφίσα ήταν κολλημένη στον κορμό ενός απ’ τα ψηλά δέντρα που μας σκεπάζουν με τα φύλλα τους μέχρι την είσοδο των Κήπων, ψηλά, στο Σεν-Μισέλ. «Αυτό το δέντρο είναι επικίνδυνο. Πρόκειται να κοπεί. Θ’ αντικατασταθεί αυτόν τον χειμώνα». Για λίγα δευτερόλεπτα, νόμισα ότι έβλεπα ένα κακό όνειρο. Στεκόμουν εκεί, απολιθωμένος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτή τη θανατική καταδίκη. Ένας περαστικός ήρθε και μου είπε: «Αισθάνεστε άσχημα, κύριε;», κι ύστερα απομακρύνθηκε, προφανώς απογοητευμένος από το απλανες μου βλέμμα. Σ’ αυτόν τον κόσμο όπου είχα όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι ήμουν ένας επιζών, καρατομούσαν και τα δέντρα… Συνέχισα το βάδισμα μου προσπαθώντας να σκεφτώ άλλα πράγματα, αλλά μου ήταν δύσκολο. Δεν μπορούσα να ξεχάσω εκείνη την αφίσα κι εκείνο το δέντρο, το καταδικασμένο σε θάνατο. Αναρωτιόμουν πως να’ ταν τα πρόσωπα των δικαστών και αυτό του δημίου. Ανέκτησα την ηρεμία μου. Για παρηγοριά, φανταζόμουν τον Γκι ντε Βερ να προχωράει δίπλα μου και να μου επαναλαμβάνει με τη γλυκιά φωνή του «Μα όχι, Ρολαν, είναι ένα κακό όνειρο… δεν καρατομούνται τα δέντρα…».

***

* Στο café της χαμένης νιότης, Patrick Modiano, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΠΟΛΙΣ

What’s there to live for?*

Η Ιλέιν θα θυμόταν εκείνες τις τελευταίες τρεις εβδομάδες στην Μπογκοτά με τη συντροφιά του Ρικάρδο Λαβέρδε, όπως κάποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια: ένα νεφέλωμα από εικόνες διαστρεβλωμένες από συναισθήματα, ένα σύνολο σημαντικών ημερομηνιών χωρίς να ξεχωρίζει καμία συγκεκριμένη. Η ρουτίνα των μαθημάτων στο CEUCA -είχαν μείνει πια πολύ λίγα κι ήταν απλώς ζήτημα να φινιριστούν κάποιες γνώσεις ή, ίσως, να δικαιολογηθεί κάποια γραφειοκρατία- έσπαγε απ’ την αταξία των συναντήσεών της με τον Ρικάρδο, ο οποίος ή θα την περίμενε πίσω από έναν ευκάλυπτο όταν εκείνη επέστρεφε σπίτι, ή θα της έβαζε ένα σημείωμα στο τετράδιό της δίνοντάς της ραντεβού σε κανένα μουντό café, γωνία 17ης και 8ης. Η Ιλέιν ήταν πάντα συνεπής σ’ αυτά τα ραντεβού, και στη σχετική απομόνωση των cafés του κέντρου οι δυο τους αντάλλασσαν λίγο-πολύ λάγνες ματιές, κι ύστερα πήγαιναν σινεμά και καθόνταν στην τελευταία σειρά για να χαϊδευτούν κάτω από ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι που κάποτε άνηκε στον παππού, τον ήρωα αεροπόρο του πολέμου με το Περού. Σε εσωτερικούς χώρους, στο στενάχωρο του Τσαπινέρο, στην επικράτεια του δον Χούλιο και της δόνιας Γκλόριας, συνέχιζαν το ψέμα ότι εκείνος ήταν ο γιος της οικογένειας που τη φιλοξενούσε, κι εκείνη, η αθώα προσωρινή μαθητευόμενη φυσικά, οι νυχτερινές επισκέψεις του γιου στη μαθητευόμενη συνεχιζόταν, καθώς και οι σιγανοί νυχτερινοί οργασμοί τους. Έτσι άρχισαν να ζουν διπλή ζωή, μια ζωή παράνομων εραστών που δεν προκαλούσαν υποψίες σε κανέναν, μια ζωή στην οποία ο Ρικάρδο Λαβέρδε ήταν ο Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη και η δεσποινίς Φριτς ήταν η κυρία Ρόμπινσον και, ταυτόχρονα, η κόρη της, η οποία επίσης λεγόταν Ιλέιν: αυτό, κάτι πρέπει να σήμαινε και να μην ήταν απλή σύμπτωση. Εκείνες τις λίγες μέρες στη Μπογκοτά, η Ιλέιν και ο Ρικάρδο διαδήλωσαν σε όλα τα συλλαλητήρια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά πήγαιναν και ως ζευγάρι σε πάρτι της αμερικάνικης παροικίας της Μπογκοτά, κοινωνικές εκδηλώσεις που μάλλον διοργανώνονταν προκειμένου οι εθελοντές να μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα τους, να ρωτήσουν πως τα πήγαιναν οι Mets ή οι Vikings, ή να βγάλουν μια κιθάρα και να τργουδήσουν, όλοι μαζί μπροστά στο τζάκι, γυρνώντας ένα joint που τελείωνε σε δύο γύρες, το τραγούδι του Φρανκ Ζάπα:

What’s there to live for?
Who needs the Peace Corps?


Οι τρεις εβδομάδες τελείωσαν την 1η Νοεμβρίου, όταν, στις οκτώμιση το πρωί, μια νέα φουρνία μαθητευόμενων ορκίστηκαν πίστη στο Peace Corps, μετά από άλλες υποσχέσεις και μια δήλωση αόριστων προθέσεων, κι έλαβαν τον επίσημο ορισμό τους ως εθελοντών. Ήταν ένα κρύο και βροχερό πρωινό, κι ο Ρικάρδο φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν που, μόλις ήρθε σε επαφή με τη βροχή, άρχισε ν’ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά.

*Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Juan Gebriel Vásquez, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς*

«Τι νέα λοιπόν αδερφούλα; Ήρθες να με φροντίσεις; Να με βγάλεις από την πνευματική μου απομόνωση;… Φοβάσαι τώρα. Σκέφτεσαι ότι θα ήταν καλύτερα να είχες παρκάρει τη μηχανή στην προηγούμενη παραλία και να είχες χωθεί στο νερό. Να με είχες αφήσει στην ησυχία μου».
Το βλέμμα της Ελίσας σκλήρυνε. Από το κιόσκι ξεπήδησε πάλι η μουσική. Ήταν ένα μπολερό με πιάνο και τραγουδούσε ο Μανσανέρο, που το έκανε συντροφιά τους τελευταίους μήνες.

«Μου τη δίνει ο οίκτος για τον εαυτό μας. Τον γνωρίζω, τον μυρίζω από μακριά. Τον ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Είμαι ειδήμονας. Ξέχασες ότι είμαι ειδική στο θέμα; Περνώ το μισό μου καιρό κάνοντας γκάφες και τον άλλο μισό νιώθω ενοχές γι’ αυτό που κάνω, λυπάμαι τον εαυτό μου και φτου κι από την αρχή. Ξέχασες πως είμαι; Νιώθω άσχημα μόνο και μόνο επειδή ήρθα».
«Καλά, εντάξει, μεταξύ μας είμαστε. Μια οικογένεια» είπε ο Έκτος και χωρίς να την κοιτάξει της έπιασε το χέρι.
«Εδώ είναι ωραία για ηλιοθεραπεία. Έφερα βιβλία. Έφερα μια φωτογραφία του αγοριού που αγαπούσα όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο και έχω να τον δω εικοσιπέντε χρόνια. Έφερα κασέτες με τον Ρόυ Μπράουν. Τον ξέρεις τον Ρόυ Μπράουν; Έφερα ένα εγχειρίδιο για να μάθω να παίζω φλάουτο. Γαμώτο! Ξέχασα το φλάουτο. Και δεν βιάζομαι. Έχω μια ολόκληρη εβδομάδα για ν’ αποφασίσω αν θα σου πω αυτό που ήρθα να σου πω ή δεν θα σου πω τίποτα. Πως το βλέπεις;»

Ο Έκτορ κοίταξε τη φοινικιά. Εκεί ψηλά, στα τριάντα μέτρα ύψος, πρέπει να φυσούσε λίγο αεράκι γιατί τα φοινικόφυλλα κουνιόνταν ελαφρά. Ύστερα είπε:
«Τι βιβλία έφερες; Έχω διαβάσει την Ιστορία των Σταυροφοριών του Ράνσιμαν τρεις φορές. Δεν είναι να εμπιστευτείς τον Μάγο. Ούτε ένα αστυνομικό δεν μου έστειλε. Κι εδώ δεν έχει βιβλιοπωλεία… Δηλαδή, εδώ δεν έχει ούτε εφημερίδες».
Ο Έκτορ δεν περίμενε την απάντηση και πήρε ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς. Ήξερε όμως ότι μ’ αυτό δεν ξεγελούσε την Ελίσα.

*Μερικά Σύννεφα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν*

Πριν από τα Χριστούγεννα, ο πατέρας μου είχε κάνει στον εαυτό του το ωραιότερο δώρο. Μια DS19 Πρεστίζ. Το έλεγε εδώ και ένα χρόνο. Η μητέρα μου διαφωνούσε· προτιμούσε το πιο σταθερό Πεζώ 403. Το βέτο της παρακάμφθηκε. Ένα βράδυ, ο πατέρας μου ανακοίνωσε, δήθεν αδιάφορα, ότι την είχε αγοράσει.
– Έτσι είναι, είτε σ’ αρέσει είτε όχι.
Είχε κινήσει γη και ουρανό για να επισπεύσει την παράδοση και είχε καταφέρει να τη μεταθέσει τρεις μήνες νωρίτερα. Πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο απ’ την αντιπροσωπεία, στο μπουλβάρ Αραγκό. Κατά τη διάρκεια του τελετουργικού για την παράδοση κλειδιών, αναρωτήθηκα αν επρόκειτο όντως για αυτοκίνητο ή για κάτι άλλο. Οι ιερείς τελούν λιγότερο επιδεικτικά τα θεία μυστήρια. Υπήρχε μόνο ένα τέτοιο μοντέλο. Έμοιαζε ολοζώντανο, με το αστραφτερό μαύρο χρώμα του, που το έκανε να γυαλίζει σαν καθρέφτης, και την εμφάνιση αιλουροειδούς. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ το αμάξι για να πιστέψουμε ότι ήταν δικό μας, δίχως να τολμάμε να το αγγίξουμε. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος εξήγησε στον πατέρα μου πως λειτουργούσε. Ο πατέρας μου τον έβαλε να επαναλάβει πολλές φορές τις οδηγίες και τις επαναλάμβανε και ο ίδιος για να τις εμπεδώσει. Είχε παντού κουμπιά, ραδιόφωνο με στερεοφωνικό ήχο, αναπαυτικά καθίσματα σαν πολυθρόνες. Χρειάστηκε λίγη ώρα να το συνηθίσει. Ο πατέρας μου δυσκολευόταν να χειριστεί τον μοχλό των ταχυτήτων που ήταν τοποθετημένος στο ταμπλό, πίσω απ’ το τιμόνι. Το αμάξι προχωρούσε με τινάγματα, σαν άλογο που αφηνιάζει και δεν αφήνει να το καβαλικέψεις. Ο πατέρας μου κώλωνε κι εκνευριζόταν. Τελικά, βρήκε το κόλπο και η DS ξεκίνησε. Το ίδιο το αυτοκίνητο οδηγούσε, επιτάχυνε, φρέναρε, προσπερνούσε. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα, παρά μονάχα να του επιτρέπεις να ζει. Διασχίσαμε τις λεωφόρους των Στρατηγών. Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν. Φτάσαμε στην Πορτ ντ’ Ιταλί και πήραμε την εθνική οδό. Η DS πετούσε, ελεύθερη σαν πουλί στον ουρανό. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να την προσπεράσει. Το έκανε μια χαψιά, λες και ήταν κουνούπι. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έρχισε να κοροϊδεύει τον παππού Φιλίπ, μιλώντας πειρακτικά στον τόνο του Γκαμπέν, τον οποίο μιμούνταν στην εντέλεια. Λύθηκα στα γέλια και, όσο περισσότερο γελούσα, τόσο εκείνος συνέχιζε. Είχα την ευκαιρία να τον απολαύσω να μιμείται τον Πιέρ Φρεναί, τον Μισέλ Σιμόν και τον Τίνο Ρόσι. Έκλαιγα απ’ τα γέλια. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπαιζε ένα τραγούδι του Μπρασένς. Τραγουδήσαμε μαζί του: «Οι ερωτευμένοι, που φιλιούνταιαστα παγκάκια, στα παγκάκια, στα παγκάκια, έχουν νόστιμα μουτράκια».

