About Narrator

" But it is no use to justify yourself. It is no good to explain. It is weak to be anecdotal. It is wise to conceal the past even if there is nothing to conceal. A man’s power is in the half-light, in the half-seen movements of his hands and the unguessed-at expression of his face. It is the absence of facts that frightens people: the gap you open, into which they pour their fears, fantasies, desires." H. Mantel

«Μπορεί να διψούσε»

Φαίνεται πως όσο πιο απίστευτη είναι μια ιστορία τόσο περισσότερο ικανός είμαι να την πιστέψω.

Είμαι τριάντα χρονών. Το 1903 έπαθα νευρικό κλονισμό και μ’ έστειλαν σε μια ψυχιατρική κλινική κλεισμένο μέσα σε ένα ζουρλομανδύα. Δεν είναι ακόμα ακριβώς ξεκάθαρο πως συνέβη, αλλά θα σας  πω τι θυμάμαι.

Είμαι βιολιστής σε  ορχήστρα, τουλάχιστον ήμουν πριν τον νευρικό κλονισμό.  Το Μάιο του 1903  ήμουν στο Κλίβελαντ του Οχάιο, παίζοντας βιολί για κονσέρτο του Τσαϊκόφσκι σε Ρε Ματζόρε, όταν ακριβώς  στο  μέσο της καντέντσας -πάνω στην οποία είχα  δουλέψει για βδομάδες-, ξαφνικά άφησα το βιολί κάτω και άρχισα να σχίζω τις παρτιτούρες του πρώτου βιολιστή. Έκανα τα φύλλα του κομματάκια  όσο πιο γρήγορα μποροούσα, έριξα νερό μέσα στο φαρδύ στόμιο μιας τούμπας, κοπάνησα τα πλήκτρα του πιάνου  με  τις γροθιές μου -μόνο τα μαύρα πλήκτρα- και μετά κάθισα στο πάτωμα κλαίγοντας.  Το ακροατήριο παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα μέχρι που οι άνδρες της ασφάλειας όορμησαν μέσα και με πήραν σηκωτό από τη σκηνή.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, όταν ηρέμησα ώστε να μπορώ να πω τρεις τέσσερις  λογικές κουβέντες, δέχτηκα ερωτήσεις από τον αρχίατρο ενώ οι υπόλοιποι του ιατρικού προσωπικού κάθονταν σε κοντινές καρέκλες, ακούγοντας.

“Γνωρίζεις το όνομά  σου;”
“Τζέρεμι Σπένσερ Γουέμπ”, απάντησα
“Μπράβο!”, απάντησε ο αρχίατρος.
«Σας παρακαλώ, μη με ενθαρρύνετε”.
“Συγγνώμη”. είπε σχεδόν ταπεινά ο γιατρός “Είστε παντρεμένος;”
“Όχι, δόξα τω Θεώ”.
«Γιατί το λέτε αυτό;”
“Γιατί ήμουν παντρεμένος λίγα χρόνια πριν και αν είχατε παντρευτεί εσείς τη γυναίκα μου, τώρα θα είσαστε εσείς με το ζουρλομανδύα και εγώ θα σας έκανα ερωτήσεις”.
“Αυτό σας προκάλεσε το νευρικό κλονισμό;”
“Όχι, φυσικά και όχι, απλώς είναι μια κακιά ανάμνηση. Είμαστε χωρισμένοι τώρα”.
“Σας αρέσει η δουλειά σας σαν μουσικός, κύριε Γουέμπ;”
“Αγαπώ τη  δουλειά μου πιο πολύ κι από τη ζωή μου”.
“Τότε λοιπόν, γιατί σκίσατε τις μουσικές παρτιτούρες των άλλων βιολιστών… και χτυπήσατε τα πλήκτρα ενός πολύ ακριβού πιάνου Steinway  με τη γροθιά σας;”
“Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν έχω ιδέα”.
“Μήπως έχετε κάποια ιδέα γιατί ρίξατε νερό μέσα στην τούμπα;”
“Θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως μπορεί να διψούσε”.
“Αστειεύεστε κύριε Γουέμπ;”
“Όχι, δεν αστειεύομαι, μακάρι να το έκανα”.

Ο αρχίατρος με κοίταξε επίμονα για μερικά δευτερόλεπτα.

Η γυναίκα που δεν ήθελε, Gene Wilder, εκδ. ΑΛΔΕ, μετάφραση Δημήτρης Μαμαλούκας

Μ’ ένα κονιάκ στο χέρι…*

«Άκουσε, παιδί μου, να δεις. Εγώ σχολείο δεν έβγαλα και γράμματα δεν κατέχω σαν κι εσένα, που κοσμογύρισες κι έκανες κι έρανες. Εγώ δεν διάβασα βιβλία και μήτε γραμματιζούμενος είμαι, μα είμαι δίκαιος κι εκείνο που είναι αυτό λέω. Μαθαίναμε τα νέα σου και τους αγώνες σου όλους. Ο παππούς σου το ίδιο. Ήξερε γιατί δεν πατάς πια και σε χάσαμε, κι όλο σε μελετούσε. Σε καμάρωνε κι ας τον πίκραινες που τον λησμόνησες χρόνια πολλά και ούτε αν ζει δεν ρώτησες. Τονε παράτησες και τον ξέχασες κι ήσουνα λάθος».
Ντράπηκα και θίχτηκα, κι ας ήταν έτσι. Δεν καταλάβαινε πως δεν παράτησα τον τόπο μου για ντολτσεβίτες, μα για κάποια ιδέα κι έναν αγώνα ιερό. Άλλωστε κι εμένα τον ίδιο παράτησα και ξέχασα κατά καιρούς. Αμύνθηκα.
«Δεν καταλάβατε. Δεν ήταν προσωπικό με τον παππού μου ή με το χωριό. Απλά είχα τον δικό μου αγώνα. Είχα να…»
«Κουραφέξαλα. Αυτά που λες είναι κουραφέξαλα, κι εγώ σ’ το λέω αντρίκεια».
Μαζεύτηκα και στριμώχτηκα.
«Άκου λοιπόν για να μαθαίνεις. Αυτός ήταν ο ήρωας κι ο αγωνιστής. Αυτός που τώρα τον νεκροφιλάνε στο σαλόνι. Αυτός κι όλοι αυτοί οι γέροι εδώ έξω. Αν θες παράσημα να δεις, για κοίτα τα κορμιά τους. Κοίτα τις χαρακιές και τα στραβωμένα δάχτυλα. Κοίτα τις σκορπιοδαγνωματιές και τα κοψίματα από την κλαδευτήρα. Κοίτα τα χρόνια κρυώματα στα στήθη και τα λυγισμένα δάχτυλα. Θες μάχες να δεις; Τα δικά μας πεδία μαχών είναι τ’ αλώνια. Εκεί ματώσαμε εμείς για μια ιδέα. Να χτίσουμε στα ερείπια του τόπου κάτι, για να τ’ αφήσουμε σ’ εσάς, να μη μας λησμονάτε. Χρωστούσαμε που σας φέραμε στον κόσμο και δεν βαρυγκομήσαμε ποτέ. Νομίζεις δεν θέλαμε εμείς κι άλλες πόλεις και θάλασσες βαθιές; Δεν θέλαμε εμείς να ερωτευτούμε και να μη σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι μια φορά; Ζητάς τα οχυρά να δεις απ’ τις μεγάλες μάχες; Πήγαινε και κοίτα τα ξώσπιτα και τα λινά στα κτήματα που κάναμε μνημεία κι αν ψάχνεις κάλυκες να βρεις, σκάψε μες τα χωράφια και θα βρεις ψαλίδες σπασμένες και λαβές από κοφίνια. Αν ζητάς παντιέρες, εμείς είχαμε μία και ήταν το τραπεζομάντηλο, που το τινάζαμε απ’ τα ψίχουλα και το ανεμίζαμε μεσημέρι βράδυ κι η νίκη μας ήταν αυτή. Το φαγητό στο τραπέζι. Αν ψάχνεις για άρματα βαριά κι αχρηστεμένα, κοίτα τις μάκινες που στέκουν σιωπηλές κι αν ναρκοπέδια ζητάς, να έβλεπες σαν πατούσαμε πάνω στη χαλασμένη απ’ τη βροχή σταφίδα πάνω τι θάνατο μας έδινε και τι κορμιά διαλούσε.
«Βιβλία και γραπτά δεν αφήσαμε, μα εκείνος που φύτευε ελιές στα γεράματά του τι νομίζεις πως έκανε; Δεν θα προλάβαινε να κάτσει κάτω απ’ τον ίσκιο τους ή να γευτεί το λάδι τους, κι όμως το έκανε. Αν θες να γράψεις κάτι στα βιβλία σου, να πεις πως ήρωάς μου εμένα είναι ο Νικολός, που τον πήρε η πλημμύρα παλεύοντας να σώσει το σκυλί του, ο φίλος μου ο Ηλίας που έπαθε συγκοπή καταηλιού στ’ αλώνια, γιατί δεν άκουσε τον γιατρό του και δεν κάθισε ούτε νερό να πιει, η γυναίκα του Νικήτα, που έμεινε χήρα με έξι παιδιά και όργωνε με το αλέτρι, στη μια μεριά αυτή, στην άλλη το μουλάρι. Να γράψεις πως πατρίδα μου εμένα είναι η καστανιά στο κάτω μέρος του χωριού, που πρωτοφίλησα τη γυναίκα μου, το ποτάμι που έστησα ξώβεργα με τον παππούλη σου κι ο βράχος που καθόμασταν μικρά παιδιά επάνω και τραγουδούσαμε ίσαμε που δεν είχαμε φωνή.
«Αυτά να γράψεις, κι αν θες συνείδηση να δεις, κοίτα αυτούς που ήρθαν να χαιρετήσουν εδώ σήμερα μ’ ένα κονιάκ στο χέρι. Όλα τ’ άλλα είναι κουραφέξαλα και σ’ το υπογράφω εγώ που νογάω να γράψω μονάχα τ’ όνομά μου.»
Γύρισε το ποτήρι του ανάποδα κι άφησε το ζεστό κονιάκ να πέσει στην αυλή, ποτίζοντας το χώμα και ξεδιψώντας τον Χάροντα που πήρε τον παππού μου. Τον Χάροντα που πήρε τον φίλο του. Το άδειασε κι έφυγε χωρίς να πει ούτε γεια.
Γύρω στις δώδεκα το βράδυ θα ήταν πίσω στο σπίτι μου στην πόλη όταν ξεκρέμαγα το κάδρο του Γκεβάρα απ’ τον τοίχο και στη θέση του έβαζα μια κορνίζα που μέσα είχε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία με τέσσερα παιδιά με πουκάμισα και τιράντες και γύρω τους σταφίδες απλωμένες κι αλώνια προσεγμένα. Ο μεσαίος στην απάνω σειρά ήταν ο παππούς μου. Κάρφωσα τη βελόνα του πικάπ στα Είκοσι τέσσερα πρελούδια για πιάνο του Σοστακόβιτς κι έσβησα. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα χωρίς να στριφογυρίσω στο κρεβάτι ούτε μια φορά. Με το δεξί χέρι κάτω από το μαξιλάρι και το πόδι σφηνωμένο ανάμεσα στην κόχη του κρεβατιού και στον τοίχο. Όπως όταν ήμουν παιδί.

*Αποδοχή Κληρονομιάς, Ανδρέας Νικολακόπουλος, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

Pecten ornatus*

Δεν της έπιασε το χέρι, αλλά κάθε τόσο, εντελώς φυσικά, τα δάχτυλά τους ακουμπούσαν. Πότε-πότε γονάτιζαν για να εξετάσουν κάποιο κοχύλι ή να δουν καλύτερα κάποιο διαφανές φύκι που το σχήμα του πλησίαζε πια στο έργο τέχνης. Τα γαλάζια μάτια του Τσέις ήταν παιχνιδιάρικα· χαμογελούσε εύκολα. Το δέρμα του ήταν μαυρισμένο από τον ήλιο όπως και το δικό της. Οι δυο τους μαζί φάνταζαν ψιλόλιγνοι, κομψοί, ταιριαστοί.
Η Κάια ήξερε πως ο Τσέις είχε επιλέξει να μην πάει στο πανεπιστήμιο αλλά να δουλέψει στην επιχείριση του μπαμπά του. Ξεχώριζε απ’ όλους στο χωριό, ήταν ο μεγάλος πετεινός. Κάπου μέσα της, η Κάια ανησυχούσε μήπως κι εκείνη δεν ήταν παρά ένα όμορφο εύρημα παραλίας, ένα αντικείμενο παράξενο που θα το περιεργαζόταν για λίγο και ύστερα θα το πετούσε ξανά στην άμμο. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να περπατάει δίπλα του. Είχε ήδη δώσει μια ευκαιρία στον έρωτα· τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να γεμίσει τα κενά. Ν’ ανακουφίσει τη μοναξιά υψώνοντας ταυτόχρονα ένα τείχος γύρω από την καρδιά της.
Έπειτα από περίπου ένα χιλιόμετρο, ο Τσέις γύρισε προς το μέρος της, έσκυψε και με επιτηδευμένα θεατρινίστικη χειρονομία την προσκάλεσε να καθίσουν μαζί στην άμμο, με την πλάτη σ’ ένα κορμό που είχε βγάλει η θάλασσα.
Ο Τσέις έβγαλε από την τσέπη του μια φυσαρμόνικα.
«Α», είπε εκείνη. «Παίζεις;» Ένιωσε τις λέξεις τραχιές στη γλώσσα της.
«Όχι και πολύ καλά. Αλλά όταν έχω κοινό που κάθεται στην παραλία με την πλάτη στο κούτσουρο…». Έκλεισε τα μάτια του και έπαιξε το «Σεναντόα»· η παλάμη του πετάριζε μπροστά στην φυσαρμόνικα σαν πουλί παγιδευμένο στο τζάμι. Ήταν μια μουσική πανέμορφη, λυπητερή, σαν γράμμα από κάποια μακρινή πατρίδα. Και τότε, σταμάτησε απότομα στα μισά του τραγουδιού και έπιασε από την άμμο ένα κοχύλι ελάχιστα μεγαλύτερο από πεντάρα, λευκό με έντονες κόκκινες και μοβ κηλίδες.
«Α, κοίτα αυτό εδώ», είπε.
«Ναι, είναι ένα πλουμιστό στρείδι, ένα Pecten ornatus«, είπε η Κάια. «Σπάνια βλέπω τέτοια. Έχει πολλά του ίδιου γένους εδώ, αλλά το συγκεκριμένο είδος συνήθως ενδημεί σε περιοχές νοτιότερα του δικού μας γεωγραφικού πλάτους, γιατί τα νερά εδώ παραείναι κρύα γι’ αυτά».
Απόμεινε να την κοιτάζει. Μέσα σ’ όλα εκείνα τα κουτσομπολιά, κανείς ποτέ δεν ανέφερε ότι η Πιτσιρίκα του Βάλτου, το κορίτσι που δεν ήξερε πώς γράφεται ακόμα και η πιο απλή λέξη, ήξερε τις λατινικές ονομασίες των όστρακων, που απαντούσαν και -αν είναι ποτέ δυνατόν- γιατί.
«Αυτά εγώ δεν τα ξέρω», είπε ο Τσέις, «αλλά κοίτα εδώ: είναι στριμμένο». Τα μικρά πτερύγια που εξείχαν δεξιά κι αριστερά από τη βάση ήταν λίγο στραβά, και στη βάση υπήρχε μια τέλεια τρυπούλα. Ο Τσέις έπαιξε με το όστρακο στην παλάμη του.
«Ορίστε, παρ΄το. Εσύ είσαι που ξέρεις από κοχύλια».
«Ευχαριστώ». Το έβαλε στην τσέπη της.

*Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες, Ντέλια Όουενς, εκδ. ΔΩΜΑ, μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αποχαιρετισμός*

Έχω αψεγάδιαστη καταγωγή, και φέρθηκα άψογα. Αλλά κι εκείνος· με ίσως λίγο πιο στητό το λεπτό του σώμα, ίσως λίγο πιο σφιχτά δεμένα τα χέρια πίσω στην πλάτη του. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο, κοιτώντας αλλά μη κοιτώντας με. Μου ζήτησε να του παίξω την αγαπημένη του σονάτα του «Αποχαιρετισμού», κι επειδή τη γνωρίζω καλά τα δάχτυλά μου περιφρόνησαν τα θολωμένα μου μάτια και δούλεψαν από μόνα τους κι η μουσική βγήκε, κάπως βγήκε, κι απλώθηκε στο δωμάτιο μουσικής όπου βρισκόμασταν οι δυο μας. Θα έλεγα μάς ευλόγησε. Λες κι είμαστε κάποιο ανέστιο αστεφάνωτο ζευγάρι που δεν περιμένει τίποτα άλλο από πουθενά – αλλά προσπαθώ κι εγώ να μην παρασύρομαι από συναισθηματισμούς. Να είμαι λογική και ψύχραιμη.

