Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος*

19.00

Γράφω το μυθιστορημά μου ενόσω ο Μάριος και ο Νοέ κεντάνε σε καμβά, πλάι πλάι στον καναπέ, σαν δυο γριούλες παλιάς εποχής. Ο Ρεζά καθαρίζει την κουζίνα. Αναρωτιέμαι τι στην ευχή υπάρχει για να καθαρίσει· νόμιζα ότι είχα ήδη πλύνει κάθε γωνία… Ανοίγει το ραδιόφωνο που είναι στην άκρη του νεροχύτη. Επειδή ήμουν η τελευταία που άκουγε, είχε μείνει στο Chante France. Ακούμε Τζό Ντασέν και το Champs – Elysées του. Ο Ρεζά σιγοτραγουδάει τη μελωδία. Είναι χαζό, αλλά με συγκινεί που αυτός ο νεαρός Αφγανός ακούει ένα γαλλικό τραγούδι, πενήντα χρόνια παλιό, και το σιγοτραγουδάει στην κουζίνα.

Ακούω το Chante France γιατί ελπίζω κάθε φορά ότι θα παίξουν το Mon Vieux του Ντανιέλ Γκισάρ, το Duel au Soleil του Ετιέν Νταό, το Les Filles de l’aurore του Ουίλιαμ Σελέρ, το Mourir sur scene της Νταλιντά και το Banlieue Rouge του Ρενό. Τις πιο πολλές φορές περιμένω τζάμπα.

*

Ο Νοέ και ο Ρεζά παίζουν σκάκι, καθισμένοι σταυροποδι στο πάτωμα του σαλονιού.

-Που ζουσες όταν ήσουν σαν κι εμένα, Ντανιέλ;

-Όταν ήμουν επτά χρονών…

-Όχι, γίνομαι οκτώ σε ένα μήνα!

-Συγγνώμη! Όταν ήμουν οκτώ χρόνών, ζούσα στο Αφγανιστάν.

-Και όταν θα γίνω σαν κι εσένα… όταν θα είμαι είκοσι δύο, που θα ζω;

-Μπορεί στο Αφγανιστάν.

-Μπορεί! Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος.

*Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι, Émilie de Turckheim, μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

Αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας*

Αυτοί οι δύο άντρες ήταν τα παράσιτα του Μπομπ, μα η Αν-Μαρί, με την αθωότητά της, δεν είχε υποπτευθεί τίποτα. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό του συμμαθητή μου σαν δυο σωματοφύλακες ή δυο γελωτοποιοί. Στην αρχή, το γέλιο του Τζέιμς Μουρέντζ, οι ουλές του, ο τρόπος που μας χτυπούσε τον ώμο καθώς μας γυρόφερνε κάνοντας μικρά πηδηματάκια σαν πυγμάχος με διασκέδαζαν. Και με είχε γοητεύσει η ευγένεια του Έντουαρντ Αγκάμ. Ο Μπομπ μου είχε εμπιστευτεί πως ήταν οι δύο του φίλοι, οι «κολλητοί» του όπως είπε.

Και τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει διαφορετική τροπή, οι μέρες να διαδεχόταν η μια την άλλη μέσα στην ανεμελιά, αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας. Ο Μακ Φόουλς μιλούσε γι΄αυτήν διαρκώς. «Δεν είδες τη θάλασσα;» «Είμαι σίγουρος πως είναι η ώρα της παλίρροιας». «Τι χρώμα έχει η θάλασσα σήμερα;» «Δεν νομίζεις πως μυρίζει θάλασσα;» Ο Μουρέντζ και ο Αγκάμ, για να ευχαριστήσουν τον Μπομπ, πρόσθεταν κι από πάνω. Ο Αγκάμ, με συνοδεία κιθάρας, μας τραγουδούσε τη Θάλασσα του Σαρλ Τρενέ. Ο Μουρέντζ είχε αποφασίσει πως η θάλασσα άρχιζε κάτω από τη βεράντα του ξενοδοχείου και μας ζητούσε να θαυμάζουμε τις βουτιές του. Φορούσε κι αυτός μαγιό λεοπαρδαλέ και όρθιος πάνω στο πεζούλι φούσκωνε το στήθος του παίρνοντας βαθιές εισπνοές. Ύστερα, με το κεφάλι μπροστά, πηδούσε προς την πελούζα και την τελευταία στιγμή, μ’ ένα σπάσιμο της μέσης, έβρισκε την ισορροπία του.

