Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος*

19.00

Γράφω το μυθιστορημά μου ενόσω ο Μάριος και ο Νοέ κεντάνε σε καμβά, πλάι πλάι στον καναπέ, σαν δυο γριούλες παλιάς εποχής. Ο Ρεζά καθαρίζει την κουζίνα. Αναρωτιέμαι τι στην ευχή υπάρχει για να καθαρίσει· νόμιζα ότι είχα ήδη πλύνει κάθε γωνία… Ανοίγει το ραδιόφωνο που είναι στην άκρη του νεροχύτη. Επειδή ήμουν η τελευταία που άκουγε, είχε μείνει στο Chante France. Ακούμε Τζό Ντασέν και το Champs – Elysées του. Ο Ρεζά σιγοτραγουδάει τη μελωδία. Είναι χαζό, αλλά με συγκινεί που αυτός ο νεαρός Αφγανός ακούει ένα γαλλικό τραγούδι, πενήντα χρόνια παλιό, και το σιγοτραγουδάει στην κουζίνα.

Ακούω το Chante France γιατί ελπίζω κάθε φορά ότι θα παίξουν το Mon Vieux του Ντανιέλ Γκισάρ, το Duel au Soleil του Ετιέν Νταό, το Les Filles de l’aurore του Ουίλιαμ Σελέρ, το Mourir sur scene της Νταλιντά και το Banlieue Rouge του Ρενό. Τις πιο πολλές φορές περιμένω τζάμπα.

*

Ο Νοέ και ο Ρεζά παίζουν σκάκι, καθισμένοι σταυροποδι στο πάτωμα του σαλονιού.

-Που ζουσες όταν ήσουν σαν κι εμένα, Ντανιέλ;

-Όταν ήμουν επτά χρονών…

-Όχι, γίνομαι οκτώ σε ένα μήνα!

-Συγγνώμη! Όταν ήμουν οκτώ χρόνών, ζούσα στο Αφγανιστάν.

-Και όταν θα γίνω σαν κι εσένα… όταν θα είμαι είκοσι δύο, που θα ζω;

-Μπορεί στο Αφγανιστάν.

-Μπορεί! Αν έχει τελειώσει ο πόλεμος.

*Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι, Émilie de Turckheim, μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ

Advertisement

Pecten ornatus*

Δεν της έπιασε το χέρι, αλλά κάθε τόσο, εντελώς φυσικά, τα δάχτυλά τους ακουμπούσαν. Πότε-πότε γονάτιζαν για να εξετάσουν κάποιο κοχύλι ή να δουν καλύτερα κάποιο διαφανές φύκι που το σχήμα του πλησίαζε πια στο έργο τέχνης. Τα γαλάζια μάτια του Τσέις ήταν παιχνιδιάρικα· χαμογελούσε εύκολα. Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο από τον ήλιο όπως και το δικό της. Οι δυο τους μαζί φάνταζαν ψιλόλιγνοι, κομψοί, ταιριαστοί.
Η Κάια ήξερε πως ο Τσέις είχε επιλέξει να μην πάει στο πανεπιστήμιο αλλά να δουλέψει στην επιχείριση του μπαμπά του. Ξεχώριζε απ’ όλους στο χωριό, ήταν ο μεγάλος πετεινός. Κάπου μέσα της, η Κάια ανησυχούσε μήπως κι εκείνη δεν ήταν παρά ένα όμορφο εύρημα παραλίας, ένα αντικείμενο παράξενο που θα το περιεργαζόταν για λίγο και ύστερα θα το πετούσε ξανά στην άμμο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να περπατάει δίπλα του. Είχε ήδη δώσει μια ευκαιρία στον έρωτα· τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να γεμίσει τα κενά. Ν’ ανακουφίσει τη μοναξιά υψώνοντας ταυτόχρονα ένα τείχος γύρω από την καρδιά της.
Έπειτα από περίπου ένα χιλιόμετρο, ο Τσέις γύρισε προς το μέρος της, έσκυψε και με επιτηδευμένα θεατρινίστικη χειρονομία την προσκάλεσε να καθίσουν μαζί στην άμμο, με την πλάτη σ’ ένα κορμό που είχε βγάλει η θάλασσα.
Ο Τσέις έβγαλε από την τσέπη του μια φυσαρμόνικα.
«Α», είπε εκείνη. «Παίζεις;» Ένιωσε τις λέξεις τραχιές στη γλώσσα της.
«Όχι και πολύ καλά. Αλλά όταν έχω κοινό που κάθεται στην παραλία με την πλάτη στο κούτσουρο…». Έκλεισε τα μάτια του και έπαιξε το «Σεναντόα»· η παλάμη του πετάριζε μπροστά στην φυσαρμόνικα σαν πουλί παγιδευμένο στο τζάμι. Ήταν μια μουσική πανέμορφη, λυπητερή, σαν γράμμα από κάποια μακρινή πατρίδα. Και τότε, σταμάτησε απότομα στα μισά του τραγουδιού και έπιασε από την άμμο ένα κοχύλι ελάχιστα μεγαλύτερο από πεντάρα, λευκό με έντονες κόκκινες και μοβ κηλίδες.
«Α, κοίτα αυτό εδώ», είπε.
«Ναι, είναι ένα πλουμιστό στρείδι, ένα Pecten ornatus«, είπε η Κάια. «Σπάνια βλέπω τέτοια. Έχει πολλά του ίδιου γένους εδώ, αλλά το συγκεκριμένο είδος συνήθως ενδημεί σε περιοχές νοτιότερα του δικού μας γεωγραφικού πλάτους, γιατί τα νερά εδώ παραείναι κρύα γι’ αυτά».
Απόμεινε να την κοιτάζει. Μέσα σ’ όλα εκείνα τα κουτσομπολιά, κανείς ποτέ δεν ανέφερε ότι η Πιτσιρίκα του Βάλτου, το κορίτσι που δεν ήξερε πώς γράφεται ακόμα και η πιο απλή λέξη, ήξερε τις λατινικές ονομασίες των όστρακων, που απαντούσαν και -αν είναι ποτέ δυνατόν- γιατί.
«Αυτά εγώ δεν τα ξέρω», είπε ο Τσέις, «αλλά κοίτα εδώ: είναι στριμμένο». Τα μικρά πτερύγια που εξείχαν δεξιά κι αριστερά από τη βάση ήταν λίγο στραβά, και στη βάση υπήρχε μια τέλεια τρυπούλα. Ο Τσέις έπαιξε με το όστρακο στην παλάμη του.
«Ορίστε, παρ΄το. Εσύ είσαι που ξέρεις από κοχύλια».
«Ευχαριστώ». Το έβαλε στην τσέπη της.

*Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, Ντέλια Όουενς, εκδ. ΔΩΜΑ, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί*

Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, μισάνοιχτη, και την έσπρωξε με την άκρη των δαχτύλων.
«Αχ, τι αισθησιακή… η ατέλειωτη νύχτα αυτή, ο ουρανός ο φθινοπωρινός, τα ρόδα που τα μάρανε ο καιρός…»♪
Η Τριπολίνα, γονατισμένη στο πάτωμα, μ’ ένα σφουγγαρόπανο στο χέρι, έτριβε δυνατά ένα λεκέ πάνω στα μεγάλα μαρμάρινα πλακάκια. Ο προθάλαμος της οδού Όρσο δεν είχε καμία σχέση με εκείνον στην οδό Όκε. Ήταν ευρύχωρος και φωτιζόταν από ένα γυάλινο φεγγίτη οροφής, που το φως του αντανακλούσε πάνω στους καθρέφτες. Στη μέση είχε ένα στρογγυλό καναπέ με κόκκινο βελούδο, στους τοίχους κόκκινα γύψινα μοτίβα και στα πλαϊνά της σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα δύο κόκκινα μαρμάρινα κολονάκια με νερά. Μόνο η Τριπολίνα ήταν ίδια με εκείνη της οδού Όκε. Ήταν πάλι με το κομπινεζόν και με τα μαλλιά πιασμένα κότσο, και καθάριζε, όπως όταν την είδε και το προηγούμενο πρωί. Μόνο που τώρα τραγουδούσε.
♪»Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί… ένα φιλί χαμένο, ένα μυστικό κρυμμένο…»
Ήταν χαρούμενη η Τριπολίνα, το καταλάβαινες από τον τόνο, από την ένταση που έβαζε στις νότες, ενώ τις ψιθύριζε με το στόμα σχεδόν κλειστό. Ο Ντε Λούκα χαμογέλασε και ενώ σκεφτόταν να βήξει δύο φορές στη γροθιά του, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο φάκελο και έμεινε να την κοιτάζει.
♪ «Και το χέρι σου που χαιρετάει, το αντίο το πικρό… που την καρδιά μου τρυπάει… κι αυτό αισθησιακό… αισθησιακό…»♪
Η Τριπολίνα κάθισε στις φτέρνες της, ίσιωσε το κορμί της και έστρεψε το κεφάλι πάνω από την πλάτη της.
«Το μάτι πάει εβδομήντα πέντε λίρες», του είπε, «αλλά πρέπει να έρθετε άλλη ώρα, γιατί τώρα είμαστε κλειστά.»
Ο Ντε Λούκα κοκκίνισε.
«Με συγχωρείτε», ψιθύρισε με το πρόσωπο αναμμένο.
Έπειτα τίναξε πίσω το κεφάλι, έβηξε δυο φορές στη γροθιά του και μπήκε στον προθάλαμο με βήμα αποφασιστικό και ύφος επιθεωρητή Τμήματος Ηθών. Στο μεταξύ η Τριπολίνα είχε σηκωθεί, είχε βάλει τις πάνινες παντόφλες που ήταν παρατημένες στο πάτωμα και είχε πάρει το μαύρο σάλι από την πλάτη της καρέκλας. Το τύλιξε πάνω της με μια πλατιά κυκλική κίνηση, που έσπρωξε τον αέρα στο καυτό πρόσωπο του Ντε Λούκα και ανασήκωσε την μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της, σχεδόν πάνω στα μάτια της.
«Ωραία», είπε ο Ντε Λούκα κοιτάζοντας τριγύρω. «Πραγματικά ωραία αλλαγή…»
Μόρφασε ρίχνοντας το βλέμμα του σε μια κρεμάστρα με γάντζους σε σχήμα φαλλού.
«Και καλόγουστη…»

*Το Μπουρδέλο της Οδού Όκε, Carlo Lucarelli, Η Τριλογία του Φασισμού, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση ΤΟΝΙΑ ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ

προσδοκία μέλλοντος*

Όμως το έβγαλε από τη θήκη του με τη μέγιστη προσοχή και της το έδειξε και θαύμασαν από κοινού τις απαλές καμπύλες του ξανθού ξύλου με τα μαύρα τελειώματα και τις λεπτές διακοσμητικές σπείρες του κοχλία.
Ακούμπησε την παλάμη της στη λακαρισμένη επιφάνεια κι εκείνος έφερε το χέρι του κοντά στο δικό της.
«Όμορφα όργανα» είπε η Φιόνα. «Ανέκαθεν σκεφτόμουν ότι υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο στο σχήμα τους».
Είχε πάρει στα χέρια του τη μέθοδο βιολιού για αρχάριους και μολονότι η Φιόνα δεν σκόπευε να του ζητήσει να παίξει, δεν άντεχε να τον σταματήσει. Η ασθένειά του, ο αθώος του ζήλος τον έκαναν απόρθητο.
«Μελετάω τέσσερις ακριβώς εβδομάδες και ξέρω να παίζω δέκα μελωδίες». Ο κομπασμός του καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε άρνηση. Γύριζε τις σελίδες ανυπόμονα. Η Φιόνα έριξε μια ματιά πάνω από την πλάτη της στη Μαρίνα και σήκωσε τους ώμους.
«Όμως αυτό το κομμάτι είναι το πιο δύσκολο. Δύο διέσεις. Σε ρε μείζονα».
Η Φιόνα κοίταζε ανάποδα την παρτιτούρα. «Μπορεί απλώς να είναι σε σι ελάσσονα».
Δεν την άκουγε. Είχε ήδη ανακαθήσει, με το βιολί ακουμπισμένο κάτω από το σαγόνι του και χωρίς καθυστέρηση, χωρίς να κουρδίσει τις χορδές, άρχισε να παίζει. Την ήξερε καλά η Φιόνα αυτή τη μελαγχολική και όμορφη μελωδία, ένα παραδοσιακό ιρλανδικό σκοπό. Είχε συνοδεύσει τον Μαρκ Μπέρνερ στο ποίημα του Γέιτς «Down by the Salley Gardens», που είχε μελοποιήσει ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Ήταν ένα από τα κομμάτια που έπαιζαν όταν το κοινό τούς ξανακαλούσε στη σκηνή.

Ο Άνταμ γρατζούνιζε κάπως τις χορδές, έπαιζε ασφαλώς χωρίς βιμπράτο, όμως ο τόνος των φθόγγων ήταν σωστός, έστω κι αν φαλτσάρισε σε μια δυο νότες. Ο μελαγχολικός σκοπός και ο τρόπος που τον έπαιζε, τόσο αισιόδοξα, τόσο ακατέργαστα, εξέφραζαν όλα όσα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται η Φιόνα για το αγόρι. Ήξερε απέξω τους στίχους του ποιητή, στίχους μεταμέλειας. Μα ήμουν νέος κι άμυαλος… Το άκουσμα της μελωδίας από το βιολί του Άνταμ την αναστάτωνε και τη σάστιζε. Η αφοσίωση στη μελέτη του βιολιού ή και οποιουδήποτε άλλου οργάνου ήταν μια πράξη ελπίδας, υποδήλωνε την προσδοκία μέλλοντος.
Όταν τελείωσε, η Φιόνα και η Μαρίνα χειροκρότησαν και ο Άνταμ έκανε από το κρεβάτι του μια αδέξια υπόκλιση.

*Νόμος Περί Τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν

Αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας*

Αυτοί οι δύο άντρες ήταν τα παράσιτα του Μπομπ, μα η Αν-Μαρί, με την αθωότητά της, δεν είχε υποπτευθεί τίποτα. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό του συμμαθητή μου σαν δυο σωματοφύλακες ή δυο γελωτοποιοί. Στην αρχή, το γέλιο του Τζέιμς Μουρέντζ, οι ουλές του, ο τρόπος που μας χτυπούσε τον ώμο καθώς μας γυρόφερνε κάνοντας μικρά πηδηματάκια σαν πυγμάχος με διασκέδαζαν. Και με είχε γοητεύσει η ευγένεια του Έντουαρντ Αγκάμ. Ο Μπομπ μου είχε εμπιστευτεί πως ήταν οι δύο του φίλοι, οι «κολλητοί» του όπως είπε.

Και τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν πάρει διαφορετική τροπή, οι μέρες να διαδεχόταν η μια την άλλη μέσα στην ανεμελιά, αν δεν ετίθετο το θέμα της θάλασσας. Ο Μακ Φόουλς μιλούσε γι΄αυτήν διαρκώς. «Δεν είδες τη θάλασσα;» «Είμαι σίγουρος πως είναι η ώρα της παλίρροιας». «Τι χρώμα έχει η θάλασσα σήμερα;» «Δεν νομίζεις πως μυρίζει θάλασσα;» Ο Μουρέντζ και ο Αγκάμ, για να ευχαριστήσουν τον Μπομπ, πρόσθεταν κι από πάνω. Ο Αγκάμ, με συνοδεία κιθάρας, μας τραγουδούσε τη Θάλασσα του Σαρλ Τρενέ. Ο Μουρέντζ είχε αποφασίσει πως η θάλασσα άρχιζε κάτω από τη βεράντα του ξενοδοχείου και μας ζητούσε να θαυμάζουμε τις βουτιές του. Φορούσε κι αυτός μαγιό λεοπαρδαλέ και όρθιος πάνω στο πεζούλι φούσκωνε το στήθος του παίρνοντας βαθιές εισπνοές. Ύστερα, με το κεφάλι μπροστά, πηδούσε προς την πελούζα και την τελευταία στιγμή, μ’ ένα σπάσιμο της μέσης, έβρισκε την ισορροπία του.

«Κρυούτσικη;» ρωτούσε ο Μακ Φουλς.
«Όχι, σήμερα είναι καλή», απαντούσε ο Μουρέντζ κάνοντας πως τινάζει τα νερά από πάνω του και ισιώνοντας τα μαλλιά του, λες κι είχε βουτήξει πραγματικά. «Αυτή η θάλασσα έχει την ιδανική θερμοκρασία».

Ένας επιπόλαιος παρατηρητής θα το είχε πάρει για απλό αστείο, θα ανησυχούσε όμως τη μέρα που ο Μουρέντζ, λέγοντας πως το κάγκελο της βεράντας ήταν πολύ χαμηλός βατήρας, αποφάσισε να πηδήξει από το περιστύλιο της εισόδου του ξενοδοχείου. Η πρωτοβουλία του ενθουσίασε τον Μακ Φόουλς και τον Έντουαρντ Αγκάμ, όσο για μένα και την Αν-Μαρί, δεν τολμήσαμε να πούμε τίποτα.

«Βούτα, μη φοβάσαι», είπε ο Μακ Φόουλς. «Η θάλασσα είναι βαθιά εδώ…»
Ο Μουρέντζ, πατώντας πάνω σε ένα σκαμνί, ανέβηκε στην προεξοχή, που είχε ύψος πάνω από τρία μέτρα. Ο Αγκάμ, απαθής, σιγοτραγουδούσε τη Θάλασσα. Ο θυρωρός και ένας από τους γκρουμ του ξενοδοχείου παρακολουθούσαν τη σκηνή συνεπαρμένοι.

«Θα σας παρουσιάσω τη βουτιά του αγγέλου», είπε ο Μουρέντζ.
Ένα προκλητικό χαμόγελο έκανε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να συσπαστούν. Ο Μακ Φόουλς μου είχε πει πως η τόλμη του στα αγωνίσματα του μπόμπσλεϊ στο Σεν Μόριτζ είχε γίνει αιτία να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Τζέιμς ο αυτόχειρας».

«Άντε βούτα», είπε ο Μακ Φόουλς. «Δεν έχει πια κύμα. Είναι πραγματική πισίνα. Δείξε μας επιτέλους τη βουτιά του αγγέλου».

Ο Μουρέντζ, ακίνητος πάνω στην προεξοχή, με σφιγμένα χείλη, πήρε βαθιά ανάσα. Έπειτα, μ’ ένα βίαιο τίναγμα, πήδηξε προς τα πάνω, με τα χέρια ανοιχτά. Θα παίρναμε όρκο πως θα συντριβόταν στο έδαφος, αλλά, σε κλάσματα δευτερολέπτου, δίπλωσε τα γόνατα στην κοιλιά του και έπεσε πάνω στο μαλακό γκαζόν σε στάση εμβρύου, στάση που εγκαινίασε, στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ο σκιέρ Βουαρνέ. Χειροκροτήσαμε. Μόνο ο Μακ Φόουλς παρέμεινε απαθής.

«Την επόμενη φορά να κάνεις βουτιά από πιο ψηλά και όταν θα έχει κύμα», είπε ψυχρά.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε πρωί, ο «Τζέιμς ο αυτόχειρας» έκανε βουτιές. Βουτιά με εκτίναξη του σώματος, βουτιά από ένα τραπέζι που το είχε τοποθετήσει στη βεράντα του ξενοδοχείου, βουτιά «σαν να κλωτσούσε το φεγγάρι» ή «βουτιές ανάποδες». Και κάθε φορά, αυτές οι επιδείξεις τελείωναν με τα συνηθισμένα αστειάκια: «το νερό είναι καλό», «πρέπει να βουτήξετε κι εσείς»… ως τη μέρα που κάνοντας μια βουτιά έσπασε ελαφρά τον πήχη του. Έδεσε το χέρι του από το λαιμό με μια μαντίλα –μεταξωτή άσπρη μαντίλα, που του χάρισε ο Μακ Φόουλς– και όλη την ημέρα κυκλοφορούσε με τούτη τη μαντίλα και το λεοπαρδαλέ μαγιό του.