Όπως, ας πούμε, λογικά να παραδεχτώ ότι δεν θα με παντρευτεί ποτέ, και το ξέρω. Γιατί θέλει να είναι ανεξάρτητος και αφοσιωμένος σ’ αυτό που πρέπει να κάνει προτού η τροχιά του εκραγεί και σβήσει· γιατί θα τον έδενα σ’ αυτή την παγωμένη χώρα και θα τον βάραινα στην άλλη, εκείνη που δεν υπάρχει ακόμα· γιατί δεν έχει χρήματα για μια πριγκίπισσα· γιατί η ίδια η Τσαρίνα τού το είπε, ότι πρέπει να κοιτάξει αλλού για γάμο – να τοι οι λόγοι, τους λέω και τους ξαναλέω στην ανυπότακτη καρδιά μου, τους έμαθα πια απέξω.
Θα αλληλογραφούμε, μου είπε στο τέλος χαμογελώντας με κάποια δυσκολία. Κοιτώντας και μη κοιτώντας με. Παρακαλώ πολύ, σε παρακαλώ πολύ, Ρωξάνδρα, γράφε μου.
Θα σου γράφω, Ιωάννη, και θα μου γράφεις. Σελίδες και σελίδες που μετά, όταν οι τροχιές μας θα έχουν σβήσει, θα ανεβαίνουν φτερωτές τα ράφια των μεγάλων βιβλιοθηκών. Όλο και πιο ψηλά, θα φωλιάζουν στη μεταθανάτια ζωή μας, στον ανέστιο αστεφάνωτο γάμο μας. Μόνο που ο έρωτας δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Η ψυχή μου όλη έχει ξεσηκωθεί και ουρλιάζει σήμερα, Ιωάννη, το δέρμα μου ανατριχιάζει, ναι, το δέρμα μου, που δεν είναι από μάρμαρο: Γιατί σε θέλει, και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Με δύναμη αρπάζω μια σειρά βιβλία απ’ αυτά που φτάνω εύκολα, στα χαμηλά ράφια, όμορφα βιβλία δεμένα με κόκκινο δέρμα μαλακό σαν βελούδο, με χρυσά γράμματα, και τα πετάω κάτω. Ναι, έτσι. Παίρνω κι άλλα, τα πετάω όλα κάτω. Τώρα το πρωινό φως πέφτει πάνω σ’ αυτό το χυμένο αίμα, κόκκινο, χρυσό, με λίγη υγρασία.

*Κάτι κρυφό μυστήριο, Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι

Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί*

Βρήκε την πόρτα ανοιχτή, μισάνοιχτη, και την έσπρωξε με την άκρη των δαχτύλων.
«Αχ, τι αισθησιακή… η ατέλειωτη νύχτα αυτή, ο ουρανός ο φθινοπωρινός, τα ρόδα που τα μάρανε ο καιρός…»♪
Η Τριπολίνα, γονατισμένη στο πάτωμα, μ’ ένα σφουγγαρόπανο στο χέρι, έτριβε δυνατά ένα λεκέ πάνω στα μεγάλα μαρμάρινα πλακάκια. Ο προθάλαμος της οδού Όρσο δεν είχε καμία σχέση με εκείνον στην οδό Όκε. Ήταν ευρύχωρος και φωτιζόταν από ένα γυάλινο φεγγίτη οροφής, που το φως του αντανακλούσε πάνω στους καθρέφτες. Στη μέση είχε ένα στρογγυλό καναπέ με κόκκινο βελούδο, στους τοίχους κόκκινα γύψινα μοτίβα και στα πλαϊνά της σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα δύο κόκκινα μαρμάρινα κολονάκια με νερά. Μόνο η Τριπολίνα ήταν ίδια με εκείνη της οδού Όκε. Ήταν πάλι με το κομπινεζόν και με τα μαλλιά πιασμένα κότσο, και καθάριζε, όπως όταν την είδε και το προηγούμενο πρωί. Μόνο που τώρα τραγουδούσε.
♪»Αχ, τι αισθησιακή…  η αγκαλιά σου που μου λείπει το πρωί… ένα φιλί χαμένο, ένα μυστικό κρυμμένο…»
Ήταν χαρούμενη η Τριπολίνα, το καταλάβαινες από τον τόνο, από την ένταση που έβαζε στις νότες, ενώ τις ψιθύριζε με το στόμα σχεδόν κλειστό. Ο Ντε Λούκα χαμογέλασε και ενώ σκεφτόταν να βήξει δύο φορές στη γροθιά του, σταύρωσε τα χέρια πάνω στο φάκελο και έμεινε να την κοιτάζει.
♪ «Και το χέρι σου που χαιρετάει, το αντίο το πικρό… που την καρδιά μου τρυπάει… κι αυτό αισθησιακό… αισθησιακό…»♪
Η Τριπολίνα κάθισε στις φτέρνες της, ίσιωσε το κορμί της και έστρεψε το κεφάλι πάνω από την πλάτη της.
«Το μάτι πάει εβδομήντα πέντε λίρες», του είπε, «αλλά πρέπει να έρθετε άλλη ώρα, γιατί τώρα είμαστε κλειστά.»
Ο Ντε Λούκα κοκκίνισε.
«Με συγχωρείτε», ψιθύρισε με το πρόσωπο αναμμένο.
Έπειτα τίναξε πίσω το κεφάλι, έβηξε δυο φορές στη γροθιά του και μπήκε στον προθάλαμο με βήμα αποφασιστικό και ύφος επιθεωρητή Τμήματος Ηθών. Στο μεταξύ η Τριπολίνα είχε σηκωθεί, είχε βάλει τις πάνινες παντόφλες που ήταν παρατημένες στο πάτωμα και είχε πάρει το μαύρο σάλι από την πλάτη της καρέκλας. Το τύλιξε πάνω της με μια πλατιά κυκλική κίνηση, που έσπρωξε τον αέρα στο καυτό πρόσωπο του Ντε Λούκα και ανασήκωσε την μπούκλα που έπεφτε στο μέτωπό της, σχεδόν πάνω στα μάτια της.
«Ωραία», είπε ο Ντε Λούκα κοιτάζοντας τριγύρω. «Πραγματικά ωραία αλλαγή…»
Μόρφασε ρίχνοντας το βλέμμα του σε μια κρεμάστρα με γάντζους σε σχήμα φαλλού.
«Και καλόγουστη…»

*Το Μπουρδέλο της Οδού Όκε, Carlo Lucarelli, Η Τριλογία του Φασισμού, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ
μετάφραση ΤΟΝΙΑ ΤΣΙΤΣΟΒΙΤΣ

Νυχτερινό*

Αν ο κόμης προσπαθούσε να εξηγήσει στον Βασίλι πως στα χρυσά μας χρόνια το πέρασμα του χρόνου είναι ενίοτε τόσο γοργό που δεν αφήνει παρά ένα αχνό αποτύπωμα στη μνήμη μας, σχεδόν σαν να μην έχει συμβεί ποτέ – αυτό που επακολούθησε ήταν ένα τέλειο παράδειγμα.
Γιατί τα τρία λεπτά που μεσολάβησαν από την υπέροχη συζήτηση στο γραφείο του θυρωρού μέχρι να βρεθεί στην αίθουσα χορού, όπου άρπαξε ένα κάθαρμα από τα πέτα, πέρασαν εν ριπή οφθαλμού. Για την ακρίβεια, πέρασαν τόσο γρήγορα, ώστε ο κόμης δεν θυμόταν καν ότι είχε πετάξει τις αποσκευές από τα χέρια του Γκρίσα καθώς εφορμούσε προς την αίθουσα. Ούτε πως είχε ανοίξει την πόρτα διάπλατα φωνάζοντας «Αχά!», ούτε πως είχε τραβήξει τον επίδοξο Καζανόβα από το καναπεδάκι που καθόταν και κρατούσε το χέρι της Σοφίας.
Όχι, ο κόμης δεν θυμόταν τίποτε από όλα αυτά. Επειδή, όμως, έπρεπε παράλληλα να εξασφαλιστεί η ουράνια ισορροπία και η σταθερότητα του σύμπαντος, εκείνος ο αχρείος μυστακιοφόρος με το βραδινό σακάκι θα θυμόταν κάθε δευτερόλεπτο που θα επακολουθούσε σε όλη τη ζωή του.
«Εξοχότατε», εκλιπαρούσε, καθώς ταλαντευόταν στον αέρα. «Έγινε μια τρομερή παρεξήγηση!»
Κοιτάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπο πάνω από τις γροθιές του, ο κόμης τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε καμία παρεξήγηση. Ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο τύπος που κουνούσε τόσο χαρωπά την μπαγκέτα του στην εξέδρα του Πιάτσα. Και παρόλο που ήξερε να προσφωνεί σωστά και με τον κατάλληλο τόνο, δεν έπαυε να είναι μια οχιά τόσο φαρμακερή όσο και κάθε οχιά που είχε ξεμυτίσει ποτέ μέσα από τα θάμνα από καταβολής Εδέμ.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό φαυλότητας του εν λόγω, η τρέχουσα κατάσταση έθετε σαφώς ένα πρόβλημα. Διότι από τη στιγμή που έχεις αρπάξει έναν άθλιο από τα πέτα και τον έχεις σηκώσει στον αέρα, τι τον κάνεις; Τουλάχιστον όταν έχεις σβερκώσει κάποιον, μπορείς να τον πας μέχρι την πόρτα και να τον πετάξεις από τις σκάλες. Όταν τον κρατάς από τα πέτα, όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να τον ξεφορτωθείς. Προτού προλάβει ο κόμης να λύσει αυτόν τον γρίφο, η Σοφία του έβαλε και δεύτερο.
«Μπαμπά! Τι κάνεις;»
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Σοφία. Αυτός ο κύριος κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε ορισμένα πράγματα -προτού αρπάξει το ξύλο της ζωής του»
«Το ξύλο της ζωής του; Μα ο Βίκτορ Στεπάνοβιτς είναι ο δάσκαλός μου».
Κρατώντας το ένα μάτι στο κάθαρμα, ο κόμης κοίταξε την κόρη του με το άλλο. «Ο… ποιος σου;»
«Ο δάσκαλός μου. Με διδάσκει πιάνο».
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του τέσσερις φορές απανωτά.
Χωρίς να αφήσει τα πέτα του αγύρτη, ο κόμης έγειρε το κεφάλι του πίσω, έτσι ώστε να εξετάσει το σκηνικό με λίγο περισσότερη προσοχή. Τώρα που το ξαναέβλεπε πιο προσεχτικά, το διθέσιο καναπεδάκι που τους είχε δει να κάθονται, στην πραγματικότητα φαινόταν να είναι το ταμπουρέ ενός πιάνου. Και στο σημείο που ήταν πλεγμένα τα χέρια τους υπήρχε μια ολόισια σειρά πλήκτρα από ελεφαντόδοντο.
Ο κόμης τον άρπαξε πιο σφιχτά.
«Ώστε αυτό είναι το παιχνίδι σου, ε; Αποπλανάς τις κοπέλες παίζοντάς τους σουίνγκ;»
Ο υποτιθέμενος δάσκαλος του πιάνου τον κοίταξε για λίγο κατάπληκτος.
«Κατηγορηματικά όχι, εξοχότατε. Ποτέ δεν έχω παρασύρει καμία δεσποινίδα με σουίνγκ. Κλίμακες και σονάτες παίζουμε. Εγώ είμαι απόφοιτος του Ωδείου και κάτοχος του μεταλλίου Μουσόρσκι. Δουλεύω στο εστιατόριο για λόγους βιοπορισμού». Εκμεταλλευόμενος τον δισταγμό του κόμη, έδειξε το πιάνο με το κεφάλι του. «Επιτρέψτε μας να σας δείξουμε. Σοφία, δεν παίζεις το νυχτερινό που μαθαίναμε;»
Το νυχτερινό;…

«Όπως επιθυμείτε, Βίκτορ Στεπάνοβιτς», απάντησε ευγενικά η Σοφία και πήγε στο πιάνο για να τακτοποιήσει τις παρτιτούρες της.
«Μήπως…» είπε ο δάσκαλος του πιάνου στον κόμη νεύοντας πάλι προς το πιάνο. «Αν θα είχατε την καλοσύνη…»
«Ω!» έκανε ο κόμης. «Ναι, φυσικά».
Τον άφησε να πατήσει κάτω και ίσιωσε τα πέτα του στα γρήγορα.
*Ένας Τζέντλεμαν στη Μόσχα, Amor Towles, εκδ. διόπτρα
μετάφραση Ρηγούλα Γεωργιάδου

Έρωτας*

Μήπως όμως οι επαγγελματίες ήταν καλύτεροι; Πήρε το μικρό του σημειωματάριο από το συρτάρι του γραφείου. Καιρό είχε να γράψει έστω και μια αράδα στις σελίδες του. Κάποια στιγμή, απογοητευμένος από τη συντριπτική έλλειψη καλών ορισμών για τον έρωτα, άρχισε να καταγράφει, από το τέλος του σημειωματαρίου ως την αρχή, όλους τους κακούς ορισμούς. Ο έρωτας είναι αυτό, ο έρωτας είναι εκείνο, ο έρωτας σημαίνει αυτό, ο έρωτας σημαίνει το άλλο. Ακόμα και πασίγνωστες, κοινές, φραστικές διατυπώσεις έλεγαν, πραγματικά, περισσότερα: είναι ένα μαλακό παιχνίδι, είναι ένα κουταβάκι, είναι ένα φουσκωτό μαξιλαράκι. Έρωτας σημαίνει ποτέ να μην αναγκαστείς να πεις ότι λυπάσαι (απεναντίας συχνά σημαίνει να κάνεις ακριβώς αυτό). Και μετά υπήρχαν όλοι εκείνοι οι ερωτικοί στίχοι από όλα εκείνα τα ερωτικά τραγούδια, με τις λιποθυμικές φρεναπάτες του στιχουργού, του τραγουδιστή, του συγκροτήματος. Ακόμα και τα γλυκόπικρα και τα κυνικά -πάντα ειλικρινής σε εσένα, αγάπη μου, με τον τρόπο μου- του φαίνονταν καθαρά αντιπαραδείγματα συναισθηματισμού. Ναι, ήταν πολύ κακό για εμάς, φιλαράκο, αλλά δεν θα είναι απαραιτήτως το ίδιο κακό και για σένα: αυτή ήταν η υπόρρητη υπόσχεση του τραγουδιού. Μπορείς λοιπόν να το ακούσεις με συμπονετική μακαριότητα.

Να και μια εγγραφή -σοβαρή αυτή- που δεν την είχε διαγράψει μέσα στα χρόνια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί που την είχε αλιεύσει. Ποτέ δεν σημείωνε τον συγγρφέα ή την πηγή· δεν ήθελε να παρασυρθεί από τη φήμη του αποφθεγματολόγου· η αλήθεια έπρεπε να στέκεται από μόνη της, καθαρή και χωρίς υποστηλώματα. Αυτή εδώ πήγαινε ως εξής: «Κατά τη γνώμη μου, κάθε έρωτας, ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος, είναι πραγματική καταστροφή αν του παραδοθείς ολοκληρωτικά».

*Η Μοναδική Ιστορία, Julian Barnes, εκδ.  ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

Η γριά νυχτερίδα*

Είχες καθίσει σε ένα τραπέζι σε μια γωνιά της βεράντας πάνω από το λαμπύρισμα του νερού και είχες παραγγείλει μια μπίρα Τάιγκερ. Αρκετά γρήγορα ένας τύπος  με πάρα πολλές ρυτίδες, με μεγάλα πεταχτά αυτιά σχεδόν διάφανα που έδιναν στο κεφάλι του μιάν όψη συμπαθητικής νυχτερίδας, ήρθε να ρωτήσει αν μπορούσε να καθίσει στο τραπέζι. Μιλούσε αρκετά σαρακοφαγωμένα αλλά πολύ κατανοητά γαλλικά. Σου γνωστοποίησε ότι είχε υπάρξει πιανίστας σε μπαρ ξενοδοχείων στο Βιεντιάνε και το Λουάνγκ Πραμπάνγκ, στο Λάος, κατόπιν στη Σαϊγκόν και ότι είχε πολεμήσει τους Γάλλους στις τάξεις των Βιετμίνχ. Δεν είχαμε επιλογή, σου λέει σαν για να ζητήσει συγγνώμη και του έδωσες απόλυτο δίκιο: δεν είχαν επιλογή. Ακόμη και κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε διαβεβαίωνε, του συνέβη να παίξει, στον καταυλισμό, στην καρδιά της ζούγκλας, σε πιάνα πού τα είχαν βρει από εδώ κι από κει και τα μετέφεραν παντού πάνω σε μουλάρια: μελωδίες της Φρεέλ, της Νταμιά, του Μωρίς Σεβαλιέ, του Τρενέ. Κι ακόμη ενός συνθέτη που καταρχάς η προφορά του συνομιλητή σου σε εμπόδισε να καταλάβεις το όνομά του, που θεώρησες ότι είναι ενός Βιετναμέζου μουσικού, Ναλ ντο Άνχ ή κάτι τέτοιο, αλλά που τελικά, προς μεγάλη σου έκλπηξη, αποδείχτηκε ότι ήταν ο Ρενάλντο Χαν. Ο Ρενάλντο Χαν στη ζούγκλα! Μέσα στην έξαρσή του πολέμου!  Πολύ θα ήθελες να ήσουν παρών. Γιατί όχι τη σονάτα του Βιντέιγ; Με λίγα λόγια, κατά την άποψή του, όλες αυτές οι μελωδίες ήταν διαφορετικές από τα σημερινά γαλλικά τραγούδια – μόνο που αυτό που ονόμαζε έτσι ήταν ένα απωθητικό μείγμα το οποίο είχες την εντύπωση ότι αναγόταν στα χρόνια πριν από τους γιεγιέδες της εφηβείας σου, που την ίδια στιγμή ακούγονταν από το ραδιόφωνο του μπαρ. Εκείνος, η γριά νυχτερίδα τραγουδούσε «Je chaaaante du soir au matin» παίζοντας πιάνο πάνω στο τραπέζι με τα αποστεωμένα δάχτυλά του. Ενθουσιώδης! Ω Τρενέ! Μεγάλε ποιητή.
Ο παλιός Βιετμίνχ ήταν εκστασιασμένος από χαρά επειδή συνάντησε έναν Phap, έναν Γάλλο. Για να λέμε την αλήθεια, από την εποχή του Ντε Γκωλ είχε απομακρυνθεί λίγο από τη γαλλική πολιτική ζωή. Αλλά ο Ντε Γκωλ… Μεγάλος αρχηγός! κατά τη γνώμη του (κατά βάθος, σκεφτόσουν διασκεδάζοντας, είχε για τη Γαλλία μια άποψη εξίσου αναχρονιστική με τη δική σου). Όταν του γνωστοποίησες την αιτία του ταξιδιού σου στο Μάυ Το, φάνηκε ότι λυπάται ειλικρινά στην ιδέα ότι ο υπολοχαγός, ο πατέρας σου, δεν είχε διατηρήσει καλή ανάμνηση από την Ινδοκίνα. Αυτός ο τύπος ήταν πραγματικά γοητευτικός. Ξαναπήρατε Τάιγκερ και παραγγείλατε καβούρια.

