Να ξεκινήσεις από την αταξία και να φτάσεις στην τάξη*

Ο Οράσιο γλίστρησε λίγο πιο χαμηλά και, είδε ξεκάθα­ρα όλα εκείνα που ήθελε να δει. Δεν ήξερε αν αυτό το εγχείρημα θα έπρεπε να το αποπειραθεί εκ των κάτω ή εκ των άνω, με τη συγκέντρωση όλων του των δυνάμεων ή καλύτερα όπως τώρα, σκόρπιος και ρευστός, ανοιχτός στο φεγγίτη, στα πράσινα κεριά, στο πρόσωπο θλιμμένης προβατίνας της Μάγα, στη Μα Ραίηνυ που τραγουδούσε το Jelly Beans Blues.

Καλύτερα έτσι, καλύτερα σκορπισμένος και ευεπίδεκτος, σπογγώδης όπως όλα γίνονταν σπογγώδη μόλις τα κοίταζες πολλή ώρα και με τα αληθι­νά σου μάτια. Δεν ήταν και τόσο μεθυσμένος ώστε να μη νιώθει πως είχε κάνει το σπίτι του γης Μαδιάμ, πως μέσα του τίποτα δε βρισκόταν στη θέση του, αλλά ταυτοχρό­νως – αυτό ήταν σίγουρο, θαυμαστά σίγουρο – στο πά­τωμα ή στο ταβάνι, κάτω απ’ το κρεβάτι ή επιπλέοντας στο νερό του νιπτήρα υπήρχαν αστέρια και θραύσματα αιωνιότητας, ποιήματα σαν ήλιοι και σαν πελώρια γυ­ναικεία πρόσωπα και σαν γάτες όπου μέσα τους έκαιγε η μανία της ράτσας τους, σ’ αυτό το ανακάτεμα από σκου­πίδια, από τις πλάκες νεφρίτη της γλώσσας του όπου οι λέξεις μπλέκονταν μέρα και νύχτα σε λυσσασμένες μάχες ανάμεσα σε μυρμήγκια και σκολόπεντρες, η βλαστήμια συνυπήρχε με την καθάρια μνεία των ουσιωδών, η ξεκά­θαρη εικόνα με τη χειρότερη αργκό. Η ακαταστασία θριάμβευε και έτρεχε μέσα στα δωμάτια με τα μαλλιά της να κρέμουνται σε απαίσια τσουλούφια, τα μάτια γυάλι­να, τα χέρια γεμάτα τράπουλες που δεν μπορούσαν να τις ανακατέψουν, επιστολές χωρίς αρχή και τέλος και πάνω στα τραπέζια κρύωνε η σούπα μέσα στα πιάτα, το δάπεδο ήταν γεμάτο παρατημένα πανταλόνια, σάπια μή­λα, λεκιασμένους επιδέσμους. Κι όλα αυτά ξαφνικά ογκώνονταν και γίνονταν μια φρικτή μουσική, ήταν κάτι περισσότερο από την τσόχινη σιωπή που επικρατούσε στα τέλεια τακτοποιημένα σπίτια των άμεμπτων συγγε­νών του, στο κέντρο μιας σύγχυσης όπου το παρελθόν δεν μπορούσε να βρει το κουμπί του πουκαμίσου και το παρόν ξυριζόταν με κομμάτια γυαλί γιατί δεν έβρισκε το ξυράφι που ήταν θαμμένο σε κάποια γλάστρα, μέσα σ’ ένα χρόνο που στριφογύριζε σαν ανεμοδείκτης με κάθε αέρα, ένας άνθρωπος βαριανάσαινε ώσπου δεν άντεχε άλλο, ένιωθε πως η ζωή του έφτανε στο παραλήρημα κα­θώς κοίταζε την ακαταστασία που τον περιστοίχιζε και αναρωτιόταν αν οτιδήποτε από όλα αυτά είχε νόημα. Κάθε ακαταστασία θα δικαιωνόταν εφόσον θα έβγαινε από τον εαυτό του, με την τρέλα ίσως θα κατάφερνε να φτάσει σε μια λογική που δε θα ήταν αυτού του είδους η λογική που η απουσία της είναι η τρέλα. «Να ξεκινήσεις από την αταξία και να φτάσεις στην τάξη», σκέφτηκε ο Ολιβέιρα. «Ναι, αλλά τι είδους τάξη θα είναι αυτή που δε θα μοιάζει με την πιο φρικτή, πιο απαίσια, πιο νοση­ρή απ’ όλες τις ακαταστασίες; Η τάξη των θεών ονομά­ζεται κυκλώνας ή λευχαιμία, η τάξη του ποιητή ονομάζε­ται αντιύλη, συμπαγές διάστημα, λουλούδι από τρεμάμε­να χείλη, αχ Θεέ μου, τι μεθύσι, πρέπει να πάω αμέσως να ξαπλώσω». Και η Μάγα έκλαιγε, ο Γκυ είχε εξαφανι­στεί, ο Ετιέν είχε φύγει αμέσως μετά τον Περίκο και ο Γκρεγκορόβιους, ο Γουώνγκ και ο Ρόναλντ κοίταζαν ένα δίσκο που γύριζε αργά, τριάντα τρεις και ένα τρίτο στροφές το λεπτό, ούτε μια περισσότερο ή λιγότερο και σ’ αυτές τις στροφές το Oscar’s Blues, με τον ίδιο τον Όσκαρ στο πιάνο, έναν κάποιο Όσκαρ Πήτερσον, έναν κάποιο πιανίστα με κάτι από τον τίγρη και την τσόχα, έναν κάποιο πιανίστα θλιμμένο και χοντρό, έναν τύπο στο πιάνο και η βροχή να πέφτει πάνω στο φεγγίτη, τελι­κά όλα αυτά ήταν λογοτεχνία.