«Δεν μπορείς να κολυμπήσεις, καημένε μου», του είπε ο Μακ Φόουλς. «Και είναι κρίμα μ’ αυτή τη ζέστη…»

* Ήταν όλοι τους καλά παιδιά…, Patrick Modiano, μετ. Βάσω Νικολοπούλου – Νίκη Ντουζέ, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δεν καρατομούνται τα δέντρα…*

Περπατούσα ανάλαφρα, σαν να’ χα φτάσει ένα βράδυ Ιουλίου σε μια ξένη πόλη. Έπιασα να σφυρίζω ένα μεξικάνικο τραγούδι. Αλλά αυτή η πλαστή ξεγνοιασιά δεν κράτησε πολύ. Περπατούσα δίπλα στο κιγκλίδωμα του Λουξεμβούργου, και το ρεφρέν του «Ay Jalisco no te rayes» έσβησε στα χείλη μου. Μια αφίσα ήταν κολλημένη στον κορμό ενός απ’ τα ψηλά δέντρα που μας σκεπάζουν με τα φύλλα τους μέχρι την είσοδο των Κήπων, ψηλά, στο Σεν-Μισέλ. «Αυτό το δέντρο είναι επικίνδυνο. Πρόκειται να κοπεί. Θ’ αντικατασταθεί αυτόν τον χειμώνα». Για λίγα δευτερόλεπτα, νόμισα ότι έβλεπα ένα κακό όνειρο. Στεκόμουν εκεί, απολιθωμένος, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας αυτή τη θανατική καταδίκη. Ένας περαστικός ήρθε και μου είπε: «Αισθάνεστε άσχημα, κύριε;», κι ύστερα απομακρύνθηκε, προφανώς απογοητευμένος από το απλανες μου βλέμμα. Σ’ αυτόν τον κόσμο όπου είχα όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι ήμουν ένας επιζών, καρατομούσαν και τα δέντρα… Συνέχισα το βάδισμα μου προσπαθώντας να σκεφτώ άλλα πράγματα, αλλά μου ήταν δύσκολο. Δεν μπορούσα να ξεχάσω εκείνη την αφίσα κι εκείνο το δέντρο, το καταδικασμένο σε θάνατο. Αναρωτιόμουν πως να’ ταν τα πρόσωπα των δικαστών και αυτό του δημίου. Ανέκτησα την ηρεμία μου. Για παρηγοριά, φανταζόμουν τον Γκι ντε Βερ να προχωράει δίπλα μου και να μου επαναλαμβάνει με τη γλυκιά φωνή του «Μα όχι, Ρολαν, είναι ένα κακό όνειρο… δεν καρατομούνται τα δέντρα…».

***

* Στο café της χαμένης νιότης, Patrick Modiano, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς*

«Τι νέα λοιπόν αδερφούλα; Ήρθες να με φροντίσεις; Να με βγάλεις από την πνευματική μου απομόνωση;… Φοβάσαι τώρα. Σκέφτεσαι ότι θα ήταν καλύτερα να είχες παρκάρει τη μηχανή στην προηγούμενη παραλία και να είχες χωθεί στο νερό. Να με είχες αφήσει στην ησυχία μου».
Το βλέμμα της Ελίσας σκλήρυνε. Από το κιόσκι ξεπήδησε πάλι η μουσική. Ήταν ένα μπολερό με πιάνο και τραγουδούσε ο Μανσανέρο, που το έκανε συντροφιά τους τελευταίους μήνες.

«Μου τη δίνει ο οίκτος για τον εαυτό μας. Τον γνωρίζω, τον μυρίζω από μακριά. Τον ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Είμαι ειδήμονας. Ξέχασες ότι είμαι ειδική στο θέμα; Περνώ το μισό μου καιρό κάνοντας γκάφες και τον άλλο μισό νιώθω ενοχές γι’ αυτό που κάνω, λυπάμαι τον εαυτό μου και φτου κι από την αρχή. Ξέχασες πως είμαι; Νιώθω άσχημα μόνο και μόνο επειδή ήρθα».
«Καλά, εντάξει, μεταξύ μας είμαστε. Μια οικογένεια» είπε ο Έκτος και χωρίς να την κοιτάξει της έπιασε το χέρι.
«Εδώ είναι ωραία για ηλιοθεραπεία. Έφερα βιβλία. Έφερα μια φωτογραφία του αγοριού που αγαπούσα όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο και έχω να τον δω εικοσιπέντε χρόνια. Έφερα κασέτες με τον Ρόυ Μπράουν. Τον ξέρεις τον Ρόυ Μπράουν; Έφερα ένα εγχειρίδιο για να μάθω να παίζω φλάουτο. Γαμώτο! Ξέχασα το φλάουτο. Και δεν βιάζομαι. Έχω μια ολόκληρη εβδομάδα για ν’ αποφασίσω αν θα σου πω αυτό που ήρθα να σου πω ή δεν θα σου πω τίποτα. Πως το βλέπεις;»

Ο Έκτορ κοίταξε τη φοινικιά. Εκεί ψηλά, στα τριάντα μέτρα ύψος, πρέπει να φυσούσε λίγο αεράκι γιατί τα φοινικόφυλλα κουνιόνταν ελαφρά. Ύστερα είπε:
«Τι βιβλία έφερες; Έχω διαβάσει την Ιστορία των Σταυροφοριών του Ράνσιμαν τρεις φορές. Δεν είναι να εμπιστευτείς τον Μάγο. Ούτε ένα αστυνομικό δεν μου έστειλε. Κι εδώ δεν έχει βιβλιοπωλεία… Δηλαδή, εδώ δεν έχει ούτε εφημερίδες».
Ο Έκτορ δεν περίμενε την απάντηση και πήρε ένα ύφος απόλυτης ξενοιασιάς. Ήξερε όμως ότι μ’ αυτό δεν ξεγελούσε την Ελίσα.

*Μερικά Σύννεφα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν*

Πριν από τα Χριστούγεννα, ο πατέρας μου είχε κάνει στον εαυτό του το ωραιότερο δώρο. Μια DS19 Πρεστίζ. Το έλεγε εδώ και ένα χρόνο. Η μητέρα μου διαφωνούσε· προτιμούσε το πιο σταθερό Πεζώ 403. Το βέτο της παρακάμφθηκε. Ένα βράδυ, ο πατέρας μου ανακοίνωσε, δήθεν αδιάφορα, ότι την είχε αγοράσει.
– Έτσι είναι, είτε σ’ αρέσει είτε όχι.
Είχε κινήσει γη και ουρανό για να επισπεύσει την παράδοση και είχε καταφέρει να τη μεταθέσει τρεις μήνες νωρίτερα. Πήγαμε να παραλάβουμε το αυτοκίνητο απ’ την αντιπροσωπεία, στο μπουλβάρ Αραγκό. Κατά τη διάρκεια του τελετουργικού για την παράδοση κλειδιών, αναρωτήθηκα αν επρόκειτο όντως για αυτοκίνητο ή για κάτι άλλο. Οι ιερείς τελούν λιγότερο επιδεικτικά τα θεία μυστήρια. Υπήρχε μόνο ένα τέτοιο μοντέλο. Έμοιαζε ολοζώντανο, με το αστραφτερό μαύρο χρώμα του, που το έκανε να γυαλίζει σαν καθρέφτης, και την εμφάνιση αιλουροειδούς. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ το αμάξι για να πιστέψουμε ότι ήταν δικό μας, δίχως να τολμάμε να το αγγίξουμε. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος εξήγησε στον πατέρα μου πως λειτουργούσε. Ο πατέρας μου τον έβαλε να επαναλάβει πολλές φορές τις οδηγίες και τις επαναλάμβανε και ο ίδιος για να τις εμπεδώσει. Είχε παντού κουμπιά, ραδιόφωνο με στερεοφωνικό ήχο, αναπαυτικά καθίσματα σαν πολυθρόνες. Χρειάστηκε λίγη ώρα να το συνηθίσει. Ο πατέρας μου δυσκολευόταν να χειριστεί τον μοχλό των ταχυτήτων που ήταν τοποθετημένος στο ταμπλό, πίσω απ’ το τιμόνι. Το αμάξι προχωρούσε με τινάγματα, σαν άλογο που αφηνιάζει και δεν αφήνει να το καβαλικέψεις. Ο πατέρας μου κώλωνε κι εκνευριζόταν. Τελικά, βρήκε το κόλπο και η DS ξεκίνησε. Το ίδιο το αυτοκίνητο οδηγούσε, επιτάχυνε, φρέναρε, προσπερνούσε. Δεν χρειαζόταν να κάνεις τίποτα, παρά μονάχα να του επιτρέπεις να ζει. Διασχίσαμε τις λεωφόρους των Στρατηγών. Οι περαστικοί γύριζαν το κεφάλι τους για να δουν τη Σιτροέν. Φτάσαμε στην Πορτ ντ’ Ιταλί και πήραμε την εθνική οδό. Η DS πετούσε, ελεύθερη σαν πουλί στον ουρανό. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να την προσπεράσει. Το έκανε μια χαψιά, λες και ήταν κουνούπι. Ο πατέρας μου ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Έρχισε να κοροϊδεύει τον παππού Φιλίπ, μιλώντας πειρακτικά στον τόνο του Γκαμπέν, τον οποίο μιμούνταν στην εντέλεια. Λύθηκα στα γέλια και, όσο περισσότερο γελούσα, τόσο εκείνος συνέχιζε. Είχα την ευκαιρία να τον απολαύσω να μιμείται τον Πιέρ Φρεναί, τον Μισέλ Σιμόν και τον Τίνο Ρόσι. Έκλαιγα απ’ τα γέλια. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπαιζε ένα τραγούδι του Μπρασένς. Τραγουδήσαμε μαζί του: «Οι ερωτευμένοι, που φιλιούνταιαστα παγκάκια, στα παγκάκια, στα παγκάκια, έχουν νόστιμα μουτράκια».