*Χάρτινη Τίγρη, Olivier Rolin, εκδ. ΑΓΡΑ

εθιμοτυπία*

Προσκάλεσαν τον ξένο να κοπιάσει στο τραπέζι τους και να μοιραστούν το γλέντι. ο Σήφης κάθισε μαζί τους, πρόσεξε όμως να βάλει την καρέκλα του προς τη μεριά της πόρτας. Χωρίς λέξη, χωρίς καμία κίνηση, η παρέα ενέκρινε τις προφυλάξεις του κυνηγημένου, έτσι έπρεπε να καθήσει, θα τον υποψιάζονταν ως δίμουρο αν έκανε μια στραβοτιμονιά στον κανόνα του φυγάδα. Ο Σήφης συνέχισε μαζί τους δίχως να πολυμιλά. Περνούσε η ώρα και είχαν όμορφα μεθύσει όλοι τους, ακόμα και ο νεαρός λυράρης, πού ως επαγγελματίας δεν έπρεπε να πίνει για να ελέγχει τα μάγια της βιολολύρας του, είχε κι αυτός σουρώσει μια σταλιά. Έσκυψε τότε ο πιο ηλικιωμένος στην αντροπαρέα, έτσι έπρεπε και παρακάλεσε τον Σήφη: «Κουμπάρε, να ζήσεις μόνο όσο θέλεις να ζήσεις, μα πες μας και του λόγου σου μια μαντινάδα, τίποτ’ άλλο». Ο Σήφης το αποδέχτηκε, η εθιμοτυπία επέβαλλε να ανοίξει σ’ αυτό το σημείο ο φιλοξενημένος ένα από τα κρυφά χαρτιά του, εάν μπορούσε να το ανοίξει, ως ελάχιστη ανταπόδοση της φιλοοξενίας, για να ξέρει η παρέα τούτο μόνον, ότι φίλεψε άνθρωπο ζωντανό, όχι κάποιον βασανισμένο ίσκιο, άθαφτο κι άκλαυτο στα εδάφη της Μικράς Ασίας ή και σε τόσα άλλα μέρη, σε άλλους πολέμους. Ένα ίσκιο που είχε γυρίσει για τις μυρωδιές, για τη ζέστα της ξυλόσομπας, για το άκουσμα της μητρικής του γλώσσας, για το αίμα του κόκκινου κρασιού. Τόσοι και τόσοι είχαν σκοτωθεί, και από το χωριό τους και από τόπους όμορους. Ο Σήφης ζήτησε να του παίξει ο λυράρης κοντυλιά από τα μέρη του Μεγάλου Κάστρου. Σηκώθηκε όρθιος, άδειασε μονορούφι το κρασί του στη υγεία της παρέας, άφησε το ποτήρι στο τραπέζι, μισάνοιξε δεξά ζερβά τα χέρια, όπως τα ανοίγουν τα πουλιά που θέλουν να πετάξουν, και τραγούδησε:

Αμοναχός θέλω να ζω,
έτσι για χάρη γούστου
-έτσι για χάρη γούστου,
γαμώ τον Γιάννη Μεταξά
και την τετάρτη Αυγούστου
-και την τετάρτη Αυγούστου

Προτού τελειώσει την τρίτη συλλαβή του δεύτερου Αυγούστου, έδωσε μια, πέταξε μέσα από την πόρτα, τον κατάπιε το σκοτάδι.

*Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

προσδοκία μέλλοντος*

Όμως το έβγαλε από τη θήκη του με τη μέγιστη προσοχή και της το έδειξε και θαύμασαν από κοινού τις απαλές καμπύλες του ξανθού ξύλου με τα μαύρα τελειώματα και τις λεπτές διακοσμητικές σπείρες του κοχλία.
Ακούμπησε την παλάμη της στη λακαρισμένη επιφάνεια κι εκείνος έφερε το χέρι του κοντά στο δικό της.
«Όμορφα όργανα» είπε η Φιόνα. «Ανέκαθεν σκεφτόμουν ότι υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο στο σχήμα τους».
Είχε πάρει στα χέρια του τη μέθοδο βιολιού για αρχάριους και μολονότι η Φιόνα δεν σκόπευε να του ζητήσει να παίξει, δεν άντεχε να τον σταματήσει. Η ασθένειά του, ο αθώος του ζήλος τον έκαναν απόρθητο.
«Μελετάω τέσσερις ακριβώς εβδομάδες και ξέρω να παίζω δέκα μελωδίες». Ο κομπασμός του καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε άρνηση. Γύριζε τις σελίδες ανυπόμονα. Η Φιόνα έριξε μια ματιά πάνω από την πλάτη της στη Μαρίνα και σήκωσε τους ώμους.
«Όμως αυτό το κομμάτι είναι το πιο δύσκολο. Δύο διέσεις. Σε ρε μείζονα».
Η Φιόνα κοίταζε ανάποδα την παρτιτούρα. «Μπορεί απλώς να είναι σε σι ελάσσονα».
Δεν την άκουγε. Είχε ήδη ανακαθήσει, με το βιολί ακουμπισμένο κάτω από το σαγόνι του και χωρίς καθυστέρηση, χωρίς να κουρδίσει τις χορδές, άρχισε να παίζει. Την ήξερε καλά η Φιόνα αυτή τη μελαγχολική και όμορφη μελωδία, ένα παραδοσιακό ιρλανδικό σκοπό. Είχε συνοδεύσει τον Μαρκ Μπέρνερ στο ποίημα του Γέιτς «Down by the Salley Gardens», που είχε μελοποιήσει ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν. Ήταν ένα από τα κομμάτια που έπαιζαν όταν το κοινό τούς ξανακαλούσε στη σκηνή.

Ο Άνταμ γρατζούνιζε κάπως τις χορδές, έπαιζε ασφαλώς χωρίς βιμπράτο, όμως ο τόνος των φθόγγων ήταν σωστός, έστω κι αν φαλτσάρισε σε μια δυο νότες. Ο μελαγχολικός σκοπός και ο τρόπος που τον έπαιζε, τόσο αισιόδοξα, τόσο ακατέργαστα, εξέφραζαν όλα όσα είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται η Φιόνα για το αγόρι. Ήξερε απέξω τους στίχους του ποιητή, στίχους μεταμέλειας. Μα ήμουν νέος κι άμυαλος… Το άκουσμα της μελωδίας από το βιολί του Άνταμ την αναστάτωνε και τη σάστιζε. Η αφοσίωση στη μελέτη του βιολιού ή και οποιουδήποτε άλλου οργάνου ήταν μια πράξη ελπίδας, υποδήλωνε την προσδοκία μέλλοντος.
Όταν τελείωσε, η Φιόνα και η Μαρίνα χειροκρότησαν και ο Άνταμ έκανε από το κρεβάτι του μια αδέξια υπόκλιση.

*Νόμος Περί Τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν

bitter chocolate timbale in orange sauce*

He was early for his appointment with Valente. He stopped in front of the restaurant where he’d gone the last time he was in Mazàra. He gobbled up a sauté of clams in bread-crumbs, a heaping dish of spaghetti with white clam sauce, a roast turbot with oregano and caramelized lemon, and he topped it all off with a bitter chocolate timbale in orange sauce. When it was all over he stood up, went into the kitchen, and shook the chef’s hand without saying a word, deeply moved. In the car, on his way to Valente’s office, he sang at the top of his lungs: “Guarda come dondolo, guarda come dondolo, col twist …”

*The Snack Thief, Andrea Camilleri

… η γαλλική κοινωνία ήταν τρομακτική

Ποτέ δεν έφερνε την κουβέντα στις υποθέσεις μου. Άλλωστε σιχαινόταν τη δουλειά μου. Στις διακοπές, με την οικογένειάς της, όποτε δειπνούσαμε στην πόλη, με παρακαλούσε να μη μιλάω καθόλου για τη δουλειά. Φυλαγόταν. Μεταξύ μας, οι αστυνομικοί γινόμαστε απαίσιοι. Το βράδυ που έφαγε για πρώτη φορά με την ομάδα μου του 18ου διαμερίσματος, η παράσταση που έδωσε ο Τζέι Αρ σχετικά με τις προσαγωγές, σιχαμερή αλλά ξεκαρδιστική σύμφωνα με τα γούστα μου, την είχε αηδιάσει. Χρειάστηκε μήνες για να μάθει να τον ανέχεται και ο Τζέι Αρ, ξέροντας πως ένιωθε η Ελιζαμπέτ, γινόταν επίτηδες υπερβολικός. Κι όμως, αυτός τη λάτρευε. Όλοι τους συμπαθούσαν την Ελιζαμπέτ. Έβλεπαν την ομορφιά της, άκουγαντ η χαμηλόφωνη ομιλία της, πρόσεχαν πόσο ήρεμη, σχεδόν νωχελική, ήταν και υπέκυπταν στη γοητεία της.  Χωρίς να αντιληφθούν πως πίσω από αυτή την πραότητα κρυβόταν μια θανατερή απάθεια. Όταν κατάλαβε πως ούτε εκείνη ούτε εγώ θα προχωρούσαμε ποτέ παρακάτω, δεν άντεξε άλλο. Κατά βάθος, τη φόβιζα. Οι απουσίες μου, ο ενθουσιασμός μου, οι επιτυχίες μου την πλήγωναν, αφού όλα αυτά αποδείκνυαν πως η γαλλική κοινωνία ήταν τρομακτική. Εκείνη ονειρευόταν έναν ειρηνικό κόσμο και δεν είχαμε παιδιά έτσι ώστε να μπορεί να αποστρέφει το βλέμμα της από την πραγματικότητα. Είχα μια σύζυγο θεϊκή και ανυπεράσπιστη. Για να μη λυγίσω, είχα σβήσει σιγά σιγά από το διαμέρισμά μας κάθε ίχνος της, αλλά δεν περνά ούτε μέρα που να μην μου λείπει. Αρκεί να ακούσω το «Ντιέγκο», το τραγούδι του Μισέλ Μπερζέ, για να βουρκώσουν τα μάτια μου. Και τα δάκρυα να πλημμυρίσουν το πρόσωπό μου. Η Ελιζαμπέτ μπορούσε να το ακούει είκοσι φορές απανωτά. Μου φτάνουν δύο νότες για να ξαναδώ μπροστά μου τον εαυτό μου μαζί της, γονατιστό δίπλα στο κρεβάτι της, ταγμένο στην καλοσύνη και την πληγωμένη της ψυχή.

*Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης, Gilles Martin-Chauffier, εκδ. Πόλις

Κακοκαιρία*

Τι σ’ έπιασε; τον ρωτάει εκείνη. Μοιάζεις κάπως… Μήπως έχεις πιεί;
Όχι. Όχι πολύ. Παραμερίζει τον γκριζωπό αρακά στο πιάτο του. Τελικά έγινε, της λέει. Φεύγω. Πήρα διαβατήρια και τα λοιπά.
Ω, έτσι απλά. Προσπαθεί να κρύψει την απογοήτευση στη φωνή της.
Έτσι απλά. Οι σύντροφοι ήρθαν σε επαφή. Μάλλον έκριναν ότι τους είμαι πιο χρήσιμος εκεί κάτω παρά εδώ. Τέλος πάντων, ύστερα από τόση κωλυσιεργία, ξάφνου δεν βλέπουν την ώρα να με ξεφορτωθούν. Ένας μπελάς λιγότερο.
Θα είσαι ασφαλής στο ταξίδι; Νόμιζα…
Πιο ασφαλής παρά εδώ. Λένε όμως ότι δεν με ψάχνουν πια με τόση μανία. Έχω την αίσθηση πως και η άλλη πλευρά θέλει να του δίνω. Είναι λιγότερο περίπλοκο έτσι. Αλλά δεν θα πω σε κανέναν ποιο τραίνο θα πάρω. Δεν θέλω να βρεθώ στα χωράφια με καμιά σφαίρα στο κεφάλι ή μαχαιρωμένος πισώπλατα.
Και πως θα περάσεις τα σύνορα; Πάντα έλεγες πως…
Αυτή τη στιγμή τα σύνορα τα περνάς στο άψε σβήσε, για να βγεις δηλαδή. Οι τελωνιακοί ξέρουν πως υπάρχει ανοιχτή γραμμή προς τη Νέα Υόρκη κι έπειτα προς το Παρίσι. Είναι όλα οργανωμένα και όλους τους λένε Τζο. Οι μπάτσοι έχουν πάρει εντολές. Να κοιτάτε αλλού, τους είπαν. Και δεν δίνουν δεκάρα.
Μακάρι να ερχόμουν μαζί σου, του λέει εκείνη.
Ώστε γι’ αυτό δειπνούσαν έξω. Ήθελε να της το πει κάπου, όπου εκείνη δεν θα μπορούσε να παραφερθεί. Ελπίζει ότι δεν θα του κάνει σκηνή σε δημόσιο χώρο. Δεν θα κλάψει, δεν θα παραπονεθεί, δεν θα τραβήξει τα μαλλιά της. Σ’ αυτό ποντάρει.
Ναι. Μακάρι να ερχόσουν, αλλά δεν γίνεται. Είναι άσχημα εκεί πέρα, της απαντάει. Και νοερά σιγοτραγουδάει:

Κακοκαιρία,
Και το δικό μου παντελόνι
ξεκούμπωτο…**

Συγκρατήσου, μονολογεί, επίσης νοερά. Νιώθει το κεφάλι του φουντωμένο, ξέχειλο θαρρείς από αίμαι. Λες κι αιωρείται στο κενό και την κοιτάζει από ψηλά. Το χαριτωμένο, θλιμμένο της πρόσωπο τρεμουλιάζει σαν είδωλο σε ταραγμένη λίμνη. Συσπάται, γρήγορα θα πνιγεί σε δάκρυα. Όμως, παρά τη θλίψη της, πρώτη φορά είναι τόσο γλυκιά. Την τυλίγει μια γλυκιά απαλή λάμψη. Το μπράτσο της, εκεί που την άγγιξε, είναι σφιχτό. Θέλει να την αρπάξει, να την κουβαλήσει στο δωμάτιο και να την πηδήξει έξι φορές μέχρι την Κυριακή. Λες κι έτσι θα την κρατούσε κοντά του.
Θα σε περιμένω, του λέει εκείνη. Όταν γυρίσεις, θα φύγω από το σπίτι μου και θα έρθω μαζί σου.

*Ο Τυφλός Δολοφόνος, Μάργκαρετ Άτγουντ, μετάφραση Πόλυ Μοσχοπούλου, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ

** Stormy weather,/ Don’t know why, got no buttons on my fly,/ Got a zipper… στο πρωτότυπο (παράφραση των στίχων του «stormy weather» των Ted Koehler & Harold Arlen, το οποίο ‘ακούγεται΄και σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου)

Η αισθητική δεν προχωρά ποτέ μόνη της*

«Είναι το περίφημο βιολί;» ρώτησε δείχνοντας τη γωνία του δωματίου με το μολύβι της.
«Περίφημο;»
«Περίφημο».
«Ε, ναι, λοιπόν».
«Μην το αφήσεις εδώ. Σοβαρά τώρα…»
«Μην ανησυχείς, θα το πάρω μαζί μου στο μάθημα».
«Δεν φαντάζομαι να έχεις σκοπό να παίξεις μπροστά στους…» είπε εύθυμα.
«Όχι, φυσικά και όχι».

Ή μάλλον ναι. Γιατί όχι; Το αποφάσισε ξαφνικά, όπως τότε που ζήτησε από τη Λάουρα να τον συνοδεύσει στη Ρώμη ως δικηγόρος του. Η Λάουρα τον ωθούσε σε παρορμητικές κινήσεις.
Ο Αντριά Αρντέβολ, στο μάθημα Ιστορίας των αισθητικών ιδεών του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης, είχε το θράσος να ξεκινήσει το πρώτο μάθημα του δεύτερου εξαμήνου παίζοντας την Παρτίτα υπ’ αριθμόν ένα με το Στοριόνι του. Είναι σίγουρο ότι κανένας από τους τριάντα πέντε φοιτητές δεν αντιλήφθηκε τα πέντε ασυγχώρητα λάθη του, ούτε τη στιγμή που μπερδεύτηκε και αναγκάστηκε να αυτοσχεδιάσει στο Tempo di Borea. Κι όταν τελείωσε, τακτοποίησε προσεκτικά το βιολί στη θήκη του, το άφησε στο τραπέζι και είπε τι σχέση πιστεύετε ότι υπάρχει μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και σκέψης. Και κανείς δεν τόλμησε να απαντήσει, γιατί που να ξέρω, γαμώτο.

