31 Αυγούστου 1909*

49 Fontenoy Street, Dublin

Αγαπημένη μου Τώρα είναι σχεδόν δύο το πρωί. Τα χέρια μου έχουν παγώσει από το κρύο, γιατί υποχρεώθηκα να βγω από το σπίτι για να πάω να πάρω τις αδερφές μου από ένα πάρτι, και τώρ πρέπει να κατηφορίσω ως το ταχυδρομείο. Αλλά δεν θέλω η αγάπη μου να μην έχει το γράμμα της το πρωί.

Το κόσμημα που έφτιαξα αποκλειστικά για σένα βρίσκεται τώρα ασφαλές στην τσέπη μου. Το δείχνω σε όλους, έτσι που οι πάντες να μάθουν ότι σ΄αγαπώ, Νόρα αγαπημένη, ότι σε σκέφτομαι, λατρεμένη , ότι θέλω να σε τιμήσω.

Πριν από μια ώρα τραγουδούσα το τραγούδι σου, την Κοπελιά απ’ το Ώγκριμ. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και η φωνή μου τρέμει από συγκίνηση όταν τραγουδάω αυτή την όμορφη μελωδία. Άξιζε τον κόπο που ήρθα στην Ιρλανδία και το άκουσα από την καημένη, την καλή μανούλα σου – που τόσο τη συμπαθώ, Νόρα καλή μου.

Ίσως στην τέχνη, αγαπημένη, βρει καταφύγιο ο ερωτάς μας. Θέλω να σε περιβάλλουν όλα όσα είναι καλαίσθητα, ωραία και ευγενή στην τέχνη. Δεν είσαι, όπως λες, ένα φτωχό αμόρφωτο κορίτσι. Είσαι η γυναίκα μου, αγαπημένη, κι όλη τη χαρά και την απόλαυση που μπορώ να σου δώσω σε τούτη τη ζωή, θα σου τη δώσω.

Νόρα, αγαπημένη, ας μην τελειώσει ποτέ η αγάπη μας όπως είναι σήμερα. Καταλαβαίνεις τώρα τον παράξενο, παραστρατημένο, ξεροκέφαλο, ζηλιάρη εραστή σου, έτσι δεν είναι, αγαπημένη; Θα προσπαθήσεις να τον κρατήσεις παρ’ όλες τις μεταπτώσεις του, έτσι αγαπημένη; Σ’ αγαπάει, μην πάψεις στιγμή να το πιστεύευς. Ποτέ δεν είχε ούτε ένα μόριο αγάπης για καμιά, μονάχα για σένα. Εσύ είσαι που άνοιξες βαθύ χάσμα στη ζωή του.

Τώρα και η παραμικρή άξεστη λέξη με πληγώνει, επειδή νιώθω ότι θα πληγώσει κι εσένα. Όταν σε φλέρταρα (και ήσουν μόνο δεκαεννιά, αγαπημένη, πόσο μ’ αρέσει να το σκέφτομαι!) ένιωθα το ίδιο. Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια.

Ω πες μου, γλυκιά μου αγάπη, ότι είσαι ικανοποιημένη μαζί μου τώρα. Μια μονάχα λεξούλα επαινετική από σένα με γεμίζει χαρά, μια απαλή χαρά σαν την ευωδιά που αναδίνει η καρδιά ενός λευκού ρόδου.

Τα παιδιά μας (όσο πολύ κι αν τ’ αγαπώ) δεν πρέπει να μπουν ανάμεσά μας. Αν είναι καλά και ευγενικά είναι εξαιτίας μας, καλή μου. Γνωριστήκαμε και ενώσαμε ελεύθερα τα κορμιά και τις ψυχές μας και τα παιδιά μας είναι ο καρπός τον κορμιών μας.

Καληνύχτα πολυαγαπημένο μου κορίτσι, μικρή μου γυναίκα από το Γκάλγουεϋ, τρυφερή μου αγάπη από την Ιρλανδία.

Πόσο θα μου άρεσε να σε ξάφνιαζα, τώρα που κοιμάσαι! Υπάρχει ένα σημείο όπου θα’θελα να σε φιλήσω τώρα, ένα παράξενο μέρος, Νόρα. Όχι στα χείλη, Νόρα. Ξέρεις που;

Καληνύχτα, ερωτά μου!

Jim

*Γράμματα στη Νόρα, Τζέημς Τζόϋς, εισαγωγή – μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη