All the boys are innocent*

Nicole put the tape into the hefty but purportedly portable cassette and CD player on the mantlepiece, momentarily nervous that Parlabane’s geriatric tape would give it the audio equivalent of a sexually transmitted disease. He had cued it up at the right place, and she pushed up the volume as the sound began to break through.

She glanced briefly at him, but he was staring fixedly at the machine, either urging her attention or aware of the awkwardness of not knowing where to look when two people are concentrating on simply listening to something.

The recently abused chorus was ending, and the song broke down to just a synth sound and a tentative, creeping bass for a few bars. The synth riff was repeated as a rhythm guitar surfaced somewhere, a dry sound like helicopter blades chopping overhead. Then a lead guitar entered quietly, snaking around the synth and growing gradually louder in the mix as the hypnotic melody circled again and again and drums began to pulse in the distance, getting ever clearer, ever nearer.

She felt a thrilling sense of anticipation as the orchestration expanded and each of the instruments grew louder, her desire for the song to reveal its hidden secret enhanced by the dramatic and teasing build-up. The tension reached breaking point and the toms suddenly gave way to snare, the lead guitar screaming in, full-blooded, to take up the riff introduced by the synth, a crashing wave of sound and emotion. Somewhere she could see a man in black, younger than her, swaying and waving in a bacchae of sweating bodies beneath the swelter of stage lights.

There was a voice, somewhere, lost amidst the storm. She was about to reach for the volume control again when she realised that, like what had gone before it, the voice would grow stronger and louder in passing cycles. Other voices joined it on each pass, their tune now defined but the lyrics still agonisingly obscure.

With the next repetition, she thought she had made out what was being said, and it was a possibility that stopped her breath until the next pass confirmed it.

The voices were singing the same words over and over.

Over and over.

«All the boys are innocent.»

*Country of the Blind, Christopher Brookmyre

Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε ποτέ*

«Τι θα ήθελες να ακούσεις;»
«Μπιτλς;»
«Σικάγο;»
«Φόρμουλα V;»
«Λος Πάσος;»
«Κρίντενς;»
«Αχά, Κρίντενς», ήταν για άλλη μια φορά η συμφωνία. Εδώ και χίλια χρόνια τους άρεσε να ακούν τη συμπαγή φωνή του Τζον Φόγκερτι και τις πρωτόγονες κιθάρες των Κρίντενς Κλίαργουοτερ Ριβάιβαλ.
«Παραμένει πάντα η καλύτερη εκτέλεση του Proud Mary».
«Αυτό δεν χωράει καν συζήτηση».
«Τραγουδάει σαν να είναι μαύρος, ή μάλλον όχι: τραγουδάει σαν να είναι Θεός, γαμώτο… Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε ποτέ».

Ο Κόντε κοίταξε τον Κάρλος, αλλά ο Κοκκαλιάρης, σαν να μην είχε πει τίποτα, ασχολιόταν με το να βάλει το σιντί στη σωστή του θέση, να πατήσει το πλήκτρο που το κατάπινε και κατόπιν εκείνο που προορίζονταν να κάνει το μηχάνημα να παίξει τη μουσική.
Η ιδέα ήταν της Ντουλσίτα: θα γιόρταζαν τα γενέθλια με τον κλασσικό τρόπο, με τις καλύτερες ρητορείες του στιλ που αποκαλούσαν «τσιτσί» και το οποίο, κατ’ αυτήν, ακολουθούσαν πολύ στο Μαϊάμι. Με την εξαίρεση των τιμώμενων προσώπων και του Κόντε, οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένης της γριάς Χοσεφίνα, θα κατέφθαναν όλοι μαζί, κάποιοι με το αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει αυτή, άλλοι με την καμπριολέ Μπελ Ερ του Γιόγι, με τα κλάξον να ηχούν. Θα έμπαιναν στο σπίτι με μπαλόνια στα χέρια, μυτερά καπέλα στο κεφάλι, μπουκέτα με λουλούδια και με την τούρτα, στεφανωμένη με τα πενήντα δύο κεριά, ήδη αναμμένα. Και όλα αυτά θα τα έκαναν τραγουδώντας το Happy Birthday to You. Η τούρτα των γενεθλίων ήταν χωρισμένη σε δύο μισά: το ένα καλυμμένο με γαλάζια μαρέγκα για την Ταμάρα και το άλλο με κρέμα σε μια απόχρωση βιολετιά για την Αϊμάρα, και τη διέσχιζαν τα λευκά γράμματα της επιγραφής του απαραίτητου «Χρόνια πολλά», αυτή τη φορά όμως με ένα δύο στην άκρη, τον αριθμό που αναλάμβανε να υψώσει στο τετράγωνο τις ευχές.

*Αιρετικοί, Λεονάρδο Παδούρα, εκδ. Καστανιώτη

What’s there to live for?*

Η Ιλέιν θα θυμόταν εκείνες τις τελευταίες τρεις εβδομάδες στην Μπογκοτά με τη συντροφιά του Ρικάρδο Λαβέρδε, όπως κάποιος θυμάται τα παιδικά του χρόνια: ένα νεφέλωμα από εικόνες διαστρεβλωμένες από συναισθήματα, ένα σύνολο σημαντικών ημερομηνιών χωρίς να ξεχωρίζει καμία συγκεκριμένη. Η ρουτίνα των μαθημάτων στο CEUCA -είχαν μείνει πια πολύ λίγα κι ήταν απλώς ζήτημα να φινιριστούν κάποιες γνώσεις ή, ίσως, να δικαιολογηθεί κάποια γραφειοκρατία- έσπαγε απ’ την αταξία των συναντήσεών της με τον Ρικάρδο, ο οποίος ή θα την περίμενε πίσω από έναν ευκάλυπτο όταν εκείνη επέστρεφε σπίτι, ή θα της έβαζε ένα σημείωμα στο τετράδιό της δίνοντάς της ραντεβού σε κανένα μουντό café, γωνία 17ης και 8ης. Η Ιλέιν ήταν πάντα συνεπής σ’ αυτά τα ραντεβού, και στη σχετική απομόνωση των cafés του κέντρου οι δυο τους αντάλλασσαν λίγο-πολύ λάγνες ματιές, κι ύστερα πήγαιναν σινεμά και καθόνταν στην τελευταία σειρά για να χαϊδευτούν κάτω από ένα μακρύ μαύρο πανωφόρι που κάποτε άνηκε στον παππού, τον ήρωα αεροπόρο του πολέμου με το Περού. Σε εσωτερικούς χώρους, στο στενάχωρο του Τσαπινέρο, στην επικράτεια του δον Χούλιο και της δόνιας Γκλόριας, συνέχιζαν το ψέμα ότι εκείνος ήταν ο γιος της οικογένειας που τη φιλοξενούσε, κι εκείνη, η αθώα προσωρινή μαθητευόμενη φυσικά, οι νυχτερινές επισκέψεις του γιου στη μαθητευόμενη συνεχιζόταν, καθώς και οι σιγανοί νυχτερινοί οργασμοί τους. Έτσι άρχισαν να ζουν διπλή ζωή, μια ζωή παράνομων εραστών που δεν προκαλούσαν υποψίες σε κανέναν, μια ζωή στην οποία ο Ρικάρδο Λαβέρδε ήταν ο Ντάστιν Χόφμαν στον Πρωτάρη και η δεσποινίς Φριτς ήταν η κυρία Ρόμπινσον και, ταυτόχρονα, η κόρη της, η οποία επίσης λεγόταν Ιλέιν: αυτό, κάτι πρέπει να σήμαινε και να μην ήταν απλή σύμπτωση. Εκείνες τις λίγες μέρες στη Μπογκοτά, η Ιλέιν και ο Ρικάρδο διαδήλωσαν σε όλα τα συλλαλητήρια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά πήγαιναν και ως ζευγάρι σε πάρτι της αμερικάνικης παροικίας της Μπογκοτά, κοινωνικές εκδηλώσεις που μάλλον διοργανώνονταν προκειμένου οι εθελοντές να μπορούν να μιλήσουν τη γλώσσα τους, να ρωτήσουν πως τα πήγαιναν οι Mets ή οι Vikings, ή να βγάλουν μια κιθάρα και να τργουδήσουν, όλοι μαζί μπροστά στο τζάκι, γυρνώντας ένα joint που τελείωνε σε δύο γύρες, το τραγούδι του Φρανκ Ζάπα:

What’s there to live for?
Who needs the Peace Corps?


