Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα.*

Αισθανόμουν όμορφα στο μπαρ του Χασάν. Μια παρέα ήταν οι τακτικοί θαμώνες του και δεν τους χώριζε τίποτα, ούτε τα χρόνια, ούτε το φύλο, ούτε η κοινωνική τους τάξη ή το χρώμα του πετσιού τους. Φίλοι ήμασταν όλοι εκεί. Αυτός που πήγαινε εκεί για το παστίς του, σίγουρα δεν ψήφιζε Εθνικό Μέτωπο, ποτέ του δεν θα το ‘κανε αυτό, μήτε μια φορά στη ζωή του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους γνωστούς μου. Όλοι οι πελάτες αυτού του μπαρ, που ήταν Μαρσεγέζοι απλοί και σωστοί, ήξεραν πολύ καλά γιατί ζούσαν στη Μασσαλία κι όχι αλλού. Τη φιλία που ανάσαινες εκεί συνάμα με τη μυρωδιά του γλυκάνισου την ένιωθες στη ματιά που αντάλλασσες με τους άλλους. Θύμιζε το μισεμό των πεταράδων μας. Σε καθησύχαζαν όλα τούτα. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε αφού ήδη είχαμε χάσει τα πάντα.

Όταν μπήκα έπαιζαν ένα τραγούδι του Φερέ:

Βλέπω να μας έρχονται
τρένα γεμάτα μπράουνινγκ, μπερέτες με μαύρα λουλούδια
και ανθοπώλες να ετοιμάζουν λουτρά αίματος
για χρωμοτηλεοπτικά δελτία…

Ζήτησα να μου σερβίρουν ένα παστίς στη μπάρα. Το ανανέωσε μετά ο Χασάν, όπως πάντα. Στη συνέχεια, δεν τα ξαναμέτρησα τα παστίς. Σε μια στιγμή, όταν είχα φτάσει κάπου στα τέσσερα, ο Χασάν σκύβει και μου λέει:
– Μα για πες μου, κομμάτι αδέξια μου φαίνεται η εργατική τάξη. Εσύ τι λες, έτσι δεν είναι;
Η αλήθεια είναι πως δεν με ρώταγε, απλώς το διαπίστωνε. Το βεβαίωνε. Ο Χασάν δεν ήταν φλύαρος. Του άρεσε όμως κάθε τόσο να πετάει σ’ έναν πελάτη μια φρασούλα με νόημα. Έτσι σαν γνωμικό για να το σκέφτεσαι.
-Μα τι να σου πω τώρα, του απάντησα.
-Τίποτε. Δεν υπάρχει τίποτε να πεις. Πάμε όπου πάμε. Και τέρμα. Άντε, τελείωνε το ποτό σου.

*H Τριλογία της Μασσαλίας – Solea, Ζαν Κλωντ Ιζζό, εκδ. ΠΟΛΙΣ