Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί*

Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, μισάνοιχτη, και την έσπρωξε με την άκρη των δαχτύλων.
«Αχ, τι αισθησιακή… η ατέλειωτη νύχτα αυτή, ο ουρανός ο φθινοπωρινός, τα ρόδα που τα μάρανε ο καιρός…»♪
Η Τριπολίνα, γονατισμένη στο πάτωμα, μ’ ένα σφουγγαρόπανο στο χέρι, έτριβε δυνατά ένα λεκέ πάνω στα μεγάλα μαρμάρινα πλακάκια. Ο προθάλαμος της οδού Όρσο δεν είχε καμία σχέση με εκείνον στην οδό Όκε. Ήταν ευρύχωρος και φωτιζόταν από ένα γυάλινο φεγγίτη οροφής, που το φως του αντανακλούσε πάνω στους καθρέφτες. Στη μέση είχε ένα στρογγυλό καναπέ με κόκκινο βελούδο, στους τοίχους κόκκινα γύψινα μοτίβα και στα πλαϊνά της σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα δύο κόκκινα μαρμάρινα κολονάκια με νερά. Μόνο η Τριπολίνα ήταν ίδια με εκείνη της οδού Όκε. Ήταν πάλι με το κομπινεζόν και με τα μαλλιά πιασμένα κότσο, και καθάριζε, όπως όταν την είδε και το προηγούμενο πρωί. Μόνο που τώρα τραγουδούσε.
♪»Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί… ένα φιλί χαμένο, ένα μυστικό κρυμμένο…»
Ήταν χαρούμενη η Τριπολίνα, το καταλάβαινες από τον τόνο, από την ένταση που έβαζε στις νότες, ενώ τις ψιθύριζε με το στόμα σχεδόν κλειστό. Ο Ντε Λούκα χαμογέλασε και ενώ σκεφτόταν να βήξει δύο φορές στη γροθιά του, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο φάκελο και έμεινε να την κοιτάζει.
♪ «Και το χέρι σου που χαιρετάει, το αντίο το πικρό… που την καρδιά μου τρυπάει… κι αυτό αισθησιακό… αισθησιακό…»♪
Η Τριπολίνα κάθισε στις φτέρνες της, ίσιωσε το κορμί της και έστρεψε το κεφάλι πάνω από την πλάτη της.
«Το μάτι πάει εβδομήντα πέντε λίρες», του είπε, «αλλά πρέπει να έρθετε άλλη ώρα, γιατί τώρα είμαστε κλειστά.»
Ο Ντε Λούκα κοκκίνισε.
«Με συγχωρείτε», ψιθύρισε με το πρόσωπο αναμμένο.
Έπειτα τίναξε πίσω το κεφάλι, έβηξε δυο φορές στη γροθιά του και μπήκε στον προθάλαμο με βήμα αποφασιστικό και ύφος επιθεωρητή Τμήματος Ηθών. Στο μεταξύ η Τριπολίνα είχε σηκωθεί, είχε βάλει τις πάνινες παντόφλες που ήταν παρατημένες στο πάτωμα και είχε πάρει το μαύρο σάλι από την πλάτη της καρέκλας. Το τύλιξε πάνω της με μια πλατιά κυκλική κίνηση, που έσπρωξε τον αέρα στο καυτό πρόσωπο του Ντε Λούκα και ανασήκωσε την μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της, σχεδόν πάνω στα μάτια της.
«Ωραία», είπε ο Ντε Λούκα κοιτάζοντας τριγύρω. «Πραγματικά ωραία αλλαγή…»
Μόρφασε ρίχνοντας το βλέμμα του σε μια κρεμάστρα με γάντζους σε σχήμα φαλλού.
«Και καλόγουστη…»

*Το Μπουρδέλο της Οδού Όκε, Carlo Lucarelli, Η Τριλογία του Φασισμού, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση ΤΟΝΙΑ ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ

Σχολιάστε