Οι τρεις εβδομάδες τελείωσαν την 1η Νοεμβρίου, όταν, στις οκτώμιση το πρωί, μια νέα φουρνία μαθητευόμενων ορκίστηκαν πίστη στο Peace Corps, μετά από άλλες υποσχέσεις και μια δήλωση αόριστων προθέσεων, κι έλαβαν τον επίσημο ορισμό τους ως εθελοντών. Ήταν ένα κρύο και βροχερό πρωινό, κι ο Ρικάρδο φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν που, μόλις ήρθε σε επαφή με τη βροχή, άρχισε ν’ αναδίδει μια έντονη μυρωδιά.

*Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν, Juan Gebriel Vásquez, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Αχνάρια Λύκου Πάνω στο Χιόνι του Τσιμέντου*

Χαρτογράφηση μιας γενοκτονίας:
Τσαρούα.
Όνας.
Γιαμανά.
Σελκ’νάμ.
Αρακουάν.
Οι χριστιανοί τους αφαίρεσαν τη γή, αλλά τα πνεύματα των προγόνων της έτρεχαν σαν κόκκινα μυρμήγκια μέσα στις φλέβες της. Τσιμεντόσκονη πάνω στο τεντωμένο σώμα: Η Μαπούτσε κατάφερε άλλη μια με το όπλο της και, με το μάτι καρφωμένο πάνω στη μάζα, διαπίστωσε τις καταστροφές. Αληθινή σφαγή.
Οκτακόσιες χιλιάδες νεκροί. Όχι, οι χριστιανοί δεν είχαν δείξει οίκτο για κανέναν.
Αυτό τους ένωνε…
Η Ζάνα κοψομεσιαζόταν ακόμη πάνω απ’ το έργο της όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Στράφηκε προς την παλέτα που χρησίμευε και για τραπέζι, είδε την ώρα στο ξυπνητήρι -έξι το πρωί-, το άφησε να χτυπάει. Οι Jesus Lizard έκαναν τα τοιχώματα της αποθήκης να τρέμουν και μια πυκνή βροχή χτυπούσε στο ατελιέ. Η Ζάνα θριαμβολογούσε. Σηκώθηκε αέρας, αυτός ο γερόλυκος ο David Yow ούρλιαζε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του μέσα απ’ τα ηχεία, ενώ μέσα στις ινδιάνικες φλέβες κυλούσε μια γλυκιά οργή μαζί με την αιθάλη.

-Χάους.
-Αλκαλούφ.
-Μαπούτσε!
Η βαριοπούλα έπεσε επιτέλους πάνω στο πάτωμα που το σκέπαζαν τσιμεντοπαγιέτες. Η Ζάνα, με πονεμένα μπράτσα, ζύγιαζε τις διαμέτρους των κρατήρων πάνω στο χάρτη-εξολοθρευτή, όταν ξανακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Έξι και είκοσι οι δείκτες του ξυπνητηριού. Ο δίσκος των Jesus Lizard είχε τελειώσει και η βροχή είχε σταματήσει. Η γλύπτρια σήκωσε το ακουστικό, αφηρημένα -οι γυμνές της πατούσες άφησαν αχνάρια λύκου πάνω στο χιόνι του τσιμέντου…

*ΜΑΠΟΥΤΣΕ, Caryl Ferey, μετ. Αργυρώ Μακάρωφ, εκδ. ΑΓΡΑ

H βλασφημία και ο χορός*

Συλλογισμένος, ο Αχμέντ αφήνει το γράμμα στο τραπέζι. Ο Μοχάμεντ έρχεται ξανά. Παραδόξως, τον ευχαριστεί που θα τον ξαναδεί, και ας τον τρομάζει η προοπτική να μοιράζεται με οποιονδήποτε τον ζωτικό του χώρο για τέσσερις μήνες. Και ας του πέφτουν βαριά τα μπισμιλάχ, μαντουλιλά, ινς Αλλάχ και ο Θεός μαζί σου μέσα σε λίγες αράδες. Ιδίως απόψε, μετά τη συνάντηση με τον Μοκτάρ. Οι στίχοι του Τζον Λάιντον του έρχονται στο μυαλό. Ένα τραγούδι που έμαθε λίγο λίγο. Η πρώτη στροφή μπαίνει κατευθείαν στο θέμα:

Stained glass windows keep the cold outside/While the hypocrites hide inside/With the lies of statues in their minds/Where the Christian religion made them blind/Where they hide/And pray to the God of a bich spelled backwards is dog/ Not for one race, one creed, one world/But money/Effective/Absuuurd