*H λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων, Jean – Michel Guenassia, μετ. Φωτεινή Βλαχοπούλου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ti sento addosso e non ci sei*

Ετούτο το σπίτι απέπνεε γαλήνη. Ετοίμασε καφέ. Στην πλατεία τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Μπορούσε να το καταλάβει αυτό απ’ τα ξεφωνητά τους. Κατάπιε δύο Ντολιπράν, μια γουλιά νερό, γέμισε ακόμα μια φορά το ποτήρι του και πότισε το βασιλικό που ήταν ακουμπισμένος στο περβάζι. Η μυρωδιά του ξεχύθηκε αμέσως στο χώρο. Αγαπούσε αυτή τη μυρωδιά. Ήταν μέρος μιας γλυκιάς ζωής.
Άνοιξε το ράδιο και κάθισε μπροστά στο τραπέζι. Ειδήσεις. Η καθημερινή δόση μίσους, βίας, θανάτου. Η Βοσνία θύμιζε Λίβανο, και η Ρουάντα τη Βοσνία και τον Λίβανο μαζί, στο χειρότερό τους. Αναγκαστικά στο χειρότερο τους. Ο Χίτλερ είχε μολύνει ολάκερο τον κόσμο. Στη Χιροσίμα οι Αμερικάνοι είχαν πειραματιστεί με τον τρόμο. Αλλά και πιο πριν, ο πόλεμος του ’14 είχε κυλήσει την ανθρωπότητα μέσα στον αποτροπιασμό. Το πριν και το μετά έμοιαζαν σαν αδέλφια.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν άλλο απ’ αυτό. Να αλληλοσπαράσσονται. Το χωράφι τους γείτονα θα είναι πάντα καλύτερο από το δικό μας, άρα το καταπατούμε, κι εκείνος φωνάζει τους μπάτσους ή βγάζει το όπλο του. Αλληλοσκοτωμός. Για μια γυναίκα, ένα αμάξι, ένα φράχτη σε λάθος θέση, ένα καταπατημένο κομμάτι γης, μια θρησκεία, μια χώρα. Υπήρχε πάντα κάποιος που θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο από τους άλλους. Πιο καθαρό, πιο δίκαιο. Και έκοβε κεφάλια. Δολοφονούσε, σφαγίαζει. Στο όνομα του δικαίου…
Ο Διαμαντής άλλαξε σταθμό. Οι ίδιες ειδήσεις, αλλά τώρα σχολιασμένες. Στη Μασσαλία, ένα σχολείο, σε κάποια συνοικία που δεν γνώριζε, υπέστη βανδαλισμούς από κάποιους μαθητές. Όλοι έψαχναν το γιατί. Ο διευθυντής, οι καθηγητές, οι γονείς των μαθητών… Έσβησε το ράδιο. Ήταν εξαντλημένος.
Ήπιε μια δεύτερη κούπα καφέ καπνίζοντας ένα τσιγάρο, σηκώθηκε ακουμπώντας στις άκρες του τραπεζιού, όπως οι γέροι. Ένιωθε γέρος. Με μεγάλο κόπο, πήγε πτος το σαλόνι. Πλησίασε το στερεοφωνικό. Ανάγκη για μουσική. Σαντάνα, Ντίλαν, Κέιλαντ, Βέρντι, Τίτο Πουέντε, Στόουνς… Η Μαριέτ είχε εκλεκτικό γούστο. Του άρεσε αυτό. Βρήκε αυτό που έψαχνε. Τζιανμαρία Τέστα. Η φωνή του γέμισε το σπίτι.

Io ti parlavo ancora et tu eri già partito
E quello che dicevo non lo ascoltavi più
La musica, il bicchiere le altre sere
ti avrebbero legato qui ma non adesso.
Ti sento addosso e non ci sei… **

* Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, μετ. Μαριλένα Κοραντζάνη, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

**Εγώ σου μιλώ ακόμη κι εσύ έχεις φύγει.
Και δεν ακούς πια αυτά που λέω.
Η μουσική, το ποτήρι, τις άλλες βραδιές
σ’ είχα δική μου εδώ αλλά όχι τώρα.
Σε αισθάνομαι πάνω μου, μα εσύ δεν είσαι πια εδώ.

Ein Prosit*

Clara proved a useful guide to the entertainment on stage. She said that she had grown up in a German-speaking part of Belgium, and was familiar with many of the songs the orchestra was playing. Like Anneke, she tucked in enthusiastically to her plate of bratwurst and sauerkraut. Thomas thought it strange that Belgians should be so ready to embrace the culture of a country which had occupied their own less than fifteen years ago, and committed many atrocities, but he did not say anything. It was not the right time to get involved in such discussions.

The orchestra had begun to play a particularly insistent and catchy song. Everyone who wasn’t eating began to clap their hands to the beat of the music. Clara leaned across the table and said -or rather shouted- that this tune was called ‘Ein Prosit’ and was a traditional Bavarian drinking song. She and Anneke were starting to clap along, too. The music got louder and louder, and the tempo faster and faster, as the chorus repeated itself incessantly. Many of the dinners were singing along, and suddenly, a few yards away from Thomas, two young women jumped to their feet, clambered onto the table and began to dance, scattering fragments of food and attracting more than the occasional glances as they did so. The diners laughed and cheered and stamped their feet. Many of them also got up to dance, and the singing got louder still:

Ein Prosit, ein prosit
Der Gemütlichkeit
Ein Prosit, ein prosit
Der Gemütlichkeit
OANS ZWOA DREI! G’SUFFA!

(A toast, a toast
To cheer and good times
A toast, a toast
To cheer and good times.
ONE TWO THREE! DRINK UP!)

Anneke and Clara jumped up and help out their hands for the men to join them. But Tony shook his head, grinning broadly, while Thomas took a long draught of beer and hid his face behind the enormous tankard. The women shrugged and began to dance with each other anyway.
«This is mass hysteria!» shouted Tony, looking around in amazement. «Isn’t this the kind of thing that brought Hitler to power?»
«Ssh! No politics tonight, please.»

*Expo 58, Jonathan Coe, Penguin-Viking

Αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία**

Ένα βράδυ, όταν ήμουν γύρω στα είκοσι τέσσερα, πήγα να δω ένα πρόγραμμα με γαλλικές ταινίες που παρουσίαζε η κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστημίου. Η πρώτη που προβλήθηκε ήταν ένα μικρό ντοκιμαντέρ του Ζορζ Φρανζύ για ένα σφαγείο του Παρισιού με τίτλο Το αίμα των ζώων. Ώσπου να τελειώσει, άδειασε η μισή αίθουσα.
Ήταν το συνηθισμένο κοινό κινηματογραφικής λέσχης: πορωμένοι ειδήμονες των ταινιών φρίκης, ως επί το πλείστον, που το θεωρούσαν πολύ του συρμού να θαυμάζουν ταινίες με χαμηλό προϋπολογισμό, όπου ψυχοπαθείς δολοφόνοι διαμέλιζαν αμερικανούς εφήβους, ή εφιάλτες επιστημονικής φαντασίας όλο αιμοχαρή ειδικά εφέ. Τι είχε λοιπόν αυτή η ταινία, τόσο τρυφερή και μελαγχολική από πολλές απόψεις, που έκανε τις γυναίκες να βγάζουν κραυγές φρίκης και τους άντρες να τρέχουν στην έξοδο;
Δεν την ξανάδα από τότε, αλλά πολλές λεπτομέρειες έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου. Το ωραίο λευκό άλογο που πέφτει, μέσα σε πίδακες αίματος, καθώς ένα καρφί χώνεται στον αυχένα του· μοσχάρια που σφαδάζουν αφού τους έκοψαν τον λαιμό, τινάζοντας βίαια το κεφάλι τους απ’ όπου πετάγεται καυτό αίμα που κυλάει στο πάτωμα· αποκεφαλισμένα πρόβατα στη σειρά, που εξακολουθούν να τινάζουν τα πόδια τους με μανία· αγελάδες με μακριά μεταλλικά καρφιά μπηγμένα στο κρανίο τους, βαθιά, ως το μυαλό τους. Κι ύστερα, σαν αντίστιξη, η φωνή του κοριτσιού που μας παρουσιάζει τη θλίψη των προαστίων του Παρισιού -les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…* Oι εργάτες που κομμάτιαζαν τα σφαχτά τραγουδώντας το «La Mer» του Τρενέ – «ses blancs moutons, avec les anges si pures…»* Ενα κοπάδι πρόβατα που βελάζουν σαν όμηροι καθώς τα παρασύρει στο σφαγείο ο κράχτης, le traître*, που ξέρει το δρόμο και ξέρει ότι η δική του ζωή θα σωθεί: les autres suivent comme des hommes…* Οι εργάτες που σφυρίζουν, γελάνε, αστειεύονται avec la simple bonne humeur des tueurs*, και χειρίζονται τα σφυριά, τα μαχαίρια, τα τσεκούρια και τους μπαλτάδες τους sans colère, sans haine… χωρίς οργή, χωρίς μίσος.

Μου ήταν αδύνατο να ξεχάσω αυτή την ταινία και τις επόμενες εβδομάδες, σε στιγμές ανίας στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, κοιταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών του πανεπιστημίου, κοίταζα σε καταλόγους βιβλίων και περιοδικών για τον κινηματογράφο να δω αν είχε γραφτεί κάτι γι’ αυτή: με την ελπίδα, ίσως, ότι ο πέλεκυς της ακαδημαϊκής κριτικής θα κατάφερνε να πλήξει θανάσιμα τις εικόνες που εξακολουθούσαν να βασανίζουν τη μνήμη μου. Δεν έγινε όμως έτσι: γιατί, ύστερα από πολύ ψάξιμο, έπεσα πάνω στο μακροσκελές και λαμπρό δοκίμιο ενός συγγραφέα που είχε, ως φιανόταν, ξεκλειδώσει το μυστικό της φριχτής αλήθειας της. Αφού το διάβασα, άνοιξα το τετράδιό μου και αντέγραψα την παρακάτω φράση:

Η ταινία μας υπενθυμίζει πως ό,τι είναι αναπόφευκτο μπορεί επίσης να είναι και ψυχικώς αφόρητο, ό,τι είναι δικαιολογημένο μπορεί να είναι και αποτρόπαιο… ότι, ακριβώς όπως η τρελή Μητέρα Φύση, αυτή η άλλη τρελή, η Μητέρα Κοινωνία, είναι οργανωμένο σύστημα όχι μόνο ζωής αλλά και θανάτου…

*

les terrains vagues, jardins des enfants pauvres… à la limite de la view des camions et des trains…: άδεια οικόπεδα, κήποι φτωχών παιδιών… στο όριο της ζωής φορτηγά και τρένα…
ses blancs moutons, avec les anges si pures…: τ’ άσπρα της πρόβατα με τους αγνούς αγγέλους
le traître: ο προδότης
les autres suivent comme des hommes…: τα υπόλοιπα ακολουθούν σαν άνθρωποι
avec la simple bonne humeur des tueurs: με την απλή ευθυμία των σφαγέων

** Τι Ωραίο Πλιάτσικο!, Jonathan Coe, μετ. Τρισεύγενη Παπαϊωάνου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ο χρόνος που προχωρεί με μέτρο σταθερό*