«Τώρα φανταστείτε πως βρισκόμαστε στο χίλια επτακόσια είκοσι».
«Γιατί;» ρώτησε ένα μουσάτο αγόρι που καθόταν στο βάθος, απομονωμένο από τους άλλος, ίσως για να μην κολλήσει τίποτα.
«Είναι η χρονιά που ο Μπαχ συνέθεσε το κομμάτι που μόλις σκότωσα».
«Και υποτίθεται ότι η σκέψη αλλάζει;»
«Εσύ κι εγώ, πάντως, θα φορούσαμε περούκα».
«Μα αυτό δεν αλλάζει τη σκέψη».
«Δεν την αλλάζει; Άντρες και γυναίκες με περούκες, καλσόν και τακούνια…»
«Επειδή η αισθητική του δεκάτου όγδοου αιώνα διέφερε απ’ τη σημερινή».
«Μόνο η αισθητική; Τον δέκατο όγδοο, αν δεν κυκλοφορούσες με περούκα, μακιγιαρισμένος, με τακούνια και καλσόν δεν σ’ άφηναν να μπεις σε σαλόνι. Σήμερα ένα μακιγιαρισμένο άντρα με περούκα, καλσόν και τακούνια τον κλείνουμε στη φυλακή χωρίς να τον ρωτήσουμε».
«Μήπως αυτό έχει να κάνει με την ηθική;»
Ήταν μια ντροπαλή φωνή στην πρώτη σειρά, η φωνή μιας κοπέλας που έμοιαζε με οδοντογλυφίδα. Ο Αντριά, που προχωρούσε ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων γύρισε πίσω.
«Μου αρέσεις», είπε. Και η κοπέλα κοκκίνησε, παρότι δεν είχα τέτοια πρόθεση. «Η αισθητική, έστω κι αν επιμένει, δεν προχωρά ποτέ μόνη της».
«Όχι;»
«Όχι. Διαθέτει μια μεγάλη ικανότητα να συμπαρασύρει κι άλλες μορφές σκέψης.
«Δεν καταλαβαίνω».

Τέλος πάντων, ήταν ένα μάθημα που με βοήθησε να θέσω τις βάσεις όσων θα ανέλυα για μερικές βδομάδες. Κι υπήρχαν στιγμές που ξεχνούσα ακόμα και το ότι στο σπίτι ζούσαμε μες στη σιωπή, η Σάρα κι εγώ. Ο Αντριά λυπήθηκε που δεν βρήκε τη Λάουρα στο γραφείο, όταν πήγε να πάρει τα πράγματά του, διότι θα ήθελε να της διηγηθεί τον θρίαμβο της ιδέας της.

*Confiteor, Ζαουμέ Καμπρέ, μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις

All the boys are innocent*

Nicole put the tape into the hefty but purportedly portable cassette and CD player on the mantlepiece, momentarily nervous that Parlabane’s geriatric tape would give it the audio equivalent of a sexually transmitted disease. He had cued it up at the right place, and she pushed up the volume as the sound began to break through.

She glanced briefly at him, but he was staring fixedly at the machine, either urging her attention or aware of the awkwardness of not knowing where to look when two people are concentrating on simply listening to something.

The recently abused chorus was ending, and the song broke down to just a synth sound and a tentative, creeping bass for a few bars. The synth riff was repeated as a rhythm guitar surfaced somewhere, a dry sound like helicopter blades chopping overhead. Then a lead guitar entered quietly, snaking around the synth and growing gradually louder in the mix as the hypnotic melody circled again and again and drums began to pulse in the distance, getting ever clearer, ever nearer.

She felt a thrilling sense of anticipation as the orchestration expanded and each of the instruments grew louder, her desire for the song to reveal its hidden secret enhanced by the dramatic and teasing build-up. The tension reached breaking point and the toms suddenly gave way to snare, the lead guitar screaming in, full-blooded, to take up the riff introduced by the synth, a crashing wave of sound and emotion. Somewhere she could see a man in black, younger than her, swaying and waving in a bacchae of sweating bodies beneath the swelter of stage lights.

There was a voice, somewhere, lost amidst the storm. She was about to reach for the volume control again when she realised that, like what had gone before it, the voice would grow stronger and louder in passing cycles. Other voices joined it on each pass, their tune now defined but the lyrics still agonisingly obscure.

With the next repetition, she thought she had made out what was being said, and it was a possibility that stopped her breath until the next pass confirmed it.

The voices were singing the same words over and over.

Over and over.

«All the boys are innocent.»

*Country of the Blind, Christopher Brookmyre

Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε ποτέ*

«Τι θα ήθελες να ακούσεις;»
«Μπιτλς;»
«Σικάγο;»
«Φόρμουλα V;»
«Λος Πάσος;»
«Κρίντενς;»
«Αχά, Κρίντενς», ήταν για άλλη μια φορά η συμφωνία. Εδώ και χίλια χρόνια τους άρεσε να ακούν τη συμπαγή φωνή του Τζον Φόγκερτι και τις πρωτόγονες κιθάρες των Κρίντενς Κλίαργουοτερ Ριβάιβαλ.
«Παραμένει πάντα η καλύτερη εκτέλεση του Proud Mary».
«Αυτό δεν χωράει καν συζήτηση».
«Τραγουδάει σαν να είναι μαύρος, ή μάλλον όχι: τραγουδάει σαν να είναι Θεός, γαμώτο… Γι’ αυτό δεν παντρεύτηκε ποτέ».

Ο Κόντε κοίταξε τον Κάρλος, αλλά ο Κοκκαλιάρης, σαν να μην είχε πει τίποτα, ασχολιόταν με το να βάλει το σιντί στη σωστή του θέση, να πατήσει το πλήκτρο που το κατάπινε και κατόπιν εκείνο που προορίζονταν να κάνει το μηχάνημα να παίξει τη μουσική.
Η ιδέα ήταν της Ντουλσίτα: θα γιόρταζαν τα γενέθλια με τον κλασσικό τρόπο, με τις καλύτερες ρητορείες του στιλ που αποκαλούσαν «τσιτσί» και το οποίο, κατ’ αυτήν, ακολουθούσαν πολύ στο Μαϊάμι. Με την εξαίρεση των τιμώμενων προσώπων και του Κόντε, οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένης της γριάς Χοσεφίνα, θα κατέφθαναν όλοι μαζί, κάποιοι με το αυτοκίνητο που είχε νοικιάσει αυτή, άλλοι με την καμπριολέ Μπελ Ερ του Γιόγι, με τα κλάξον να ηχούν. Θα έμπαιναν στο σπίτι με μπαλόνια στα χέρια, μυτερά καπέλα στο κεφάλι, μπουκέτα με λουλούδια και με την τούρτα, στεφανωμένη με τα πενήντα δύο κεριά, ήδη αναμμένα. Και όλα αυτά θα τα έκαναν τραγουδώντας το Happy Birthday to You. Η τούρτα των γενεθλίων ήταν χωρισμένη σε δύο μισά: το ένα καλυμμένο με γαλάζια μαρέγκα για την Ταμάρα και το άλλο με κρέμα σε μια απόχρωση βιολετιά για την Αϊμάρα, και τη διέσχιζαν τα λευκά γράμματα της επιγραφής του απαραίτητου «Χρόνια πολλά», αυτή τη φορά όμως με ένα δύο στην άκρη, τον αριθμό που αναλάμβανε να υψώσει στο τετράγωνο τις ευχές.

*Αιρετικοί, Λεονάρδο Παδούρα, εκδ. Καστανιώτη

Carrying a torch*

Tommy had always taken the particularity, the enduring intensity, of his mother’s memories of Joe as a matter of course, but then one afternoon the previous summer, at the beach, he had overheard Eugene’s mother talking to another neighbourhood woman. Tommy, feigning sleep on his towel, lay eavesdropping on the hushed conversation. It was hard to follow, but one phrase caught his ear and lodged there for many weeks afterward.

«She’s been carrying a torch for him all these years,» the other woman said to Helene Begelman. She was speaking, Tommy knew, of his mother. For some reason, he thought at once of the picture of Joe, dressed in a tuxedo and brandishing a straight flush, that his mother kept on the vanity she had built for herself in her bedroom closet, in a small silver frame. But the full meaning of this expression, «carrying a torch,» remained opaque to Tommy for several more months, until one day, listening with his father to Frank Sinatra sing the intro to «Guess I’ll Hang My Tears Out To Dry,» its sense had become clear to him; at the same instant, he realised he had known all his life that his mother was in love with Cousin Joe. The information pleased him for some reason. It seemed to accord with certain ideas he had formed about what adult life was really like from perusing his mother’s stories in Heartache, Sweetheart, and Love Crazy.

*The Amazing Adventures of Kavalier & Clay, Michael Chabon, Fourth Estate.

Όπου είναι σημαντικό να συναντιούνται οι άνθρωποι*

Στη Μασσαλία, τις γαλέρες και τα βάσανά τους τα ξέραμε για τα καλά. Δεν ήταν ανάγκη να έχεις σκοτώσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου για να βρεθείς εκεί, όπως πριν δύο αιώνες. Μπα, σήμερα αρκούσε μονάχα να είσαι νέος, μετανάστης ή οχι. Οι θαυμαστές των Massilia Sound System, του πιο ξεσαλωμένου συγκροτήματος ragamuffin, είχαν ξανακάνει της μόδας την έκφραση.

Έτσι το τσούρμο είχε γίνει ένα είδος λέσχης συναντήσεων όσο και υποστηρικτών. Ήταν περίπου διακόσιοι πενήντα, τριακόσιοι ίσως, και «υποστήριζαν» τώρα αρκετά συγκροτήματα. Τους Massilia, τους Fabulous, τους Bouducon, τους Black Lions, τους Hypnotik, τους Wadada… Όλοι μαζί είχαν βγάλει ένα κολασμένο άλμπουμ. Το Ragga baletti. Τα σαββατόβραδα, έκανε τα αίματα να βράζουν.

Το τσούρμο διοργάνωνε μουσικές ακροάσεις και με τις εισπράξεις τύπωνε ένα φυλλάδιο, κυκλοφορούσε κασέτες ηχογραφημμένες live και οργάνωνε φτηνά ταξίδια για την παρακολούθηση των συγκροτημάτων στις περιοδίες τους. Το σύστημα λειτουργούσε το ίδιο όπως και στο γήπεδο της Ολυμπίκ Μαρσέιγ, με τους Ούλτρας, τους Γουίνερς ή τους Φανάτικς. Όμως αλλού ήταν η ουσία της ιστορίας του τσούρμου. Το σημαντικό ήταν να συναντιούνται οι άνθρωποι. Να ανακατώνονται με τους άλλους, όπως λέμε στη Μασσαλία. Με τις υποθέσεις ο ένας του άλλου. Αυτό ήταν το πνεύμα του τσούρμου. Δεν ήταν πια από μια πόλη, από μια συνοικία. Ανήκες στο τσούρμο. Μες την ίδια γαλέρα, όλοι μαζί τραβώντας κουπί! Για να τα βγάλουμε πέρα. Πλάι – πλάι.

Στο ίδιο ζουμί βράζουμε όλοι.
«Γίνονται ιστορίες στη συνοικία;» του πέταξα φτάνοντας στο πάρκινγκ.
«Πάντα γίνονται ιστορίες  στις συνοικίες, εσύ πρέπει να το ξέρεις. Για σκέψου το».
Και φτάνοντας στο ύψος του αυτοκινήτου μου συνέχισε το δρόμο του χωρίς να μ’ αποχαιρετήσει.

Πήρα μια κασέτα του Μπομπ Μάρλεϋ απ’ την μπροστινή θήκη. Είχα πάντα μαζί μου τουλάχιστον μια, για στιγμές σαν κι αυτές. Και το So much trouble in the world ταίριαζε μια χαρά για να τσουλάς στη μαρσεγιέζικη νύχτα.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. Πόλις

H Ξανθιά Μιρέγια*

Σε άλλες συνθήκες τον Μαξ θα τον ενδιέφερε η συζήτηση ανάμεσα στον συνθέτη και στους τρεις μουσικούς – ο μπαντονεονίστας, μονόφθαλμος και μ’ ένα γυάλινο μάτι, ήταν βετεράνος της εποχής του «Χάνσεν» και της ξανθιάς Μιρέγια [1], κάπου εκεί στη δεκαετία του 1890 – και οι ιδέες αυτών των τελευταίων για τα παλιά και τα καινούργια τανγκό, τους τρόπους εκτέλεσης, του στίχους και της μουσικής· όμως ο κοσμικός χορευτής είχε το μυαλό του αλλού. Όσο για το μονόφθαλμο μουσικό, όπως διαβεβαίωσε ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος ύστερα από τις πρώτες εκμυστηρεύσεις και τις πρώτες γουλιές τζιν, ούτε ήξερε να διαβάζει παρτιτούρες, ούτε του είχε χρειαστεί ποτέ. Έπαιζε με το αυτί σ’ όλη του τη ζωή. Επιπλέον τα τανγκό τα δικά του και των κομπάρδες του ήταν πραγματικά τανγκό, για να τα χορεύει κανείς όπως γινόταν πάντα, με τον γρήγορο ρυθμό και τα κόρτες στη θέση τους, κι όχι αυτά τα νερόβραστα του σαλονιού που είχαν κάνει της μόδας, από κοινού, το Παρίσι και ο κινηματογράφος. Όσο για τους στίχους, σκότωνε το τανγκό και υποβίβαζε όσους το χόρευαν εκείνη η μανία να μετατρέπουν σε ήρωες τον κερατωμένο και κλαψιάρη αγαθομούνη που η γυναίκα του τον παρατούσε για κάποιον άλλον, ή την εργατριούλα που μαραινόταν σαν λουλούδι στη λάσπη. Το αυθεντικό, πρόσθεσε ο μονόφθαλμος ανάμεσα σε καινούργιες γουλιές τζιν και ζωηρές επιδείξεις επιδοκιμασίας εκ μέρους των συντρόφων του, ήταν εκείνο του παλιού εργατόκοσμου: σαρκασμός του υποκόσμου, θράσος του νταβατζή ή της περπατημένης γκόμενας, κοροϊδευτικός κυνισμός όποιου είχε φάει τα ψωμιά του. Εκεί οι ποιητές και οι εξευγενισμένοι μουσικοί περίσσευαν. Το τανγκό ήταν για να την πέφτεις και ν’ αγκαλιάζεις μια γυναίκα, ή για να γλεντοκοπάς με τους κολλητούς. Τους το ‘λεγε αυτός που το έπαιζε. Το τανγκό ήταν, για να ανακεφαλαιώσουμε, ένστικτο, ρυθμός, αυτοσχεδιασμός και προστυχόλογα. Τα άλλα, και να με συγχωρεί η κυρία -εδώ το μοναδικό του μάτι λοξοκοίταξε τη Μένσα Ινθούνθα-, ήταν μαλακίες του κώλου, με το συμπάθιο κιόλας. Έτσι που πήγαιναν τα πράγματα, με τόσο απελπισμένο έρωτα, τόσο παρατημένο σπίτι και τόση κλάψα, θα κατέληγαν να τραγουδούν για τη χήρα μάνα ή για την καημένη την τυφλή λουλουδού στη γωνία.

* Το Τανγκό Της Παλιάς Φρουράς, Αρτούρο Περέθ-Ρεβέρτε, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

[1] Το «Καφέ του Χάνσεν», που άνοιξε το 1877, θεωρείται από πολλούς ένα από τα λίκνα του τανγκό. Απέκτησε φήμη χάρη στην ταινία του 1937 Τα παιδιά του παλιού καιρού δεν έβαζαν ζελέ. Εκεί ακουγόταν το ομώνυμο τανγκό, που διηγιόταν την ιστορία της ξανθιάς Μιρέγια. Πρόκειται για ένα μύθο που συμπυκνώνει τη νοσταλγία για την παλιά ζωή στους φτωχομαχαλάδες του Μπουένος Άιρες στια αρχές του 20ου αιώνα (Σ.τ.Μ.)

[2] Η αναζήτησή μου για το τανγκό της Μιρέγια έδωσε αμφίβολα αποτελέσματα. Μαζί με την ιστορία σ’ αυτό το άρθο βρήκα το παραπάνω κομμάτι, όμως προέκυψε κι αυτό το μικρό βίντεο που πιθανόταν βλέπουμε πως χορευόταν το πραγματικό τάνγκο που περιγράφει ο μονόφθαλμος και ίσως είναι το «σωστό» κομμάτι. (Σ.τ. Narrator)

«Τελικά που είναι η αναθεματισμένη πολυκατοικία σου;»*

Μόλις είχαμε στρίψει στη γωνία της Βόινοβα και σήκωσα το χέρι μου να του δείξω την Κίροφ. Έδειχνα το τίποτα, αλλά για μιαν ατελείωτη στιγμή δεν σκέφτηκα να κατεβάσω το χέρι μου. Στη θέση της Κίροφ ήταν τώρα ένα βουνό από μπάζα, ένας απότομος λοφίσκος από σπασμένες πλάκες μπετόν αρμέ, τούβλα και λυγισμένς ατσαλόβεργες, όλα πασπαλισμένα με θρυμματισμένα τζάμια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο.