*H λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, Jean – Michel Guenassia, μετ. Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Τα χρηστά ήθη απαγορεύουν*

Η ενθουσιώδης φωνή του Κλοκλό ξεχύνεται στην οδό ντε λα Μπιενφεζάνς από την πόρτα της «Αλεξάνδρειας». Παρά την υπερβάλλουσα αισιοδοξία, ο τραγουδιστής δεν κατορθώνει να πείσει πως αυτή τη φθινοπωρινή Δευτέρα θα μπορούσαμε να την περάσουμε με την αγάπη μας κάτω απ’ τον ήλιο. Κατ’ αρχάς, στις Βρυξέλλες έχει ξημερώσει μια μέρα χλωμή. Κι έπειτα, στους δρόμους που γειτονεύουν με τις σιδηροδρομικές γραμμές, ο έρωτας έχει το ίδιο νόημα που έχει στα τραγούδια. Τα κορίτσια που θα στολίσουν σε λίγο τις βιτρίνες δεν θα έχουν την υπομονή ν’ ακούνε τρυφερά ερωτόλογα. Ούτε και κανένας πελάτης θα είναι τόσο εκκεντρικός ώστε να τους κάνει καντάδα.
Οι εργάτες που βρίσκονται στο δρόμο αυτή την πρωινή ώρα θα προτιμούσαν αναμφίβολα να περπατάνε στο δάσος ή να ξαπλώνουν δίπλα στους θάμνους, όπως στριγγλίζει τώρα ο τραγουδιστής. Κάποιοι υπάλληλοι της υπηρεσίας καθαριότητας, αρμόδιοι για την αποκατάσταση των ζημιών της νύχτας, δραστηριοποιούνται χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Μαζεύουν όσα σκουπίδια φαίνονται, σακουλάκια από τηγανιτές πατάτες, σακούλες σκουπιδιών και κάποια γυναικεία εσώρουχα. Μερικά σπασμένα μπουκάλια, ένα τούβλο και άλλα ανησυχητικά υπολείμματα κάποιου νυχτερινού καβγά μαζεύονται κι αυτά μοιρολατρικά. Υπάρχει παντως και μια συντεχνία που δουλεύει με ευσυνειδησία. Ένα ολόκληρο απόσπασμα από τζαμοκαθαριστές εργάζεται με ζήλο, έχοντας συνείδηση πως συμβάλλει άμεσα στην ποιότητα του θεάματος που προσφέρει η περιοχή. Εσωτερικά κι εξωτερικά, δεν αφήνουν το παραμικρό ίχνος, σβήνουν και το παραμικρό εμπόδιο για το βλέμμα. Τα χρηστά ήθη απαγορεύουν στα κορίτσια να επιδεικνύονται με υπερβολικά διαφανή περιβολή. Κανένας κανονισμός όμως δεν ορίζει πως οι βιτρίνες πρέπει να είναι οχυρό της αρετής. Έτσι, αυτοί οι ευσυνείδητοι εργάτες βάζουν τα δυνατά τους να γυαλίσουν τις βιτρίνες μέσα απ’ τις οποίες οι κυρίες θα προσφερθούν στα βλέμματα εντός ολίγου.
Η πατρώνα της «Αλεξάνδρειας» τρίβει το πεζοδρόμιο της με σφρίγος εφάμιλλο των τζαμοκαθαριστών. Ο Κλωντ Φρανσουά έχει μερίδιο ευθύνης για το κέφι της. (…)

*Οι Σειρήνες της Αλεξάνδρειας, François Weerts, μετ. Αριάδνη Μοσχονά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αν τα’παιζε ένα τσέλο, κάπως έτσι θ’ ακουγόταν*

Για να κάνει οικονομία στη βενζίνη, η Σόνια επιτάχυνε για μερικά δευτερόλεπτα, και μετά έβαζε νεκρά κι άφηνε το τζιπ να τσουλήσει. «Πολύ πετρέλαιο στο έδαφος, ποτέ αρκετό στο ντεπόζιτο» σκέφτηκε ο Άχμεντ· «θα μπορούσε να’ναι το εθνικό μας έμβλημα.» Πήγαιναν κομπιαστά, με το τζιπ να πηδάει μπροστά, και μετά να κυλάει όλο και πιο αργά, σαν να κόντευε να σταματήσει. Ο Άχμεντ ζαλιζόταν, αλλά δεν τολμούσε να της ζητήσει να οδηγεί πιο φρόνιμα. Μετά από δεκαπέντε σιωπηλά λεπτά, άνοιξε το ραδιόφωνο κι έστριψε το κουμπί σαράντα πέντε μοίρες: ένα θερμό κύμα παράσιτα πλημμύρισαν την καμπίνα.

 

«Δεν δουλεύει καμία ραδιοφωνική κεραία στη χώρα» είπε η Σόνια, χωρίς να τον κοιτάξει. «Μόνο παράσιτα.»
«Το ξέρω. Αλλά αυτά του 102,3 είναι καλύτερα. Όχι πολύ τσιτσιριστά. Γεμάτα και χορταστικά. Αν τα’παιζε ένα τσέλο, κάπως έτσι θ’ ακουγόταν.»
Η Σόνια κούνησε το κεφάλι της κι έστριψε το κουμπί προς τα πίσω. «Προτιμώ αυτά του 93,9» είπε. Ακόμα δεν τον είχε κοιτάξει.
«Είναι πολύ τσιριχτά και μονότονα. Δεν υπάρχει ποικιλία. Είναι παράσιτα παράσιτα.»
«Γι’ αυτό ακριβώς μ’ αρέσουν» είπε η Σόνια. «Ακούγονται όπως θα ‘πρεπε ν’ ακούγονται.»
Ο Άχμεντ έστριψε το κουμπί ως το τέρμα. «106,7» είπε. «Άκου!» Ψήγματα ξένων μεταδόσεων ήρθαν κι έδεσαν τον λευκό θόρυβο. Συλλαβές ανέβαιναν στην επιφάνεια σαν λαμπερές φυσαλλίδες από ισχυρή δίνη. Φωνές στην καταιγίδα. Η Σόνια ξαναγύρισε στους 93,9 κι έμειναν ν’ ακούν τα παράσιτα που ακούγονταν σαν παράσιτα. Ομίχλη κατέβαινε στα χωράφια. Ένα λεωφορείο ήταν ακίνητο σ’ ένα λιβάδι. Ξεβαμμένη πινακίδα έδειχνε ενα χαλικόδρομο για τα σκουριασμένα ερείπια μιας βιομηχανίας τρακτέρ. Κοιμισμένα φουγάρα. Πουθενά δεν ήταν λιγότερο πιθανό να βρεθεί μια φωτιά απ’ ό,τι στο καμίνι ενός εργοστασίου.
«Ανησυχείς για νάρκες;» τη ρώτησε.
«Όχι πολύ. Υπάρχει μια ατσάλινη πλάκα κάτω απ’ το κάθισμα του οδηγού.»
«Μήπως κατά τύχη καλύπτει και το κάθισμα του συνοδηγού;»

* Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων, Anthony Mara. Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Όπου ο υποδιοικητής Μάρκος συναντά τον ντετέκτιβ Μπελασκοαράν και τον Γκούσταβ Μάλερ*

Αναδημοσιεύουμε από το Kaboom και τη στήλη «Ο γύρος της μέρας σε 80 κόσμους«, μιας και είναι λες και γράφτηκε για το Bar des 13 Coins. 

***

Γράφει ο Anastasius

Νομίζω ότι το καλοκαίρι είναι η κατ’ εξοχήν εποχή των αστυνομικών βιβλίων. Πολλοί αναγνώστες επιτρέπουν στον εαυτό τους αυτή την «ένοχη απόλαυση» αποκλειστικά αυτή την περίοδο του χρόνου.
Στον απόηχο της αινιγματικής ανακοίνωσης του εξεγερμένου υποδιοικητή Μάρκος σχετικά με την απόσυρση του απ’το προσκήνιο του ζαπατιστικού αγώνα, θυμήθηκα το αστυνομικό μυθιστόρημα που έχει γράψει με τέσσερα χέρια, μαζί με τον Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ: «Ανήσυχοι Νεκροί (κι ό,τι λείπει, λείπει)»

 Στο συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα παρακολουθούμε τις περιπέτειες του θρυλικού ήρωα του Τάιμπο, του ντετέκτιβ Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν να λύσει μαζί με την Επιτροπή Αλήθειας των Ζαπατίστας μία υπόθεση φόνων και εξαφανίσεων που πάει τόσο πίσω, ώστε να διατρέχει όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του Μεξικό. Μία ιστορία μυθιστορηματική όσο και αληθινή, αφού είναι γεμάτη από αντανακλάσεις της πραγματικότητας.

Ξεδιάλεξα το παρακάτω απόσπασμα, γιατί όπως η σκηνή στο τζαζ κλαμπ, στο On the road του Keruack, συναισθητικά, αναβλύζει ήχους και δημιουργεί ένα μουσικό υπερκείμενο.

O Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν ήταν ερωτευμένος με μια γυναίκα φάντασμα.

Μια γυναίκα που είχε εξαφανιστεί. Ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο στη ζωή του. Όχι να ερωτεύεται γυναίκες-φαντάσματα, αλλά να εξαφανίζεται η γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος, με την οποία είχε περάσει μεγάλες περιόδους έρωτα και απογοήτευσης τα τελευταία χρόνια.

Η κοπέλα με την αλογοουρά, που δεν ήταν πια τόσο κοπέλα και δεν έπιανε τα μαλλιά της αλογοουρά εδώ και πολύν καιρό, αλλά χτενιζόταν με μία φράτζα μπροστά στο ένα μάτι, σε στυλ Βερόνικα Λέηκ, είχε μερικές υπέροχες άσπρες τρίχες, ήταν καθηγήτρια Φιλοσοφίας και έπινε σφηνάκια τεκίλα. Σύμφωνα με τα μυστηριώδη προγράμματά της, η γυνάικα με την αλογοουρά είχε χαθεί από προσώπου γης. Όυτε καν έκανε τον κόπο, όπως ήταν το συνήθειο, να τον αποχαιρετήσει. Απλώς εξατμίστηκε. Χάθηκε από τη δουλειά της, στο Πανεπιστήμιο είχαν διακοπές, το τηλέφωνο όχι μόνο δεν απαντούσε αλλά είχε βουβαθεί εντελώς και στην πόρτα του διαμερίσματός της στιβάζονταν φάκελοι με διαφημιστικά, λογαριασμοί ηλεκτρικού και τραπεζών, και τεύχη της La Jornada και του Proceso.

Μερικές φορές ο Έκτορ αποδεχόταν αυτές τις εξαφανίσεις σαν υποχρεωτική ανάπαυλα από μία σχέση που δεν μπορούσαν να την προσδιορίσουν σαφώς. Ήταν περιστασιακοί αλλά και τακτικοί εραστές; Ήταν ένα μη σταθερό ζευγάρι με διαστρικές δραπετεύσεις; Παντρεμένοι αλά Μαορί; Ήταν μία σύζευξη, πότε ζεύξη και πότε διάζευξη;

Αυτή τη φορά όμως δεν έπρεπε να εξαφανιστεί έτσι, γιατί χωρίς να το θέλει στεναχώρησε πολύ τον Έκτορ. Τον άφησε πικραμένο και ρημαγμένο, σαν νησί λεηλατημένο από χασάπη πειρατή. Κι ίσως λίγο πιο γέρο απ’ το κανονικό.

Μα πότε ερωτεύτηκε τρελά εκείνη τη γυναίκα, σε σημείο να θέλει να κόψει τις φλέβες του για το χατίρι της; Ήταν μία από τις ξαφνικές ανησυχίες του, ένας απολύτως εφηβικός πόνος για την απουσία που τον κυνηγούσε, οι κινηματογραφικές εικόνες του προσώπου της που έβλεπε όταν ξέπλενε το μούτρο του, όταν έτρωγε τάκος με κιμά ή όταν άκουγε Μάλερ.

Ο Μάλερ. Τι σχέση είχε η πρώην κοπέλα με αλογοουρά με εκείνον τον θαυμάσιο Εβράιο που βασανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα; Είχε γνωρίσει τον Γκούσταβ Μάλερ πολλά χρόνια ύστερα από την κοπέλα με την αλογοουρά. Εκείνη ήρθε πρώτη. Και αυτό που συνέδεε την κοπέλα με τον μουσικό δεν ήταν το adagietto της 5ης Συμφωνίας (πέρασαν μήνες ώσπου ν’ ανακαλύψει ότι το adagietto είναι ένα adagio βλαμμένο, έναadagio που δεν καταφέρνει να πάρει θάρρος, και το adagio είναι μία σύνθεση που ερμηνεύεται αργά) εκείνο που πολύς κόσμος το θυμάται λόγω της ταινίας “Θάνατος στη Βενετία”, του Τόμας Μανν, όπως το απέδωσε ο Βισκόντι.

Η προσαύξηση έρωτα που χάνεται και φεύγει, κύματα στο νερό, και δεν μπορεί κανένας, να πάρει η οργή, να τον περισώσει. Όχι, όχι, δεν ήταν αυτός ο Μάλερ, που του θύμιζε την κοπέλα με την αλογοουρά και τις ένδοξες εμφανίσεις και εξαφανίσεις της. Περιέργως ήταν μιά τρομερή μουσική, μια μεγαλειώδης, μια απέραντη μουσική, που την έιχε ανακαλύψει όταν οι τύποι της Φιλαρμονκής Ορχήστρας της Πόλης του Μεξικό τού ζήτησαν βοήθεια για να ξαναβρούν ένα φορτηγό γεμάτο μουσικά όργανα. Ένα απόγευμα, στα μισά της πρόβας, ο Έκτορ ανακάλυψε σ’ ένα άδειο θέατρο, όπου υπήρχαν μόνο οι μουσικοί και οι ήχοι τους, τον εαυτό του να κλαίει με μια μουσική που τον συγκλόνιζε και τον συντάραζε. Και γι’ αυτό είχε περάσει περισσότερο καιρό στις πρόβες παρά στις έρευνες για το φορτηγό. Ήταν η Ογδόη του Μάλερ.

Ήταν αυτός ο αυτός ο ύμνος στο μεγαλείο των ανθρώπων, που ο Μπελοασκαράν το αισθανόταν σαν κάτι δικό του, μέσα στην αθλιότητα της Πόλης του Μεξικού. Κι εκείνη η γυναίκα είχε σχέση μ’ αυτό. Κι ας μη σε ρωτήσει κανένας, Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν, μοναχικές ντετέκτιβ της πιο παραστρατημένης και διεφθαρμένης πόλης του πλανήτη, το γιατί. Ας μη σε ρωτήσουν, γιατί δεν θα ξέρεις τι ν’ απαντήσεις…

Δηλαδή, με νοσταλγία γυναίκας και Μάλερ, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού που χρειαζόταν, άλλαγμα σεντονιών, όπως έκανε τις τελευταίας δεκαπέντε μέρες, κι έβαλε τον Μάλερ και την Ογδόη του στο μηχάνημα. Του έδωσε εντολή να επαναλαμβάνει τον δίσκο μέχρι τελικής πτώσεως και στο μεταξύ κάθισε να κάνει μια επανάληψη της κουβέντας του με τον Κινέζο Φουάνγκ Τσου Μαρτίνεζ, ενώ κάπνιζε ένα τσιγάρο, κι ύστερα άλλο κι άλλο, ώσπου γέμισε το δωμάτιο με καπνό.

* Ανήσυχοι Νεκροί, Κι ό,τι λείπει, λείπει: Αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο με τέσσερα χέρια , Υποδιοικητής Μάρκος & Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, μετ. Βασιλική Κνήτου, Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ, ΚΕΔΡΟΣ

Θέλω να γίνω μπαντονεονίστας*

Με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, την περήφανη κορμοστασιά του, τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα, ο Γιόζεφ έμοιαζε μ’ έναν από εκείνους τους φλωρεντίνους ευπατρίδες με το φωτεινό χαμόγελο, στους πίνακες του Γκιρλαντάγιο. Ζούσε ζωή άσωτη, κυκλοφορούσε παρέα με ρέμπελους σουρεαλιστές και ανέμελους κομμουνιστές, περνούσε τις νύχτες του στο «Chapeau Rouge», μεθώντας με ορχήστρες ντίξι τζαζ που ερχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Προτιμούσε το «Lucerna» ή το «Cri-gri», δύο αίθουσες χορού της μόδας, όπου τα βαλς τα διαδεχόταν χωρίς διακοπή το ζαβά και το τάνγκο μέχρι τα ξημερώματα, όπου οι ντάμες αφήνονταν στην αγκαλιά του σαν ερωτευμένες για πάντα. Λάτρευε να στροβιλίζεται και να χάνεται με την παρτενέρ του, σαν δαιμονισμένος, υπό τον ήχο της μουσικής. Εκείνες έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος χορευτής της Πράγας και πως τις ξετρέλαινε. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τον κολακέψει περισσότερο.