Ποδηλατεί αργά, σαν να μην θέλει να φτάσει. Κι όταν φτάνει πίσω από το σπίτι, στον κύκλο από χαλίκι που χάραξαν τα λάστιχα του βυτιοφόρου, εξετάζει τη σκηνή δίχως να βιάζεται, με μια μεθοδική, σχεδόν ουδέτερη άνεση. Παρατηρεί το τσαλαπατημένο γρασίδι, τα χνάρια, τη λιμνούλα από ξεραμένο αίμα στο θερμοκήπιο. Η κάθε του ανάσα βγαίνει αργά, διακρίνεται στον ψυχρό πρωινό αέρα σαν ένα εξεζητημένο ερωτηματικό. Γνώριζε τον Τζωρτζ, τη Νίνα Χάρντυ, γνώριζε την Τζέινυ, την αδελφή του Τζωρτζ, τώρα όμως δεν μπορεί πια να συνδέσει τις παιδικές του αναμνήσεις με τη σκηνή φρίκης που έχει μπροστά του. Θυμάται τρεις φιγούρες πάνω σε μια θημωνιά, να ταλαντεύονται στο πίσω μέρος ενός τρακτέρ στο φως του δειλινού. Θυμάται το όμορφο κορίτσι, ή μάλλον τη γυναίκα, με το λουλουδάτο φουστάνι, να περνάει από το γήπεδο του γκολφ πηγαίνοντας στο χορό στη λέσχη τένις. Θυμάται το άρωμα από τα ρείκια και το φρεσκοκομμένο χορτάρι και τον ήχο ενός τραγουδιού του Πέρσυ Φρεντς να βγαίνει από τη λέσχη. Ω, νύχτες με χορούς του Κέρυ, κι ο απόηχος της πίπιζας να αντιλαλεί στις πιο τρελές στιγμές μας… Ο τελευταίος στίχος του διαφεύγει για πάνω από ένα λεπτό, κι έπειτα, όταν παύει να προσπαθεί, τον θυμάται… Αλίμονο, πέρασαν σαν αστραπή, κι η νιότη μας ίδιο! Αναρωτιέται άσκοπα πως είναι δυνατόν μια φράση να περιέχει τόση στίξη. Έπειτα ακούει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να ξεφυσάει σε απόσταση από το καταθλιπτικό όγκο του σπιτιού, και νιώθει ανακουφισμένος που δεν θα είναι αυτός που θα διερευνήσει τη σκηνή που έχει μπροστά του. Ή τουλάχιστον δεν θα είναι μόνο αυτός.

*Σκιά, Νηλ Τζόρνταν, εκδ. Νεφέλη

Φανταστικό! Τα καταφέραμε!*

Ανεβάσαμε τα μαντίλια μέχρι τη μύτη μας και, σε ένα λεπτό, βρεθήκαμε ανάμεσα σε καμιά εξηνταριά νέους που είχαν μαζευτεί για να κατακλύσουν τους χώρους του Φωσόν. Καμιά εικοσαριά μαντράχαλοι, οπλισμένοι μα σιδερένια ραβδιά, υπό τις διαταγές του Ταρζάν, ενός δασύτριχου γίγαντα, είχαν, κατ’ αρχάς, τρομοκρατήσει τις πωλήτριες κραδαίνοντας τα όπλα τους και φωνάζοντάς τους να μην επέμβουν, έπειτα καμιά σαρανταριά, μεταξύ των οποίων η Βιρζινί κι εγώ, μπήκαμε στο μαγαζί δύο-δύο…
– Κατεβαίνουμε στην Πορτ ντε Βερσάιγ για να τα μοιρασουμε.
Ακολούθησα αδιαμαρτύρητα.
Όρθιοι μέσα στον συρμό, δεν ανταλλάξαμε κουβέντα σε όλη τη διαδρομή. Παρατηρώντας τη Βιρζινί, είχα την εντύπωση πως ήταν μια αχθοφόρος του FLN, έτοιμη να παίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή της για να παραδώσει όπλα ενώ, στην πραγματικότητα, πηγαίναμε να προσφέρουμε στους κατοίκους φτωχογειτονιών χαβιάρι και φουά γκρα που θα βιαζόταν να μεταπωλήσουν για να αγοράσουν κονσέρβες τόνου και ισχνά κοτόπουλα. Ένα τρελό γέλιο, που το συγκρατούσα, φούντωνε μέσα μου, καθώς αναρωτιόμουν τι θα έλεγε ο Μπλαν αν μάθαινε τη συμμετοχή μου σε μια τέτοια αποστολή. Αν ήξερε, θα είχε ενημερώσει τις υπηρεσίες του Παρισιού που θα έπιαναν τη συμμορία μας επ’ αυτοφώρω. Θα έπαιρνα το ρίσκο να τον ειδοποιήσω αν επρόκειτο για ένοπλη ληστεία τράπεζας. Αλλά εν προκειμένω, παραήταν κωμικό. Για κάποια λεπτά, ήμουν πρωταγωνιστής σε περιπέτεια τύπου Ρομπέν των Δασών. Κανείς δεν θα θρηνούσε για την τύχη του Φωσόν. Οι ασφαλιστές του σίγουρα θα στραβομουτσούνιαζαν, όπως και το αφεντικό μου…

Στον σταθμό Κονβαβσιόν, είχα την τάση να αφήσω την Ιζαμπέλ. Κρατήθηκα για να μην καώ και στους μαοϊκούς. Κατεβήκαμε και, με βήμα ταχύ, βγήκαμε στον δρόμο. Κοντά στην είσοδο του μετρό μας περίμενε ο Σκαραβαίος του Ζερεμί. Η Βιρζινί χτύπησε με το χέρι της τη λαμαρίνα, ο Ζερεμί με αμπέχονο από στολή αγγαρείας, κατέβηκε και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Η Βιρζινί κι εγώ αφήσαμε την τσάντα ανάμεσα σε δύο άλλες που είχαν ήδη παραδοθεί. Ο Σκαραβαίος ξεκίνησε σαν σίφουνας. Χρειάστηκαν έξι εφτά σαράβαλα για την παραλαβή όλων των δεμάτων. Με τα πενιχρά τους μέσα, τα μέλη της ΠΑ [Gauche prolétarienne (GP)] δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα. Επιπλέον δε, αυτή η πράξη θα τους χάριζε λαϊκή συμπάθεια εφόσον είχε γίνει χωρίς βία και απέναντι σε μια επιχείρηση της οποίας τα προϊόντα απευθύνονταν αποκλειστικά στη μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού.
Μόλις ο Σκαραβαίος εξαφανίστηκε ανεμπόδιστος, η Βιρζινί πήδηξε στην αγκαλιά μου γελώντας: «Τα καταφέραμε! Φανταστικό! Τα καταφέραμε…!»

Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι
Ελεύθεροι σκοπευτές του ταξικού πολέμου
Το στρατόπεδο του λαού είναι το δικό μας
Είμαστε οι νέοι παρτιζάνοι

άρχισε να σιγοτραγουδάει. Το ρεφραίν του μαοϊκού σουξέ της Νομινίκ Γκράνζ.

Εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε ότι οι αλλαντοπώλες είχαν πιάσει δύο συντρόφους μας: μια κοπέλα, καλής οικογένειας που δεν άκουσε τη διαταγή να σκορπίσουμε -ίσως εκείνη που καθυστερούσε για να διαλέξει-, και έναν άλλον που γλίστρησε στο μετρό, έσπασε τα μούτρα του και τον πρόφτασαν οι μαντράχαλοι με τις λευκές ποδιές που τον κατακρεούργησαν. Επ’ αυτοφώρω για κλοπή εμπορευμάτων αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων φράγκων, αυτό επρόκειτο να δοκιμάσουν…

*Παρίσι μπλουζ, Maurice Attia, μετ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Με τα πιο απλά πράγματα*

Έξω, ο καιρός ήταν υπέροχος. Είχα ξεχάσει πως υπάρχει ο ήλιος. Πλημμύριζε με φως τη λεωφόρο Ετιέν-ντ’ Ορβ. Αφέθηκα στη γλυκιά θαλπωρή του. Με τα χέρια στις τσέπες πήγα μέχρι την πλατεία Ουίλ. Στο Παλιό Λιμάνι.

Μια έντονη μυρωδιά αναδινόταν απ’ τη θάλασσα. Ένα μείγμα από μηχανέλαιο, γράσα, βρομόνερα. Δεν μύριζε διόλου όμορφα. Άλλη μέρα, θα έλεγα πως έζεχνε. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ετούτη η οσμή μου έκανε ανείπωτο καλό. Ήταν το άρωμα της ευτυχίας. Αληθινό κι ανθρώπινο. Θαρρείς και η Μασσαλία μ’ άδραχνε απ’ τα μούτρα. Ο θόρυβος της μηχανής της βάρκας μου ανέτειλε στη μνήμη μου· «τουφ-τουφ». Με φαντάστηκα στο πέλαγο, να ψαρεύω. Η ζωή κέρδιζε πάλι το μερτικό της εντός μου. Με τα πιο απλά πράγματα.

Το φέρι-μποτ έφτασε. Πρόσφερα στον εαυτό μου ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής για το πιο σύντομο και όμορφο ταξίδι. Τον διάπλου της Μασσαλίας. Στην αποβάθρα του Πορ-Και της Ριβ-Νεβ. Λίγος κόσμος, εκείνη την ώρα. Κάμποσοι ηλικιωμένοι. Μια μητέρα που τάιζε το μωρό της με μπιμπερόν. Ξαφνιάστηκα που μ’ έπιασα να σιγοτραγουδάω το Chella lla. Ένα παλιό ναπολιτάνικο τραγούδι του Ρενάτο Καροζόνε. Ξανάβρισκα τα σημάδια μου. Με τις αναμνήσεις που πάνε μαζί. Ο πατέρας μου μ’ έβαζε να καθήσω πλάι στο παράθυρο του φέρι-μποτ και μου έλεγε: «Κοίτα, Φαμπιό. Κοίτα. Είναι η είσοδος του λιμανιού. Βλέπεις; Το φρούριο Σαιν-Νικολάς. Το φρούριο Σαιν-Ζαν. Και πέρα, ο Φάρος. Βλέπεις, μετά είναι η θάλασσα. Το ανοιχτό πέλαγο». Ένιωθα τα γερά του χέρια που με κρατούσαν από τις μασχάλες. Ήμουν πόσο; Έξι-επτά χρόνων, όχι περισσότερο. Εκείνη τη νύχτα, είχα ονειρευτεί να γίνω ναυτικός.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αυτό που παίζεται εδώ είναι η ζωή ως την τελευταία της ανάσα*

Σηκώθηκα και μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, που απέφυγα ν’ ανάψω, πήγα στην ταράτσα. Η βαθυκύανη, σχεδόν μαύρη, θάλασσα είχε αρχίσει να σαλεύει με το μαϊστράλι που είχε σηκωθεί. Κακό σημάδι αυτό. Ο μαΐστρος το καλοκαίρι είναι συνώνυμο της φωτιάς. Κάθε χρόνο εκατοντάδες εκτάρια με δέντρα και θάμνους γινόντουσαν στάχτη. Οι πυροσβέστες πρέπει να ήταν κιόλας σε επιφυλακή.

Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ, είπα μέσα μου. Αυτό ήταν. Το κλικ. Αυτό έγραφε η ταχυδρομική σφραγίδα στο γράμμα της Μπαμπέτ. Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ. Στα βουνά Σεβέν. Μα τι έφτιαχνε εκεί πάνω; Σε ποιανού το σπίτι ήταν; Ετοίμασα καφέ στη μικρή ιταλική μου καφετιέρα του ενός φλιτζανιού. Για δεύτερο φλιτζάνι, νέα προετοιμασία. Έτσι μου άρεσε ο καφές. Ποτέ ξαναζεσταμένος. Άναψα επιτέλους το τσιγάρο μου και το ρούφηξα αργά-αργά. Κανένα πρόβλημα με την πρώτη ρουφηξιά. Κερδισμένο ήταν το παιχνίδι και για τις επόμενες.

Έβαλα να παίζει ένα δίσκο του Νοτιοαφρικανού πιανίστα Abdullah Ibrahim. Κυρίως για ένα κομμάτι. Το Zikr. Δεν πίστευα μήτε στο Θεό μήτε στο Διάβολο. Αλλά η μουσική αυτή και το τραγούδι, κυρίως με το ντούο με τον Johnny Dyani, τον κοντραμπασίστα που τον συνόδευε, περιείχε τέτοια εσωτερική ηρεμία που σε καλούσε να πεις τι ωραία που είναι η γη και τι θαυμάσια. Το κομμάτι αυτό το άκουγα με τις ώρες. Την αυγή. Ή όταν έδυε ο ήλιος. Με γέμιζε ανθρωπιά.

Η μουσική έγινε πιο δυνατή. Μπροστά στο πορτοπαράθυρο, με το φλιτζάνι στο χέρι, έβλεπα τη θάλασσα να φουσκώνει όλο και πιο πολύ. Δεν καταλάβαινα καθόλου τα λόγια του Abdullah Ibrahim, όμως αυτό το Remembrance of Allah το μετέφραζα μέσα μου με τον πιο απλό τρόπο. Αυτό που διακυβεύεται εδώ, σ’ αυτή τη γη, είναι η ίδια μου η ζωή. Μια ζωή με τη γεύση της ζεστής πέτρας και των στεναγμών της θάλασσας, ενώ τα τζιτζίκια θα αρχίσουν σε λίγο το δικό τους τραγούδι. Αυτή τη ζωή θα την αγαπώ ως την τελευταία μου πνοή. Inch Allah.

*Η Τριλογία Της Μασσαλίας – Solea, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα.*

Αισθανόμουν όμορφα στο μπαρ του Χασάν. Μια παρέα ήταν οι τακτικοί θαμώνες του και δεν τους χώριζε τίποτα, ούτε τα χρόνια, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική τους τάξη ή το χρώμα του πετσιού τους. Φίλοι ήμασταν όλοι εκεί. Αυτός που πήγαινε εκεί για το παστίς του, σίγουρα δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, ποτέ του δεν θα το ‘κανε αυτό, μήτε μια φορά στη ζωή του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους γνωστούς μου. Όλοι οι πελάτες αυτού του μπαρ, που ήταν Μαρσεγέζοι απλοί και σωστοί, ήξεραν πολύ καλά γιατί ζούσαν στη Μασσαλία κι όχι αλλού. Τη φιλία που ανάσαινες εκεί συνάμα με τη μυρωδιά του γλυκάνισου την ένιωθες στη ματιά που αντάλλασσες με τους άλλους. Θύμιζε το μισεμό των πεταράδων μας. Σε καθησύχαζαν όλα τούτα. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε αφού ήδη είχαμε χάσει τα πάντα.

Όταν μπήκα έπαιζαν ένα τραγούδι του Φερέ:

Βλέπω να μας έρχονται
τρένα γεμάτα μπράουνινγκ, μπερέτες με μαύρα λουλούδια
και ανθοπώλες να ετοιμάζουν λουτρά αίματος
για χρωμοτηλεοπτικά δελτία…

Ζήτησα να μου σερβίρουν ένα παστίς στη μπάρα. Το ανανέωσε μετά ο Χασάν, όπως πάντα. Στη συνέχεια, δεν τα ξαναμέτρησα τα παστίς. Σε μια στιγμή, όταν είχα φτάσει κάπου στα τέσσερα, ο Χασάν σκύβει και μου λέει:
– Μα για πες μου, κομμάτι αδέξια μου φαίνεται η εργατική τάξη. Εσύ τι λες, έτσι δεν είναι;
Η αλήθεια είναι πως δεν με ρώταγε, απλώς το διαπίστωνε. Το βεβαίωνε. Ο Χασάν δεν ήταν φλύαρος. Του άρεσε όμως κάθε τόσο να πετάει σ’ έναν πελάτη μια φρασούλα με νόημα. Έτσι σαν γνωμικό για να το σκέφτεσαι.
-Μα τι να σου πω τώρα, του απάντησα.
-Τίποτε. Δεν υπάρχει τίποτε να πεις. Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα. Άντε, τελείωνε το ποτό σου.

*H Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Kι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες*

Χωρίς να τον πολυνοιάζουν οι επιφυλάξεις του Γιόζεφ, ο Ματέ επέμενε. Είχε ξανασκεφτεί τη διαφωνία τους ως προς την ερμηνεία της Δίκης. Υποστήριζε πως ήταν ένα αξιόλογο μανιφέστο για το παράλογο, ενώ ο Γιόζεφ αντιθέτως θεωρούσε πως η απουσία του ορθού λόγου δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον.
– Όταν ο Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται, παραμένει ελεύθερος. Στην ανάκρισή του, δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του, δεν υπάρχει κατηγορητήριο εναντίον του, αντιθέτως, ασκεί αυτός κριτική στο σύστημα. Το διαμέρισμα του δικαστικού κλητήρα χρησιμεύει για δικαστήριο, ενώ όσο διαρκεί η δίκη του, η γυναίκα του κλητήρα έχει σεξουαλικές σχέσεις μ’ έναν φοιτητή. Όλα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα, οι καταστάσεις αυτές στερούν απ’ το κείμενο τη δύναμη της καθημερινότητας. Δηλαδή, η πραγματικότητα πρέπει να είναι παράλογη και ακατανόητη;
– Κι όμως, αυτό συμβαίνει στις φασιστικές χώρες, αντέταξε ο Ματέ.
– Είναι λάθος να διαβάζει κανείς μεταφορικά τον Κάφκα. Βρίσκεται στο κενό, κλεισμένος σ’ έναν κόσμο εξωπραγματικό. Σ’ αυτές τις χώρες άνθρωποι έχουν στερηθεί τα δικαιώματά τους.
– Τρίχες! Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι πιο διασκεδαστικό ένα βράδυ ρεβεγιόν! είπε η Νελλύ.
Ο Γιόζεφ σηκώθηκε. Μη μπορώντας να πάει πίσω την καρέκλα του, σκαρφάλωσε στο τραπέζι, άρπαξε τη Νελλύ απ’ το χέρι, την σήκωσε βάζοντας όλη του τη δύναμη. Χωρίς να δίνει σημασία στα επιφωνήματα και στις διαμαρτυρίες προχώρησε, προσπαθώντας να μην πατήσει μέσα στα πιάτα, σέροντας τη Νελλύ πίσω του, εκείνη αναποδογύρισε μερικά ποτήρια, λέγοντας «Συγνώμη, συγνώμη». Ο Γιόζεφ ζήτησε από έναν ηθοποιό να ανοίξει το παράθυρο. Μια πνοή παγωμένου αέρα εισέβαλε στο εστιατόριο. Ανέβηκε στο περβάζι, βοήθησε τη Νελλύ να ανέβει κι εκείνη, είχαν χάσει την ισορροπία τους, έκαναν κύκλους με τα χέρια τους στον αέρα. Πήδηξαν στην έρημη βεράντα. Σαν ορχήστρα που υπακούει στον μαέστρο ο οποίος διευθύνει με τα δάχτυλα τεντωμένα, οι μουσικοί άρχισαν επιτέλους να παίζουν, καθώς η ησυχία είχε επανέλθει στην αίθουσα. Ο Γιόζεφ οδήγησε τη Νελλύ στο «Quand on s’promène au bord de l’eau». Η θάλασσα ήταν μαύρη, δεν υπήρχαν αστέρια, ούτε φεγγάρι. Είχαν όλη την πίστα δική τους, η Νελλύ στροβιλιζόταν πολύ γρήγορα, τσιτωνόταν, μπέρδευε τα βήματά της, είχε την τάση να κολλάει πάνω του.
– Κλείσε τα μάτια, της ψιθύρισε.

* Η Ζωή που Ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. , Jean – Michel Guenassia, μετ. Ανδρέας Παππάς – Βάνα Χατζάκη, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Έτσι κι αλλιώς, οι νύχτες είναι ατέλειωτες, άρα…*

Ο Μπλου δεν βρήκε τι να απαντήσει. Την πήρε στην αγκαλιά του. Ένα κορμί δυνατό. Γεροδεμένο. Επαγγελματίας χορεύτρια ή αθλήτρια. Φορούσε λεπτό φόρεμα από μαύρη δαντέλα. Μαύρα παπούτσια, με τρία λεπτά δερμάτινα λουράκια γύρω απ’ τον αστράγαλο. Ένα άρωμα πικρό, διακριτικό, μάλλον ανδρικό. Έντονα βαμμένα χείλη. Ήταν άραγε ηθελημένο; Όπως και να’ χε, ο Μπλου πολύ θα ‘θελε να τα δαγκώσει. Χόρεψαν μια άνοστη μουσική, παιγμένη από έναν άνοστο ακορντεονίστα. Γέλασαν. Ακολούθησε ένα καλύτερο κομμάτι, άγνωστο και στους δύο, και ύστερα το «Tango Fever» του Πιατσόλα, που προτιμάς να το ακούς παρά να το χορεύεις. Ο Μπλου βρήκε ευκαιρία να επιστρέψει στο τραπέζι του. Το κορμί της γυναίκας σφιγγόταν πάνω στο δικό του. Αναζητούσε και εκείνος αυτή την επαφή. Η Άννα Μπρακ θα πρέπει να αισθάνθηκε το ορθωμένο πέος του.

* Η σιωπή των νεκρών, Jean-Paul Noziere, Μτφρ. Δημήτρης Σιδηρόπουλος, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Το απόσπασμα έστειλε στο Βar Des 13 Coins η Mahi Theo. Την ευχαριστούμε!