*Το κουτσό, Julio Cortasar, μετ. Κώστας Κουντούρης, εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ

Tο βιβλίο και τη μουσική τα κερνάει στο bar ο Επίτροπος. Τον ευχαριστούμε!

Έτοιμη για όλα*

Ο Μίλτος βέβαια, ξέχασα να σας πω. Είχε ένα σκυλάκι, τον Μπουκ, που το λατρευε το σκασμένο γιατί ήτανε πολύ γλυκούλικο, πανέξυπνο και τσαχπίνικο πλασματάκι. Μια φορά το ‘φερε στο μαγαζί κι έτυχε να είναι κι η Νταίζυ εκεί και το μπάνισε και φαίνεται πως το είπε του Σατούρου κι ο μαλάκας πήγε και του ‘ριξε φόλα στο σπίτι του Μίλτου και πάει το σκυλί το ωραίο, το ‘φαγε ο μαύρος χάρος και το βρήκε τέζα το απόγεμα ο Μίλτος με αφρούς στο στόμα του. Ποιος ξέρεις τώρα ποιανού ηλίθια ιδέα ήτανε εκείνη αλλά του Μίλτου του στοίχισε ο θάνατος του Μπουκ κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί μια μέρα ολόκληρη και το πήρε απόφαση να τονε καθαρίσει το μαλάκα το Σατούρο και την άλλη την σκρόφα την πηδιόλα την Νταίζυ.
Έβαλε στο youtube ο Μίλτος το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ γιατί ταίριαζε, έπιασε να λαδώνει την καραμπίνα του πατέρα του, την έκοψε μ’ ένα πριόνι και την έκανε κοντόκαννη, πριόνισε και το μπράτσο της, την γέμισε με τρία φυσίγγια κι έβαλε άλλα δέκα μες στην τσέπη του μπουφάν του. Έβαλε τα παπούτσια του και πήγε στο Μάτριξ κατά τις 12 τη νύχτα να πιάσει δουλειά όπως πάντα. Την καραμπίνα την έβαλε μέσα σε μια τσάντα ώμου έτοιμη για όλα.

* Γυμνά Τρόλ, διηγήματα. Στέλιος Παπαγρηγορίου. Εκδόσεις Νεφέλη

***

Θαμώνας του Bar Des 13 Coins, η petroulasep.