Η αέρινη και ζεστή φωνή του Κάρλος Γκαρντέλ τον αναστάτωνε.

Ο Καρλίτο, όπως τον έλεγε χαϊδευτικά, ήταν γι΄αυτόν ότι πιο σημαντικό. Είχε την πλήρη συλλογή των δίσκων του 78 στροφών, εισαγωγής απ’ την Αργεντινή και πληρωμένους πανάκριβα, αλλά δεν έπαυε να ανακαλύτπει άγνωστους τίτλους. Ένας μεξικανός μουσικός του μετέφρασε ορισμένα μαγευτικά τραγούδια. Ο Γιόζεφ, που είχε απογοητευτεί απ’ τα ποιήματα για κοπελίτσες, τα έμαθε απέξω. ‘Ηταν τόσο πιο όμορφα στα ισπανικά! Ο τραγικός θάνατος του τραγουδιστή, το 1935, θα’ λεγε κανείς ότι τον άφησε ορφανό. Έκλαιγε ώρες ολόκληρες ακούγοντάς τον, χωρίς να ξέρει ακριβώς αν ήταν η απέραντη θλίψη της μουσικής ή ο τόσο απρόσμενος χαμός του τραγουδιστή που τον βασάνιζε τόσο. Από τότε, χτενίζονταν όπως ο Γκαρτνέλ: χωρίστρα στα δεξιά και πατικωμένα μαλλιά με λίγη μπριγιαντίνη. Εγκατέλειψε το ατημέλητο ντύσιμο των συντρόφων του, για να υιοθετήσει την κομψότητα του χαμένου ειδώλου του, με καλοραμμένο κοστούμι, λίγο μεσάτο, ριγέ γραβάτα η παπιγιόν, και ασορτί μεταξωτό μαντίλι.

Τραγουδούσε το «Volver» με μπάσα φωνή και, έστω κι αν δεν καταλάβαινε τα λόγια, ένιωθε μερικές φορές να του ανεβαίνει ένας κόμπος στο λαιμό, κάνοντας το τραγούδι ακόμα πιο συγκινητικό.

– Θέλω να γίνω μπαντονεονίστας, δήλωσε, λίγο μεθυσμένος, στη νέα του κατάκτηση, πάνω στη Γέφυρα του Καρόλου, ενώ ο ήλιος ανέτελλε πίσω απ’ το Κάστρο της Πράγας, που έμοιαζε φάντασμα.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Φωτιά, σου λέω*

Ο Τέλης ερχόταν συχνά τα απογεύματα. Παράγγελνε ελληνικό καφέ σε γυάλινο ποτήρι και καθόταν μόνος του. Ήταν μυστήριο τρένο. Έμενε στο Λεσίνι, σε ένα σπίτι πίσω από τον ναό των Εισοδίων. Ακούγονταν περίεργα πράγματα για δαύτον. Πως είχε μια άσωτη ζωή στην Αθήνα. Πως ήταν μπλεγμένος. Ήταν, λέει, και αγαπητικός στην Τρούμπα. Είχε γυναίκες στη δούλεψή του. Ωραίος άνδρας. Ψηλός, λευκό μαλλί. Γερά χέρια, δουλεμένα. Δεν κάθησα ποτέ στα πόδια του. Με τον τρόπο του δεν το αποζητούσε. Μου άφηνε και μπουμπουάρ συχνά, καθόταν σκεφτικός και άκουγε μουσική από το μονίμως ανοιχτό ράδιο του Μπάμπη ενώ συχνά ψιθύριζε στίχους από παλιά λαϊκά. «Όσα κι αν σου πουν για μένα έχω κάνει πιο πολλά», και τέτοια. Λίγα λόγια με όλους. Λέγαν που είχε μπλεξίματα με την αστυνομία και πως είχε έλθει πριν πέντε χρόνια στο χωριό να ξεφύγει. Σκληρό βλέμμα. Φωτιά, σου λέω. Όσες φορές ανταμώναν τα βλέμματά μας, κοίταγα αλλού. Με φλέρταρε με έναν υπόγειο τρόπο νομίζω, αλλά κονσομασιόν δεν δήκωνε. Ωραίος άνδρας, με παράξενο μέτρο. Και έναν παλιάς κοπής κώδικα.

*Εγώ είμαι ένας άλλος, Δημήτρης Μανιάτης, εκδ. Μετρονόμος

Αχνάρια Λύκου Πάνω στο Χιόνι του Τσιμέντου*

Χαρτογράφηση μιας γενοκτονίας:
Τσαρούα.
Όνας.
Γιαμανά.
Σελκ’νάμ.
Αρακουάν.
Οι χριστιανοί τους αφαίρεσαν τη γή, αλλά τα πνεύματα των προγόνων της έτρεχαν σαν κόκκινα μυρμήγκια μέσα στις φλέβες της. Τσιμεντόσκονη πάνω στο τεντωμένο σώμα: Η Μαπούτσε κατάφερε άλλη μια με το όπλο της και, με το μάτι καρφωμένο πάνω στη μάζα, διαπίστωσε τις καταστροφές. Αληθινή σφαγή.
Οκτακόσιες χιλιάδες νεκροί. Όχι, οι χριστιανοί δεν είχαν δείξει οίκτο για κανέναν.
Αυτό τους ένωνε…
Η Ζάνα κοψομεσιαζόταν ακόμη πάνω απ’ το έργο της όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Στράφηκε προς την παλέτα που χρησίμευε και για τραπέζι, είδε την ώρα στο ξυπνητήρι -έξι το πρωί-, το άφησε να χτυπάει. Οι Jesus Lizard έκαναν τα τοιχώματα της αποθήκης να τρέμουν και μια πυκνή βροχή χτυπούσε στο ατελιέ. Η Ζάνα θριαμβολογούσε. Σηκώθηκε αέρας, αυτός ο γερόλυκος ο David Yow ούρλιαζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του μέσα απ’ τα ηχεία, ενώ μέσα στις ινδιάνικες φλέβες κυλούσε μια γλυκιά οργή μαζί με την αιθάλη.

-Χάους.
-Αλκαλούφ.
-Μαπούτσε!
Η βαριοπούλα έπεσε επιτέλους πάνω στο πάτωμα που το σκέπαζαν τσιμεντοπαγιέτες. Η Ζάνα, με πονεμένα μπράτσα, ζύγιαζε τις διαμέτρους των κρατήρων πάνω στο χάρτη-εξολοθρευτή, όταν ξανακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Έξι και είκοσι οι δείκτες του ξυπνητηριού. Ο δίσκος των Jesus Lizard είχε τελειώσει και η βροχή είχε σταματήσει. Η γλύπτρια σήκωσε το ακουστικό, αφηρημένα -οι γυμνές της πατούσες άφησαν αχνάρια λύκου πάνω στο χιόνι του τσιμέντου…

*ΜΑΠΟΥΤΣΕ, Caryl Ferey, μετ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. ΑΓΡΑ

H βλασφημία και ο χορός*

Συλλογισμένος, ο Αχμέντ αφήνει το γράμμα στο τραπέζι. Ο Μοχάμεντ έρχεται ξανά. Παραδόξως, τον ευχαριστεί που θα τον ξαναδεί, και ας τον τρομάζει η προοπτική να μοιράζεται με οποιονδήποτε τον ζωτικό του χώρο για τέσσερις μήνες. Και ας του πέφτουν βαριά τα μπισμιλάχ, μαντουλιλά, ινς Αλλάχ και ο Θεός μαζί σου μέσα σε λίγες αράδες. Ιδίως απόψε, μετά τη συνάντηση με τον Μοκτάρ. Οι στίχοι του Τζον Λάιντον του έρχονται στο μυαλό. Ένα τραγούδι που έμαθε λίγο λίγο. Η πρώτη στροφή μπαίνει κατευθείαν στο θέμα:

Stained glass windows keep the cold outside/While the hypocrites hide inside/With the lies of statues in their minds/Where the Christian religion made them blind/Where they hide/And pray to the God of a bich spelled backwards is dog/ Not for one race, one creed, one world/But money/Effective/Absuuurd

Πάντα καθισμένος στην καρέκλα του, ο Αχμέντ σιγοτραγουδάει το ρυθμό του μπάσου. Τουντουντουντου ντουντου, τουντουντουντου ντουντου, μετά την κιθάρα, ανελέητη. Τανανανα νανανανα τανανανα νανανανα, τανανανα νανανανα τανανανα νανανανα. Είχε μπει μέσα στο τραούδι, όπως τότε, στα δεκάξι, που είχε ανακαλύψει τους PIL χάρη σε αυτό το κομμάτι, λιγο καιρό αφού είχε ακούσει το Sympathy for the Devil για πρώτη φορά. Τώρα, είναι πλέον σίγουρος ότι έχει ανοσία στις μαλακίες του Μοκτάρ. Σηκώνεται και τραγουδάει στη διαπασόν, ξεβιδώνοντας κορμί και φωνή:

This is religion/There’s a liar on the altar/The sermon never falter/This is religion/This is religion/Your religion/And it’s a falling to bits gloriously

Ω! Η βλασφημία, μόνο αυτή είναι αληθινή. Η βλασφημία και ο χορός. Ο Αχμέντ νιώθει ξαφνικά πιο ανάλαφρος. Περίεργο πάντως πόσο τον βάραινε το Ισλάμ, παρόλο που η μητέρα του δεν του επέβαλε ποτέ τίποτα. Εξάλλου, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε…

*Arab Jazz, Karim Miské, μετάφραση Αγγελική Τσέλιου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Bar Des 13 Coins – Εκπομπή 1η: Η Τριλογία της Μασσαλίας

Το Bar Des 13 Coins στον αέρα του radiobubble στην πρώτη απόπειρα ενός ραδιοφωνικού ταξιδιού στη μουσική των βιβλίων, δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από την Τριλογία της Μασσαλίας. Η μουσική που ακούει ο Φαμπιό Μοντάλ, ο ήρωας του Ζαν-Κλωντ Ιζζό, και που σηματοδοτεί την διήγηση με απροσδόκητο τρόπο, αποτέλεσε την αφορμή μιας διαφορετικής ανάγνωσης του αγαπημένου μας βιβλίου.

To bar στο radiobubble

13CoinsA4

Το Bar des 13 Coins κάνει  τη μουσική των βιβλίων ραδιοφωνική εκπομπή.

Αυτό το Σάββατο, 15 Φεβρουαρίου, στις 10:00μμ η Narrator και η Jaquou διαβάζουν τις νότες αγαπημένων βιβλίων στο radiobubble.

Με αφορμή το άτακτο περιοδικό αφιέρωμα Και Του Λόγου.

Ένα αρπακτικό θηρίο σε άνθηση*

Κατά τα άλλα, το νεαρό αυτό πλάσμα ήταν πολύ προσγειωμένο, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς επιθυμίες, χωρίς αυταπάτες, χωρίς φαντασιώσεις. Ο Σάμπαθ θα στοιχιμάτιζε και τη ζωή του -και όντως την είχε στοιχηματίσει- ότι δεν κουβαλούσε κανένα ταμπού. Του άρεσε η ωμή σκληρότητά της, η πονηριά του υπολογιστικού, δύσπιστου μικρού γερμανικού στοματός της και αναγνώρισε αμέσως τις δυνατότητες που πρόσφερε αυτό το κορίτσι. Απόμακρες, αλλά υπαρκτές. Σκέφτηκε με θαυμασμό πόσο ανέγγιστο από αλτρουισμούς ήταν αυτό το πλάσμα, ένα αρπακτικό θηρίο σε άνθηση.
Ενώ οδηγούσε, άκουγε σε κασέτα μια ζωντανή ηχογράφηση του Μπένι Γκούντμαν από το Κάρνεγκι Χολ. Είχε μόλις Αποχωριστεί τη Ντρέγκα στο «Μπο-Πιτ», κάπου τριάντα χιλιόμετρα νοτιότερα στον αυτοκινητόδρομο 144.
«Μαύροι είν’ αυτοί που παίζουν;» τον είχε ρωτήσει η Γερμανιδούλα.
«Όχι. Μερικοί είναι μαύροι, αλλά κυρίως είναι λευκοί, δεσποινίς. Λευκοί μουσικοί της τζαζ. 16 Ιανουαρίου του 1938 στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης».
«Ήσασταν εκεί;»
«Ναι. Είχα πάρει και τα παιδιά μου, που τότε ήταν μικρά. Για να παραβρίσκονται σε μια συναυλία-σταθμό. Ήθελα να τα έχω κοντά μου τη νύχτα που η Αμερική άλλαξε για πάντα».

