Εκείνος*

Ο Έντουαρντ έμενε με μια χήρα θεία του στο Κάμντεν Τάουν και πήγαινε στο Μπλούμσμπερι κάθε πρωί με το ποδήλατο. Δούλευε όλη τη μέρα, τα Σαββατοκύριακα έπαιζε ποδόσφαιρο και έπινε μπίρα με τους φίλους του. Ώσπου να αρχίσει να ντρέπεται γι’ αυτό, του άρεσε να μπλέκεται που και που σε καβγάδες έξω από τις παμπ. Η μόνη σοβαρή μη σωματική δραστηριότητά του ήταν να ακούει μουσική, αυτό το είδος του ζωηρού ηλεκτρικού μπλουζ που αποδείχτηκε ο αληθινός προπομπός και η ζωτική μηχανή του αγγλικού ροκ εντ ρολ – αυτή η μουσική, κατά την ισόβια άποψή του, ήταν κατά πολύ ανώτερη από τα τρίλεπτα αδύναμα τραγουδάκια από το Λίβερπουλ που θα κατακτούσαν τον κόσμο τα επόμενα χρόνια. Συχνά έφευγε από τη βιβλιοθήκη τα βράδια και κατέβαινε την Όξφορντ Στριτ ως το Χάντρεντ Κλαμπ για να ακούσει τους Πάουερχαουζ Φορ του Τζον Μάγιαλ ή τον Αλέξις Κόρνερ ή τον Μπράιαν Νάιτ. Κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων των σπουδών του, οι νύχτες στο κλαμπ αντιπροσώπευαν το ζενίθ των πνευματικών του εμπειριών και για πολλά χρόνια κατόπιν θεωρούσε ότι αυτή ήταν η μουσική που διαμόρφωσε το γούστο του και κατά κάποιον τρόπο καθόρισε τη ζωή του.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