Πάντα καθισμένος στην καρέκλα του, ο Αχμέντ σιγοτραγουδάει το ρυθμό του μπάσου. Τουντουντουντου ντουντου, τουντουντουντου ντουντου, μετά την κιθάρα, ανελέητη. Τανανανα νανανανα τανανανα νανανανα, τανανανα νανανανα τανανανα νανανανα. Είχε μπει μέσα στο τραούδι, όπως τότε, στα δεκάξι, που είχε ανακαλύψει τους PIL χάρη σε αυτό το κομμάτι, λιγο καιρό αφού είχε ακούσει το Sympathy for the Devil για πρώτη φορά. Τώρα, είναι πλέον σίγουρος ότι έχει ανοσία στις μαλακίες του Μοκτάρ. Σηκώνεται και τραγουδάει στη διαπασόν, ξεβιδώνοντας κορμί και φωνή:

This is religion/There’s a liar on the altar/The sermon never falter/This is religion/This is religion/Your religion/And it’s a falling to bits gloriously

Ω! Η βλασφημία, μόνο αυτή είναι αληθινή. Η βλασφημία και ο χορός. Ο Αχμέντ νιώθει ξαφνικά πιο ανάλαφρος. Περίεργο πάντως πόσο τον βάραινε το Ισλάμ, παρόλο που η μητέρα του δεν του επέβαλε ποτέ τίποτα. Εξάλλου, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε…

*Arab Jazz, Karim Miské, μετάφραση Αγγελική Τσέλιου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Οι κρεμαστοί κήποι του Σαν Φρανσίσκο*

«Δεν ξέρω αν σ’ το είπα».
«Το ποιο;»
«Η Εύβοια».
«Τι;»
«Η Εύβοια είναι όμορφη, είναι νησί μεγάλο».
Σταμάτησε. Τον κοίταξα.
«Και;»
«Και αν τη δεις και από κοντά…»
Σταμάτησε. Τον κοίταξα.
«Τι;»
«Είναι το κάτι άλλο!»
Τελείως ηλίθιο αυτό το παιδί. Αλλά είχε κέφια. Είχε βάλει και μουσική. Μια αρχαία κασέτα που μου είχε γράψει το ’88. Έγραφε «Rock Hits ‘89» στο εξώφυλλο. Όταν μου το είχε δώσει, το 1988 επαναλαμβάνω, τον είχα ρωτήσει: «Γιατί ’89;» «Τι γιατί;» μου είχε απαντήσει. Επέμεινα: «Γιατί ’89 και όχι ’88, που έχουμε κιόλας». Άνοιξε το στόμα του. «’88 έχουμε;». Το εννοούσε. Τέτοιος βλαξ. Αυτός ήταν ο Σώτος που όλοι αγαπήσαμε. Μια ζωή μπροστά από την εποχή του.
Ερέτρια, Αμάρυνθος, Αλιβέρι, Λάμψακος. Πόλεις όλες. Είχαμε περάσει από μπροστά τους. Δεν έδειξαν εντυπωσιασμένες με την παρουσία μας. Συμπαθής διαδρομή. Γούσταρα και τη γέφυρα. Πορθμός του Ευρύπου κι έτσι. Και τα νερά μια δώθε, μια κείθε. Ωραία γέφυρα. Κρεμαστή. Σαν του Σαν Φρανσίσκο. Σαν τους κήπους της Βαβυλώνας. Τους κρεμαστούς.
«Να ρωτήσω κάτι;» ρώτησα κάτι.
«Πάλι;»
Άκουγε μουσική. AC/DC. Big Balls.
«Πάλι».
«Άντε».
«Γιατί είμαστε εδώ;»
«Πάλι τα ίδια;»
«Πάλι».
«Δε σου λέω».
Δε μου ‘λεγε. Εκατόν εξήντα χιλιόμετρα τον σταύρωνα. «Μπορεί να κάνω και λάθος», έλεγε μόνο.
Το είπε και τώρα:
«Μπορεί να κάνω και λάθος».
Μετά είχε σαράντα έξι συνεχείς στροφές. Δηλαδή πολλές. Τον άφησα στην ησυχία του. Motorhead. On Parole.
Καλά δεν έκανα;

*Τα Χαστουκόψαρα, Λένος Χρηστίδης, εκδ. Καστανιώτη

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins ο @pool_boy_ . Τον ευχαριστούμε!