Αν ήμουν μόνος μου, θα κοίταζα για ώρες τα ερείπια χωρίς να μπορεί να το συλλάβει το μυαλό μου. Η Κίροφ ήταν όλη μου η ζωή. Η Βέρα, ο Όλεγκ και ο Γκρίσα. Η Λιούμπα Νικολάεβνα, η γεροντοκόρη του τέταρτου ορόφου που διάβαζε ψαλμούς και μαντάριζε τα φορέματα όλων των γυναικών της πολυκατοικίας, που μια καλοκαιρινή νύχτα με είδε να διαβάζω ένα μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον στο κλιμακοστάσιο και την άλλη μέρα μου έδωσε μια κούτα με βιβλία του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ και του Κάρολου Ντίκενς. Ο Άντον Ντανίλοβιτς, ο επιστάτης, που έμενε στο υπόγειο και μας έβαζε τις φωνές όταν πετάγαμε πέτρες στην αυλή ή φτύναμε από την ταράτσα ή φτιάχναμε πρόστυχους αρσενικούς και θηλυκούς χιονάνθρωπους με καρότα για πέη και γομολάστιχες για ρώγες. Ο Ζαβοντίλοφ, που έλεγαν πως ήταν γκάνγκστερ και του έλειπαν δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού του και σφύριζε πάντα στις κοπέλες, ακόμα κι αν ήταν άσχημες, ίσως μάλιστα να σφύριζε πιο δυνατά στις άσχημες για να τους τονώσει το ηθικό – ο Ζαβοντίλοφ, που έκανε πάρτυ μέχρι πρωίας, έπαιζε τους τελευταίους δίσκους της τζαζ, του Βαρλάμοφ και της μπάντας του ή του Έντι Ρόζνερ· άντρες και γυναίκες με ξεκούμπωτα πουκάμισα χόρευαν και γελούσαν στο διάδρομο έξω από το διαμέρισμα, εξοργίζοντας τους μεγάλους κι ενθουσιάζοντας τα παιδιά, που είχαμε αποφασίσει, εφόσον ήμασταν υποχρεωμένοι να μεγαλώσουμε, να γίνουμε τουλάχιστον σαν τον Ζαβοντίλοφ.

*Η Πολιτεία Των Ληστών, Ντέιβιντ Μπένιοφ, εκδ. Ψυχογιός

Όσα έχεις στην καρδιά ακούγονται πιο καθαρά απ’ όσα λες με το στόμα*

Έφυγε κι επέστρεψα στην μπάρα, στη θέση μου, πίνοντας με τον έναν και με τον άλλον και βεβαίως με τον Χασάν, που δεν έχανε ποτέ σειρά για κέρασμα.  Άκουγα τις κουβέντες γύρω μου. Και τη μουσική.  Όταν τελείωνε η ώρα των απεριτίφ, ο Χασάν αντικαθιστούσε τον Φερέ με τζαζ. Τα κομμάτια τα διάλεγε προσεκτικά. Λες κι έπρεπε να βρει ένα συγκεκριμένο ήχο για την ατμόσφαιρα της στιγμής. Ο θάνατος απομακρυνόταν και μαζί του έφευγε και η μυρωδιά του. Σίγουρα προτιμούσα το άρωμα του γλυκάνισου που έχει το παστίς.
– Προτιμώ τη μυρουδιά του γλυκάνισου, φώναξα δυνατά στον Χασάν.
Είχα αρχίσει να ψιλομεθάω.
-Βεβαίως.
Μου έκλεισε το μάτι, πάντα κι ως το τέλος συνένοχος. Ο MIles Davis είχε μόλις αρχίσει το Solea. Ένα κομμάτι που λάτρευα. Και που το άκουγα συνεχώς κάθε νύχτα από τότε που με παράτησε η Λολ.

-Το Solea, μου εξήγησε ένα βράδυ, είναι η σπονδυλική στήλη του φλαμένγκο.
– Κι εσύ γιατί δεν τραγουδάς; Φλαμένγκο ή τζαζ;
Ήταν εξαίσια η φωνή της, το ήξερα. Μου το είχε πει ο Πέδρο, ένας ξάδερφός της. Ομως η Λολ δεν ήθελε να τραγουδάει παρά μόνο σε οικογενειακές συγκεντρώσεις.
– Αυτό που ψάχνω δεν το βρήκα ακόμα, μου απάντησε μετά από μακρά σιωπή.
Εκείνη ακριβώς τη σιωπή που οφείλεις να αναγνωρίζεις στις πιο έντονες στιγμές του Solea.
– Τίποτα δεν καταλαβαίνεις, βρε Φαμπιό.
– Και τι θα έπρεπε να καταλάβω;
Μου χαμογέλασε μελαγχολικά.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Φωτογραφία Νο 7*

Πέρα από τα όσα υπάρχουν στο πράσινο τραπέζι, στη φωτογραφία δεν διακρίνονται άλλα ίχνη φαγητού. Τα βαζάκια στα ράφια δείχνουν άδεια. Είναι από εκείνα τα βαζάκια όπου θα έβαζες τις χειροποίητες μαρμελάδες, αλλά θα μου έκανε τεράστια εντύπωση αν έφτιαχνε ποτέ η Μπέατριξ μαρμελάδα. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι ένα τσίγκινο κουτί είχε τη σαφή ένδειξη «ΑΛΕΥΡΙ» και η ψωμιέρα φέρει περήφανα την επιγραφή «ΨΩΜΙ» μού φαίνεται ιδιαίτερα ειρωνικό: αναφέρονται στο τι θα έπρεπε να περιέχουν, όχι στο τι πραγματικά περιείχαν. Διακρίνεται επίσης ένα ξύλο κοπής, μια ζυγαριά με τα βαρίδια της προσεκτικά τακτοποιημένα δίπλα της, μια χειροκίνητη μηχανή του κιμά στερεωμένη στην άκρη του τραπεζιού, μια μεγάλη καφετιά τσαγιέρα με πράσινες και μπεζ οριζόντιες ρίγες. Όλα φαίνονται ψυχρά και ανέγγιχτα. Αναρωτιέμαι που να ήταν η Μπέατριξ όταν τράβηξα τη φωτογραφία. Μπορεί να είχε πάει στα μαγαζιά -εκείνη την εποχή ήταν χρονοβόρα διαδικασία τα μαγαζιά, οι ουρές για τον χασάπη και τον μανάβη έφταναν έως τα μισά του δρόμου- ή μπορεί απλώς να ήταν δίπλα, στο καθηστικό, εκεί που είχαν το μαύρο τους ραδιόφωνο μάρκας Bakelite συντονισμένο μονίμως στο σταθμό του Ελαφρού Προγράμματος. Η Μπέατριξ ποτέ δεν άκουγε ειδήσεις, ούτε εκπαιδευτικά προγράμματα, ούτε καν τα προγράμματα ποικίλης ύλης. Το μόνο που ήθελε ήταν να ακούει μουσική, μουσική να ρέει από το ραδιόφωνο ασταμάτητα. Ελαφρά, ορχηστρική κυρίως μουσική, απ’ αυτήν που το BBC ανέθετε στους συνθέτες να γράφουν με σαφή στόχο την ανύψωση του ηθικού του κοινού: κομμάτια χαρωπά, ρυθμικά, γρήγορα, που σ’ έκαναν να χαμογελάς και χωρούσαν σε δισκάκια 78 στροφών. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα κομμάτι: ο τίτλος του ήταν «Το πορτραίτο ενός φλερτ».

Υποθέτω πως τέτοιου είδους κομμάτια λειτουργούσαν σαν ένα είδος μουσικού Προζάκ για μεταπολεμικές νοικοκυρές με κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν είχαν αποτέλεσμα στην περίπτωση της Μπέατριξ, πάντως σίγουρα τα είχε ανάγκη.

*Σαν τη Βροχή Πριν Πέσει, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ein Prosit*

Clara proved a useful guide to the entertainment on stage. She said that she had grown up in a German-speaking part of Belgium, and was familiar with many of the songs the orchestra was playing. Like Anneke, she tucked in enthusiastically to her plate of bratwurst and sauerkraut. Thomas thought it strange that Belgians should be so ready to embrace the culture of a country which had occupied their own less than fifteen years ago, and committed many atrocities, but he did not say anything. It was not the right time to get involved in such discussions.

The orchestra had begun to play a particularly insistent and catchy song. Everyone who wasn’t eating began to clap their hands to the beat of the music. Clara leaned across the table and said -or rather shouted- that this tune was called ‘Ein Prosit’ and was a traditional Bavarian drinking song. She and Anneke were starting to clap along, too. The music got louder and louder, and the tempo faster and faster, as the chorus repeated itself incessantly. Many of the dinners were singing along, and suddenly, a few yards away from Thomas, two young women jumped to their feet, clambered onto the table and began to dance, scattering fragments of food and attracting more than the occasional glances as they did so. The diners laughed and cheered and stamped their feet. Many of them also got up to dance, and the singing got louder still:

Ein Prosit, ein prosit
Der Gemütlichkeit
Ein Prosit, ein prosit
Der Gemütlichkeit
OANS ZWOA DREI! G’SUFFA!

(A toast, a toast
To cheer and good times
A toast, a toast
To cheer and good times.
ONE TWO THREE! DRINK UP!)

Anneke and Clara jumped up and help out their hands for the men to join them. But Tony shook his head, grinning broadly, while Thomas took a long draught of beer and hid his face behind the enormous tankard. The women shrugged and began to dance with each other anyway.
«This is mass hysteria!» shouted Tony, looking around in amazement. «Isn’t this the kind of thing that brought Hitler to power?»
«Ssh! No politics tonight, please.»

*Expo 58, Jonathan Coe, Penguin-Viking

Μπέρμινχαμ 1974*

Μια αφίσα με το πορτραίτο του αλλοτινού ήρωά του, του Έρικ Κλάπτον, εξακολουθούσε περήφανα να κοσμεί τον τοίχο, δίπλα σε μια απεικόνιση του σπιτιού του Μπίλμπο Μπαγκινς στο Μπαγκ Εντ, ζωγραφισμένη από τον ίδιο τον Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν, καθώς και μια άλλη εικόνα από το έργο του Τόλκιν, ένας λεπτομερής χάρτης της Μέσης Γης, τη γεωγραφία της οποίας ο Μπέντζαμιν και ο Φίλιπ γνώριζαν καλύτερα από εκείνη των βρετανικών νήσων.
«Άκου λίγο αυτό», είπε ο Μπέντζαμιν, κοιτώντας με κάποια αγωνία τη βελόνα του φορητού μονοφωνικού του πικάπ, καθώς έπεφτε με φόρα στο περιστρεφόμενο βινύλιο. «Άμα κάποτε βάλουμε επιτέλους μπροστά το συγκρότημα, ίσως κάτι τέτοια θα πρέπει να κάνουμε».
«Μια και ανέφερες το συγκρότημα», απάντησε ο Φίλιπ, «σκέφτηκα ένα φανταστικό όνομα». Πήγε στο χάρτη, έψαξε με την άνεση του γνώστη κοντά στα Βουνά της Καταχνιάς, κι ακούμπησε το δάχτυλό του μερικές εκατοντάδες ξωτικές λεύγες νοτιοανατολικά του Φάνγκορν. «Μίνας Τίριθ».
Ο Μπέντζαμιν σούφρωσε τα χείλη. «Δεν είναι άσχημο». Είχε μπει εδώ και τριάντα δευτερόλεπτα το πρώτο τραγούδι του άλμπουμ: μια παράξενη, δίφωνη μελωδία απ’ την κιθάρα και το σαξόφωνο, ενώ τα όργανα που κρατούσαν το ρυθμό ακολουθούσαν ένα ασυνήθιστο και μπερδεμένο μέτρο, που ο Μπέντζαμιν δεν είχε κατορθώσει ακόμη να αποκρυπτογραφήσει. Η μουσική ήταν τολμηρή, εγκεφαλική και ελαφρώς παρανοϊκή. «Λοιπόν, τι λες;»

«Ακούγονται σαν να κουρντίζουν», είπε ο Φίλιπ. «Ποιοι είναι;»
«Henry Cow«, απάντησε ο Μπέντζαμιν. «Τους πήρα απ’ τον Μαλλιά».
«Ποιόν;»
«Τον Μάλκομ. Τον γκόμενο της Λόις».
«Α», έκανε ο Φίλιπ, πιο σκυθρωπός από ποτέ. «Δεν ήξερα ότι έχει γκόμενο». Κοίταξε με απορία το εξώφυλλο του δίσκου, όπου η ανεξήγητη εικόνα μιας σκέτης κάλτσας φτιαγμένης από σιδερένιους κρίκους, σαν πανοπλία, δεν έδινε την παραμικρή ένδειξη για το περιεχόμενο. «Έτσι πάει συνέχεια;»
«Όχι, γίνεται πιο μυστήριο», είπε ο Μπέντζαμιν, περήφανος με τη νέα του ανακάλυψη. «Ο Μάλκομ λέει ότι πρέπει να την ψάχνεις. Φαίνεται πως έχουν επιρροές από Νταντά».
«Και ποιος ή τι είναι Νταντά;» ρώτησε ο Φίλιπ
«Δεν ξέρω», παραδέχτηκε ο Μπέντζαμιν. «Αλλά… Ε, λοιπόν, φαντάσου τους Yardbirds να τζαμάρουν με τον Λιγκέτι στους καπνούς και τα ερείπια του διαιρεμένου Βερολίνου».
«Ποιος είναι ο Λιγκέτι;»
«Ένας συνθέτης», απάντησε ο Μπέντζαμιν. «Νομίζω».
Πήρε την κιθάρα του και προσπάθησε, χωρίς καμία απολύτως επιτυχία, να παίξει μαζί με την αντιστικτική μελωδία του βιολιού.
«Και τέλος πάντων, γιατί είναι διαιρεμένο το Βερολίνο;» ρώτησε ο Φίλιπ. «Πάντοτε αναρωτιόμουν».
«Δεν ξέρω… Φαντάζομαι ότι θα περνάει κανά ποτάμι ανάμεσα ε; Σαν τον Τάμεση. Νομίζω πως είναι ο Δούναβης».
«Νόμιζα πως είχε να κάνει με τον ψυχρό πόλεμο».
«Μπορεί».

*Η Λέσχη των Τιποτένιων, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Ο χρόνος που προχωρεί με μέτρο σταθερό*

Ποδηλατεί αργά, σαν να μην θέλει να φτάσει. Κι όταν φτάνει πίσω από το σπίτι, στον κύκλο από χαλίκι που χάραξαν τα λάστιχα του βυτιοφόρου, εξετάζει τη σκηνή δίχως να βιάζεται, με μια μεθοδική, σχεδόν ουδέτερη άνεση. Παρατηρεί το τσαλαπατημένο γρασίδι, τα χνάρια, τη λιμνούλα από ξεραμένο αίμα στο θερμοκήπιο. Η κάθε του ανάσα βγαίνει αργά, διακρίνεται στον ψυχρό πρωινό αέρα σαν ένα εξεζητημένο ερωτηματικό. Γνώριζε τον Τζωρτζ, τη Νίνα Χάρντυ, γνώριζε την Τζέινυ, την αδελφή του Τζωρτζ, τώρα όμως δεν μπορεί πια να συνδέσει τις παιδικές του αναμνήσεις με τη σκηνή φρίκης που έχει μπροστά του. Θυμάται τρεις φιγούρες πάνω σε μια θημωνιά, να ταλαντεύονται στο πίσω μέρος ενός τρακτέρ στο φως του δειλινού. Θυμάται το όμορφο κορίτσι, ή μάλλον τη γυναίκα, με το λουλουδάτο φουστάνι, να περνάει από το γήπεδο του γκολφ πηγαίνοντας στο χορό στη λέσχη τένις. Θυμάται το άρωμα από τα ρείκια και το φρεσκοκομμένο χορτάρι και τον ήχο ενός τραγουδιού του Πέρσυ Φρεντς να βγαίνει από τη λέσχη. Ω, νύχτες με χορούς του Κέρυ, κι ο απόηχος της πίπιζας να αντιλαλεί στις πιο τρελές στιγμές μας… Ο τελευταίος στίχος του διαφεύγει για πάνω από ένα λεπτό, κι έπειτα, όταν παύει να προσπαθεί, τον θυμάται… Αλίμονο, πέρασαν σαν αστραπή, κι η νιότη μας ίδιο! Αναρωτιέται άσκοπα πως είναι δυνατόν μια φράση να περιέχει τόση στίξη. Έπειτα ακούει τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να ξεφυσάει σε απόσταση από το καταθλιπτικό όγκο του σπιτιού, και νιώθει ανακουφισμένος που δεν θα είναι αυτός που θα διερευνήσει τη σκηνή που έχει μπροστά του. Ή τουλάχιστον δεν θα είναι μόνο αυτός.

*Σκιά, Νηλ Τζόρνταν, εκδ. Νεφέλη

Πίσω στο παρελθόν*

Το σαξόφωνο και τα ντραμς ανήκαν σ’ ένα συγκρότημα που λεγόταν Ντάιαμοντς. Το τραγούδι λεγόταν «The Stroll». Μα τα παιδιά δεν το χόρευαν όπως το ήξερα εγώ.
Το στρολ ήταν τα πρώτα χορευτικά βήματα που μάθαμε η Κρίστι κι εγώ όταν αρχίσαμε να κάνουμε μαθήματα χορού. Είναι ένας χορός ανά δύο ζευγάρια, όπου το κάθε ζευγάρι περνάει ανάμεσα σε δύο σειρές αγοριών και κοριτσιών που χτυπάνε παλαμάκια. Αυτό που είδα όταν γύρισα στο γυμναστήριο ήταν διαφορετικό: Τ’ αγόρια και τα κορίτσια πλησίαζαν, αγκαλιάζονταν σαν να χόρευαν βαλς κι ύστερα χωρίζονταν ξανά και γύριζαν στις θέσεις τους στις άκρες των σειρών. Όταν χωρίζονταν, στέκονταν αντικρυστά και κουνούσαν τους γοφούς μ’ ένα τρόπο χαριτωμένο και σέξι.

Στάθηκα δίπλα στο τραπέζι με τ’ αναψυκτικά, κι όπως κοίταζα, ο Μάικ, ο Τζιμ κι ο Βινς μπήκαν στην μεριά των αγοριών. Ο Βινς δεν είχε χάρη -αν έλεγα πως χόρευε σαν λευκό αγόρι, θα πρόσβαλλα όλα τα λευκά αγόρια- , αλλά ο Τζιμ κι ο Μάικ είχαν την έμφυτη χάρη των αθλητών. Κι όλα τα κορίτσια από την απέναντι πλευρά τους κοίταζαν.
«Είχα αρχίσει να ανησυχώ για του λόγου σου!» μου φώναξε η Σέιντι για ν’ ακουστεί πάνω από τη μουσική. «Όλα εντάξει έξω;»
«Μια χαρά!» αποκρίθηκα φωνάζοντας κι εγώ. «Τι χορός είναι αυτός;»
«Μάντισον! Έχουν τρελαθεί μ’ αυτόν ένα μήνα τώρα! Θέλεις να σου μάθω;»
«Κυρία μου», της είπα και την έπιασα αγκαζέ, «εγώ θα σου μάθω».