«Κρυούτσικη;» ρωτούσε ο Μακ Φουλς.
«Όχι, σήμερα είναι καλή», απαντούσε ο Μουρέντζ κάνοντας πως τινάζει τα νερά από πάνω του και ισιώνοντας τα μαλλιά του, λες κι είχε βουτήξει πραγματικά. «Αυτή η θάλασσα έχει την ιδανική θερμοκρασία».

Ένας επιπόλαιος παρατηρητής θα το είχε πάρει για απλό αστείο, θα ανησυχούσε όμως τη μέρα που ο Μουρέντζ, λέγοντας πως το κάγκελο της βεράντας ήταν πολύ χαμηλός βατήρας, αποφάσισε να πηδήξει από το περιστύλιο της εισόδου του ξενοδοχείου. Η πρωτοβουλία του ενθουσίασε τον Μακ Φόουλς και τον Έντουαρντ Αγκάμ, όσο για μένα και την Αν-Μαρί, δεν τολμήσαμε να πούμε τίποτα.

«Βούτα, μη φοβάσαι», είπε ο Μακ Φόουλς. «Η θάλασσα είναι βαθιά εδώ…»
Ο Μουρέντζ, πατώντας πάνω σε ένα σκαμνί, ανέβηκε στην προεξοχή, που είχε ύψος πάνω από τρία μέτρα. Ο Αγκάμ, απαθής, σιγοτραγουδούσε τη Θάλασσα. Ο θυρωρός και ένας από τους γκρουμ του ξενοδοχείου παρακολουθούσαν τη σκηνή συνεπαρμένοι.

«Θα σας παρουσιάσω τη βουτιά του αγγέλου», είπε ο Μουρέντζ.
Ένα προκλητικό χαμόγελο έκανε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να συσπαστούν. Ο Μακ Φόουλς μου είχε πει πως η τόλμη του στα αγωνίσματα του μπόμπσλεϊ στο Σεν Μόριτζ είχε γίνει αιτία να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Τζέιμς ο αυτόχειρας».

«Άντε βούτα», είπε ο Μακ Φόουλς. «Δεν έχει πια κύμα. Είναι πραγματική πισίνα. Δείξε μας επιτέλους τη βουτιά του αγγέλου».

Ο Μουρέντζ, ακίνητος πάνω στην προεξοχή, με σφιγμένα χείλη, πήρε βαθιά ανάσα. Έπειτα, μ’ ένα βίαιο τίναγμα, πήδηξε προς τα πάνω, με τα χέρια ανοιχτά. Θα παίρναμε όρκο πως θα συντριβόταν στο έδαφος, αλλά, σε κλάσματα δευτερολέπτου, δίπλωσε τα γόνατα στην κοιλιά του και έπεσε πάνω στο μαλακό γκαζόν σε στάση εμβρύου, στάση που εγκαινίασε, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ο σκιέρ Βουαρνέ. Χειροκροτήσαμε. Μόνο ο Μακ Φόουλς παρέμεινε απαθής.

