Πλήρης αστάθεια*

Καμπάνες κι ένα τεράστιο τύμπανο. Πως είπαμε το τραγούδι; Η Αννούλα του Ταράου είναι η αγάπη μου; Μπα, δεν θυμίζει μελωδία. Περισσότερο μοιάζει με τον ήχο του τραμ 51. Το καμπανάκι χτυπούσε και το αμάξι τρανταζόταν, καθώς διασχίζαμε την Σιλερστράσε, την Πάνκοβ, την οδό Μπρίτε. Η γιγαντιαία Ολυμπιακή καμπάνα σήμανε την έναρξη κι αμέσως μετά τη λήξη των Αγώνων. Το πιστόλι του αφέτη. Το πλήθος άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο Τζο Λιούις ρίχτηκε πάνω μου και με ξάπλωσε στο καναβάτσο για δεύτερη φορά στον ίδιο γύρο. Το βουητό από ένα μονοπλάνο με τέσσερις μηχανές έσκισε το νυχτερινό ουρανό παίρνοντας μακριά το κομματιασμένο μου μυαλό. Άκουσα τον εαυτό μου να λέει:
«Θα κατέβω στη λίμνη Πλότζεν».

Το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου θύμιζε την ανάσα λαχανιασμένου Ντόμπερμαν. Προσπάθησα να σηκωθώ απ’ το δάπεδο του αυτοκινήτου και διαπίστωσα ότι είχα τα χέρια δεμένα πίσω, με χειροπέδες. Ύστερα ο βίαιος, οξύς πόνος στο κεφάλι έσβησε τα πάντα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μην το μετακινώ…
… εκατό χιλιάδες μπότες βαδίζουν με το βάδισμα της χήνας, διασχίζοντας την Ούντερ ντεν Λίντεν. Κάποιος πλησιάζει ένα μικρόφωνο κοντά τους, ενισχύοντας τον ήχο σε σημείο που προκαλεί δέος. Λες και μετακινείται κάποιο τεράστιο άλογο. Συναγερμός για αεροπορική επιδρομή. Ένα φράγμα έχει τοποθετηθεί στα χαρακώματα του εχθρού, για να εμποδίσει την προέλασή του. Την ώρα που πηδούσαμε από πάνω, μια τεράστια έκρηξη μας πέταξε στον αέρα. Σύρθηκα μέχρι μια τρύπα γεμάτη απανθρακωμένους βατράχους. Το κεφάλι μου είναι κλεισμένο στην ουρά ενός πιάνου. Καθώς τα πλήκτρα χτυπάνε τις χορδές, νιώθω τ’ αυτιά μου να βουίζουν. Περιμένω μέχρι να κοπάσει το βουητό της μάχης…

Ένιωσα να με τραβάνε έξω απ’ το αμάξι και στη συνέχεια να με σέρνουν σ’ ένα κτίριο. Πλήρης αστάθεια. Μου έβγαλαν τις χειροπέδες. Μ’ έβαλαν να καθήσω σε μια καρέκλα και αναγκάστηκαν να με κρατάνε για να μη σωριαστώ κάτω. Ένας άντρας που μύριζε φορμόλη και φορούσε στολή έψαξε τις τσέπες μου. Καθώς τις γύριζε μέσα έξω, ένιωσα το γιακά του σακακιού μου να έχει κολλήσει στο λαιμό. Έβαλα το χέρι μου και κατάλαβα πως έτρεχε αίμα απ’ το σημείο που με είχαν χτυπήσει. Αμέσως μετά κάποιος εξέτασε το κεφάλι μου και είπε πως ήμουν σε θέση να απαντήσω σε μερικές ερωτήσεις. Ακόμα κι αν έλεγε πως ήμουν σε θέση να παίξω γκολφ, προσωπικά μου ήταν αδιάφορο. Μου έδωσαν καφέ και τσιγάρο.

*Οι Βιολέτες του Μάρτη, Philip Kerr, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