Τα παιδιά μας είδαν να πλησιάζουμε και μας έκαναν χώρο χειροκροτώντας και φωνάζοντας «Πάνω της, κύριε Άμπερσον!» και «Δείξτε του ποια είστε, δεσποινίς Ντάνχιλ!» Η Σέιντι γέλασε και έσφιξε το λαστιχάκι στην αλογοουρά της. Χρώμα ανέβηκε στα μάγουλά της, κάνοντάς την ακόμα πιο όμορφη. Στήθηκε αντίκρυ μου μαζί με τ’ άλλα κορίτσια χτυπώντας παλαμάκια, κι ύστερα ήρθε στην αγκαλιά μου κοιτάζοντάς με στα μάτια.

*22/11/63, Στήβεν Κινγκ, εκδ.BELL

Με τα πιο απλά πράγματα*

Έξω, ο καιρός ήταν υπέροχος. Είχα ξεχάσει πως υπάρχει ο ήλιος. Πλημμύριζε με φως τη λεωφόρο Ετιέν-ντ’ Ορβ. Αφέθηκα στη γλυκιά θαλπωρή του. Με τα χέρια στις τσέπες πήγα μέχρι την πλατεία Ουίλ. Στο Παλιό Λιμάνι.

Μια έντονη μυρωδιά αναδινόταν απ’ τη θάλασσα. Ένα μείγμα από μηχανέλαιο, γράσα, βρομόνερα. Δεν μύριζε διόλου όμορφα. Άλλη μέρα, θα έλεγα πως έζεχνε. Αλλά εκείνη τη στιγμή, ετούτη η οσμή μου έκανε ανείπωτο καλό. Ήταν το άρωμα της ευτυχίας. Αληθινό κι ανθρώπινο. Θαρρείς και η Μασσαλία μ’ άδραχνε απ’ τα μούτρα. Ο θόρυβος της μηχανής της βάρκας μου ανέτειλε στη μνήμη μου· «τουφ-τουφ». Με φαντάστηκα στο πέλαγο, να ψαρεύω. Η ζωή κέρδιζε πάλι το μερτικό της εντός μου. Με τα πιο απλά πράγματα.

Το φέρι-μποτ έφτασε. Πρόσφερα στον εαυτό μου ένα εισιτήριο μετ’ επιστροφής για το πιο σύντομο και όμορφο ταξίδι. Τον διάπλου της Μασσαλίας. Στην αποβάθρα του Πορ-Και της Ριβ-Νεβ. Λίγος κόσμος, εκείνη την ώρα. Κάμποσοι ηλικιωμένοι. Μια μητέρα που τάιζε το μωρό της με μπιμπερόν. Ξαφνιάστηκα που μ’ έπιασα να σιγοτραγουδάω το Chella lla. Ένα παλιό ναπολιτάνικο τραγούδι του Ρενάτο Καροζόνε. Ξανάβρισκα τα σημάδια μου. Με τις αναμνήσεις που πάνε μαζί. Ο πατέρας μου μ’ έβαζε να καθήσω πλάι στο παράθυρο του φέρι-μποτ και μου έλεγε: «Κοίτα, Φαμπιό. Κοίτα. Είναι η είσοδος του λιμανιού. Βλέπεις; Το φρούριο Σαιν-Νικολάς. Το φρούριο Σαιν-Ζαν. Και πέρα, ο Φάρος. Βλέπεις, μετά είναι η θάλασσα. Το ανοιχτό πέλαγο». Ένιωθα τα γερά του χέρια που με κρατούσαν από τις μασχάλες. Ήμουν πόσο; Έξι-επτά χρόνων, όχι περισσότερο. Εκείνη τη νύχτα, είχα ονειρευτεί να γίνω ναυτικός.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Αυτό που παίζεται εδώ είναι η ζωή ως την τελευταία της ανάσα*

Σηκώθηκα και μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, που απέφυγα ν’ ανάψω, πήγα στην ταράτσα. Η βαθυκύανη, σχεδόν μαύρη, θάλασσα είχε αρχίσει να σαλεύει με το μαϊστράλι που είχε σηκωθεί. Κακό σημάδι αυτό. Ο μαΐστρος το καλοκαίρι είναι συνώνυμο της φωτιάς. Κάθε χρόνο εκατοντάδες εκτάρια με δέντρα και θάμνους γινόντουσαν στάχτη. Οι πυροσβέστες πρέπει να ήταν κιόλας σε επιφυλακή.

Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ, είπα μέσα μου. Αυτό ήταν. Το κλικ. Αυτό έγραφε η ταχυδρομική σφραγίδα στο γράμμα της Μπαμπέτ. Σαιν-Ζαν-ντι-Γκαρ. Στα βουνά Σεβέν. Μα τι έφτιαχνε εκεί πάνω; Σε ποιανού το σπίτι ήταν; Ετοίμασα καφέ στη μικρή ιταλική μου καφετιέρα του ενός φλιτζανιού. Για δεύτερο φλιτζάνι, νέα προετοιμασία. Έτσι μου άρεσε ο καφές. Ποτέ ξαναζεσταμένος. Άναψα επιτέλους το τσιγάρο μου και το ρούφηξα αργά-αργά. Κανένα πρόβλημα με την πρώτη ρουφηξιά. Κερδισμένο ήταν το παιχνίδι και για τις επόμενες.

Έβαλα να παίζει ένα δίσκο του Νοτιοαφρικανού πιανίστα Abdullah Ibrahim. Κυρίως για ένα κομμάτι. Το Zikr. Δεν πίστευα μήτε στο Θεό μήτε στο Διάβολο. Αλλά η μουσική αυτή και το τραγούδι, κυρίως με το ντούο με τον Johnny Dyani, τον κοντραμπασίστα που τον συνόδευε, περιείχε τέτοια εσωτερική ηρεμία που σε καλούσε να πεις τι ωραία που είναι η γη και τι θαυμάσια. Το κομμάτι αυτό το άκουγα με τις ώρες. Την αυγή. Ή όταν έδυε ο ήλιος. Με γέμιζε ανθρωπιά.

Η μουσική έγινε πιο δυνατή. Μπροστά στο πορτοπαράθυρο, με το φλιτζάνι στο χέρι, έβλεπα τη θάλασσα να φουσκώνει όλο και πιο πολύ. Δεν καταλάβαινα καθόλου τα λόγια του Abdullah Ibrahim, όμως αυτό το Remembrance of Allah το μετέφραζα μέσα μου με τον πιο απλό τρόπο. Αυτό που διακυβεύεται εδώ, σ’ αυτή τη γη, είναι η ίδια μου η ζωή. Μια ζωή με τη γεύση της ζεστής πέτρας και των στεναγμών της θάλασσας, ενώ τα τζιτζίκια θα αρχίσουν σε λίγο το δικό τους τραγούδι. Αυτή τη ζωή θα την αγαπώ ως την τελευταία μου πνοή. Inch Allah.

*Η Τριλογία Της Μασσαλίας – Solea, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

αυτή η νύχτα μου άνοιξε τα μάτια*

Δεν ξέρω αν σας είναι οικεία η αίσθηση να βρίσκεσαι σ’ ένα αυτοκίνητο -και δεν χρειάζεται να είναι κανένα πολύ άνετο αυτοκίνητο, ή κάτι τέτοιο- να είσαι μισοκοιμισμένος και να μην ανυπομονείς ιδιαίτερα να φτάσεις κάπου, αλλά κατά παράδοξο τρόπο να νιώθεις βολεμένος και ευχαριστημένος· να αισθάνεσαι οτι θα μπορούσες να κάθεσαι στη θέση του συνοδηγού επ’ άπειρον. Νομίζω πως είναι μια κατάσταση όπου ζεις στο παρόν. Εκείνο τον καιρό δεν τα κατάφερνα και πολύ να ζω στο παρόν -μόνο στ’ αυτοκίνητα και στα τρένα το πετύχαινα.

Καθόμουν λοιπόν με τα μάτια μισόκλειστα κι άκουγα τον Τσέστερ να τυραννάει τις ταχύτητες και να πατάει άγρια το γκάζι. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εκείνη τη μέρα ήμουν ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Πίστευα ότι είχα πάρει μερικές καλές αποφάσεις.Κατ’ αρχάς, μικρές αποφάσεις, όπως το να σηκωθώ νωρίς, να κάνω μπάνιο, να φάω κανονικό πρωινό, να βάλω πλυντήριο και μετά να πάω ως του Σάμσον, για να ακούσω τον πιανίστα που παίζει εκεί τα μεσημέρια. Κι έπειτα, μεγαλύτερες αποφάσεις, καθισμένος μόνος σ’ ένα τραπέζι, πίνοντας μια πορτοκαλάδα και αφήνοντας το Stella By Starlight να με πλημμυρίσει. Αποφάσισα να μην τηλεφωνήσω τελικά στη Μαντλίν, να την αφήσω μια φορά να με αναζητήσει εκείνη. Της είχα στείλει την κασέτα, διευκρινίζοντας έτσι ολοκάθαρα τις προθέσεις μου, ήταν επομένως η σειρά της να δείξει τώρα κάποια ανταπόκριση, γαμώτο. Μου είχε μείνει μόνο μια μονάδα στην τηλεκάρτα μου, και τη χρησιμοποίησα για να τηλεφωνήσω στον Τσέστερ. Διότι είχα επίσης αποφασίσει να δεχτώ την προσφορά του.

*Οι Νάνοι Του Θανάτου, Τζόναθαν Κόου, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Κυριακή 11 Οκτωβρίου*

O πατέρας της Πανδώρας έμεινε για ένα ποτό, ύστερα για ένα απεριτίφ, μετά για ένα ακόμα, μετά ήπιε κι ένα για το δρόμο. Στη συνέχεια ήπιε άλλο ένα για ν’ αποδείξει ότι ποτέ δε μεθάει στη διάρκεια της μέρας. Τα χείλη της Πανδώρας άρχισαν να σουφρώνουν (φαίνεται ότι οι ώριμες γυναίκες το μαθαίνουν αυτό στις νέες κοπέλες). Μετά κατέσχεσε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του πατέρα της και τηλεφώνησε στη μητέρα της να ‘ρθει να περιμαζέψει το αυτοκίνητο. Αναγκάστηκα να υποστώ τον πατέρα μου που παρίστανε κάποιο τύπο, τον Φρακ Σινάτρα, τραγουδώντας «Ένα για το μωρό μου κι ένα για το δρόμο». Ο πατέρας της Πανδώρας υποδυόταν τον μπάρμαν κρατώντας το πλαστικό κανάτι της κρέμας.

Όταν μπήκε η μητέρα της Πανδώρας, τραγουδούσαν και οι δυο μεθυσμένοι. Σούφρωσε τα χείλη της τόσο πολύ, που σχεδόν εξαφανήστηκαν. Διέταξε την Πανδώρα και τον πατέρα της να μπουν στο αυτοκίνητο και μετά είπε ότι ήταν καιρός να συνέλθει ο πατέρας μου. Είπε ότι ξέρει ότι ο πατέρας μου νιώθει ταπεινωμένος και πικραμένος επειδή είναι άνεργος, αλλά ότι δίνει το κακό παράδειγμα σ’ έναν ευφάνταστο έφηβο. Ύστερα πήρε το αυτοκίνητο και οδηγούσε με ταχύτητα 10 μίλια την ώρα. Η Πανδώρα μου έστειλε ένα φιλάκι απ’ το πίσω παράθυρο.

Διαφωνώ απολύτως! Τίποτε απ’ αυτά που κάνει ο πατέρας μου δεν μ’ εντυπωσιάζει πια.

*Το Κρυφό Ημερολόγιο του Άντριαν Μολ ηλικίας 13 χρόνων και ¾, Σου Τάουνσεντ, εκδ. ΑΓΡΩΣΤΙΣ

Εκείνη*

Η Φλόρενς εξασκούταν πέντε ώρες τη μέρα και πήγαινε σε κονσέρτα με τις φιλενάδες της. Πάνω απ’ όλα προτιμούσε τα ρεσιτάλ δωματίου στο Γουίγκμορ Χολ, ειδικά τα κουαρτέτα εγχόρδων, ενώ μερικές φορές παρακολουθούσε ακόμη και πέντε μέσα σε μία εβδομάδα, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού και τα βράδια. Λάτρευε τη σκοτεινή σοβαρότητα αυτού του μέρους, τους ξέθωρους ξεφλουδισμένους τοίχους στα παρασκήνια, το γυαλιστερό ξύλο και το βαθυκόκκινο χαλί της εισόδου, την πλατεία που έμοιαζε με χρυσοποίκιλτη στοά, τον διάσημο θόλο πάνω από τη σκηνή που απεικόνιζε, έτσι της είχαν πει, τη δίψα της ανθρωπότητας για την εξαίσια ιδέα της μουσικής, με το Πνεύμα της Αρμονίας να αναπαρίσταται ως μια σφαίρα αιώνιας φωτιάς. Έτρεφε σεβασμό για τους υπερήλικες τύπους, που έκαναν ώρα για να βγουν από το ταξί, οι τελευταίοι των βικτωριανών, τρεκλίζοντας ως τις θέσεις τους με το μπαστούνι τους, για να παρακολουθήσουν τη συναυλία μέσα σε μια γεμάτη εγρήγορση κριτική σιωπή, μερικές φορές με μια καρό κουβερτούλα που είχαν φέρει μαζί τους ριγμένη στα πόδια τους.  Αυτά τα απολιθώματα, με τα γεμάτα ρόζους συρρικνωμένα κρανία τους στραμμένα με ταπεινοφροσύνη προς τη σκηνή, αντιπροσώπευαν για τη Φλόρενς στιλβωμένη εμπειρία και σοφή κρίση, ή υποδήλωναν μια μουσική επιδεξιότητα που τα αρθριτικά τους δάχτυλα δεν μπορούσαν πλέον να υπηρετήσουν. Υπήρχε ακόμα και η απλή συγκίνηση της γνώσης ότι τόσο πολλοί διάσημοι μουσικοί του κόσμου είχαν δώσει εδώ παράσταση, κι ότι σπουδαίες καριέρες είχαν ξεκινήσει σ’ αυτήν εδώ τη σκηνή. Εδώ άκουσε η Φλόρενς τη δεκαεξάχρονη τσελίστα Ζακλίν ντι Πρε να κάνει το ντεμπούτο της. Οι προτιμήσεις της ίδιας της Φλόρενς δεν ήταν ασυνήθιστες, αλλά ήταν έντονες. Είχε εμμονή με το Έργο 18 του Μπετόβεν για αρκετό καιρό, έπειτα με τα τελευταία μεγάλα κουαρτέτα του. Ο Σούμαν, ο Μπραμς, και μετά, την τελευταία χρονιά, τα κουαρτέτα του Φρανκ Μπριτζ, του Μπάρτοκ και του Μπρίτεν. Άκουσε όλους αυτούς τους συνθέτες μέσα σε διάστημα τριών χρόνων στο Γουίγκμορ Χολ.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

 

Εκείνος*

Ο Έντουαρντ έμενε με μια χήρα θεία του στο Κάμντεν Τάουν και πήγαινε στο Μπλούμσμπερι κάθε πρωί με το ποδήλατο. Δούλευε όλη τη μέρα, τα Σαββατοκύριακα έπαιζε ποδόσφαιρο και έπινε μπίρα με τους φίλους του. Ώσπου να αρχίσει να ντρέπεται γι’ αυτό, του άρεσε να μπλέκεται που και που σε καβγάδες έξω από τις παμπ. Η μόνη σοβαρή μη σωματική δραστηριότητά του ήταν να ακούει μουσική, αυτό το είδος του ζωηρού ηλεκτρικού μπλουζ που αποδείχτηκε ο αληθινός προπομπός και η ζωτική μηχανή του αγγλικού ροκ εντ ρολ – αυτή η μουσική, κατά την ισόβια άποψή του, ήταν κατά πολύ ανώτερη από τα τρίλεπτα αδύναμα τραγουδάκια από το Λίβερπουλ που θα κατακτούσαν τον κόσμο τα επόμενα χρόνια. Συχνά έφευγε από τη βιβλιοθήκη τα βράδια και κατέβαινε την Όξφορντ Στριτ ως το Χάντρεντ Κλαμπ για να ακούσει τους Πάουερχαουζ Φορ του Τζον Μάγιαλ ή τον Αλέξις Κόρνερ ή τον Μπράιαν Νάιτ. Κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων των σπουδών του, οι νύχτες στο κλαμπ αντιπροσώπευαν το ζενίθ των πνευματικών του εμπειριών και για πολλά χρόνια κατόπιν θεωρούσε ότι αυτή ήταν η μουσική που διαμόρφωσε το γούστο του και κατά κάποιον τρόπο καθόρισε τη ζωή του.

*Στην Ακτή, Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

Τίποτα Δεν Έχει Σημασία*

Επιστρέφουν σιωπηλοί στο διαμέρισμά τους. Και αργότερα ξεσπά ένας ανόητος καβγάς: τον κατηγορεί για τον τρόπο που έτριψε την παρμεζάνα. Αίφνης, το διαμέρισμα γίνεται πολύ μικρό για δύο άτομα.
«Πάω κάτω να μαστορέψω λιγάκι», λέει.
Κι εκείνη μένει μόνη.