Άκουσαν μαζί το «Honeysuckle Rose» όπου τα αγόρια του Γκούντμαν αυτοσχεδίαζαν μαζί με μερικούς μουσικούς από την ορχήστρα του Κάουντ Μπέιζι. «Εδώ κάνουν τζάμπινγκ», της είχε εξηγήσει ο Σάμπαθ. «Αυτό είναι εκείνο που, όπως λέμε, βάζει στα πόδια σου φωτιά. Που δεν αφήνει τα πόδια σου να ησυχάσουν… Ακούς την κιθάρα στο βάθος; Πρόσεξε πως τους οδηγούν τα όργανα που κρατάνε τον ρυθμό. Να ο Μπέιζι… πολύ λιτό παίξιμο στο πιάνο… ακούς την κιθάρα που κρατάει το σύνολο; Αυτή είναι η μουσική των μαύρων. Τώρα ακούς μαύρη μουσική. Τώρα θ’ ακούσεις το ριφ. Αυτός είναι ο Τζέιμς… Κάτω από τη μελωδία υπάρχει ο σταθερός ρυθμός των κρουστών που δίνει τη συνοχή… ο Φρέντι Γκριν στην κιθάρα… Να, πάλι ο Τζέιμς. Σε κάνει να νομίζεις ότι σπάει το όργανό του… το ακούς να κομματιάζεται. Άκου αυτό το πέρασμα, σαν να το ονειρεύονται… πρόσεξε πως το χτίζουν σιγά σιγά… Τώρα αρχίζουν να προετοιμάζουν την έκρηξη του φινάλε. Νά το, έρχεται… Τώρα όλοι είναι συντονισμένοι μεταξύ τους… Κορυφώνεται, τελειώνει. Τελείωσαν. Λοιπόν, πως σου φάνηκε;» τη ρώτησε ο Σάμπαθ.
«Μοιάζει με μουσιή στα κινούμενα σχέδια. Ξέρετε τα κινούμενα σχέδια για παιδιά στην τηλεόραση;»
«Ναι;» είπε ο Σάμπαθ. «Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή τη μουσική τη θεωρούσαν πολύ προκλητική στην εποχή της. Τι αθώος ο παλιός τρόπος ζωής… όπου και να κοιτάξεις, εκτός από το κοιμισμένο χωριουδάκι μας», είπε χαϊδεύοντας το γένι του, «ο κόσμος έχει κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του. Κι εσένα παιδί μου, τι σε φέρνει στο Μανταμάσκα Φολς;» ρώτησε καλοσυνάτα ο Παλιός ο Χρόνος. Πως αλλιώς να το έπαιζε;

*To θέατρο του Σάμπαθ, Philip Roth, μετάφραση Ανδρέας Β. Βαχλιώτης, θεώρηση μετάφρασης και σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ti sento addosso e non ci sei*

Ετούτο το σπίτι απέπνεε γαλήνη. Ετοίμασε καφέ. Στην πλατεία τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Μπορούσε να το καταλάβει αυτό απ’ τα ξεφωνητά τους. Κατάπιε δύο Ντολιπράν, μια γουλιά νερό, γέμισε ακόμα μια φορά το ποτήρι του και πότισε το βασιλικό που ήταν ακουμπισμένος στο περβάζι. Η μυρωδιά του ξεχύθηκε αμέσως στο χώρο. Αγαπούσε αυτή τη μυρωδιά. Ήταν μέρος μιας γλυκιάς ζωής.
Άνοιξε το ράδιο και κάθισε μπροστά στο τραπέζι. Ειδήσεις. Η καθημερινή δόση μίσους, βίας, θανάτου. Η Βοσνία θύμιζε Λίβανο, και η Ρουάντα τη Βοσνία και τον Λίβανο μαζί, στο χειρότερό τους. Αναγκαστικά στο χειρότερο τους. Ο Χίτλερ είχε μολύνει ολάκερο τον κόσμο. Στη Χιροσίμα οι Αμερικάνοι είχαν πειραματιστεί με τον τρόμο. Αλλά και πιο πριν, ο πόλεμος του ’14 είχε κυλήσει την ανθρωπότητα μέσα στον αποτροπιασμό. Το πριν και το μετά έμοιαζαν σαν αδέλφια.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν άλλο απ’ αυτό. Να αλληλοσπαράσσονται. Το χωράφι τους γείτονα θα είναι πάντα καλύτερο από το δικό μας, άρα το καταπατούμε, κι εκείνος φωνάζει τους μπάτσους ή βγάζει το όπλο του. Αλληλοσκοτωμός. Για μια γυναίκα, ένα αμάξι, ένα φράχτη σε λάθος θέση, ένα καταπατημένο κομμάτι γης, μια θρησκεία, μια χώρα. Υπήρχε πάντα κάποιος που θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο από τους άλλους. Πιο καθαρό, πιο δίκαιο. Και έκοβε κεφάλια. Δολοφονούσε, σφαγίαζει. Στο όνομα του δικαίου…
Ο Διαμαντής άλλαξε σταθμό. Οι ίδιες ειδήσεις, αλλά τώρα σχολιασμένες. Στη Μασσαλία, ένα σχολείο, σε κάποια συνοικία που δεν γνώριζε, υπέστη βανδαλισμούς από κάποιους μαθητές. Όλοι έψαχναν το γιατί. Ο διευθυντής, οι καθηγητές, οι γονείς των μαθητών… Έσβησε το ράδιο. Ήταν εξαντλημένος.
Ήπιε μια δεύτερη κούπα καφέ καπνίζοντας ένα τσιγάρο, σηκώθηκε ακουμπώντας στις άκρες του τραπεζιού, όπως οι γέροι. Ένιωθε γέρος. Με μεγάλο κόπο, πήγε πτος το σαλόνι. Πλησίασε το στερεοφωνικό. Ανάγκη για μουσική. Σαντάνα, Ντίλαν, Κέιλαντ, Βέρντι, Τίτο Πουέντε, Στόουνς… Η Μαριέτ είχε εκλεκτικό γούστο. Του άρεσε αυτό. Βρήκε αυτό που έψαχνε. Τζιανμαρία Τέστα. Η φωνή του γέμισε το σπίτι.

Io ti parlavo ancora et tu eri già partito
E quello che dicevo non lo ascoltavi più
La musica, il bicchiere le altre sere
ti avrebbero legato qui ma non adesso.
Ti sento addosso e non ci sei… **

* Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, μετ. Μαριλένα Κοραντζάνη, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

**Εγώ σου μιλώ ακόμη κι εσύ έχεις φύγει.
Και δεν ακούς πια αυτά που λέω.
Η μουσική, το ποτήρι, τις άλλες βραδιές
σ’ είχα δική μου εδώ αλλά όχι τώρα.
Σε αισθάνομαι πάνω μου, μα εσύ δεν είσαι πια εδώ.

To τσούρμο*

«Ποτέ μου δεν ήξερα τ’ όνομά σου».
«Ανσέλμ. Δεν έκανα μεγάλες χοντράδες ώστε να βρεθώ στο τμήμα».
«Συνέχισε έτσι».
«Οι γέροι μου είναι εντάξει. Δεν συμβαίνει με όλους. Έχω και το μπάσκετ…» Χαμογέλασε. «Κι έπειτα, υπάρχει και το τσούρμο. Ξέρεις τι είναι;»
Ήξερα. Το τσούρμο, το πλήρωμα, οι κωπηλάτες της γαλέρας. Στη Μασσαλία τις γαλέρες και τα βάσανά τους τα ξέραμε για τα καλά. Δεν ήταν ανάγκη να’ χεις σκοτώσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου για να βρεθείς εκεί, όπως πριν δύο αιώνες. Μπα, σήμερα αρκούσε μονάχα να’σαι νέος, μετανάστης ή όχι. Οι θαυμαστές των Massilia Sound System, του πιο ξεσαλωμένου συγκροτήματος raggamuffin, είχαν ξανακάνει της μόδας την έκφραση.
Έτσι, το τσούρμο είχε γίνει ένα είδος λέσχης συναντήσεων όσο και υποστηρικτών. Ήταν περίπου διακόσιοι πενήντα, τριακόσιοι ίσως, και «υποστήριζαν» τώρα αρκετά συγκροτήματα. Τους Massilia, τους Fabulous, τους Bouduchon, τους Black Lions, τους Hypnotik, τους Wadada… Όλοι μαζί είχαν βγάλει ένα κολασμένο άλμπουμ. Το Raffa baletti. Τα σαββατόβραδα έκανε τα αίματα να βράζουν!
Το τσούρμο διοργάνωνε μουσικές ακροάσεις και με τις εισπράξεις τύπωνε ένα φυλλάδιο, κυκλοφορούσε κασέτες ηχογραφημένες live και οργάνωνε φτηνά ταξίδια για την παρακολούθηση των συγκροτημάτων στις περιοδείες τους. Το σύστημα λεουτουργούσε το ίδιο όπως και στο γήπεδο της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, με τους Ούλτρας, τους Γουίνερς ή τους Φανάτικς. Όμως αλλού ήταν η ουσία της ιστορίας του τσούρμου. Το σημαντικό ήταν να συναντιούνται οι άνθρωποι. Να ανακατώνονται με τους άλλους, όπως λέμε στη Μασσαλία. Με τις υποθέσεις ο ένας του άλλου. Αυτό ήταν το πνεύμα του τσούρμου. Δεν ησουν πια από μια πόλη, από μια συνοικία. Άνηκες στο τσούρμο. Μες στην ίδια γαλέρα, όλοι μαζί τραβώντας κουπί! Για να τα βγάλουμε πέρα. Πλάι-πλάι.
Στο ίδιο ζουμί βράζουμε όλοι.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία**

Ένα βράδυ, όταν ήμουν γύρω στα είκοσι τέσσερα, πήγα να δω ένα πρόγραμμα με γαλλικές ταινίες που παρουσίαζε η κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστημίου. Η πρώτη που προβλήθηκε ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ του Ζορζ Φρανζύ για ένα σφαγείο του Παρισιού με τίτλο Το αίμα των ζώων. Ώσπου να τελειώσει, άδειασε η μισή αίθουσα.
Ήταν το συνηθισμένο κοινό κινηματογραφικής λέσχης: πορωμένοι ειδήμονες των ταινιών φρίκης, ως επί το πλείστον, που το θεωρούσαν πολύ του συρμού να θαυμάζουν ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό, όπου ψυχοπαθείς δολοφόνοι διαμέλιζαν αμερικανούς εφήβους, ή εφιάλτες επιστημονικής φαντασίας όλο αιμοχαρή ειδικά εφέ. Τι είχε λοιπόν αυτή η ταινία, τόσο τρυφερή και μελαγχολική από πολλές απόψεις, που έκανε τις γυναίκες να βγάζουν κραυγές φρίκης και τους άντρες να τρέχουν στην έξοδο;
Δεν την ξανάδα από τότε, αλλά πολλές λεπτομέρειες έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Το ωραίο λευκό άλογο που πέφτει, μέσα σε πίδακες αίματος, καθώς ένα καρφί χώνεται στον αυχένα του· μοσχάρια που σφαδάζουν αφού τους έκοψαν τον λαιμό, τινάζοντας βίαια το κεφάλι τους απ’ όπου πετάγεται καυτό αίμα που κυλάει στο πάτωμα· αποκεφαλισμένα πρόβατα στη σειρά, που εξακολουθούν να τινάζουν τα πόδια τους με μανία· αγελάδες με μακριά μεταλλικά καρφιά μπηγμένα στο κρανίο τους, βαθιά, ως το μυαλό τους. Κι ύστερα, σαν αντίστιξη, η φωνή του κοριτσιού που μας παρουσιάζει τη θλίψη των προαστίων του Παρισιού -les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…* Oι εργάτες που κομμάτιαζαν τα σφαχτά τραγουδώντας το «La Mer» του Τρενέ – «ses blancs moutons, avec les anges si pures…»* Ενα κοπάδι πρόβατα που βελάζουν σαν όμηροι καθώς τα παρασύρει στο σφαγείο ο κράχτης, le traître*, που ξέρει το δρόμο και ξέρει ότι η δική του ζωή θα σωθεί: les autres suivent comme des hommes…* Οι εργάτες που σφυρίζουν, γελάνε, αστειεύονται avec la simple bonne humeur des tueurs*, και χειρίζονται τα σφυριά, τα μαχαίρια, τα τσεκούρια και τους μπαλτάδες τους sans colère, sans haine… χωρίς οργή, χωρίς μίσος.

Μου ήταν αδύνατο να ξεχάσω αυτή την ταινία και τις επόμενες εβδομάδες, σε στιγμές ανίας στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, κοιταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών του πανεπιστημίου, κοίταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών για τον κινηματογράφο να δω αν είχε γραφτεί κάτι γι’ αυτή: με την ελπίδα, ίσως, ότι ο πέλεκυς της ακαδημαϊκής κριτικής θα κατάφερνε να πλήξει θανάσιμα τις εικόνες που εξακολουθούσαν να βασανίζουν τη μνήμη μου. Δεν έγινε όμως έτσι: γιατί, ύστερα από πολύ ψάξιμο, έπεσα πάνω στο μακροσκελές και λαμπρό δοκίμιο ενός συγγραφέα που είχε, ως φιανόταν, ξεκλειδώσει το μυστικό της φριχτής αλήθειας της. Αφού το διάβασα, άνοιξα το τετράδιό μου και αντέγραψα την παρακάτω φράση:

Η ταινία μας υπενθυμίζει πως ό,τι είναι αναπόφευκτο μπορεί επίσης να είναι και ψυχικώς αφόρητο, ό,τι είναι δικαιολογημένο μπορεί να είναι και αποτρόπαιο… ότι, ακριβώς όπως η τρελή Μητέρα Φύση, αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία, είναι οργανωμένο σύστημα όχι μόνο ζωής αλλά και θανάτου…

*

les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…: άδεια οικόπεδα, κήποι φτωχών παιδιών… στο όριο της ζωής φορτηγά και τρένα…
ses blancs moutons, avec les anges si pures…: τ’ άσπρα της πρόβατα με τους αγνούς αγγέλους
le traître: ο προδότης
les autres suivent comme des hommes…: τα υπόλοιπα ακολουθούν σαν άνθρωποι
avec la simple bonne humeur des tueurs: με την απλή ευθυμία των σφαγέων

** Τι Ωραίο Πλιάτσικο!, Jonathan Coe, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάνου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα*

Η σκέψη της Βριώνης ήταν καρφωμένη στα δικά της. Μπορεί να έριχναν δηλητηριώδη αέρια στο Λονδίνο ή να έπεφταν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές υποστηριζόμενοι από πεμπτοφαλαγγίτες πριν από το γάμο της Λόλας. Είχε ακούσει έναν παντογνώστη θυρωρό να λέει, με ικανοποίηση, πως τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τον γερμανικό στρατό. Εκείνοι έχουν νέες τακτικές, εμείς όχι. Εκείνοι έχουν εκμοντερνιστεί, εμείς όχι. Οι στρατηγοί έπρεπε να διαβάσουν το βιβλίο του Λίντελ Χαρτ ή να έρθουν στο θυρωρείο του νοσοκομείου στο διάλειμμα και ν’ ακούσουν προσεκτικά.
Από τη μεριά της, η Φιόνα μιλούσε για τον αξιολάτρευτο μικρό αδελφό της και τις εξυπνάδες που έλεγε στο τραπέζι, ενώ η Βριώνη παρίστανε πως ακούει και στην πραγματικότητα σκεφτόταν τον Ρόμπι. Αν πολεμούσε στη Γαλλία, ίσως να τον είχαν ήδη συλλάβει. Ή και κάτι χειρότερο. Πως να αντέξει η Σεσίλια μια τέτοια είδηση; Καθώς η μουσική, ζωντανεμένη από τα φάλτσα, έφτανε σε μια φασαριόζικη κορύφωση, έσφιξε τα ξύλινα χερούλια της ξαπλώστρας της κι έκλεισε τα μάτια. Αν συνέβαινε κάτι στον Ρόμπι, αν η Σεσίλια κι ο Ρόμπι δεν ξαναβρεθούν…
Το μυστικό της μαρτύριο και η δημόσια αναταραχή του πολέμου πάντα φαινόταν σαν δύο κόσμοι διαφορετικοί, αλλά τώρα κατάλαβε πως ο πόλεμος μπορεί να μπλεκόταν με το δικό της έγκλημα. Η μόνη λύση ήταν να μην είχε συμβεί ποτέ το παρελθόν. Αν δεν γυρνούσε ο Ρόμπι… Λαχταρούσε να είχε το παρελθόν κάποιας άλλης, να είναι κάποια άλλη, σαν τη γλυκιά Φιόνα με τη ζωή ν’ ανοίγεται μπροστά της ελεύθερα, με την τρυφερή, μεγάλη οικογένεια, τους σκύλους και τις γάτες με τα λατινικά ονόματα και το σπίτι που ήταν φημισμένο στέκι των καλλιτεχνών του Τσέλσι. Η Φιόνα είχε μόνο να ζήσει τη ζωή της, ν’ ακολουθεί το δρόμο και ν’ ανακαλύπτει τι ήταν γραφτό να συμβεί. Η δική της ζωή, όμως, οδηγούσε σ’ ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα.
«Βριώνη, είσαι καλά;»
«Τι; Ναι, φυσικά. Είμαι μια χαρά».
«Δεν σε πιστεύω. Να σου φέρω λίγο νερό;»
Καθώς δυνάμωσαν τα χειροκροτήματα -κανείς δεν νοιαζόταν για την άθλια μουσική_ είδε τη Φιόνα να προχωρά, να προσπερνά τους μουσικούς και τον άντρα με το καφέ παλτό που νοίκιαζε τις ξαπλώστρες. Έφτασε στο μικρό καφέ ανάμεσα στα δέντρα. Ο Στρατός της Σωτηρίας άρχισε να παίζει το «Bye-Bye Black-bird», πολύ καλύτερα από πριν. Οι ξαπλώστρες πότε πότε τραγουδούσαν και χειροκροτούσαν. Η αυτοσχέδια χορωδία είχε κάτι απροσδιόριστα καταναγκαστικό -έτσι που άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους τραβούσαν ο ένας την προσοχή του άλλη υψώνοντας τη φωνή- και η Βριώνη ήταν αποφασισμένη να αντισταθεί.