Μπέρμινχαμ 1974*

Μια αφίσα με το πορτραίτο του αλλοτινού ήρωά του, του Έρικ Κλάπτον, εξακολουθούσε περήφανα να κοσμεί τον τοίχο, δίπλα σε μια απεικόνιση του σπιτιού του Μπίλμπο Μπαγκινς στο Μπαγκ Εντ, ζωγραφισμένη από τον ίδιο τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, καθώς και μια άλλη εικόνα από το έργο του Τόλκιν, ένας λεπτομερής χάρτης της Μέσης Γης, τη γεωγραφία της οποίας ο Μπέντζαμιν και ο Φίλιπ γνώριζαν καλύτερα από εκείνη των βρετανικών νήσων.
«Άκου λίγο αυτό», είπε ο Μπέντζαμιν, κοιτώντας με κάποια αγωνία τη βελόνα του φορητού μονοφωνικού του πικάπ, καθώς έπεφτε με φόρα στο περιστρεφόμενο βινύλιο. «Άμα κάποτε βάλουμε επιτέλους μπροστά το συγκρότημα, ίσως κάτι τέτοια θα πρέπει να κάνουμε».
«Μια και ανέφερες το συγκρότημα», απάντησε ο Φίλιπ, «σκέφτηκα ένα φανταστικό όνομα». Πήγε στο χάρτη, έψαξε με την άνεση του γνώστη κοντά στα Βουνά της Καταχνιάς, κι ακούμπησε το δάχτυλό του μερικές εκατοντάδες ξωτικές λεύγες νοτιοανατολικά του Φάνγκορν. «Μίνας Τίριθ».
Ο Μπέντζαμιν σούφρωσε τα χείλη. «Δεν είναι άσχημο». Είχε μπει εδώ και τριάντα δευτερόλεπτα το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ: μια παράξενη, δίφωνη μελωδία απ’ την κιθάρα και το σαξόφωνο, ενώ τα όργανα που κρατούσαν το ρυθμό ακολουθούσαν ένα ασυνήθιστο και μπερδεμένο μέτρο, που ο Μπέντζαμιν δεν είχε κατορθώσει ακόμη να αποκρυπτογραφήσει. Η μουσική ήταν τολμηρή, εγκεφαλική και ελαφρώς παρανοϊκή. «Λοιπόν, τι λες;»

«Ακούγονται σαν να κουρντίζουν», είπε ο Φίλιπ. «Ποιοι είναι;»
«Henry Cow«, απάντησε ο Μπέντζαμιν. «Τους πήρα απ’ τον Μαλλιά».
«Ποιόν;»
«Τον Μάλκομ. Τον γκόμενο της Λόις».
«Α», έκανε ο Φίλιπ, πιο σκυθρωπός από ποτέ. «Δεν ήξερα ότι έχει γκόμενο». Κοίταξε με απορία το εξώφυλλο του δίσκου, όπου η ανεξήγητη εικόνα μιας σκέτης κάλτσας φτιαγμένης από σιδερένιους κρίκους, σαν πανοπλία, δεν έδινε την παραμικρή ένδειξη για το περιεχόμενο. «Έτσι πάει συνέχεια;»
«Όχι, γίνεται πιο μυστήριο», είπε ο Μπέντζαμιν, περήφανος με τη νέα του ανακάλυψη. «Ο Μάλκομ λέει ότι πρέπει να την ψάχνεις. Φαίνεται πως έχουν επιρροές από Νταντά».
«Και ποιος ή τι είναι Νταντά;» ρώτησε ο Φίλιπ
«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε ο Μπέντζαμιν. «Αλλά… Ε, λοιπόν, φαντάσου τους Yardbirds να τζαμάρουν με τον Λιγκέτι στους καπνούς και τα ερείπια του διαιρεμένου Βερολίνου».
«Ποιος είναι ο Λιγκέτι;»
«Ένας συνθέτης», απάντησε ο Μπέντζαμιν. «Νομίζω».
Πήρε την κιθάρα του και προσπάθησε, χωρίς καμία απολύτως επιτυχία, να παίξει μαζί με την αντιστικτική μελωδία του βιολιού.
«Και τέλος πάντων, γιατί είναι διαιρεμένο το Βερολίνο;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Πάντοτε αναρωτιόμουν».
«Δεν ξέρω… Φαντάζομαι ότι θα περνάει κανά ποτάμι ανάμεσα ε; Σαν τον Τάμεση. Νομίζω πως είναι ο Δούναβης».
«Νόμιζα πως είχε να κάνει με τον ψυχρό πόλεμο».
«Μπορεί».

*Η Λέσχη των Τιποτένιων, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