Καβαλάρηδες στον ουρανό*

«Κι εσείς γιατί είστε της αριστεράς;»
«Γιατί στην άλλη μου ζωή ήμουνα της δεξιάς και με τύπτει η συνείδησή μου».
«Ακούστε να δείτε», είπε ο Χοσέ Δανιέλ Φιέρρο ξύνοντας το μουστάκι του με την κάννη του καινούργιου κυνηγετικού του όπλου, ένα τικ που ο Στραβός δεν το έβρισκε και πολύ επαγγελματικό. «Με αυτά που ρίχνουν στα σκουπίδια στο Κουήνς της Νέας Υόρκης σε μια νύχτα, θα μπορούσε να επιπλωθεί ένα χωριό του Κούσκο δέκα χιλιάδες φορές καλύτερα απ’ ό,τι είναι τώρα. Με τα αποφάγια ενός εστιατορίου για τη μεσαία τάξη στο Καράκας, τρώνε πέντε μέρες εξήντα αλγερινές οικογένειες. Οι εργένηδες που σουλατσάρουν τις νύχτες στο Μπουένος Άιρες θα ήταν χάρμα για τις ανύπαντρες που ονειροπολούνε μόνες κοιτάζοντας τ’ αστέρια της Μπανγκόκ. Τα βιβλία που έχω αγοράσει και δεν έχω διαβάσει θα έλυναν τα προβλήματα μιας βιβλιοθήκης Μέσης Εκπαίδευσης στο Καμαγουέυ. Με τον μηνιαίο μισθό ενός υπαλλήλου στα τραμ του Ο.Δ. ζεις μια μέρα στο Σίζαρ Πάλας του Λας Βέγκας. Με τους λόγους ενός Μεξικανού κυβερνήτη του P.R.I. μπορούν να τρελαθούν έξι ανιχνευτές ψεύδους. Με τη φωτιά που καίει στα ποιήματα του Βαγιέχο (1) ψήνονται όλα τα χοτ-ντογκς που καταναλώνονται σε μια μέρα στο Μοντερρέυ. Με τις λέξεις που χρησιμοποίησα τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια για να τα εξηγήσω αυτά, αν τις κάναμε πέτρες, θα μπορούσαμε να είχαμε χτίσει στο Τεξκόκο τρεις πυραμίδες του Χέοπα… Είναι σαφές;»
«Μου το ξαναλέτε να το μαγνητοφωνήσω;», του ζήτησε σοβαρά σοβαρά ο Κανάλες.
«Ποτέ δεν μου βγαίνει το ίδιο».
Ο Κανάλες πάτησε ένα κουμπί, αποσυνδέοντας το πικάπ που έπαιζε κορρίδος (2) της επανάστασης, και πέρασε στη ζωντανή αναμετάδωση.

*H Ζωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετάφραση Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

***

1. César Vallejo (1892 – 1938): Περουβιανός συγγραφέας, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας. Διακρίθηκε κυρίως για το ποιητικό του έργο και στρατεύτηκε στο Κ.Κ. (Σ.τ.μ.)
2. Corrido, s: Λαϊκό τραγούδι (για δύο φωνές) και χορός του Μεξικού και άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Η Μεξικανική Επανάσταση και οι οπλαρχηγοί της τραγουδήθηκαν με κορρίδος (όπως το φημισμένο La Cucaracha). (Σ.τ.μ.)

Πλήρης αστάθεια*

Καμπάνες κι ένα τεράστιο τύμπανο. Πως είπαμε το τραγούδι; Η Αννούλα του Ταράου είναι η αγάπη μου; Μπα, δεν θυμίζει μελωδία. Περισσότερο μοιάζει με τον ήχο του τραμ 51. Το καμπανάκι χτυπούσε και το αμάξι τρανταζόταν, καθώς διασχίζαμε την Σιλερστράσε, την Πάνκοβ, την οδό Μπρίτε. Η γιγαντιαία Ολυμπιακή καμπάνα σήμανε την έναρξη κι αμέσως μετά τη λήξη των Αγώνων. Το πιστόλι του αφέτη. Το πλήθος άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο Τζο Λιούις ρίχτηκε πάνω μου και με ξάπλωσε στο καναβάτσο για δεύτερη φορά στον ίδιο γύρο. Το βουητό από ένα μονοπλάνο με τέσσερις μηχανές έσκισε το νυχτερινό ουρανό παίρνοντας μακριά το κομματιασμένο μου μυαλό. Άκουσα τον εαυτό μου να λέει:
«Θα κατέβω στη λίμνη Πλότζεν».

Το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου θύμιζε την ανάσα λαχανιασμένου Ντόμπερμαν. Προσπάθησα να σηκωθώ απ’ το δάπεδο του αυτοκινήτου και διαπίστωσα ότι είχα τα χέρια δεμένα πίσω, με χειροπέδες. Ύστερα ο βίαιος, οξύς πόνος στο κεφάλι έσβησε τα πάντα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μην το μετακινώ…
… εκατό χιλιάδες μπότες βαδίζουν με το βάδισμα της χήνας, διασχίζοντας την Ούντερ ντεν Λίντεν. Κάποιος πλησιάζει ένα μικρόφωνο κοντά τους, ενισχύοντας τον ήχο σε σημείο που προκαλεί δέος. Λες και μετακινείται κάποιο τεράστιο άλογο. Συναγερμός για αεροπορική επιδρομή. Ένα φράγμα έχει τοποθετηθεί στα χαρακώματα του εχθρού, για να εμποδίσει την προέλασή του. Την ώρα που πηδούσαμε από πάνω, μια τεράστια έκρηξη μας πέταξε στον αέρα. Σύρθηκα μέχρι μια τρύπα γεμάτη απανθρακωμένους βατράχους. Το κεφάλι μου είναι κλεισμένο στην ουρά ενός πιάνου. Καθώς τα πλήκτρα χτυπάνε τις χορδές, νιώθω τ’ αυτιά μου να βουίζουν. Περιμένω μέχρι να κοπάσει το βουητό της μάχης…

Ένιωσα να με τραβάνε έξω απ’ το αμάξι και στη συνέχεια να με σέρνουν σ’ ένα κτίριο. Πλήρης αστάθεια. Μου έβγαλαν τις χειροπέδες. Μ’ έβαλαν να καθήσω σε μια καρέκλα και αναγκάστηκαν να με κρατάνε για να μη σωριαστώ κάτω. Ένας άντρας που μύριζε φορμόλη και φορούσε στολή έψαξε τις τσέπες μου. Καθώς τις γύριζε μέσα έξω, ένιωσα το γιακά του σακακιού μου να έχει κολλήσει στο λαιμό. Έβαλα το χέρι μου και κατάλαβα πως έτρεχε αίμα απ’ το σημείο που με είχαν χτυπήσει. Αμέσως μετά κάποιος εξέτασε το κεφάλι μου και είπε πως ήμουν σε θέση να απαντήσω σε μερικές ερωτήσεις. Ακόμα κι αν έλεγε πως ήμουν σε θέση να παίξω γκολφ, προσωπικά μου ήταν αδιάφορο. Μου έδωσαν καφέ και τσιγάρο.

*Οι Βιολέτες του Μάρτη, Philip Kerr, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

31 Αυγούστου 1909*

49 Fontenoy Street, Dublin

Αγαπημένη μου Τώρα είναι σχεδόν δύο το πρωί. Τα χέρια μου έχουν παγώσει από το κρύο, γιατί υποχρεώθηκα να βγω από το σπίτι για να πάω να πάρω τις αδερφές μου από ένα πάρτι, και τώρ πρέπει να κατηφορίσω ως το ταχυδρομείο. Αλλά δεν θέλω η αγάπη μου να μην έχει το γράμμα της το πρωί.

Το κόσμημα που έφτιαξα αποκλειστικά για σένα βρίσκεται τώρα ασφαλές στην τσέπη μου. Το δείχνω σε όλους, έτσι που οι πάντες να μάθουν ότι σ΄αγαπώ, Νόρα αγαπημένη, ότι σε σκέφτομαι, λατρεμένη , ότι θέλω να σε τιμήσω.

Πριν από μια ώρα τραγουδούσα το τραγούδι σου, την Κοπελιά απ’ το Ώγκριμ. Δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και η φωνή μου τρέμει από συγκίνηση όταν τραγουδάω αυτή την όμορφη μελωδία. Άξιζε τον κόπο που ήρθα στην Ιρλανδία και το άκουσα από την καημένη, την καλή μανούλα σου – που τόσο τη συμπαθώ, Νόρα καλή μου.

Ίσως στην τέχνη, αγαπημένη, βρει καταφύγιο ο ερωτάς μας. Θέλω να σε περιβάλλουν όλα όσα είναι καλαίσθητα, ωραία και ευγενή στην τέχνη. Δεν είσαι, όπως λες, ένα φτωχό αμόρφωτο κορίτσι. Είσαι η γυναίκα μου, αγαπημένη, κι όλη τη χαρά και την απόλαυση που μπορώ να σου δώσω σε τούτη τη ζωή, θα σου τη δώσω.

Νόρα, αγαπημένη, ας μην τελειώσει ποτέ η αγάπη μας όπως είναι σήμερα. Καταλαβαίνεις τώρα τον παράξενο, παραστρατημένο, ξεροκέφαλο, ζηλιάρη εραστή σου, έτσι δεν είναι, αγαπημένη; Θα προσπαθήσεις να τον κρατήσεις παρ’ όλες τις μεταπτώσεις του, έτσι αγαπημένη; Σ’ αγαπάει, μην πάψεις στιγμή να το πιστεύευς. Ποτέ δεν είχε ούτε ένα μόριο αγάπης για καμιά, μονάχα για σένα. Εσύ είσαι που άνοιξες βαθύ χάσμα στη ζωή του.

Τώρα και η παραμικρή άξεστη λέξη με πληγώνει, επειδή νιώθω ότι θα πληγώσει κι εσένα. Όταν σε φλέρταρα (και ήσουν μόνο δεκαεννιά, αγαπημένη, πόσο μ’ αρέσει να το σκέφτομαι!) ένιωθα το ίδιο. Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια.

Ω πες μου, γλυκιά μου αγάπη, ότι είσαι ικανοποιημένη μαζί μου τώρα. Μια μονάχα λεξούλα επαινετική από σένα με γεμίζει χαρά, μια απαλή χαρά σαν την ευωδιά που αναδίνει η καρδιά ενός λευκού ρόδου.

Τα παιδιά μας (όσο πολύ κι αν τ’ αγαπώ) δεν πρέπει να μπουν ανάμεσά μας. Αν είναι καλά και ευγενικά είναι εξαιτίας μας, καλή μου. Γνωριστήκαμε και ενώσαμε ελεύθερα τα κορμιά και τις ψυχές μας και τα παιδιά μας είναι ο καρπός τον κορμιών μας.