*Εξιλέωση, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΝΕΦΕΛΗ

Φανταστικό! Τα καταφέραμε!*

Ανεβάσαμε τα μαντίλια μέχρι τη μύτη μας και, σε ένα λεπτό, βρεθήκαμε ανάμεσα σε καμιά εξηνταριά νέους που είχαν μαζευτεί για να κατακλύσουν τους χώρους του Φωσόν. Καμιά εικοσαριά μαντράχαλοι, οπλισμένοι μα σιδερένια ραβδιά, υπό τις διαταγές του Ταρζάν, ενός δασύτριχου γίγαντα, είχαν, κατ’ αρχάς, τρομοκρατήσει τις πωλήτριες κραδαίνοντας τα όπλα τους και φωνάζοντάς τους να μην επέμβουν, έπειτα καμιά σαρανταριά, μεταξύ των οποίων η Βιρζινί κι εγώ, μπήκαμε στο μαγαζί δύο-δύο…
– Κατεβαίνουμε στην Πορτ ντε Βερσάιγ για να τα μοιρασουμε.
Ακολούθησα αδιαμαρτύρητα.
Όρθιοι μέσα στον συρμό, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα σε όλη τη διαδρομή. Παρατηρώντας τη Βιρζινί, είχα την εντύπωση πως ήταν μια αχθοφόρος του FLN, έτοιμη να παίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή της για να παραδώσει όπλα ενώ, στην πραγματικότητα, πηγαίναμε να προσφέρουμε στους κατοίκους φτωχογειτονιών χαβιάρι και φουά γκρα που θα βιαζόταν να μεταπωλήσουν για να αγοράσουν κονσέρβες τόνου και ισχνά κοτόπουλα. Ένα τρελό γέλιο, που το συγκρατούσα, φούντωνε μέσα μου, καθώς αναρωτιόμουν τι θα έλεγε ο Μπλαν αν μάθαινε τη συμμετοχή μου σε μια τέτοια αποστολή. Αν ήξερε, θα είχε ενημερώσει τις υπηρεσίες του Παρισιού που θα έπιαναν τη συμμορία μας επ’ αυτοφώρω. Θα έπαιρνα το ρίσκο να τον ειδοποιήσω αν επρόκειτο για ένοπλη ληστεία τράπεζας. Αλλά εν προκειμένω, παραήταν κωμικό. Για κάποια λεπτά, ήμουν πρωταγωνιστής σε περιπέτεια τύπου Ρομπέν των Δασών. Κανείς δεν θα θρηνούσε για την τύχη του Φωσόν. Οι ασφαλιστές του σίγουρα θα στραβομουτσούνιαζαν, όπως και το αφεντικό μου…

Στον σταθμό Κονβαβσιόν, είχα την τάση να αφήσω την Ιζαμπέλ. Κρατήθηκα για να μην καώ και στους μαοϊκούς. Κατεβήκαμε και, με βήμα ταχύ, βγήκαμε στον δρόμο. Κοντά στην είσοδο του μετρό μας περίμενε ο Σκαραβαίος του Ζερεμί. Η Βιρζινί χτύπησε με το χέρι της τη λαμαρίνα, ο Ζερεμί με αμπέχονο από στολή αγγαρείας, κατέβηκε και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Η Βιρζινί κι εγώ αφήσαμε την τσάντα ανάμεσα σε δύο άλλες που είχαν ήδη παραδοθεί. Ο Σκαραβαίος ξεκίνησε σαν σίφουνας. Χρειάστηκαν έξι εφτά σαράβαλα για την παραλαβή όλων των δεμάτων. Με τα πενιχρά τους μέσα, τα μέλη της ΠΑ [Gauche prolétarienne (GP)] δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα. Επιπλέον δε, αυτή η πράξη θα τους χάριζε λαϊκή συμπάθεια εφόσον είχε γίνει χωρίς βία και απέναντι σε μια επιχείρηση της οποίας τα προϊόντα απευθύνονταν αποκλειστικά στη μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού.
Μόλις ο Σκαραβαίος εξαφανίστηκε ανεμπόδιστος, η Βιρζινί πήδηξε στην αγκαλιά μου γελώντας: «Τα καταφέραμε! Φανταστικό! Τα καταφέραμε…!»

Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι
Ελεύθεροι σκοπευτές του ταξικού πολέμου
Το στρατόπεδο του λαού είναι το δικό μας
Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι

άρχισε να σιγοτραγουδάει. Το ρεφραίν του μαοϊκού σουξέ της Νομινίκ Γκράνζ.

Εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε ότι οι αλλαντοπώλες είχαν πιάσει δύο συντρόφους μας: μια κοπέλα, καλής οικογένειας που δεν άκουσε τη διαταγή να σκορπίσουμε -ίσως εκείνη που καθυστερούσε για να διαλέξει-, και έναν άλλον που γλίστρησε στο μετρό, έσπασε τα μούτρα του και τον πρόφτασαν οι μαντράχαλοι με τις λευκές ποδιές που τον κατακρεούργησαν. Επ’ αυτοφώρω για κλοπή εμπορευμάτων αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων, αυτό επρόκειτο να δοκιμάσουν…

*Παρίσι μπλουζ, Maurice Attia, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα.*

Αισθανόμουν όμορφα στο μπαρ του Χασάν. Μια παρέα ήταν οι τακτικοί θαμώνες του και δεν τους χώριζε τίποτα, ούτε τα χρόνια, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική τους τάξη ή το χρώμα του πετσιού τους. Φίλοι ήμασταν όλοι εκεί. Αυτός που πήγαινε εκεί για το παστίς του, σίγουρα δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, ποτέ του δεν θα το ‘κανε αυτό, μήτε μια φορά στη ζωή του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους γνωστούς μου. Όλοι οι πελάτες αυτού του μπαρ, που ήταν Μαρσεγέζοι απλοί και σωστοί, ήξεραν πολύ καλά γιατί ζούσαν στη Μασσαλία κι όχι αλλού. Τη φιλία που ανάσαινες εκεί συνάμα με τη μυρωδιά του γλυκάνισου την ένιωθες στη ματιά που αντάλλασσες με τους άλλους. Θύμιζε το μισεμό των πεταράδων μας. Σε καθησύχαζαν όλα τούτα. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε αφού ήδη είχαμε χάσει τα πάντα.

Όταν μπήκα έπαιζαν ένα τραγούδι του Φερέ:

Βλέπω να μας έρχονται
τρένα γεμάτα μπράουνινγκ, μπερέτες με μαύρα λουλούδια
και ανθοπώλες να ετοιμάζουν λουτρά αίματος
για χρωμοτηλεοπτικά δελτία…

Ζήτησα να μου σερβίρουν ένα παστίς στη μπάρα. Το ανανέωσε μετά ο Χασάν, όπως πάντα. Στη συνέχεια, δεν τα ξαναμέτρησα τα παστίς. Σε μια στιγμή, όταν είχα φτάσει κάπου στα τέσσερα, ο Χασάν σκύβει και μου λέει:
– Μα για πες μου, κομμάτι αδέξια μου φαίνεται η εργατική τάξη. Εσύ τι λες, έτσι δεν είναι;
Η αλήθεια είναι πως δεν με ρώταγε, απλώς το διαπίστωνε. Το βεβαίωνε. Ο Χασάν δεν ήταν φλύαρος. Του άρεσε όμως κάθε τόσο να πετάει σ’ έναν πελάτη μια φρασούλα με νόημα. Έτσι σαν γνωμικό για να το σκέφτεσαι.
-Μα τι να σου πω τώρα, του απάντησα.
-Τίποτε. Δεν υπάρχει τίποτε να πεις. Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα. Άντε, τελείωνε το ποτό σου.

*H Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δάφνη!*

…Έτσι λοιπόν πήγαν τα πράγματα, την είδε στο βάθος ενός λιβαδιού, μπροστά στο αγροτόσπιτο, του είχε γυρισμένη την πλάτη, απόθεσε το αστρονομικό μονοκιάλι που κρεμόταν από τον ώμο του, γιατί είχε φτάσει στο βουνό χωρίς όπλο, και σκέφτηκε πως επρόκειτο για θαύμα. Φορούσε ένα δερμάτινο παντελόνι που της έφτανε στη μέση της γάμπας, άρβυλα, και είχε ένα αυτόματο όπλο στον ώμο του οποίου η κάνη μπλεκόταν με τα ριγμένα στους ώμους μαύρα μαλλιά της. Άρχισε να τρέμει. Από την έκπληξη, τη συγκίνηση, κάτι που δεν μπορώ να σου περιγράψω, σαν μια φλόγα που είχε εκραγεί στο στήθος του, με τους κροτάφους του να χτυπούν. Φώναξε, Δάφνη! Εκείνη δεν γύρισε το κεφάλι της. Μιλούσε με κάποιον, έναν στρατιώτη με τη στολή, του φάνηκε του οίκου της Σαβοΐας. Ξαναφώναξε, Δάφνη!, και άρχισε να τρέχει. Εκείνη, ακούγοντας τα βήματα, γύρισε, ήδη με το χέρι στο κοντάκι του όπλου της, σε επιφυλακή. Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια, αλλά ήταν μάτια βαθυγάλαζα, με μια έκφραση λίγο αστεία, ίσως λόγω ενός ελαφρού στραβισμού. Το όνομά μου είναι Μαίριλυν, είπε, τι θέλεις; Δεν μπορούσε να είναι πάνω από είκοσι χρονών, και μιλούσε με τη φωνή του ανθρώπου που έχει συνηθίσει να διοικεί. Είμαι καινούργιος, τραύλισε εκείνος, έρχομαι από την Ελλάδα. Κρατάω τις επαφές με τους συμμάχους, είπε εκείνη, είμαι Αμερικανίδα, μπορείς να με αποκαλείς λοχαγό, λοχαγό Μαίρη. Θα σου πήγαινε καλύτερα Ροζαμούντα, είπε εκείνος. Μην παριστάνεις τον έξυπνο, είπε εκείνη, ποια είναι η Ροζαμούντα; Είναι ένα έργο του Σούμπερτ, απάντησε εκείνος.

*Ο Τριστάνο Πεθαίνει. Μια Ζωή, Antonio Tabucchi, μετ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, εκδόσεις ΑΓΡΑ

Είχε ανάγκη το «αλλού», όπως εγώ τη θάλασσα*

Είχα επιστρέψει σπίτι μου αργά, είχα πιει πολύ, είχα καπνίσει υπερβολικά κι είχα κακοκοιμηθεί. Η μέρα δεν μπορούσε παρά να είναι σκατένια.
Ο καιρός, ωστόσο, ήταν θαυμάσιος, όπως πουθενά αλλού δεν είναι έτσι τον Σεπτέμβρη. Πέρα απ’ το όρος Λουμπερόν και τις Αλπίγ είχε κιόλας φθινοπωριάσει. Στη Μασσαλία, μέχρι τα τέλη Οκτώβρη καμιά φορά, το φθινόπωρο κρατάει μια γεύση καλοκαιριού. Αρκούσε ένα αεράκι για να ξαναζωντανέψουν οι μυρωδιές του θυμαριού, της μέντας και του βασιλικού.
Εκείνο το πρωί, έτσι ακριβώς μύριζε. Μέντα και βασιλικός. Οι μυρωδιές της Λολ. Η μυρωδιά της στον έρωτα. Ξαφνικά ένιωσα γέρος και κουρασμένος. Θλιμμένος. Έτσι γίνομαι όπως πάντα όταν παραπίνω, καπνίζω σαν φουγάρο και κοιμάμαι άσχημα. Δεν είχα κουράγιο να βγάλω τη βάρκα. Κακό σημάδι. Δεν μου’χει ξανασυμβεί εδώ και καιρό. Ακόμη και μετά που έφυγε η Λολ, είχα εξακολουθήσει τις βαρκάδες μου.
Μου ήταν απαραίτητο κάθε μέρα, να παίρνω τις αποστάσεις μου απ’ τους ανθρώπους. Να καταφεύγω στη σιωπή. Το ψάρεμα, ήταν το πρόσχημα. Ένας φόρος τιμής που όφειλα σε τούτη την απεραντοσύνη. Πέρα, στ’ ανοιχτά, ξαναμάθαινες την ταπεινότητα. Κι επέστρεφα πάλι στη στεριά, γεμάτος καλοσύνη για τον κόσμο.
Η Λολ το ήξερε αυτό, κι άλλα πολλά που δεν της είχα πει ποτέ μου. Με περίμενε να φάμε στην ταράτσα. Κατόπιν βάζαμε μουσική και κάναμε έρωτα. Με την ίδια απόλαυση όπως και την πρώτη φορά. Με το ίδιο πάθος. Τα κορμιά μας έμοιαζαν ταμένα σ’ αυτό το γιορτάσι από γεννησιμιού τους. Την τελευταία φορά, είχαμε αρχίσει τα χάδια με το Yo no puedo vivir sin ti. Ένα δίσκο τσιγγάνων του Περπινιάν. Κάτι ξαδέλφια της Λολ. Μετά, μου ανακοίνωσε την πρόθεσή της να φύγει. Είχε ανάγκη το «αλλού», όπως εγώ τη θάλασσα.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Μέρα παρά μέρα*

Τα εννέα ποτηράκια του καφέ ήταν ακόμα στοιχισμένα πάνω στο τραπέζι του. Ένα λαμπρό φως έμπαινε απ’ τις γρίλιες, κόβοντας σε λωρίδες το γραφείο. Έβαλε την καφετιέρα στην πρίζα, αφού πρώτα έλεγξε αν είχε νερό, και άλλαξε τον καφέ. Ύστερα πήγε στο αρχηγείο του ραδιοφωνικού σταθμού, λίγα βήματα παρακεί. Ο Φριτς ήταν στα χειριστήρια και πλάι του ο Κανάλες ο Ψηλός κοιμόταν σ’ ένα μικροσκοπικό ράντζο, με τα πόδια του να κρέμονται τριάντα εκατοστά.
«Και συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας για το ξεκίνημα της ημέρας. Για σας, το Φεγγαρόφωτο. Μουσική για να σας νανουρίσει πρωί πρωί, εδώ στο Ράδιο Σάντα Άννα».
Ο Φριτς του έδειξε τον κοιμισμένα Κανάλες.
«Κοιτάξτε να δείτε, ο κερατάς, μου έχει προγραμματίσει μουσική για μεσημεριάτικο ύπνο. Αν δεν ξυπνήσει σε δύο λεπτά, θα του βάλω τα χορωδιακά του ρώσικου στρατού και μετά την Ηρωική του Μπετόβεν. Και οι άλλοι οι κερατάδες συνεχίζουν να μας βάζουν παράσιτα απ’ το λόφο».

