Το Ανικανοποίητο*

«Νιώθω τόσο κουρασμένος», είπε ο Τρης. «Τόσο τρομερά, τρομερά, τρομερά κουρασμένος».
«Δεν το βρίσκεις ενδιαφέρον;»
«Τρομερά ενδιαφέρον. Τρομερά, τρομερά, τρομερά ενδιαφέρον», είπε ο Τρης. «Πες μου όμως, αλήθεια, δεν νομίζεις ότι φτάνει το ανικανοποίητο γι’ απόψε; Δεν μπορώ να πιω ούτε σταγόνα παραπάνω».

Είχαν περάσει ένα πραγματικά μακρύ βράδυ αναζητώντας το ανικανοποίητο. Πρώτα πήγαν στο Παλαί. Το Παλαί αποδείχτηκε τρομερά ευυπόληπτο. Τσάι και αναψυκτικά. Καθόλου Νέγροι. Οι άνδρες είχαν όλοι γυαλίσει τα παπούτσια τους και τα κορίτσια στέκονταν παράμερα κρατώντας σφιχτά τις τσάντες τους, σαν να ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απτή αναπαράσταση της αρετής, που έδειχναν αποφασισμένες να διαφυλάξουν. Ύστερα πήγαν σε ένα ταπεινό καπηλειό, μια μεγάλη βικτωριανή αίθουσα με μπάρα στη μέση, ροκανίδι στο πάτωμα, μεγάλους καθρέφτες με ραγισμένο γυαλί, ένα μικρό τρίο (μικρό σε κορμοστασιά) που έπαιζε μουσική τεϊοποτείου («Χλωμά χέρια αγάπησα δίπλα στον Σαλιμάρ«), με επικεφαλής μια πολύ γριά κυρία με ρόζ μαλλιά.

Οι θαμώνες έδειχναν παραμορφωμένοι και άσχημοι, θλιβερά θύματα των συνεπειών της βιομηχανικής επανάστασης. Πόρνες, γερασμένες και καταβεβλημένες, ασκούσαν το επάγγελμά τους. Ο Τρης είχε εντυπωσιαστεί απ’ αυτό εδώ, αλλά όχι κι ο Τζένκινς. Είχε ξαναδεί τους περισσότερους από αυτούς. «Είναι σχεδόν όλοι κοινωνιολόγοι», δήλωσε.

‘Υστερα πήγαν σ’ ένα μπαρ για ομοφυλόφιλους, το είδος του ανδρικού μπαρ που βρίσκεται μέσα σε μεγάλα ξενοδοχεία, όπου ο μπάρμαν σου πιάνει το χέρι καθώς σου δίνει τα ρέστα και δοκιμάζει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια ενώ περιμένει να πάρει παραγγελία. Του Τρης του άρεσε κι αυτό.

Στη συνέχεια είχαν δοκιμάσει ένα κοκτέιλ-μπαρ της υψηλής κοινωνίας, όπου κορίτσια με γούνα καθόντουσαν και έπιναν ουίσκι με τζιντζερέλα. Αυτό δεν άρεσε στον Τρης, κι έτσι έφυγαν και πήγαν σε ένα άλλο μέρος γεμάτο ηλικιωμένους που μιλούσαν για αρρώστιες. Εκεί ήπιαν μόνο μια μπύρα. Μετά απ΄αυτό, αν θυμόταν καλά ο Τρης, είχαν πάει σε μια-δυο μπυραρίες, διαφορετικές μεταξύ τους, μέχρι την ώρα που έκλειναν όλα.

*Δεν Κάνει να Τρώμε Ανθρώπους, Μάλκομ Μπράντμπερυ, εκδ. ΠΟΛΙΣ