«Την επόμενη φορά να κάνεις βουτιά από πιο ψηλά και όταν θα έχει κύμα», είπε ψυχρά.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε πρωί, ο «Τζέιμς ο αυτόχειρας» έκανε βουτιές. Βουτιά με εκτίναξη του σώματος, βουτιά από ένα τραπέζι που το είχε τοποθετήσει στη βεράντα του ξενοδοχείου, βουτιά «σαν να κλωτσούσε το φεγγάρι» ή «βουτιές ανάποδες». Και κάθε φορά, αυτές οι επιδείξεις τελείωναν με τα συνηθισμένα αστειάκια: «το νερό είναι καλό», «πρέπει να βουτήξετε κι εσείς»… ως τη μέρα που κάνοντας μια βουτιά έσπασε ελαφρά τον πήχη του. Έδεσε το χέρι του από το λαιμό με μια μαντίλα –μεταξωτή άσπρη μαντίλα, που του χάρισε ο Μακ Φόουλς– και όλη την ημέρα κυκλοφορούσε με τούτη τη μαντίλα και το λεοπαρδαλέ μαγιό του.

«Δεν μπορείς να κολυμπήσεις, καημένε μου», του είπε ο Μακ Φόουλς. «Και είναι κρίμα μ’ αυτή τη ζέστη…»

* Ήταν όλοι τους καλά παιδιά…, Patrick Modiano, μετ. Βάσω Νικολοπούλου – Νίκη Ντουζέ, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία**

Ένα βράδυ, όταν ήμουν γύρω στα είκοσι τέσσερα, πήγα να δω ένα πρόγραμμα με γαλλικές ταινίες που παρουσίαζε η κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστημίου. Η πρώτη που προβλήθηκε ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ του Ζορζ Φρανζύ για ένα σφαγείο του Παρισιού με τίτλο Το αίμα των ζώων. Ώσπου να τελειώσει, άδειασε η μισή αίθουσα.
Ήταν το συνηθισμένο κοινό κινηματογραφικής λέσχης: πορωμένοι ειδήμονες των ταινιών φρίκης, ως επί το πλείστον, που το θεωρούσαν πολύ του συρμού να θαυμάζουν ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό, όπου ψυχοπαθείς δολοφόνοι διαμέλιζαν αμερικανούς εφήβους, ή εφιάλτες επιστημονικής φαντασίας όλο αιμοχαρή ειδικά εφέ. Τι είχε λοιπόν αυτή η ταινία, τόσο τρυφερή και μελαγχολική από πολλές απόψεις, που έκανε τις γυναίκες να βγάζουν κραυγές φρίκης και τους άντρες να τρέχουν στην έξοδο;
Δεν την ξανάδα από τότε, αλλά πολλές λεπτομέρειες έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Το ωραίο λευκό άλογο που πέφτει, μέσα σε πίδακες αίματος, καθώς ένα καρφί χώνεται στον αυχένα του· μοσχάρια που σφαδάζουν αφού τους έκοψαν τον λαιμό, τινάζοντας βίαια το κεφάλι τους απ’ όπου πετάγεται καυτό αίμα που κυλάει στο πάτωμα· αποκεφαλισμένα πρόβατα στη σειρά, που εξακολουθούν να τινάζουν τα πόδια τους με μανία· αγελάδες με μακριά μεταλλικά καρφιά μπηγμένα στο κρανίο τους, βαθιά, ως το μυαλό τους. Κι ύστερα, σαν αντίστιξη, η φωνή του κοριτσιού που μας παρουσιάζει τη θλίψη των προαστίων του Παρισιού -les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…* Oι εργάτες που κομμάτιαζαν τα σφαχτά τραγουδώντας το «La Mer» του Τρενέ – «ses blancs moutons, avec les anges si pures…»* Ενα κοπάδι πρόβατα που βελάζουν σαν όμηροι καθώς τα παρασύρει στο σφαγείο ο κράχτης, le traître*, που ξέρει το δρόμο και ξέρει ότι η δική του ζωή θα σωθεί: les autres suivent comme des hommes…* Οι εργάτες που σφυρίζουν, γελάνε, αστειεύονται avec la simple bonne humeur des tueurs*, και χειρίζονται τα σφυριά, τα μαχαίρια, τα τσεκούρια και τους μπαλτάδες τους sans colère, sans haine… χωρίς οργή, χωρίς μίσος.