Οι κρεμαστοί κήποι του Σαν Φρανσίσκο*

«Δεν ξέρω αν σ’ το είπα».
«Το ποιο;»
«Η Εύβοια».
«Τι;»
«Η Εύβοια είναι όμορφη, είναι νησί μεγάλο».
Σταμάτησε. Τον κοίταξα.
«Και;»
«Και αν τη δεις και από κοντά…»
Σταμάτησε. Τον κοίταξα.
«Τι;»
«Είναι το κάτι άλλο!»
Τελείως ηλίθιο αυτό το παιδί. Αλλά είχε κέφια. Είχε βάλει και μουσική. Μια αρχαία κασέτα που μου είχε γράψει το ’88. Έγραφε «Rock Hits ‘89» στο εξώφυλλο. Όταν μου το είχε δώσει, το 1988 επαναλαμβάνω, τον είχα ρωτήσει: «Γιατί ’89;» «Τι γιατί;» μου είχε απαντήσει. Επέμεινα: «Γιατί ’89 και όχι ’88, που έχουμε κιόλας». Άνοιξε το στόμα του. «’88 έχουμε;». Το εννοούσε. Τέτοιος βλαξ. Αυτός ήταν ο Σώτος που όλοι αγαπήσαμε. Μια ζωή μπροστά από την εποχή του.
Ερέτρια, Αμάρυνθος, Αλιβέρι, Λάμψακος. Πόλεις όλες. Είχαμε περάσει από μπροστά τους. Δεν έδειξαν εντυπωσιασμένες με την παρουσία μας. Συμπαθής διαδρομή. Γούσταρα και τη γέφυρα. Πορθμός του Ευρύπου κι έτσι. Και τα νερά μια δώθε, μια κείθε. Ωραία γέφυρα. Κρεμαστή. Σαν του Σαν Φρανσίσκο. Σαν τους κήπους της Βαβυλώνας. Τους κρεμαστούς.
«Να ρωτήσω κάτι;» ρώτησα κάτι.
«Πάλι;»
Άκουγε μουσική. AC/DC. Big Balls.
«Πάλι».
«Άντε».
«Γιατί είμαστε εδώ;»
«Πάλι τα ίδια;»
«Πάλι».
«Δε σου λέω».
Δε μου ‘λεγε. Εκατόν εξήντα χιλιόμετρα τον σταύρωνα. «Μπορεί να κάνω και λάθος», έλεγε μόνο.
Το είπε και τώρα:
«Μπορεί να κάνω και λάθος».
Μετά είχε σαράντα έξι συνεχείς στροφές. Δηλαδή πολλές. Τον άφησα στην ησυχία του. Motorhead. On Parole.
Καλά δεν έκανα;

*Τα Χαστουκόψαρα, Λένος Χρηστίδης, εκδ. Καστανιώτη

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins ο @pool_boy_ . Τον ευχαριστούμε!

«ροκ-εν-ρολ»*

Ήταν μια εποχή έντονου αναβρασμού. Ο Ντε Γκωλ, μετά την προσωρινή, μακρόχρονη, αποχή του, είχε επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο για να σώσει τη γαλλική Αλγερία από την απειλή των αλγερινών τρομοκρατών. Ο κόσμος άρχιζε να χρησιμοποιεί λέξεις με άγνωστη σημασία για μένα: αποαποικιοποίηση, κατάρρευση της αυτοκρατορίας, πόλεμος της Αλγερίας, Κούβα, Κίνημα των Αδεσμεύτων, Ψυχρός Πόλεμος. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί νεολογισμοί με άφηναν αδιάφορο. Καθώς οι φίλοι του Φρανκ κουβέντιαζαν μόνο για τέτοια, άκουγα δίχως να μιλώ, παριστάνοντας πως καταλάβαινα. Συμμετείχα μόνο όταν άκουγα τη λέξη «ροκ-εν-ρολ». Είχε μπει στη ζωή μας εκεί που δεν το περιμέναμε, λίγους μήνες νωρίτερα. Ακούγαμε αφηρημένοι ραδιόφωνο. Διάβαζα, αραγμένος στην πολυθρόνα. Ο Φρανκ μελετούσε. Μια άγνωστη μουσική ξεχύθηκε από τη συσκευή. Σηκώσαμε το κεφάλι και κοιταχτήκαμε, μην μπορώντας να πιστέψουμε στ’αφτιά μας. Πλησιάσαμε στο ραδιόφωνο και ο Φρανκ δυνάμωσε την ένταση. Ο Μπιλ Χάλεϊ θα μας άλλαζε τη ζωή.

*Η Λέσχη Των Αθεράπευτα Αισιόδοξων, Ζαν-Μισέλ Γκενασιά, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η Aspasia Daskalopulu. Την ευχαριστούμε!