Ρίχνει μια ματιά στις μουσικές τους και βάζει το σάουντρακ του Τσετ Μπέικερ για το Let’s Get Lost, ένα ντοκιμαντέρ του Μπρους Γουέμπερ, που είναι από τους αγαπημένους της φωτογράφους. Η μελωδία είναι το «You’re My Thrill». Συνοφρυώνεται προσπαθώντας να συγκεντρωθεί και να καταλάβει τους στίχους, έπειτα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Ανοίγει το κινητό της – κανένα μήνυμα. Κι αν του στείλε εκείνη ένα μήνυμα; Να λέει, όμως, τι; Χτυπάει τα πλήκτρα του κινητού κι έπειτα σβήνει κάθετι που γράφει: «Αυτό το τραγούδι» (διαγραφή) «βλάκα» (διαγραφή) «εύχομαι» (διαγραφή) «γιατί είναι πάντα τόσο χαζό;» (διαγραφή) «τόσο ανόητο». Το σβήνει κι αυτό και γράφει: «Μου λείπεις, μπορώ να έρθω για επίσκεψη;» Το στέλνει. Στο στερεοφωνικό, ο Τσετ Μπέικερ τραγουδάει: «Nothing seems to matter… Here’s my heart on a silver platter… Where’s my will?»

Κάτω στο εργαστήρι, ο Μένζις προσπαθεί, τεντώνοντας και πετώντας στον τοίχο ένα ελαστικό ιμάντα, να πετύχει ένα σημάδι. Το πετυχαίνει μια φορά, έπειτα επιχειρεί άλλα τρία διαδοχικά χτυπήματα. Το παιχνίδι τον κουράζει, κι έτσι ξεκινά να σχεδιάζει φανταστικές εφευρέσεις που ποτέ δεν θα δημιουργήσει.
Του χτυπάει την πόρτα. «Γεια», λέει αμήχανα. «Ενοχλώ;»

*Τίτλοι Τέλους, Τομ Ράχμαν, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Φτάνεις στο κενό από σιχασιά και κούραση*

Πράσινο. Πορτοκαλί. Κόκκινο. Το βουλεβάρτο Μισελέ παρέλασε χωρίς καμία στάση. Κατόπιν, τρέχοντας σαν βολίδα, η διασταύρωση της Μαζάργκ. Μετά το Ρεντόν, το Λυμινύ. Η D559. Κατεύθυνση Κασίς. Απ’ τον αυχένα της Ζινέστ. Κλασσική πορεία για τους ποδηλάτες της Μασσαλίας. Μια διαδρομή που γνώριζα απέξω. Από κει ξεκινούσαν πολλά μονοπάτια για τους ορμίσκους.

Ένας δρόμος ελικοειδής. Η D559. Στενός. Επικίνδυνος.

Long distance boogie, άρχιζαν οι ZZ TOP. Μεγάλε Μπίλυ Γκίμπονς! Μπήκα στην ανηφόρα με 110, η Σαφράν από πίσω μου. Το Σάαμπ μού φαινόταν λιγάκι μαλθακή, όμως ανταποκρινόταν καλά. Η Ζελού δεν θα την είχε οδηγήσει ποτέ της τόσο ζόρικα.

Μετά την πρώτη μεγάλη στροφή, η Σαφράν άλλαξε λωρίδα. Προσπαθούσαν να φτάσουν πλάι μου, κιόλας. Βιάζονταν. Είδα τη μάσκα του αυτοκινήτου να βρίσκεται στο ύψος του πίσω τζαμιού μου. Το χέρι του Ναρνί πρόβαλε. Κρατούσε ένα σιδερικό. Έβαλα τετάρτη. Δεν ήμουν μακριά από τα 100 και πήρα τη δεύτερη στροφή με πολύ μεγάλη δυσκολία. Το ίδιο κι αυτοί.

Ξανακέρδισα έδαφος.
Τώρα που ήμασταν εκεί, αμφέβαλλα για τις πιθανότητές μου. Ο Μπαλντούτσι φαινόταν άσος στο τιμόνι. Δεν έχεις και πολλές ελπίδες να γευτείς την πουτάργκ της Ονορίν, σκέφτηκα. Διάολε! Πεινούσα. Τι μαλάκας! Έπρεπε να ΄χες φάει πριν. Προτού αρχίσουν τα ντράβαλα. Αλλά έτσι ήσουν εσύ. Ορμούσες, πριν καν προλάβεις ν’ ανασάνεις. Ο Ναρνί θα σε περίμενε. Ή θα ΄χε έρθει να σε βρει.

Σίγουρα θα ‘χε έρθει.
Μια καλή μακαρονάδα αλά ματριτσιάνα δεν θα σου ‘πεφτε άσχημα. Κάνα κόκκινο κρασάκι. Ένα κόκκινο Tempier. Από το Μπαντόλ. Μπορεί να ‘χε από δαύτο στον άλλο κόσμο. Μα τι μαλακίες τσαμπουνάς; Μετά, δεν υπάρχει τίποτα.
Ναι, μετά δεν υπάρχει τίποτα. Σκοτάδι. Αυτό είναι όλο. Κι ούτε που το ξέρεις καν ότι είναι σκοτάδι. Αφού έχεις πεθάνει.

*Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ.

Εξόντωση με πυρηνικά*

Αλλάζει και φοράει ένα αθλητικό μπλουζάκι από το Πανεπιστήμιο του Φόρνταμ, ανοίγει το ψυγείο και χασμουριέται στο λευκό του φως. Ανοίγει μια Heineken και την πίνει μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο· το μυαλό της αδειάζει μαζί με το κουτάκι· οι σκληρές γωνίες της μέρας αμβλύνονται.

Το βλέμμα της διατρέχει τα ράφια του ψυγείου: ένα βάζο με μαύρες ελιές, ένα κέτσαπ δίχως ετικέτα, φέτες τυριού. Να φάει ή να κοιμηθεί – το αιώνιο δίλημμα της νύχτας. Το αντιμετωπίζει όπως συνήθως: μια συσκευασία παγωτό Häagen-Dazs στον καναπέ και τον Τόνυ Μπένετ στο στέρεο, με την ένταση χαμηλά. Το cd, που ήταν προσφορά ενός περιοδικού, έχει γίνει μέρος της καθημερινής της ρουτίνας μετά τη δουλειά. Έχει επίσης ανοίξει και την τηλεόραση, αλλά χωρίς φωνή. Παρακολουθεί το Χορεύοντας με τ’ Αστέρια, αλλά δεν το βλέπει· παίζει ο Τόνυ Μπένετ, αλλά δεν τον ακούει· τρώει παγωτό βανίλια με αμύγδαλα, αλλά δεν έχει γεύση. Παρ’ όλα αυτά, ο συνδυασμός τής φαίνεται ανυπέρβλητος. Μέχρι τώρα.

Η βουβή τηλεόραση δείχνει ένα ντοκυμαντέρ για την έκπτωτη ιταλική βασιλική οικογένεια. Αλλάζει σε μια ενημερώτική εκπομπή που παρουσιάζει στιγμιότυπα από την πορεία του Σαντάμ -από την Χαλάμπια στο Κουβέιτ και από εκεί στην αγχόνη. Ξαναγυρίζει στους βασιλείς.

*Τίτλοι Τέλους, Τομ Ράχμαν, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Το Ανικανοποίητο*

«Νιώθω τόσο κουρασμένος», είπε ο Τρης. «Τόσο τρομερά, τρομερά, τρομερά κουρασμένος».
«Δεν το βρίσκεις ενδιαφέρον;»
«Τρομερά ενδιαφέρον. Τρομερά, τρομερά, τρομερά ενδιαφέρον», είπε ο Τρης. «Πες μου όμως, αλήθεια, δεν νομίζεις ότι φτάνει το ανικανοποίητο γι’ απόψε; Δεν μπορώ να πιω ούτε σταγόνα παραπάνω».

Είχαν περάσει ένα πραγματικά μακρύ βράδυ αναζητώντας το ανικανοποίητο. Πρώτα πήγαν στο Παλαί. Το Παλαί αποδείχτηκε τρομερά ευυπόληπτο. Τσάι και αναψυκτικά. Καθόλου Νέγροι. Οι άνδρες είχαν όλοι γυαλίσει τα παπούτσια τους και τα κορίτσια στέκονταν παράμερα κρατώντας σφιχτά τις τσάντες τους, σαν να ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απτή αναπαράσταση της αρετής, που έδειχναν αποφασισμένες να διαφυλάξουν. Ύστερα πήγαν σε ένα ταπεινό καπηλειό, μια μεγάλη βικτωριανή αίθουσα με μπάρα στη μέση, ροκανίδι στο πάτωμα, μεγάλους καθρέφτες με ραγισμένο γυαλί, ένα μικρό τρίο (μικρό σε κορμοστασιά) που έπαιζε μουσική τεϊοποτείου («Χλωμά χέρια αγάπησα δίπλα στον Σαλιμάρ«), με επικεφαλής μια πολύ γριά κυρία με ρόζ μαλλιά.

Οι θαμώνες έδειχναν παραμορφωμένοι και άσχημοι, θλιβερά θύματα των συνεπειών της βιομηχανικής επανάστασης. Πόρνες, γερασμένες και καταβεβλημένες, ασκούσαν το επάγγελμά τους. Ο Τρης είχε εντυπωσιαστεί απ’ αυτό εδώ, αλλά όχι κι ο Τζένκινς. Είχε ξαναδεί τους περισσότερους από αυτούς. «Είναι σχεδόν όλοι κοινωνιολόγοι», δήλωσε.

‘Υστερα πήγαν σ’ ένα μπαρ για ομοφυλόφιλους, το είδος του ανδρικού μπαρ που βρίσκεται μέσα σε μεγάλα ξενοδοχεία, όπου ο μπάρμαν σου πιάνει το χέρι καθώς σου δίνει τα ρέστα και δοκιμάζει ένα ζευγάρι σκουλαρίκια ενώ περιμένει να πάρει παραγγελία. Του Τρης του άρεσε κι αυτό.

Στη συνέχεια είχαν δοκιμάσει ένα κοκτέιλ-μπαρ της υψηλής κοινωνίας, όπου κορίτσια με γούνα καθόντουσαν και έπιναν ουίσκι με τζιντζερέλα. Αυτό δεν άρεσε στον Τρης, κι έτσι έφυγαν και πήγαν σε ένα άλλο μέρος γεμάτο ηλικιωμένους που μιλούσαν για αρρώστιες. Εκεί ήπιαν μόνο μια μπύρα. Μετά απ΄αυτό, αν θυμόταν καλά ο Τρης, είχαν πάει σε μια-δυο μπυραρίες, διαφορετικές μεταξύ τους, μέχρι την ώρα που έκλειναν όλα.

*Δεν Κάνει να Τρώμε Ανθρώπους, Μάλκομ Μπράντμπερυ, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Δεν είναι σίγουρο ότι αλλού θα είναι λιγότερο άσχημα*

Βρήκα μια θέση σ’ ένα τραπέζι, όπου κάθονταν μια παρέα νεαροί που τους γνώριζα λιγάκι. Θαμώνες του μπαρ. Ο Ματιέ, η Βερονίκ, η Καρίν, ο Σεντρίκ. Τους κέρασα μόλις κάθησα και τα κεράσματα διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο. Τώρα ο Σόνυ Ρόλλινς έπαιζε το Without a Song. Με τον Τζιμ Χολ στην κιθάρα. Ο πιο όμορφος δίσκος του, The Bridge.

Ένιωσα τρομερά ωραία που βρισκόμουν εκεί, σ’ έναν φυσιολογικό κόσμο. Με νέους που αισθάνονταν καλά μες το πετσί τους. Ακούγοντας τ’ ανοιχτόκαρδα γέλια τους. Συζητήσεις που έπλεαν, ανέμελες, μες τους ατμούς του αλκοόλ.
«Γαμώτο, δεν πρέπει να χάνεις το στόχο», ούρλιαζε ο Ματιέ. «Γιατί να θες να γαμήσεις τους Παριζιάνους; Το Κράτος πρέπει να γαμήσουμε! Οι Παριζιάνοι τι είναι δηλαδή; Την έχουν χειρότερα απ’ όλους. Γιατί ζουν πλάι στο Κράτος. Εμείς είμαστε μακριά, γι’ αυτό είμαστε καλύτερα, δεν γίνεται αλλιώς.»

Η άλλη Μασσαλία. Μια τόση δα δόση αναρχισμού στη μνήμη της. Εδώ, στη διάρκεια της Κομμούνας το 1871, η μαύρη σημαία των αναρχικών είχε κυματίσει για σαράντα οκτώ ώρες στη νομαρχία. Σε πέντε λεπτά, έτσι ξαφνικά, θα μιλάνε για τον Μπομπ Μάρλεϋ. Για τους Τζαμαϊκανούς. Θα βαλθούν ν’ αποδείξουν ο ένας στον άλλο πως αν έχεις δυο κουλτούρες, καταλαβαίνεις καλύτερα τους άλλους. Τον κόσμο. Μπορούσαν να περάσουν όλη τη νύχτα κουβεντιάζοντας γι’ αυτό.

Σηκώθηκα κι άνοιξα δρόμο μέχρι το μπαρ για να πάρω τηλέφωνο. Το σήκωσε με το πρώτο κουδούνισμα, λες και στεκόταν δίπλα στη συσκευή περιμένοντας να χτυπήσει.

*Η Τριλογία της Μασσαλίας – Το Τσούρμο, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Psychopolis*

More to confirm my state of mind than change it,  I returned to the bedroom and grimly picked up my flute. The piece I intended to play, dog-eared and stained, was already on the music stand, Bach’s Sonata No. 1 in B minor. The lovely opening Andante, a series of lilting apreggios, requires a flawless breathing technique to make sense of the phrasing, yet from the beginning I am snatching furtively at breaths like a supermarket shop-lifter, and the coherence of the piece becomes purely imaginary, remembered from gramophone recordings and superimposed over the present. At bar fifteen, four and a half bars into the Presto, I fumble over the octave leaps but I press on, a dogged, failing athlete, to finish the first movement short of breath and unable to hold the last notes in full length. Because I catch most of the right notes in the right order, I regard the Allegro as my showpiece. I play it with expressionless aggression. The Adagio, a sweet thoughtful melody, illustrates to me every time I play it how out of tune my notes are, some sharp, some flat, none sweet, and the semi-demi quavers are always mis-timed. And so to the two Minuets at the end which I play with dry, rigid persistence, like a mechanical organ turned by a monkey. This was my performance of Bach’s Sonata unaltered now in its details for as long as I could remember.

I sat down on the edge of the bed and almost immediately stood up again. I went to the balcony to look once more at the foreign city. Out on one of the lawns a small girl picked up a smaller girl and staggered a few steps with her. More futility. I went inside and looked at the alarm clock in the bedroom. Eleven forty. Do something, quick! I stood by the clock listening to its tick. I went from room to room without really intending to, sometimes surprised to find that I was back in the kitchen again fiddling with the cracked plastic handle of the wall can-opener.  I went into the living room and spent twenty minutes  drumming with my fingers on the back of a book. Towards the middle of the afternoon I dialled the time and set the clock exactly. I sat on the lavatory a long time and decided then not to move till I had planned what to do next. I remained there over two hours, staring at my knees till they lost their meaning as limbs. I thought of cutting my fingernails, that would be a start. But I had no scissors! I commenced to prowl from room to room once more, and then, towards the middle of the evening, I fell asleep in an armchair, exhausted with myself.

*απόσπασμα από το ομώνυμο διήγημα της συλλογής «In Between The Sheets» του Ian McEwan, εκδ. Vintage

Πλήρης αστάθεια*

Καμπάνες κι ένα τεράστιο τύμπανο. Πως είπαμε το τραγούδι; Η Αννούλα του Ταράου είναι η αγάπη μου; Μπα, δεν θυμίζει μελωδία. Περισσότερο μοιάζει με τον ήχο του τραμ 51. Το καμπανάκι χτυπούσε και το αμάξι τρανταζόταν, καθώς διασχίζαμε την Σιλερστράσε, την Πάνκοβ, την οδό Μπρίτε. Η γιγαντιαία Ολυμπιακή καμπάνα σήμανε την έναρξη κι αμέσως μετά τη λήξη των Αγώνων. Το πιστόλι του αφέτη. Το πλήθος άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο Τζο Λιούις ρίχτηκε πάνω μου και με ξάπλωσε στο καναβάτσο για δεύτερη φορά στον ίδιο γύρο. Το βουητό από ένα μονοπλάνο με τέσσερις μηχανές έσκισε το νυχτερινό ουρανό παίρνοντας μακριά το κομματιασμένο μου μυαλό. Άκουσα τον εαυτό μου να λέει:
«Θα κατέβω στη λίμνη Πλότζεν».