Μου ήταν αδύνατο να ξεχάσω αυτή την ταινία και τις επόμενες εβδομάδες, σε στιγμές ανίας στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, κοιταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών του πανεπιστημίου, κοίταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών για τον κινηματογράφο να δω αν είχε γραφτεί κάτι γι’ αυτή: με την ελπίδα, ίσως, ότι ο πέλεκυς της ακαδημαϊκής κριτικής θα κατάφερνε να πλήξει θανάσιμα τις εικόνες που εξακολουθούσαν να βασανίζουν τη μνήμη μου. Δεν έγινε όμως έτσι: γιατί, ύστερα από πολύ ψάξιμο, έπεσα πάνω στο μακροσκελές και λαμπρό δοκίμιο ενός συγγραφέα που είχε, ως φιανόταν, ξεκλειδώσει το μυστικό της φριχτής αλήθειας της. Αφού το διάβασα, άνοιξα το τετράδιό μου και αντέγραψα την παρακάτω φράση:

Η ταινία μας υπενθυμίζει πως ό,τι είναι αναπόφευκτο μπορεί επίσης να είναι και ψυχικώς αφόρητο, ό,τι είναι δικαιολογημένο μπορεί να είναι και αποτρόπαιο… ότι, ακριβώς όπως η τρελή Μητέρα Φύση, αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία, είναι οργανωμένο σύστημα όχι μόνο ζωής αλλά και θανάτου…

*

les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…: άδεια οικόπεδα, κήποι φτωχών παιδιών… στο όριο της ζωής φορτηγά και τρένα…
ses blancs moutons, avec les anges si pures…: τ’ άσπρα της πρόβατα με τους αγνούς αγγέλους
le traître: ο προδότης
les autres suivent comme des hommes…: τα υπόλοιπα ακολουθούν σαν άνθρωποι
avec la simple bonne humeur des tueurs: με την απλή ευθυμία των σφαγέων

** Τι Ωραίο Πλιάτσικο!, Jonathan Coe, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάνου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα.*

Αισθανόμουν όμορφα στο μπαρ του Χασάν. Μια παρέα ήταν οι τακτικοί θαμώνες του και δεν τους χώριζε τίποτα, ούτε τα χρόνια, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική τους τάξη ή το χρώμα του πετσιού τους. Φίλοι ήμασταν όλοι εκεί. Αυτός που πήγαινε εκεί για το παστίς του, σίγουρα δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, ποτέ του δεν θα το ‘κανε αυτό, μήτε μια φορά στη ζωή του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους γνωστούς μου. Όλοι οι πελάτες αυτού του μπαρ, που ήταν Μαρσεγέζοι απλοί και σωστοί, ήξεραν πολύ καλά γιατί ζούσαν στη Μασσαλία κι όχι αλλού. Τη φιλία που ανάσαινες εκεί συνάμα με τη μυρωδιά του γλυκάνισου την ένιωθες στη ματιά που αντάλλασσες με τους άλλους. Θύμιζε το μισεμό των πεταράδων μας. Σε καθησύχαζαν όλα τούτα. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε αφού ήδη είχαμε χάσει τα πάντα.

Όταν μπήκα έπαιζαν ένα τραγούδι του Φερέ:

Βλέπω να μας έρχονται
τρένα γεμάτα μπράουνινγκ, μπερέτες με μαύρα λουλούδια
και ανθοπώλες να ετοιμάζουν λουτρά αίματος
για χρωμοτηλεοπτικά δελτία…