Τα φαινόμενα απατούν*

Το ραδιόφωνο στο ταξί έπαιζε κλασσική μουσική στα FM: ένα κομμάτι του Γιάνατσεκ, τη “Συμφωνιέτα”. Δεν ήταν το ιδανικό κομμάτι ν’ ακούς σε ένα ταξί παγιδευμένο στην κίνηση. Ο ταξιτζής το άκουγε μάλλον αδιάφορος. Μεσόκοπος, με το στόμα μισάνοιχτο και τα μάτια καρφωμένα στην ατελείωτη ουρά αυτοκινήτων που προπορευόταν, σαν βετεράνος γερό – ψαράς όρθιος στην πλώρη, που ερμηνεύει δυσοίωνα σημάδια στο σημείο σύγκλισης δύο παλιρροιών. Η Αομάμε, καθισμένη αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα, άκουγε τη μουσική με τα μάτια μισόκλειστα.

  Πόσα άτομα άραγε σ’ ολόκληρο τον κόσμο καταλαβαίνουν τη “Συμφωνιέτα” του Γιάνατσεκ από τα πρώτα κιόλας μέτρα; Σίγουρα κάπου ανάμεσα στο “ελάχιστοι” και στο “κανένας”. Η Αομάμε όμως, πράγμα παράξενο, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ελάχιστους.

  Ο  Γιάνατσεκ είχε συνθέσει τη μικρή αυτή συμφωνία το 1926. Είχε γράψει το πρώτο μέρος σε ύφος φανφάρας για μια αθλητική διοργάνωση. Η Αομάμε προσπάθησε να φανταστεί την Τσεχοσλοβακία της εποχής εκείνης. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει, η χώρα είχε απελευθερωθεί από τη μακρόχρονη κυριαρχία των Αψβούργων, στα καφενεία ο κόσμος έπινε μπίρα πίλσνερ, ωραιότατα αυθεντικά πολυβόλα έβγαιναν στην παραγωγή και η κεντρική Ευρώπη απολάμβανε μια εφήμερη ειρήνη. Ο Φραντς Κάφκα – άγνωστος μεταξύ αγνώστων – είχε εγκαταλείψει τον κόσμο ετούτο πριν από δύο χρόνια. Σε λίγο θα εμφανιζόταν ο Χίτλερ από το πουθενά και θα καταβρόχθιζε αυτή την όμορφη και μικρή χώρα. Εκείνη την εποχή όμως κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη. Τελικά ίσως το σημαντικότερο δίδαγμα της Ιστορίας να είναι ακριβώς αυτό: πως “εκείνη την εποχή κανένας δε μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη”. Η Αομάμε, απορροφημένη από τη μελωδία, φανταζόταν ένα ανέμελο αεράκι να φυσάει στις πεδιάδες της Βοημίας και το μυαλό της ταξίδευε.

*1Q84 (βιβλίο Ι), Χαρούκι Μουρακάμι, εκδ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η KaloutsikiΤην ευχαριστούμε!

Έτσι κι αλλιώς, οι νύχτες είναι ατέλειωτες, άρα…*

Ο Μπλου δεν βρήκε τι να απαντήσει. Την πήρε στην αγκαλιά του. Ένα κορμί δυνατό. Γεροδεμένο. Επαγγελματίας χορεύτρια ή αθλήτρια. Φορούσε λεπτό φόρεμα από μαύρη δαντέλα. Μαύρα παπούτσια, με τρία λεπτά δερμάτινα λουράκια γύρω απ’ τον αστράγαλο. Ένα άρωμα πικρό, διακριτικό, μάλλον ανδρικό. Έντονα βαμμένα χείλη. Ήταν άραγε ηθελημένο; Όπως και να’ χε, ο Μπλου πολύ θα ‘θελε να τα δαγκώσει. Χόρεψαν μια άνοστη μουσική, παιγμένη από έναν άνοστο ακορντεονίστα. Γέλασαν. Ακολούθησε ένα καλύτερο κομμάτι, άγνωστο και στους δύο, και ύστερα το «Tango Fever» του Πιατσόλα, που προτιμάς να το ακούς παρά να το χορεύεις. Ο Μπλου βρήκε ευκαιρία να επιστρέψει στο τραπέζι του. Το κορμί της γυναίκας σφιγγόταν πάνω στο δικό του. Αναζητούσε και εκείνος αυτή την επαφή. Η Άννα Μπρακ θα πρέπει να αισθάνθηκε το ορθωμένο πέος του.

* Η σιωπή των νεκρών, Jean-Paul Noziere, Μτφρ. Δημήτρης Σιδηρόπουλος, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η Mahi Theo. Την ευχαριστούμε!