Το σφυροκόπημα στο κεφάλι μου θύμιζε την ανάσα λαχανιασμένου Ντόμπερμαν. Προσπάθησα να σηκωθώ απ’ το δάπεδο του αυτοκινήτου και διαπίστωσα ότι είχα τα χέρια δεμένα πίσω, με χειροπέδες. Ύστερα ο βίαιος, οξύς πόνος στο κεφάλι έσβησε τα πάντα. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μην το μετακινώ…
… εκατό χιλιάδες μπότες βαδίζουν με το βάδισμα της χήνας, διασχίζοντας την Ούντερ ντεν Λίντεν. Κάποιος πλησιάζει ένα μικρόφωνο κοντά τους, ενισχύοντας τον ήχο σε σημείο που προκαλεί δέος. Λες και μετακινείται κάποιο τεράστιο άλογο. Συναγερμός για αεροπορική επιδρομή. Ένα φράγμα έχει τοποθετηθεί στα χαρακώματα του εχθρού, για να εμποδίσει την προέλασή του. Την ώρα που πηδούσαμε από πάνω, μια τεράστια έκρηξη μας πέταξε στον αέρα. Σύρθηκα μέχρι μια τρύπα γεμάτη απανθρακωμένους βατράχους. Το κεφάλι μου είναι κλεισμένο στην ουρά ενός πιάνου. Καθώς τα πλήκτρα χτυπάνε τις χορδές, νιώθω τ’ αυτιά μου να βουίζουν. Περιμένω μέχρι να κοπάσει το βουητό της μάχης…

Ένιωσα να με τραβάνε έξω απ’ το αμάξι και στη συνέχεια να με σέρνουν σ’ ένα κτίριο. Πλήρης αστάθεια. Μου έβγαλαν τις χειροπέδες. Μ’ έβαλαν να καθήσω σε μια καρέκλα και αναγκάστηκαν να με κρατάνε για να μη σωριαστώ κάτω. Ένας άντρας που μύριζε φορμόλη και φορούσε στολή έψαξε τις τσέπες μου. Καθώς τις γύριζε μέσα έξω, ένιωσα το γιακά του σακακιού μου να έχει κολλήσει στο λαιμό. Έβαλα το χέρι μου και κατάλαβα πως έτρεχε αίμα απ’ το σημείο που με είχαν χτυπήσει. Αμέσως μετά κάποιος εξέτασε το κεφάλι μου και είπε πως ήμουν σε θέση να απαντήσω σε μερικές ερωτήσεις. Ακόμα κι αν έλεγε πως ήμουν σε θέση να παίξω γκολφ, προσωπικά μου ήταν αδιάφορο. Μου έδωσαν καφέ και τσιγάρο.

*Οι Βιολέτες του Μάρτη, Philip Kerr, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ

Στο Μπράιτον θα δροσιστούμε, τα ψάρια θα μας φοβηθούνε*

Διέσχισαν μαζί το διάδρομο προχωρώντας προς το δωμάτιο του άγγλου ασθενούς, με τον Καραβάτζιο να κρατάει το γραμμόφωνο παραμάσχαλα, ενώ είχε το χέρι του πάνω από το βραχίονα και τη βελόνα του.
«Πριν αρχίσεις να μας λες τις ιστορίες σου», είπε στη στατική φιγούρα. «θα σε βάλω ν’ ακούσεις το My Romance«.
«Γραμμένο το 1935 απ’ τον Λόρεντς Χαρτ, αν δεν κάνω λάθος», μουρμούρισε ο Άγγλος.

Ο Κιπ καθόταν στο παράθυρο και η Χάνα είπε ότι θα ήθελε να χορέψει μαζί του.
«Όχι πριν σε μάθω, σκουληκάκι μου».
Σήκωσε το κεφάλι της κι έριξε μια παράξενη ματιά στον Καραβάτζιο. Έτσι τη φώναζε ο πατέρας της. Την τράβηξε στην αγκαλιά του, την είπε πάλι «σκουλικάκι» κι άρχισε το μάθημα χορού.

Η Χάνα είχε φορέσει ένα καθαρό αλλά ασιδέρωτο φουστάνι. Κάθε φορά που έκαναν μια στροφή, έβλεπε το σκαπανέα να τραγουδάει μόνος του τα λόγια. Αν είχαν ηλεκτρικό, θα μπορούσαν να ακούνε ραδιόφωνο, τις ειδήσεις για τον πόλεμο. Το μόνο που είχαν ήταν ο κρυσταλλικός δέκτης του Κιπ, τον οποίο είχε αφήσει όμως από ευγένεια στο αντίσκηνό του. Ο άγγλος ασθενής μιλούσε για τη δυστυχισμένη ζωή του Λόρεντς Χαρτ. Ορισμένοι από τους καλύτερους στίχους του για το Μανχάταν, είπε, είχαν αλλαχτεί, και τώρα άρχισε να απαγγέλει:

«Στο Μπράιτον θα δροσιστούμε.
Τα ψάρια θα μας φοβηθούνε.
Μόλις μες στο νερό μας δούνε.
Το μαγιό σου θα είναι τόσο μικρό
Που όλο και κάποιος αστακός χαμόγελο θα σκάσει
Ψηλά από την κορυφή μέχρι χαμηλά στη βάση.»

«Θαυμάσιοι στίχοι, και πολύ ερωτικοί, αλλά κάτι μου λέει ότι ο Ρίτσαρντ Ρότζερς θα τους ήθελε κάπως αξιοπρεπέστερους».

«Πρέπει όπως βλέπεις να μαντεύεις τις κινήσεις που θα κάνω».
«Γιατί δεν μαντεύεις εσύ τις δικές μου;»
«Θα γίνει κι αυτό όταν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Προς το παρόν, μόνο εγώ ξέρω».
«Βάζω στοίχημα ότι ξέρει κι ο Κιπ».
«Μπορεί να ξέρει αλλά δεν τις κάνει».
«Λέω να πιω λίγο κρασί», είπε ο άγγλος ασθενής, και ο σκαπανέας πήρε ένα ποτήρι με νερό, το άδειασε έξω από το παράθυρο κι έβαλε κρασί μέσα για τον ‘Αγγλο.
«Το πρώτο μου ποτό ύστερα από ένα χρόνο».

Ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος και ο σκαπανέας γύρισε γρήγορα το κεφάλι του και κοίταξε το σκοτάδι έξω από το παράθυρο. Οι άλλοι πάγωσαν. Θα μπορούσε να ήταν νάρκη. Εκείνος γύρισε και τους είπε:
«Εντάξει, δεν ήταν νάρκη. Ο θόρυβος θα πρέπει να ήρθε από καθαρισμένη περιοχή».

«Βάλε τον δίσκο από την άλλη, Κιπ. Τώρα θ’ ακούσεις το How Long Has This Been Going On, γραμμένο από τον…»
Άφησε να πει το όνομα ο άγγλος ασθενής, που κουνούσε αμήχανα το κεφάλι χαμογελώντας με μια γουλιά κρασί στο στόμα του.
«Σίγουρα, το οινόπνευμα αυτό θα με σκοτώσει».
«Εσένα, φίλε μου, τίποτα δεν μπορεί να σε σκοτώσει. Είσαι καθαρός άνθρακας».
«Καραβάτζιο!»
«Τζωρτζ και Άιρα Γκέρσουιν. Άκου».

Με τη Χάνα στην αγκαλιά του, γλιστρούσε πάνω στη θλίψη του σαξοφώνου. Είχε δίκιο. Η μελωδία ήταν τόσο αργή, τόσο τραβηγμένη, που μπορούσε και η ίδια να καταλάβει ότι ο συνθέτης της δεν ήθελε να βγει από το μικρό σαλόνι της εισαγωγής και να περάσει στο τραγούδι, θα προτιμούσε να μείνει εκεί, στο σημείο που δεν είχε αρχίσει ακόμα η ιστορία, σαν να είχε ερωτευτεί την καμαριέρα προτού γνωρίσει την κυρία του σπιτιού. Ο Άγγλος μουρμούρησε ότι κάτι τέτοιες εισαγωγές σε τραγούδια ονομάζονταν «φορτία».

* Ο Άγγλος Ασθενής, Michael Ondaatje, εκδ. Καστανιώτη

«Έτσι είναι τα πράγματα»*

Όταν χωρίσαμε, κοιμήθηκε μαζί μου.
Ναι, ξέρω, είναι αναμενόμενο να σκεφτείτε: α ρε τον κακομοίρη τον βλάκα, δεν το είδε να έρχεται; Ε, δεν το είδα. Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει, όπως νόμιζα πως ενδιαφερόμουν για ένα άλλο κορίτσι (με κανονικό ύψος, που φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες στα πάρτι.) Δεν το είδα ούτε όταν πέσαμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο στην παμπ (δεν της άρεσαν οι παμπ), ούτε όταν μου ζήτησε να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της, ούτε όταν σταθήκαμε στα μισά του δρόμου και φιληθήκαμε, ούτε όταν μπήκαμε στο δωμάτιό της κι εγώ άναψα το φως κι εκείνη το έσβησε, ούτε όταν έβγαλε την κιλότα της και μου έδωσε ένα κουτάκι Durex, ούτε καν όταν πήρε ένα προφυλακτικό από το αδέξιο χέρι μου και μου το φόρεσε ή μετά, στο λίγο που βάσταξε η δουλειά.
Ναι, μπορείτε να το ξαναπείτε: α ρε κακομοίρη βλάκα. Κι εξακολουθούσες να πιστεύεις ότι ήταν παρθένα, όταν σου φορούσε το προφυλακτικό στον πούτσο; Κατά ένα παράξενο τρόπο, ναι, το πίστευα, ξέρετε. Πίστευα ότι μπορεί να ήταν κάποια από εκείνες τις ενστικτώδεις δεξιότητες που διαθέτουν οι γυναίκες και έλειπε μοιραία από εμένα. Τελικά, μπορεί και να ήταν.
«Πρέπει να το κρατάς όταν τραβηχτείς» ψιθύρησε (νομίζοντας άραγε πως εγώ ήμουν παρθένος;) Ύστερα σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, με το γεμάτο προφυλακτικό να χτυπάει πότε πότε στη μέσα πλευρά των μηρών μου. Την ώρα που το έβγαζα, κατέληξα σε ένα συμπέρασμα και σε μια απόφαση: όχι, έλεγε, όχι.
[…]

Σκέφτηκα: τόση ώρα και δεν πρόλαβα καν να δω τα βυζιά της. Τα ψαχούλεψα, αλλά δεν τα είδα. Επιπλέον, πέφτει εντελώς έξω για τον Ντβόρζακ και τον Τσαϊκόφσκι. Άσε που θα μπορώ να παίζω τον δίσκο μου από το Ένας άντρας και μια γυναίκα, όσο συχνά μου αρέσει. Χωρίς να κρύβομαι.

*Ένα Κάποιο Τέλος, Julian Barnes, εκδ. Μεταίχμιο

μόνο μια τσιπούρα…*

Βάλθηκα να μαγειρεύω από νωρίς το πρωί ακούγοντας παλιά μπλουζ του Lightnin’ Hopkins. Καθάρισα πρώτα την τσιπούρα, την παραγέμισα με μάραθο και της έριξα μπόλικο λαδάκι. Μετά, ετοίμασα τη σάλτσα για τα λαζάνια. Ό,τι έμεινε από το μάτσο του μάραθου το είχα βάλει να βράσει σε χαμηλή φωτιά μέσα σε νερό με αρκετό αλάτι και λίγο βούτυρο. Λάδωσα καλά το τηγάνι και τσιγάρισα λεπτές φέτες κρεμμύδι, σκορδάκι και ψιλοκομμένη πιπεριά. Πρόσθεσα ένα κουτάλι σούπας ξίδι και κάτι ντομάτες που είχα βουτήξει προηγουμένως σε καυτό νερό και τις είχα κόψει σε μικρούς κύβους. Όταν εξαμίστηκε το νερό, έριξα και το μάραθο.

Ηρέμησα επιτέλους. Πάντα το μαγείρεμα μου έκανε καλό. Δεν χανόμουνα μέσα σε δύσκολους λαβύρινθους σκέψεων. Η κούτρα μου λειτουργούσε για να υπηρετήσει μόνο μυρωδιές, γεύσεις και απολαύσεις.

Η Μπαμπέτ έφτασε την ώρα  που άκουγα το Last Night Blues και ετοίμαζα το τρίτο μου ποτήρι με παστίς.

*Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ

Σονάτα για Πιάνο, Νο 26*

Το καλύτερο ήταν η απουσία, και η μικρή Νίνα, την οποία δύσκολα σκεφτόσουν χωρίς το «μικρή», έμοιαζε να μεγαλώνει φανερά καθώς έπαιζε το κομμάτι. Ήταν ένα σωστό adante espressivo, προχωρούσε και κινούταν χωρίς υπερβολές, στην πραγματικότητα την έβλεπες να περιορίζει τα έντονα συναισθήματά της μπροστά στη σοφία του Μπετόβεν έτσι ώστε το μούδιασμα της απουσίας, η μελαγχολική μοναξιά, οι πνιγμένες κορυφώσεις της λαχτάρας να λάμπουν μέσα από από το παίξιμό της. Ο Νικ αναζήτησε τον Γουάνι, το λεπτό του προφίλ, τις μελαγχροινές μπούκλες πίσω από το αυτί του – και αναρωτιώταν αν τον είχε αγγίξει κι αν ναι με ποιον τρόπο. Κοίταζε το αυτί του, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει τι άκουγε. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις την πλήρη προσοχή από την πλήρη αφηρημάδα στον Γουάνι. Ο Νικ επικεντρώθηκε σ’ αυτόν ώστε όλα τα υπόλοιπα γύρω του να είναι ρευστά και μόνο ο Γουάνι ή ότι έβλεπε από αυτόν να πάλλεται στη γυαλιστερή καμπύλη του πιάνου. Είχε την αίσθηση ότι πλέει προς ένα άλλο μέρος, όμορφο, υπαινικτικό, ακόμα κι επικίνδυνο, ένα μέρος που δημιουργούσε και άφηνε ανοιχτό η μουσική, αλλά ξέχωρο από αυτή. Είχε τη διάθεση ενός ανησυχητικού ονείρου, όπου τίποτα δεν το γνωρίζεις στα σίγουρα και η μνήμη δεν έχει κανένα σταθερό πάτημα αφού ξυπνήσεις. Ποια ήταν η συμφωνία που είχε με τον Γουάνι; Η αναζήτηση της αγάπης φαινόταν να χρειάζεται την καλλιέργεια της αδιαφορίας. Η βαθιά σύνδεση μεταξύ τους ήταν τόσο μυστική που μερικές φορές ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι υπήρχε. Αναρωτήθηκε αν ήξερε κανείς – αν είχε έστω και μια αναλαμπή μαντεψιάς, μια φευγαλέα διαίσθηση, ξεχασμένη από τον ίδιο τον παραλογισμό της. Πως θα μπορούσε κάποιος να ξέρει; Πίστευε ότι πάντα πρέπει να υπάρχουν υπαινιγμοί ενός μυστικού δεσμού, κάποια ακούσια τρυφερότητα ή σεβασμός, ένας ιδιαίτερος τρόπος να μην προσέχει ο ένας τον άλλον. Αναρωτήθηκε αν θα γίνει ποτέ γνωστό ή αν θα πάρουν το μυστικό στους τάφους τους. Για ένα λεπτό ένιωσε ανίκανος να κουνηθεί σαν να ήταν υπνωτισμένος από την εικόνα του Γουάνι. Χρειάστηκε ένα μικρό τίναγμα για να σπάσει την μαγεία.

*Η Γραμμή της Ομορφιάς, Άλαν Χόλινγκχερστ, εκδ. Καστανιώτη.

υ.γ. μετάφραση από το πρωτότυπο δική μου.

Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δεν θα είναι*

Στις δύο τα ξημερώματα γυρνάγαμε  με το αυτοκίνητο του Εμίλιο στο ξενοδοχείο. Το αλκοόλ είχε κάνει πάλι το θαύμα του, μετατρέποντας τον ενήλικα αρσενικό σε θερμόαιμο, ξεδιάντροπο έφηβο. Μιλούσαμε φωναχτά και οι πλάκες διαδέχονταν τις παθιασμένες κορώνες από τα ρεφρέν των τραγουδιών του Βίκτορ Χαρά που έπαιζε το κασετόφωνο. Απόηχοι της αγανάκτησης και των ελπίδων που κυριαρχούσαν τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και τα πρώτα της δημοκρατίας, την εποχή της νιότης μας. Είχε περάσει μια μόνο δεκαετία, και ήταν σαν να είχαμε αλλάξει αιώνα. Τα τραγούδια που τότε μας είχαν συνεπάρει, μας ξυπνούσαν τώρα μια πρώιμη νοσταλγία, όχι τόσο γι’ αυτό που ήμασταν όσο γι’ αυτό που θα μπρούσαμε να είχαμε γίνει. Κουτσουρεμένα όνειρα σαν τον καημό που τραγουδούσε ο δολοφονημένος χιλιανός τραγουδιστής, της γυναίκας που έτρεχε στο εργοστάσιο όπου δούλευε ο αγαπημένος της, με τη βροχή στα μαλλιά, χωρίς να τη νοιάζει, αφού πήγαινε να τον βρει…

Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως κι εγώ ο ίδιος, πρότεινε να σταματήσουμε για μια βουτιά που θα μας ανακούφιζε από τη θέρμη του αλκοόλ. Ο Εμίλιο διαμαρτυρήθηκε πως δεν είχαμε μαγιό, κι εμείς απαντήσαμε πως ήταν αντιδραστικός κι ότι θα κολυμπήσουμε γυμνοί. Κι οι έφηβοι επιδειξίες στους οποίους είχαμε μεταμορφωθεί το έριξαν πάλι στο τραγούδι ώσπου το αυτοκίνητο σταμάτησε σε μια μικρή πλαζ της χερσονήσου, στο πάρκο της οποίας βρίσκεται το πανεπιστημιακό μέγαρο.

Αφήσαμε τα ρούχα μας στην άμμο να τα προσέχει ο Εμίλιο και μπήκαμε τρέχοντας στο νερό. Τη στιγμή που το κρύο μου δάγκωνε τα πόδια ακούσαμε γέλια και σφυρίγματα στις πλάτες μας. Δύσκολα διακρίνονταν μες τη μαύρη νύχτα, αλλά στην παραλία, δίπλα στο μέρος που είχαμε επιλέξει για να κολυμπήσουμε, ήταν μια παρέα και, πίσω της, η αμυδρή ανταύγεια μιας μικρής φωτιάς γύρω από την οποία κάθονταν όταν εμφανιστήκαμε εμείς να τρέχουμε τσίτσιδοι.

*Ένας Δαίμονας Στην Πόρτα, Jose Manuel Fajardo, εκδ. opera