Ζήτησα να μου σερβίρουν ένα παστίς στη μπάρα. Το ανανέωσε μετά ο Χασάν, όπως πάντα. Στη συνέχεια, δεν τα ξαναμέτρησα τα παστίς. Σε μια στιγμή, όταν είχα φτάσει κάπου στα τέσσερα, ο Χασάν σκύβει και μου λέει:
– Μα για πες μου, κομμάτι αδέξια μου φαίνεται η εργατική τάξη. Εσύ τι λες, έτσι δεν είναι;
Η αλήθεια είναι πως δεν με ρώταγε, απλώς το διαπίστωνε. Το βεβαίωνε. Ο Χασάν δεν ήταν φλύαρος. Του άρεσε όμως κάθε τόσο να πετάει σ’ έναν πελάτη μια φρασούλα με νόημα. Έτσι σαν γνωμικό για να το σκέφτεσαι.
-Μα τι να σου πω τώρα, του απάντησα.
-Τίποτε. Δεν υπάρχει τίποτε να πεις. Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα. Άντε, τελείωνε το ποτό σου.

*H Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Kι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες*

Χωρίς να τον πολυνοιάζουν οι επιφυλάξεις του Γιόζεφ, ο Ματέ επέμενε. Είχε ξανασκεφτεί τη διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία της Δίκης. Υποστήριζε πως ήταν ένα αξιόλογο μανιφέστο για το παράλογο, ενώ ο Γιόζεφ αντιθέτως θεωρούσε πως η απουσία του ορθού λόγου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
– Όταν ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, παραμένει ελεύθερος. Στην ανάκρισή του, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει κατηγορητήριο εναντίον του, αντιθέτως, ασκεί αυτός κριτική στο σύστημα. Το διαμέρισμα του δικαστικού κλητήρα χρησιμεύει για δικαστήριο, ενώ όσο διαρκεί η δίκη του, η γυναίκα του κλητήρα έχει σεξουαλικές σχέσεις μ’ έναν φοιτητή. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα, οι καταστάσεις αυτές στερούν απ’ το κείμενο τη δύναμη της καθημερινότητας. Δηλαδή, η πραγματικότητα πρέπει να είναι παράλογη και ακατανόητη;
– Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες, αντέταξε ο Ματέ.
– Είναι λάθος να διαβάζει κανείς μεταφορικά τον Κάφκα. Βρίσκεται στο κενό, κλεισμένος σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό. Σ’ αυτές τις χώρες άνθρωποι έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους.
– Τρίχες! Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πιο διασκεδαστικό ένα βράδυ ρεβεγιόν! είπε η Νελλύ.
Ο Γιόζεφ σηκώθηκε. Μη μπορώντας να πάει πίσω την καρέκλα του, σκαρφάλωσε στο τραπέζι, άρπαξε τη Νελλύ απ’ το χέρι, την σήκωσε βάζοντας όλη του τη δύναμη. Χωρίς να δίνει σημασία στα επιφωνήματα και στις διαμαρτυρίες προχώρησε, προσπαθώντας να μην πατήσει μέσα στα πιάτα, σέροντας τη Νελλύ πίσω του, εκείνη αναποδογύρισε μερικά ποτήρια, λέγοντας «Συγνώμη, συγνώμη». Ο Γιόζεφ ζήτησε από έναν ηθοποιό να ανοίξει το παράθυρο. Μια πνοή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο εστιατόριο. Ανέβηκε στο περβάζι, βοήθησε τη Νελλύ να ανέβει κι εκείνη, είχαν χάσει την ισορροπία τους, έκαναν κύκλους με τα χέρια τους στον αέρα. Πήδηξαν στην έρημη βεράντα. Σαν ορχήστρα που υπακούει στον μαέστρο ο οποίος διευθύνει με τα δάχτυλα τεντωμένα, οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να παίζουν, καθώς η ησυχία είχε επανέλθει στην αίθουσα. Ο Γιόζεφ οδήγησε τη Νελλύ στο «Quand on s’promène au bord de l’eau». Η θάλασσα ήταν μαύρη, δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε φεγγάρι. Είχαν όλη την πίστα δική τους, η Νελλύ στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα, τσιτωνόταν, μπέρδευε τα βήματά της, είχε την τάση να κολλάει πάνω του.
– Κλείσε τα μάτια, της ψιθύρισε.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