«Πήρε κανείς;»
«Γι’ αυτό με τη σκοτωμένη; Μια κυρία που έχει ένα τακατζίδικο στη Λέρδο, η δόνια Λουίσα, μισό τετράγωνο απ’ την εκκλησία. Δεν ήθελε να μου πει τίποτα, παρ’ όλο που εγώ της τράβηξα ολόκληρο κατεβατό για το δικαίωμα στην πληροφορία. Να περάσετε να τη δείτε, λέει. Και τηλεφώνησαν κι άλλοι δύο απειλώντας με θάνατο τον Μπένχαμιν, είπαν ότι τώρα πια την πούτσισε για τα καλά».
«Συνηθίζεται αυτό;»
«Μέρα παρά μέρα».

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Kι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες*

Χωρίς να τον πολυνοιάζουν οι επιφυλάξεις του Γιόζεφ, ο Ματέ επέμενε. Είχε ξανασκεφτεί τη διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία της Δίκης. Υποστήριζε πως ήταν ένα αξιόλογο μανιφέστο για το παράλογο, ενώ ο Γιόζεφ αντιθέτως θεωρούσε πως η απουσία του ορθού λόγου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
– Όταν ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, παραμένει ελεύθερος. Στην ανάκρισή του, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει κατηγορητήριο εναντίον του, αντιθέτως, ασκεί αυτός κριτική στο σύστημα. Το διαμέρισμα του δικαστικού κλητήρα χρησιμεύει για δικαστήριο, ενώ όσο διαρκεί η δίκη του, η γυναίκα του κλητήρα έχει σεξουαλικές σχέσεις μ’ έναν φοιτητή. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα, οι καταστάσεις αυτές στερούν απ’ το κείμενο τη δύναμη της καθημερινότητας. Δηλαδή, η πραγματικότητα πρέπει να είναι παράλογη και ακατανόητη;
– Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες, αντέταξε ο Ματέ.
– Είναι λάθος να διαβάζει κανείς μεταφορικά τον Κάφκα. Βρίσκεται στο κενό, κλεισμένος σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό. Σ’ αυτές τις χώρες άνθρωποι έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους.
– Τρίχες! Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πιο διασκεδαστικό ένα βράδυ ρεβεγιόν! είπε η Νελλύ.
Ο Γιόζεφ σηκώθηκε. Μη μπορώντας να πάει πίσω την καρέκλα του, σκαρφάλωσε στο τραπέζι, άρπαξε τη Νελλύ απ’ το χέρι, την σήκωσε βάζοντας όλη του τη δύναμη. Χωρίς να δίνει σημασία στα επιφωνήματα και στις διαμαρτυρίες προχώρησε, προσπαθώντας να μην πατήσει μέσα στα πιάτα, σέροντας τη Νελλύ πίσω του, εκείνη αναποδογύρισε μερικά ποτήρια, λέγοντας «Συγνώμη, συγνώμη». Ο Γιόζεφ ζήτησε από έναν ηθοποιό να ανοίξει το παράθυρο. Μια πνοή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο εστιατόριο. Ανέβηκε στο περβάζι, βοήθησε τη Νελλύ να ανέβει κι εκείνη, είχαν χάσει την ισορροπία τους, έκαναν κύκλους με τα χέρια τους στον αέρα. Πήδηξαν στην έρημη βεράντα. Σαν ορχήστρα που υπακούει στον μαέστρο ο οποίος διευθύνει με τα δάχτυλα τεντωμένα, οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να παίζουν, καθώς η ησυχία είχε επανέλθει στην αίθουσα. Ο Γιόζεφ οδήγησε τη Νελλύ στο «Quand on s’promène au bord de l’eau». Η θάλασσα ήταν μαύρη, δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε φεγγάρι. Είχαν όλη την πίστα δική τους, η Νελλύ στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα, τσιτωνόταν, μπέρδευε τα βήματά της, είχε την τάση να κολλάει πάνω του.
– Κλείσε τα μάτια, της ψιθύρισε.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

«Τραβάμε κουπί, δεν είμαστε βλάκες.»*

Δεν είχαμε κανένα λόγο να μείνουμε περισσότερο στην πλατεία της Όπερας. Η αστυνομία είχε κυκλώσει τη γειτονιά. Σε λίγο θα γέμιζε από κάθε λογής μπάτσους. Κόσμος πολύς που δεν μου έκανε κέφι να δω. Είχα πάρει τη Μαρί Λου από το μπράτσο και την είχα πάει στην άλλη μεριά της λεωφόρου Ζαν Μπαλλάρ, στην Πλατεία Τιαρς. Στου Μάριο. Μ’ ένα πιάτο μοτσαρέλλα και ντομάτες, κάπαρη, αντζούγιες και μαύρες ελιές. Ένα πιάτο σπαγγέτι με θαλασσινά. Ένα τιραμισού. Και για κρασί ένα Μπαντόλ, κτήμα Pinarnon.

Μιλήσαμε για όλα και για τίποτε. Κυρίως εκείνη, λιγότερο εγώ. Νωχελικά. Ξεχώριζε την κάθε λέξη σαν να καθάριζε ένα ροδάκινο. Την άκουγα, με τα μάτια όμως μόνο. Με παράσερναν το χαμόγελό της, το σχήμα των χειλιών της, τα λακουβάκια στα μάγουλά της, η σπάνια κινητικότητα του προσώπου της. Την κοίταζα κι ένιωθα το γόνατό της κόντρα στο δικό μου: πως να σκέφτομαι κιόλας;

-Ποια συναυλία; τη ρώτησα σε μια στιγμή.
-Μα που ζεις; Η συναυλία. Στη Φρισ. Με το συγκρότημα Massilia.

Η Φρις είναι το παλιό καπνεργοστάσιο. Χώροι κάπου εκατόν είκοσι χιλιάδων τετραγωνικών πίσω από τον σιδηροδρομικό σταθμό Σαιν-Σαρλ. Θυμίζει το μέρος αυτό τις καταλήψεις κτιρίων από καλλιτέχνες στο Βερολίνο, και το PSI στο Κουίνς, στη Νέα Υόρκη. Είχαν εγκατασταθεί εκεί διάφορα ατελιέ, αίθουσες για δοκιμές θεάτρου και μουσικής, ένα περιοδικό, το Taktik, το Ραντιό-Γκρενούιγ, ένα εστιατόριο, μια αίθουσα συναυλιών.

-Πέντε χιλιάδες μαζωχτήκαμε. Θαύ-μα! Οι μάγκες ξέρουν να σ’ ανάβουν φωτιές.
-Καταλαβαίνεις τα προβηγκιανά εσύ;

Τα μισά τραγούδια των Massilia ήταν στην τοπική διάλεκτο. Σε προβηγκιανά των ναυτικών. Τα γαλλικά της Μασσαλίας, όπως λένε στο Παρίσι. Parlam de realitat dei canvas dau quotidian, να τι τραγουδούσαν οι Massilia.

-Δεν σε νοιάζει να καταλαβαίνεις ή να μην καταλαβαίνεις. «Τραβάμε κουπί, δεν είμαστε βλάκες.» Να τι πρέπει να καταλάβεις.

Με κοίταξε σαν κάτι το αξιοπερίεργο. Ίσως ναι, να ήμουν βλάκας. Όλο και πιο ξεκομμένος από την πραγματικότητα. Διέσχιζα τη Μασσαλία αλλά τίποτε δεν έβλεπα πια γύρω μου. Το μόνο που γνώριζα ακόμα σχετικά μ’ αυτήν, ήταν η υπόκωφη βία της και ο επιδερμικός ρατσισμός της. Ξεχνούσα ότι η ζωή δεν ήταν μόνον αυτά. Ότι, παρά τα όσα συνέβαιναν εκεί, άρεσε στους ανθρώπους αυτής της πόλης να ζουν και να γλεντάνε. Ότι με την κάθε ημέρα που ξημέρωνε, η ευτυχία φάνταζε σαν ιδέα καινούρια, έστω κι αν αργά τη νύχτα η κατάληξη ήταν ένας βίαιος έλεγχος ταυτοτήτων.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;*

«Έμαθα ότι εσύ με σύστησες γι΄αυτή την απαίσια δουλειά, είσαι γαμημένος προδότης».
«Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;»
«Με γοητεύει. Πέρα απ’ το ότι με πυροβόλησαν κιόλας δύο φορές, και τη μία κατουρήθηκα πάνω μου, με γοητεύει».
«Άρα λοιπόν, δεν έκανα λάθος», είπε ο άλλος συγγραφέας.
Ο Χ.Δ. χαιρέτησε φέροντας δύο δάχτυλα στο γείσο του κασκέτου του κι έκανε στην άκρη. έστρεψε το βλέμμα του στις ταράτσες των κτιρίων, ψάχνοντας ανύπαρκτους ελεύθερους σκοπευτές. Αυτός βρισκόταν εκεί στο ρόλο του αρχηγού της αστυνομίας, όχι του αφηγητή. Έβλεπε άλλα πράγματα. Την παρατήρηση μπορούσε να την αφήσει γι’ άλλη φορά. Δεν ήταν ώρα τώρα να κοιτάξει τις γυναίκες με τις κόκκινες και τις πράσινες ποδιές, που οπλισμένες με πλακάτ και ματσάκια λουλούδια σήκωναν τη γροθιά τους ως τα μισά, θαρρείς και τους απέμενε κάποιο υπόλειμμα συστολής. Μπορούσε να προσπεράσει το τεταμένο πρόσωπο με τις πεταμένες φλέβες του Μπενχαμίν Κορρέα, που ταξίδευε στον αέρα, κρατημένος τρία εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος από τον θαυμασμό καμιάς εκατοστής γυμνασιόπαιδων, ντυμένων στα πράσινα, που τον περιστοίχιζαν. Δεν ήταν μια διαδήλωση με τάξη. Ανθρακωρύχοι και αγρότες, στελέχη της ΛΑ.Ο., δάσκαλοι του δημοτικού, γυναίκες από τις συνοικιακές επιτροπές, μέλη του αναγεννημένου συνδικάτου για τις πόρνες (δυό τους αγκαζέ με τον Κανάλες, τον Ψηλό), ταξιτζήδες και μικρέμποροι, μαθητές του γυμνασίου, αγρότες και πάλι αγρότες, εργάτες στα εργοστάσια αναψυκτικών και στα γυψοποιεία, βάδιζαν ανακατεμένοι, πολλοί με τα προσωπικά τους πλακάτ, όπου αφθονούσε το πνεύμα μάλλον παρά η ορθογραφία.
Μπαίνοντας στην πλατεία, είδε τον Μερενσιάνο με το τουφέκι του στο παράθυρο του δημοτικού μεγάρου, πάνω απ’ την εξέδρα. Όταν οι μπροστινοί άρχισαν να κάνουν τον γύρο της πλατείας, απ’ όλα τα μεγάφωνα βγήκαν οι πρώτες συγχορδίες της Πέμπτης του Μπετόβεν. Ο Κανάλες έκλεισε το μάτι στον αρχηγό της αστυνομίας.
Και έτσι, με Μπετόβεν, σαράντα χιλιάδες πολίτες της Σάντα Άννα μπήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης τους την 20η Απριλίου.

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Καβαλάρηδες στον ουρανό*

«Κι εσείς γιατί είστε της αριστεράς;»
«Γιατί στην άλλη μου ζωή ήμουνα της δεξιάς και με τύπτει η συνείδησή μου».
«Ακούστε να δείτε», είπε ο Χοσέ Δανιέλ Φιέρρο ξύνοντας το μουστάκι του με την κάννη του καινούργιου κυνηγετικού του όπλου, ένα τικ που ο Στραβός δεν το έβρισκε και πολύ επαγγελματικό. «Με αυτά που ρίχνουν στα σκουπίδια στο Κουήνς της Νέας Υόρκης σε μια νύχτα, θα μπορούσε να επιπλωθεί ένα χωριό του Κούσκο δέκα χιλιάδες φορές καλύτερα απ’ ό,τι είναι τώρα. Με τα αποφάγια ενός εστιατορίου για τη μεσαία τάξη στο Καράκας, τρώνε πέντε μέρες εξήντα αλγερινές οικογένειες. Οι εργένηδες που σουλατσάρουν τις νύχτες στο Μπουένος Άιρες θα ήταν χάρμα για τις ανύπαντρες που ονειροπολούνε μόνες κοιτάζοντας τ’ αστέρια της Μπανγκόκ. Τα βιβλία που έχω αγοράσει και δεν έχω διαβάσει θα έλυναν τα προβλήματα μιας βιβλιοθήκης Μέσης Εκπαίδευσης στο Καμαγουέυ. Με τον μηνιαίο μισθό ενός υπαλλήλου στα τραμ του Ο.Δ. ζεις μια μέρα στο Σίζαρ Πάλας του Λας Βέγκας. Με τους λόγους ενός Μεξικανού κυβερνήτη του P.R.I. μπορούν να τρελαθούν έξι ανιχνευτές ψεύδους. Με τη φωτιά που καίει στα ποιήματα του Βαγιέχο (1) ψήνονται όλα τα χοτ-ντογκς που καταναλώνονται σε μια μέρα στο Μοντερρέυ. Με τις λέξεις που χρησιμοποίησα τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια για να τα εξηγήσω αυτά, αν τις κάναμε πέτρες, θα μπορούσαμε να είχαμε χτίσει στο Τεξκόκο τρεις πυραμίδες του Χέοπα… Είναι σαφές;»
«Μου το ξαναλέτε να το μαγνητοφωνήσω;», του ζήτησε σοβαρά σοβαρά ο Κανάλες.
«Ποτέ δεν μου βγαίνει το ίδιο».
Ο Κανάλες πάτησε ένα κουμπί, αποσυνδέοντας το πικάπ που έπαιζε κορρίδος (2) της επανάστασης, και πέρασε στη ζωντανή αναμετάδωση.