Καληνύχτα πολυαγαπημένο μου κορίτσι, μικρή μου γυναίκα από το Γκάλγουεϋ, τρυφερή μου αγάπη από την Ιρλανδία.

Πόσο θα μου άρεσε να σε ξάφνιαζα, τώρα που κοιμάσαι! Υπάρχει ένα σημείο όπου θα’θελα να σε φιλήσω τώρα, ένα παράξενο μέρος, Νόρα. Όχι στα χείλη, Νόρα. Ξέρεις που;

Καληνύχτα, ερωτά μου!

Jim

*Γράμματα στη Νόρα, Τζέημς Τζόϋς, εισαγωγή – μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη

Άνχελ*

«Μερικοί λένε ότι πάντα στέκομαι
στην άσχημη πλευρά της ζωής.
Ο Θεός να με φυλάει!»
Raymond Chandler

Ο Εκτόρ παρατήρησε το μασκαρεμένο πρόσωπο ενός παλαιστή ελεύθερης πάλης, όπου κυλούσε ένα δάκρυ. Ξαφνιάστηκε. Πρώτον, οι παλαιστές δεν κλαίνε, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αξίωμα. Δεύτερον, υπήρχε ένα τεχνικό πρόβλημα. Η μάσκα θα έπρεπε να εμποδίζει τη φυσική ροή των δακρύων. Ακόμα κι έτσι, παρά τις δύο αυτές αντιφάσεις, ο τύπος έκλαιγε σίγουρα. Τον πλησίασε, παραβιάζοντας την προηγούμενη απόφασή του να τα βλέπει όλα από μακριά. Στα μισά του δρόμου, μια παρέα παλαιστές με μάσκες, με κάπες και στολές σε γιορτινά χρώματα (πορτοκαλί, καναρινί, μαύρες ασημοστόλιστες), κουβαλούσαν στους ώμους τους ένα μεγάλο φέρετρο σε μεταλλικό γκρίζο χρώμα. Πίσω τους οι μαριάτσι άρχισαν να τραγουδούν το Son de la negra.


Πιο πίσω ακολουθούσαν οι συγγενείς, που έκλαιγαν φυσιολογικά και δικαιολογημένα. Ήταν μια πολυάριθμη λαϊκή οικογένεια, όλοι μέσα στα μαύρα, φίλοι, γείτονες, περίεργοι. Ο Έκτορ άναψε ένα τσιγάρο. Έβρεχε.

Η πομπή ανασυντάχθηκε στην είσοδο του νεκροταφείου και άρχισε την αργή της πορεία προς το τελευταίο κατάλυμα του Άνχελ. Οι μαριάτσι μόλις ολοκήρωσαν την πρώτη ομοβροντία με το Son de la negra, άρχισαν αμέσως την επανάληψη.

Ο Έκτορ θυμήθηκε ότι κάποιος του είχε πει κάποτε, όταν ήταν πιο νέος και η πόλη ήταν διαφορετική, πως δεν γίνεται να επιλέξεις τον τόπο όπου θα γεννηθείς, ούτε καν τον τόπο όπου θα πεθάνεις. Ειδικά ετούτη η πόλη δεν σ’ αφήνει να διαλέξεις τίποτα, ούτε τον τόπο ούτε τον τρόπο. Μπορείς μόνο να υποταχτείς στη δική της μοίρα. Δεν μπορείς να πεις στο ένα ναι και στο άλλο όχι. Ή όλα ή τίποτα. Την παίρνεις ή την αφήνεις. Ή τη δέχεσαι ή κρύβεσαι κάτω από το κρεβάτι σου για να μη σε δαγκώσει. Και στο μεταξύ, είναι αδύνατο να μην εκπλήσσεσαι συνέχεια, παρόλο που γνωρίζεις κάθε γωνιά, κάθε σοκάκι της. Μολονότι ξέρεις πια όλες τις τρέλες που μπορεί να φανταστεί ετούτη η πόλη, πάντα θα υπάρχει μια καινούρια μακάβρια ιδέα.

Ο θάνατος του Άνχελ δεν του άρεσε.

*Ερωτευμένα Φαντάσματα, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδ. ΑΓΡΑ

Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα είναι*

Στις δύο τα ξημερώματα γυρνάγαμε  με το αυτοκίνητο του Εμίλιο στο ξενοδοχείο. Το αλκοόλ είχε κάνει πάλι το θαύμα του, μετατρέποντας τον ενήλικα αρσενικό σε θερμόαιμο, ξεδιάντροπο έφηβο. Μιλούσαμε φωναχτά και οι πλάκες διαδέχονταν τις παθιασμένες κορώνες από τα ρεφρέν των τραγουδιών του Βίκτορ Χαρά που έπαιζε το κασετόφωνο. Απόηχοι της αγανάκτησης και των ελπίδων που κυριαρχούσαν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και τα πρώτα της δημοκρατίας, την εποχή της νιότης μας. Είχε περάσει μια μόνο δεκαετία, και ήταν σαν να είχαμε αλλάξει αιώνα. Τα τραγούδια που τότε μας είχαν συνεπάρει, μας ξυπνούσαν τώρα μια πρώιμη νοσταλγία, όχι τόσο γι’ αυτό που ήμασταν όσο γι’ αυτό που θα μπρούσαμε να είχαμε γίνει. Κουτσουρεμένα όνειρα σαν τον καημό που τραγουδούσε ο δολοφονημένος χιλιανός τραγουδιστής, της γυναίκας που έτρεχε στο εργοστάσιο όπου δούλευε ο αγαπημένος της, με τη βροχή στα μαλλιά, χωρίς να τη νοιάζει, αφού πήγαινε να τον βρει…

Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως κι εγώ ο ίδιος, πρότεινε να σταματήσουμε για μια βουτιά που θα μας ανακούφιζε από τη θέρμη του αλκοόλ. Ο Εμίλιο διαμαρτυρήθηκε πως δεν είχαμε μαγιό, κι εμείς απαντήσαμε πως ήταν αντιδραστικός κι ότι θα κολυμπήσουμε γυμνοί. Κι οι έφηβοι επιδειξίες στους οποίους είχαμε μεταμορφωθεί το έριξαν πάλι στο τραγούδι ώσπου το αυτοκίνητο σταμάτησε σε μια μικρή πλαζ της χερσονήσου, στο πάρκο της οποίας βρίσκεται το πανεπιστημιακό μέγαρο.

Αφήσαμε τα ρούχα μας στην άμμο να τα προσέχει ο Εμίλιο και μπήκαμε τρέχοντας στο νερό. Τη στιγμή που το κρύο μου δάγκωνε τα πόδια ακούσαμε γέλια και σφυρίγματα στις πλάτες μας. Δύσκολα διακρίνονταν μες τη μαύρη νύχτα, αλλά στην παραλία, δίπλα στο μέρος που είχαμε επιλέξει για να κολυμπήσουμε, ήταν μια παρέα και, πίσω της, η αμυδρή ανταύγεια μιας μικρής φωτιάς γύρω από την οποία κάθονταν όταν εμφανιστήκαμε εμείς να τρέχουμε τσίτσιδοι.

*Ένας Δαίμονας Στην Πόρτα, Jose Manuel Fajardo, εκδ. opera

Ψίθυροι της Ιρέν*

«Σ’ αγαπώ ακόμα, να το ξέρεις, σ’ αγαπώ…»

Από τότε που έπεσες σε κώμα ακούω το Les Vieux Amants, ξανά και ξανά. Είμαι σίγουρη ότι μ’ ακούς, κρυμμένος πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα.

Σε κοιτάζω και περνούν ασταμάτητα μπροστά απ’ τα μάτια μου εικόνες της ιστορίας μας.

Η συνάντησή μας στο αστυνομικό τμήμα του Μπαμπ-ελ-Ουέντ όπου τα μάυρα σου μάτια με κοιτούσαν με πόθο.

Η αμηχανία μου μπροστά σ’ αυτό τον ωραίο μελαχρινό άνδρα που αμέσως τον φαντάστηκα μ’ ένα μπορσαλίνο, σαν να σχεδίαζα απ’ την αρχή τη φιγούρα του.

Το μπουκέτο σου με τα κόκκινα τριαντάφυλα και το πρώτο μας ραντεβού.

Το χολιγουντιανό φιλί που μου έδωσες στο κατώφλι του σπιτιού μου, χωρίς γλώσσα, σαν να φοβόσουν να μπεις μέσα μου τόσο γρήγορα.

Η πρώτη μας ερωτική περίπτυξη, όχι σπίτι σου αλλά σπίτι μου, πράγμα που μ’ έκανε να φοβηθώ ότι υπήρχε άλλη γυναίκα, ένας δεσμός, μια κρυφή ερωμένη.

Μα εκείνη που ανέκαθεν μοιραζόταν τη ζωή του δεν ήταν άλλη από τη γιαγιά σου! Μια σύντροφος που δεν υπολόγισα, καθώς τα στήθη μου πάλλονταν ακόμα από το χάδι των χεριών σου.

Η τρυφερότητα με την οποία ανακάτωνες την κόκκινη χαίτη μου ενώ εγώ άναβα, για σένα, το πρώτο Μπογιάρ.

Η πρώτη φορά που αποχωριστήκαμε γιατί το απαίτησα εγώ. Η άρνησή μου να μοιραζόμαστε τις νύχτες μας, από φόβο μήπως τα πρωινά η απογοήτευση έρθει και φορτώσει τη σχέση με τις ασήμαντες τελετουργίες της καθημερινότητας: την αδυναμία των σωμάτων που ζητούν επιτακτικά ν’ αποβάλλουν ό,τι τους είναι περιττό, την κατάποση υγρών και στερεών, το πλύσιμο του στόματος και σώματος. Αυτά τα μικροπράγματα, που άλλους τους καθησυχάζουν κι εμένα με τρομοκρατούν.

Όμως, πάντα με συγκινούσε να σε χαζεύω την ώρα που κοιμάσαι, τις λίγες φορές που το ανέχθηκα. Ο ύπνος σου ήταν εγγύηση εκείνη τη στιγμή πως δεν θα σ’ έχανα, ενώ ο δικός μου ύπνος μου ξυπνούσε τον φόβο της απουσίας σου, της εγκατάλειψης.

Σήμερα, ξενυχτάω δίπλα σου για να σου απαγορεύσω να χαθείς, σου μιλάω, στ’ αυτί, για να σ’ εμποδίσω να ξεχάσεις τη ζωή, αυτή που μοιραζόμαστε, κατά διαστήματα, εδώ και δέκα χρόνια…

*Η Κόκκινη Μασσαλία, Maurice Attia, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