Νυχτερινό*

Αν ο κόμης προσπαθούσε να εξηγήσει στον Βασίλι πως στα χρυσά μας χρόνια το πέρασμα του χρόνου είναι ενίοτε τόσο γοργό που δεν αφήνει παρά ένα αχνό αποτύπωμα στη μνήμη μας, σχεδόν σαν να μην έχει συμβεί ποτέ – αυτό που επακολούθησε ήταν ένα τέλειο παράδειγμα.
Γιατί τα τρία λεπτά που μεσολάβησαν από την υπέροχη συζήτηση στο γραφείο του θυρωρού μέχρι να βρεθεί στην αίθουσα χορού, όπου άρπαξε ένα κάθαρμα από τα πέτα, πέρασαν εν ριπή οφθαλμού. Για την ακρίβεια, πέρασαν τόσο γρήγορα, ώστε ο κόμης δεν θυμόταν καν ότι είχε πετάξει τις αποσκευές από τα χέρια του Γκρίσα καθώς εφορμούσε προς την αίθουσα. Ούτε πως είχε ανοίξει την πόρτα διάπλατα φωνάζοντας «Αχά!», ούτε πως είχε τραβήξει τον επίδοξο Καζανόβα από το καναπεδάκι που καθόταν και κρατούσε το χέρι της Σοφίας.
Όχι, ο κόμης δεν θυμόταν τίποτε από όλα αυτά. Επειδή, όμως, έπρεπε παράλληλα να εξασφαλιστεί η ουράνια ισορροπία και η σταθερότητα του σύμπαντος, εκείνος ο αχρείος μυστακιοφόρος με το βραδινό σακάκι θα θυμόταν κάθε δευτερόλεπτο που θα επακολουθούσε σε όλη τη ζωή του.
«Εξοχότατε», εκλιπαρούσε, καθώς ταλαντευόταν στον αέρα. «Έγινε μια τρομερή παρεξήγηση!»
Κοιτάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπο πάνω από τις γροθιές του, ο κόμης τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε καμία παρεξήγηση. Ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο τύπος που κουνούσε τόσο χαρωπά την μπαγκέτα του στην εξέδρα του Πιάτσα. Και παρόλο που ήξερε να προσφωνεί σωστά και με τον κατάλληλο τόνο, δεν έπαυε να είναι μια οχιά τόσο φαρμακερή όσο και κάθε οχιά που είχε ξεμυτίσει ποτέ μέσα από τα θάμνα από καταβολής Εδέμ.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό φαυλότητας του εν λόγω, η τρέχουσα κατάσταση έθετε σαφώς ένα πρόβλημα. Διότι από τη στιγμή που έχεις αρπάξει έναν άθλιο από τα πέτα και τον έχεις σηκώσει στον αέρα, τι τον κάνεις; Τουλάχιστον όταν έχεις σβερκώσει κάποιον, μπορείς να τον πας μέχρι την πόρτα και να τον πετάξεις από τις σκάλες. Όταν τον κρατάς από τα πέτα, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να τον ξεφορτωθείς. Προτού προλάβει ο κόμης να λύσει αυτόν τον γρίφο, η Σοφία του έβαλε και δεύτερο.
«Μπαμπά! Τι κάνεις;»
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Σοφία. Αυτός ο κύριος κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα -προτού αρπάξει το ξύλο της ζωής του»
«Το ξύλο της ζωής του; Μα ο Βίκτορ Στεπάνοβιτς είναι ο δάσκαλός μου».
Κρατώντας το ένα μάτι στο κάθαρμα, ο κόμης κοίταξε την κόρη του με το άλλο. «Ο… ποιος σου;»
«Ο δάσκαλός μου. Με διδάσκει πιάνο».
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του τέσσερις φορές απανωτά.
Χωρίς να αφήσει τα πέτα του αγύρτη, ο κόμης έγειρε το κεφάλι του πίσω, έτσι ώστε να εξετάσει το σκηνικό με λίγο περισσότερη προσοχή. Τώρα που το ξαναέβλεπε πιο προσεχτικά, το διθέσιο καναπεδάκι που τους είχε δει να κάθονται, στην πραγματικότητα φαινόταν να είναι το ταμπουρέ ενός πιάνου. Και στο σημείο που ήταν πλεγμένα τα χέρια τους υπήρχε μια ολόισια σειρά πλήκτρα από ελεφαντόδοντο.
Ο κόμης τον άρπαξε πιο σφιχτά.
«Ώστε αυτό είναι το παιχνίδι σου, ε; Αποπλανάς τις κοπέλες παίζοντάς τους σουίνγκ;»
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος του πιάνου τον κοίταξε για λίγο κατάπληκτος.
«Κατηγορηματικά όχι, εξοχότατε. Ποτέ δεν έχω παρασύρει καμία δεσποινίδα με σουίνγκ. Κλίμακες και σονάτες παίζουμε. Εγώ είμαι απόφοιτος του Ωδείου και κάτοχος του μεταλλίου Μουσόρσκι. Δουλεύω στο εστιατόριο για λόγους βιοπορισμού». Εκμεταλλευόμενος τον δισταγμό του κόμη, έδειξε το πιάνο με το κεφάλι του. «Επιτρέψτε μας να σας δείξουμε. Σοφία, δεν παίζεις το νυχτερινό που μαθαίναμε;»
Το νυχτερινό;…

«Όπως επιθυμείτε, Βίκτορ Στεπάνοβιτς», απάντησε ευγενικά η Σοφία και πήγε στο πιάνο για να τακτοποιήσει τις παρτιτούρες της.
«Μήπως…» είπε ο δάσκαλος του πιάνου στον κόμη νεύοντας πάλι προς το πιάνο. «Αν θα είχατε την καλοσύνη…»
«Ω!» έκανε ο κόμης. «Ναι, φυσικά».
Τον άφησε να πατήσει κάτω και ίσιωσε τα πέτα του στα γρήγορα.
*Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα, Amor Towles, εκδ. διόπτρα
μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου

This entry was posted in Classical - Score and tagged ,,, by Narrator. Bookmark the permalink.

About Narrator

" But it is no use to justify yourself. It is no good to explain. It is weak to be anecdotal. It is wise to conceal the past even if there is nothing to conceal. A man’s power is in the half-light, in the half-seen movements of his hands and the unguessed-at expression of his face. It is the absence of facts that frightens people: the gap you open, into which they pour their fears, fantasies, desires." H. Mantel

Σχολιάστε