*H Ζωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετάφραση Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

***

1. César Vallejo (1892 – 1938): Περουβιανός συγγραφέας, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Διακρίθηκε κυρίως για το ποιητικό του έργο και στρατεύτηκε στο Κ.Κ. (Σ.τ.μ.)
2. Corrido, s: Λαϊκό τραγούδι (για δύο φωνές) και χορός του Μεξικού και άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Η Μεξικανική Επανάσταση και οι οπλαρχηγοί της τραγουδήθηκαν με κορρίδος (όπως το φημισμένο La Cucaracha). (Σ.τ.μ.)

Ποτέ στη ζωή μου ωστόσο δεν πρόδωσα τ΄αδέρφια μου*

Οχτώ ήταν, δεκαεξάρηδες-δεκαεφτάρηδες. Επιβιβάστηκαν στο Παλιό Λιμάνι. Τους περιμέναμε στο σταθμό Σαιν-Σαρλ Σιδηροδρομικός Σταθμός. Είχαν μαζευτεί στο μπροστινό μέρος ενός βαγονιού. Όρθιοι πάνω στα καθίσματα, χτύπαγαν ρυθμικά τα τοιχώματα και τα παράθυρα σαν να έπαιζαν ταμ-ταμ, συνοδεύοντας ένα κασετόφωνο στη διαπασών. Φυσικά, η μουσική ήταν ραπ. Τους ΙΑΜ τους ήξερα. Ήταν πραγματικά το πιο γνωστό συγκρότητα της Μασσαλίας. Το ακούγαμε συχνά στο Ραντιό-Γκρενούιγ, το ανάλογο του Ραντιό-Νοβά του Παρισιού. Ο σταθμός αυτός έπαιζε όλα τα γκρουπ ραπ και ρέγκε της Μασσαλίας και της Νότιας Γαλλίας. ΙΑΜ, Fabulous Trobadours, Bouducon, Hypnotik, Black Lions. Και Massilia Sound System, που είδαν το φως ανάμεσα στους Ultras, στη νότια στροφή του ποδηλατοδρόμιου. Το συγκρότημα αυτό είχε κολλήσει τον πυρετό της ρέγκε χιπ-χοπ στους φιλάθλους του OM (Ολυμπιακός Μασσαλίας) και μετά σε όλη την πόλη.

Η Μασσαλία είναι φλύαρη. Και το ραπ δεν είναι τίποτα άλλο από φλυαρία με τη σέσουλα. Τα παιδιά απ’ τη Τζαμάικα βρήκαν εδώ τ’ αδερφάκια τους. Να φλυαρούν όπως στα μπαρ. Για την κυβέρνηση που θέλει να ελέγχει τα πάντα, για τις σάπιες μακρινές περιφερειακές γειτονιές, για τα νυχτερινά λεωφορεία. Για τη ζωή, τα προβλήματά τους. Τον κόσμο, όπως τον βλέπουν από τη Μασσαλία.

Ελπίζουμε μ’ ένα ρυθμό ραπ
Και να γιατί ο εντυπωσιασμός.
Αυτό που θέλουν στο Παρίσι είναι την εξουσία και τον μπεζαχτά.
Τα 22 μου έχω κλείσει και πολλά έχω να κάνω.
Ποτέ στη ζωή μου ωστόσο δεν πρόδωσα τ΄αδέρφια μου.
Και προτού το στρίψω από δω, σας το θυμίζω ξανά,
Πως κανείς δεν θα με περάσει
για υποχείριο αυτού του πουτανοκράτους.

Σε ξεκούφαιναν τα ρυθμικά χτυπήματα μέσα στο βαγόνι. Ταμ-ταμ από την Αφρική, από το Μπρονξ κι από τον πλανήτη Άρη. Δε μου πήγαινε η μουσική ραπ. Όμως το συγκρότημα ΙΑΜ, πρέπει να το αναγνωρίσω, είχε κείμενα που έκαναν διάνα. Όμορφα κι ωραία. Κι από πάνω είχαν και το λεγόμενο groove. Έφτανε να βλέπεις τους δύο νεαρούς που χόρευαν εκεί μπροστά μου.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας -Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Total Khéops*

Κοίταξε το ρολόι του.
-Πέρασαν ακριβώς είκοσι έξι ώρες και δεκαπέντε λεπτά από τη στιγμή που πιάσατε αυτόν τον αλήτη και μου λέτε ότι η έκθεση σας δεν είναι ακόμα έτοιμη; Μια έκθεση για έναν απλό τσακωμό;
– Ήθελα να ελέγξω ορισμένα πράγματα. Ο Μουράμπετ έχει παρελθόν. Και είναι υπότροπος.

Με κοίταξε από πάνω ως κάτω. Ο κακός μαθητής που λέγαμε. Ο τελευταίος της τάξης. Το περιφρονητικό του βλέμμα όμως δεν με εντυπωσίαζε. Το είχα συνηθίσει ήδη από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Τσακωνόμουνα, φώναζα κι έβριζα, έκανα τον καμπόσο και ήμουν θρασύτατος. Τις επιπλήξεις που έτρωγα όρθιος, μπροστά σ’ όλους, δεν μπορούσα καν να τις μετρήσω. Τον κοίταζα στα μάτια με τα χέρια στις τσέπες του τζην.
-Υπότροπος… Νομίζω ότι έχετε πεισμώσει μ’ αυτόν τον… Κοιτάξτε ξανά το σημείωμα: Νάσερ Μουράμπετ. Αυτή είναι η γνώμη και του δικηγόρου του.

Κέρδισε ένα πόντο. Δεν ήξερα πως ο δικηγόρος του Μουράμπετ ήταν ήδη εν γνώσει. Ο Περόλ το ήξερε άραγε; Και κέρδισε και δεύτερο πόντο όταν ζήτησε από το εσωτερικό τηλέφωνο να μπει στο γραφείο ο δικηγόρος Έρικ Μπρυνέλ.

Κάτι μου έλεγε αυτό τον όνομα αλλά δεν πρόλαβα να το σκεφτώ. Τον κύριο που μπήκε στο γραφείο τον είχα δει την παραμονή το βράδυ στη φωτογραφία μαζί με τους αδελφούς Πολί, τον Βεμπλέρ και τον Μορβάν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ο κύκλος είχε κλείσει και βρέθηκα μέσα στα σκατά. Total Khéops, όπως λένε τα παιδιά του συγκροτήματος ραπ ΙΑΜ. Δηλαδή, απίθανο μπουρδέλο. Ή αλλιώς, βαψ’τα μάυρα…

* Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

31 Αυγούστου 1909*

49 Fontenoy Street, Dublin

Αγαπημένη μου Τώρα είναι σχεδόν δύο το πρωί. Τα χέρια μου έχουν παγώσει από το κρύο, γιατί υποχρεώθηκα να βγω από το σπίτι για να πάω να πάρω τις αδερφές μου από ένα πάρτι, και τώρ πρέπει να κατηφορίσω ως το ταχυδρομείο. Αλλά δεν θέλω η αγάπη μου να μην έχει το γράμμα της το πρωί.

Το κόσμημα που έφτιαξα αποκλειστικά για σένα βρίσκεται τώρα ασφαλές στην τσέπη μου. Το δείχνω σε όλους, έτσι που οι πάντες να μάθουν ότι σ΄αγαπώ, Νόρα αγαπημένη, ότι σε σκέφτομαι, λατρεμένη , ότι θέλω να σε τιμήσω.

Πριν από μια ώρα τραγουδούσα το τραγούδι σου, την Κοπελιά απ’ το Ώγκριμ. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και η φωνή μου τρέμει από συγκίνηση όταν τραγουδάω αυτή την όμορφη μελωδία. Άξιζε τον κόπο που ήρθα στην Ιρλανδία και το άκουσα από την καημένη, την καλή μανούλα σου – που τόσο τη συμπαθώ, Νόρα καλή μου.

Ίσως στην τέχνη, αγαπημένη, βρει καταφύγιο ο ερωτάς μας. Θέλω να σε περιβάλλουν όλα όσα είναι καλαίσθητα, ωραία και ευγενή στην τέχνη. Δεν είσαι, όπως λες, ένα φτωχό αμόρφωτο κορίτσι. Είσαι η γυναίκα μου, αγαπημένη, κι όλη τη χαρά και την απόλαυση που μπορώ να σου δώσω σε τούτη τη ζωή, θα σου τη δώσω.

Νόρα, αγαπημένη, ας μην τελειώσει ποτέ η αγάπη μας όπως είναι σήμερα. Καταλαβαίνεις τώρα τον παράξενο, παραστρατημένο, ξεροκέφαλο, ζηλιάρη εραστή σου, έτσι δεν είναι, αγαπημένη; Θα προσπαθήσεις να τον κρατήσεις παρ’ όλες τις μεταπτώσεις του, έτσι αγαπημένη; Σ’ αγαπάει, μην πάψεις στιγμή να το πιστεύευς. Ποτέ δεν είχε ούτε ένα μόριο αγάπης για καμιά, μονάχα για σένα. Εσύ είσαι που άνοιξες βαθύ χάσμα στη ζωή του.

Τώρα και η παραμικρή άξεστη λέξη με πληγώνει, επειδή νιώθω ότι θα πληγώσει κι εσένα. Όταν σε φλέρταρα (και ήσουν μόνο δεκαεννιά, αγαπημένη, πόσο μ’ αρέσει να το σκέφτομαι!) ένιωθα το ίδιο. Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια.

Ω πες μου, γλυκιά μου αγάπη, ότι είσαι ικανοποιημένη μαζί μου τώρα. Μια μονάχα λεξούλα επαινετική από σένα με γεμίζει χαρά, μια απαλή χαρά σαν την ευωδιά που αναδίνει η καρδιά ενός λευκού ρόδου.

Τα παιδιά μας (όσο πολύ κι αν τ’ αγαπώ) δεν πρέπει να μπουν ανάμεσά μας. Αν είναι καλά και ευγενικά είναι εξαιτίας μας, καλή μου. Γνωριστήκαμε και ενώσαμε ελεύθερα τα κορμιά και τις ψυχές μας και τα παιδιά μας είναι ο καρπός τον κορμιών μας.

Καληνύχτα πολυαγαπημένο μου κορίτσι, μικρή μου γυναίκα από το Γκάλγουεϋ, τρυφερή μου αγάπη από την Ιρλανδία.

Πόσο θα μου άρεσε να σε ξάφνιαζα, τώρα που κοιμάσαι! Υπάρχει ένα σημείο όπου θα’θελα να σε φιλήσω τώρα, ένα παράξενο μέρος, Νόρα. Όχι στα χείλη, Νόρα. Ξέρεις που;

Καληνύχτα, ερωτά μου!

Jim

*Γράμματα στη Νόρα, Τζέημς Τζόϋς, εισαγωγή – μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη

Άνχελ*

«Μερικοί λένε ότι πάντα στέκομαι
στην άσχημη πλευρά της ζωής.
Ο Θεός να με φυλάει!»
Raymond Chandler

Ο Εκτόρ παρατήρησε το μασκαρεμένο πρόσωπο ενός παλαιστή ελεύθερης πάλης, όπου κυλούσε ένα δάκρυ. Ξαφνιάστηκε. Πρώτον, οι παλαιστές δεν κλαίνε, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αξίωμα. Δεύτερον, υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα. Η μάσκα θα έπρεπε να εμποδίζει τη φυσική ροή των δακρύων. Ακόμα κι έτσι, παρά τις δύο αυτές αντιφάσεις, ο τύπος έκλαιγε σίγουρα. Τον πλησίασε, παραβιάζοντας την προηγούμενη απόφασή του να τα βλέπει όλα από μακριά. Στα μισά του δρόμου, μια παρέα παλαιστές με μάσκες, με κάπες και στολές σε γιορτινά χρώματα (πορτοκαλί, καναρινί, μαύρες ασημοστόλιστες), κουβαλούσαν στους ώμους τους ένα μεγάλο φέρετρο σε μεταλλικό γκρίζο χρώμα. Πίσω τους οι μαριάτσι άρχισαν να τραγουδούν το Son de la negra.


Πιο πίσω ακολουθούσαν οι συγγενείς, που έκλαιγαν φυσιολογικά και δικαιολογημένα. Ήταν μια πολυάριθμη λαϊκή οικογένεια, όλοι μέσα στα μαύρα, φίλοι, γείτονες, περίεργοι. Ο Έκτορ άναψε ένα τσιγάρο. Έβρεχε.

Η πομπή ανασυντάχθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και άρχισε την αργή της πορεία προς το τελευταίο κατάλυμα του Άνχελ. Οι μαριάτσι μόλις ολοκήρωσαν την πρώτη ομοβροντία με το Son de la negra, άρχισαν αμέσως την επανάληψη.

Ο Έκτορ θυμήθηκε ότι κάποιος του είχε πει κάποτε, όταν ήταν πιο νέος και η πόλη ήταν διαφορετική, πως δεν γίνεται να επιλέξεις τον τόπο όπου θα γεννηθείς, ούτε καν τον τόπο όπου θα πεθάνεις. Ειδικά ετούτη η πόλη δεν σ’ αφήνει να διαλέξεις τίποτα, ούτε τον τόπο ούτε τον τρόπο. Μπορείς μόνο να υποταχτείς στη δική της μοίρα. Δεν μπορείς να πεις στο ένα ναι και στο άλλο όχι. Ή όλα ή τίποτα. Την παίρνεις ή την αφήνεις. Ή τη δέχεσαι ή κρύβεσαι κάτω από το κρεβάτι σου για να μη σε δαγκώσει. Και στο μεταξύ, είναι αδύνατο να μην εκπλήσσεσαι συνέχεια, παρόλο που γνωρίζεις κάθε γωνιά, κάθε σοκάκι της. Μολονότι ξέρεις πια όλες τις τρέλες που μπορεί να φανταστεί ετούτη η πόλη, πάντα θα υπάρχει μια καινούρια μακάβρια ιδέα.

Ο θάνατος του Άνχελ δεν του άρεσε.

*Ερωτευμένα Φαντάσματα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Μοχάβε*

«Λοιπόν», είπε, «την Παρασκευή είναι καλά; Κατά τις πέντε;»
Εκείνη είπε:
«Όχι, ευχαριστώ». Ήταν ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι, ασκέπαστη, γυμνή, αυτός έδενε τη γραβάτα του αλά τώρα σταμάτησε, και ο Φρεντ τραγουδούσε Μόνος μου. «Όχι, ευχαριστώ, γλυκέ μου δόκτορα Μπ. Δεν νομίζω ότι θα ξαναβρεθούμε εδώ».
Κατάλαβε ότι τον ξάφνιασε. Φυσικά θα του έλειπε. Ήταν όμορφή, διακριτική, δεν την ενοχλούσε ποτέ όταν της ζητούσε λεφτά. Εκείνος γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι και της χάιδεψε το στήθος και αυτή πρόσεξε ένα παγωμένο μουστάκι από ιδρώτα στο πανωχείλι του.
«Τι συμβαίνει; Έχεις πιει; Έχεις πάρει ναρκωτικά;»
Γέλασε και του είπε:
«Το μόνο που πίνω είναι λευκό κρασί και μάλιστα όχι πολύ. Όχι, φίλε μου. το πρόβλημα είναι απλώς ότι έχεις τριχωτές φτέρνες».
Όπως πολλοί ψυχαναλυτές, ο δόκτορας Μπέντσεν ερμήνευε τα πάντα κυριολεκτικά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να βγάλει τις κάλτσες του και να περιεργαστεί τα πόδια του. Στριμμένα, σαν παιδί, είπε:
«Δεν έχω τριχωτές φτέρνες».
«Α, ναι, έχεις. Σαν άλογο. Όλα τα συνηθισμένα άλογα έχουν τριχωτές φτέρνες. Τα καθαρόαιμα όχι. Οι φτέρνες ενός καθαρόαιμου αλόγου είναι ομαλές και στιλπνές. Να διαβιβάσεις την αγάπη μου στη Θέλμα».
«Εξυπνάδες. Την Παρασκευή».
Ο δίσκος του Αστέρ τελείωσε. Ήπιε το τελευταίο κρασί.
«Μπορεί. Θα σου τηλεφωνήσω», του είπε.

Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν τηλεφώνησε ποτέ ούτε τον ξανάδε, παρά μόνο μια φορά, ένα χρόνο αργότερα, όταν καθόταν σ΄ένα πάγκο δίπλα του στο εστιατόριο Λα Γκρενούιγ. Ο δόκτορας Μπέντσεν γευμάτιζε με τη Μαίρη Ράινλαντερ, που, είδε εκείνη με ευθυμία, πλήρωσε το λογαριασμό.

*Μουσική για Χαμαιλέοντες, Τρούμαν Καπότε, εκδ. Καστανιώτη

Μπρίστολ, 25 Απριλίου*

Και τώρα, στην αγέλαστη πόλη του Μπρίστολ, συνοδευόμενος από υπαλλήλους της Αυτής Μεγαλειότητος με γκρίζα κοστούμια, είστε και πάλι δύο.
Δύο, επειδή είσαι ο «κύριος Γκραντ», αυτός που είναι αναγκασμένος να κρύβεται για να μην τον αναγνωρίσει κανείς, αλλά και ο Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς, αυτός που παραδόξως δεν χρειάζεται να κρύβεται, είναι ελεύθερος ν’ αναπνέει, αυτός που σου τραγουδάει σιωπηλά τους στίχους του Anything Goes :

Ο κόσμος έχει τρελαθεί σήμερα
Και το καλό είναι κακό σήμερα
Το μαύρο είναι άσπρο σήμερα
Και η μέρα είναι νύχτα σήμερα…

Είσαι αυτός που βαδίζει στην πόλη που γεννήθηκε κι ετοιμάζεται να δει την Έλσι για μια ακόμη φορά.
Τη μάνα σου.
Την Έλση, που ακόμη σε φωνάζει «Άρτσι».
Την Έλσι που μιλούσε στον εαυτό της, έπλενε διαρκώς τα χέρια της, έγδερνε το φλοιό της επιδερμίδας της με σκληρότριχη βούρτσα και ρωτούσε όλους και τον καθένα ξεχωριστά που βρίσκονται του χορού τα παπούτσια της.
Την Έλσι, που ο πατέρας σου Ελάιας την έβαλε χωρίς να το γνωρίζεις σε ψυχιατρική κλινική. Στο Κέντρο Ψυχικής Υγείας, στο ερειπωμένο προάστιο του Φίσποντς, τερματικός σταθμός ενός τραμ από το Μπρίστολ.
Ήσουν εννιά χρονών. «Πήγε στη θάλασσα, στο Ουεστονσάπερ-Μάρε, για λίγες διακοπές».
Πότε κατάλαβες ότι δεν θα ερχόταν πίσω; Πότε ακριβώς συμπέρανες ότι οι γονείς σου σε είχαν αφήσει, ότι η μητέρα σου σ’ είχε εγκαταλείψει; …Άρτσι;
Έλσι, μόνο μια λίρα το χρόνο για να μένει σε μια χωματερή, ανύπαρκτη υγιεινή, επιθετικές νοσοκόμες.
Έλσι, είκοσι λίρες συνολικά, μέχρι το θάνατο του συζύγου της και το γράμμα που έστειλε ο άγγλος δικηγόρος.
Έλσι, ζωντανή. Πενήντα εφτά χρονών.
Δεκέμβριος 1935.
Ημικρανίες, εφιάλτες, το φάντασμα του πατέρα σου προσπαθώντας να δικαιολογηθεί, αδέξια. Μπάσταρδος. Βρωμερή αναπνοή, σκουλίκια στο λαιμό του άντρα που πέθανε από κίρρωση του ήπατος. «Δεν μπορείς να ζητάς από τους άλλους να είναι ειλικρινείς, Άρτσι. Ούτε κι εσύ είσαι ειλικρινής.»
Ξεγλιστράς από τους δημοσιογράφους. Λίγους μήνες πριν, στην κηδεία του πατέρα σου, έπεσες στη μέγγενη των ρεπόρτερ. Μετά η συνάντηση:
«Μητέρα. Εδώ είμαι.»
Σε θυμάται με κοντά παντελονάκια, Άρτσι.
Δεν σε γνωρίζει, Κάρι. Δεν ξέρει ότι είσαι διάσημος ηθοποιός. Περίληψη δύο ξέφρενων δεκαετιών σε μια θαμμένη ζωντανή.
«Αρτσι, παιδί μου… Εσύ είσαι; Σου έλειψε η μαμά;»
Επίδομα εφ’ όρου ζωής. Οικονομική διαχείριση από την εταιρία Ντέιβιντ, Κίρμπι και Κάραθ στο Λονδίνο. Ένα σπίτι όλο δικό της, όπου μπορείς να την επισκέπτεσαι. Χωρίς υπηρέτες, όμως:
«Τα καταφέρνω καλά μόνη μου, αγαπητέ μου, δεν θέλω να με ζαλίζουν άνθρωποι τριγύρω, να μου λένε τι να κάνω, κι εξάλλου με κρατάει ζωντανή να είμαι απασχολημένη, μωρό μου.»
Νάτη λοιπόν, 1954, στο Μπρίστολ, στις πιο παράξενες μέρες της ζωής σου ανοίγεις την πόρτα και βλέπεις τη μικροκαμωμένη γριά γυναίκα να κάθεται στο βάθος του διαδρόμου. Θα σε αναγνωρίσει μ’ ένα εκατοστό γένια, τυλιγμένο στο γκρίζο μοντγκόμερι παλτό; Βγάσεις το καπέλο σου (ο Κάρι μισεί τα καπέλα!) και το πρόσωπο της γριάς μάνας σου φωτίζεται με έκπληξη. Σηκώνεται όρθια προσεκτικά, ανοίγει τα χέρια της και στριγγλίζει «Άρτσι! Γιε μου! Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω!»
Ο κόσμος έχει τρελαθεί σήμερα.

* 54, Wu Ming, εκδ. Εξάρχεια

Ορισμένες ανεπανόρθωτες κινήσεις*

Ο Αμπντούλ Αζίζ είχε σηκωθεί νωρίς και είχε εγκαταλείψει το Αλντεμπαράν χωρίς καν να βρει χρόνο για πρωινό ή για να κατεβάσει στα γρήγορα ένα νεσκαφέ. Δεν είχε καμία όρεξη να συναντήσει τον Διαμαντή. Ούτε και να του μιλήσει. Ήταν όλο τσίτα και νεύρα. «Δεν υπάρχει χειρότερο ναυάγιο από τούτο της ζωής» μονολογούσε επιστρέφοντας στην καμπίνα του την προηγούμενη νύχτα.

Ξαπλωμένος στην κουκέτα του άκουγε Ντιουκ Έλινγκτον. Money Jungle, ένα από τα αγαπημένα του άλμπουμ. Ο Ντιουκ έπαιξε σε τρίο μαζί με τον Τσάρλι Μίνγκους και τον Μαξ Ρόουτς. Είχαν «δώσει» εκεί την εκπληκτικότερη διασκευή του Solitude. Σε αυτή όμως την κασέτα ήταν το African Flower που προτιμούσε.

Το έπαιξε τέσσερις φορές. Και έπειτα αποκοιμήθηκε εξαντλημένος, ενώ ακουγόταν οι πρώτες νότες από το Caravan.

Από τα χαράματα είχε πάει στην Αποστολή των ανθρώπων της θάλασσας για να τηλεφωνήσει στη Σεφέ. Εδώ και τρεις μέρες είχε προσπαθήσει πολλές φορές το βράδυ, αλλά μάταια. Νωρίς το πρωί είχε σκεφτεί πως ίσως είχε περισσότερη τύχη. Μόλις είχε μπει ο Αμπντούλ Αζίζ στα κτίρια και ο Μπερτού, ο υποδιευθυντής, βιάστηκε να τον ενημερώσει σχετικά με τα απίστευτα νέα του Κωνσταντίνου Τάκη, του πλοιοκτήτη του. Το Αλντεμπαράν δεν ήταν το μοναδικό πλοίο δεμένο μέχρι νεωτέρας στην αποβάθρα. Σήμερα τριάντα εννέα από τα πλοία του ήταν μπλοκαρισμένα σε ολόκληρο τον κόσμο. Επιπλέον, τόνισε ο Μπερτού, εκκρεμεί εις βάρος του μια ποινική δίωξη. Η ελληνική δικαιοσύνη μόλις τον είχε καταδικάσει σε τρία χρόνια φυλάκιση. Και είκοσι χιλιάδες δολάρια πρόστιμο για την παραβίαση εμπορικής νομοθεσίας.

Ο Αμπντούλ Αζίζ δεν σχολίασε τις πληροφορίες. Περιορίστηκε μόνο να κουνήσει το κεφάλι ακούγοντας τον Μπερτού. Για το μέλλον του κάργκο εκείνο το πρωί δεν του καιγόταν καρφί. Ήθελε να μιλήσει στη Σεφέ.

* Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Ψίθυροι της Ιρέν*

«Σ’ αγαπώ ακόμα, να το ξέρεις, σ’ αγαπώ…»

Από τότε που έπεσες σε κώμα ακούω το Les Vieux Amants, ξανά και ξανά. Είμαι σίγουρη ότι μ’ ακούς, κρυμμένος πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα.

Σε κοιτάζω και περνούν ασταμάτητα μπροστά απ’ τα μάτια μου εικόνες της ιστορίας μας.

Η συνάντησή μας στο αστυνομικό τμήμα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ όπου τα μάυρα σου μάτια με κοιτούσαν με πόθο.

Η αμηχανία μου μπροστά σ’ αυτό τον ωραίο μελαχρινό άνδρα που αμέσως τον φαντάστηκα μ’ ένα μπορσαλίνο, σαν να σχεδίαζα απ’ την αρχή τη φιγούρα του.

Το μπουκέτο σου με τα κόκκινα τριαντάφυλα και το πρώτο μας ραντεβού.

Το χολιγουντιανό φιλί που μου έδωσες στο κατώφλι του σπιτιού μου, χωρίς γλώσσα, σαν να φοβόσουν να μπεις μέσα μου τόσο γρήγορα.

Η πρώτη μας ερωτική περίπτυξη, όχι σπίτι σου αλλά σπίτι μου, πράγμα που μ’ έκανε να φοβηθώ ότι υπήρχε άλλη γυναίκα, ένας δεσμός, μια κρυφή ερωμένη.

Μα εκείνη που ανέκαθεν μοιραζόταν τη ζωή του δεν ήταν άλλη από τη γιαγιά σου! Μια σύντροφος που δεν υπολόγισα, καθώς τα στήθη μου πάλλονταν ακόμα από το χάδι των χεριών σου.

Η τρυφερότητα με την οποία ανακάτωνες την κόκκινη χαίτη μου ενώ εγώ άναβα, για σένα, το πρώτο Μπογιάρ.

Η πρώτη φορά που αποχωριστήκαμε γιατί το απαίτησα εγώ. Η άρνησή μου να μοιραζόμαστε τις νύχτες μας, από φόβο μήπως τα πρωινά η απογοήτευση έρθει και φορτώσει τη σχέση με τις ασήμαντες τελετουργίες της καθημερινότητας: την αδυναμία των σωμάτων που ζητούν επιτακτικά ν’ αποβάλλουν ό,τι τους είναι περιττό, την κατάποση υγρών και στερεών, το πλύσιμο του στόματος και σώματος. Αυτά τα μικροπράγματα, που άλλους τους καθησυχάζουν κι εμένα με τρομοκρατούν.

Όμως, πάντα με συγκινούσε να σε χαζεύω την ώρα που κοιμάσαι, τις λίγες φορές που το ανέχθηκα. Ο ύπνος σου ήταν εγγύηση εκείνη τη στιγμή πως δεν θα σ’ έχανα, ενώ ο δικός μου ύπνος μου ξυπνούσε τον φόβο της απουσίας σου, της εγκατάλειψης.

Σήμερα, ξενυχτάω δίπλα σου για να σου απαγορεύσω να χαθείς, σου μιλάω, στ’ αυτί, για να σ’ εμποδίσω να ξεχάσεις τη ζωή, αυτή που μοιραζόμαστε, κατά διαστήματα, εδώ και δέκα χρόνια…

*Η Κόκκινη Μασσαλία, Maurice Attia, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