Αποχαιρετισμός*

Έχω αψεγάδιαστη καταγωγή, και φέρθηκα άψογα. Αλλά κι εκείνος· με ίσως λίγο πιο στητό το λεπτό του σώμα, ίσως λίγο πιο σφιχτά δεμένα τα χέρια πίσω στην πλάτη του. Με το ίδιο γλυκό χαμόγελο, κοιτώντας αλλά μη κοιτώντας με. Μου ζήτησε να του παίξω την αγαπημένη του σονάτα του «Αποχαιρετισμού», κι επειδή τη γνωρίζω καλά τα δάχτυλά μου περιφρόνησαν τα θολωμένα μου μάτια και δούλεψαν από μόνα τους κι η μουσική βγήκε, κάπως βγήκε, κι απλώθηκε στο δωμάτιο μουσικής όπου βρισκόμασταν οι δυο μας. Θα έλεγα μάς ευλόγησε. Λες κι είμαστε κάποιο ανέστιο αστεφάνωτο ζευγάρι που δεν περιμένει τίποτα άλλο από πουθενά – αλλά προσπαθώ κι εγώ να μην παρασύρομαι από συναισθηματισμούς. Να είμαι λογική και ψύχραιμη.

Όπως, ας πούμε, λογικά να παραδεχτώ ότι δεν θα με παντρευτεί ποτέ, και το ξέρω. Γιατί θέλει να είναι ανεξάρτητος και αφοσιωμένος σ’ αυτό που πρέπει να κάνει προτού η τροχιά του εκραγεί και σβήσει· γιατί θα τον έδενα σ’ αυτή την παγωμένη χώρα και θα τον βάραινα στην άλλη, εκείνη που δεν υπάρχει ακόμα· γιατί δεν έχει χρήματα για μια πριγκίπισσα· γιατί η ίδια η Τσαρίνα τού το είπε, ότι πρέπει να κοιτάξει αλλού για γάμο – να τοι οι λόγοι, τους λέω και τους ξαναλέω στην ανυπότακτη καρδιά μου, τους έμαθα πια απέξω.
Θα αλληλογραφούμε, μου είπε στο τέλος χαμογελώντας με κάποια δυσκολία. Κοιτώντας και μη κοιτώντας με. Παρακαλώ πολύ, σε παρακαλώ πολύ, Ρωξάνδρα, γράφε μου.
Θα σου γράφω, Ιωάννη, και θα μου γράφεις. Σελίδες και σελίδες που μετά, όταν οι τροχιές μας θα έχουν σβήσει, θα ανεβαίνουν φτερωτές τα ράφια των μεγάλων βιβλιοθηκών. Όλο και πιο ψηλά, θα φωλιάζουν στη μεταθανάτια ζωή μας, στον ανέστιο αστεφάνωτο γάμο μας. Μόνο που ο έρωτας δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Η ψυχή μου όλη έχει ξεσηκωθεί και ουρλιάζει σήμερα, Ιωάννη, το δέρμα μου ανατριχιάζει, ναι, το δέρμα μου, που δεν είναι από μάρμαρο: Γιατί σε θέλει, και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Με δύναμη αρπάζω μια σειρά βιβλία απ’ αυτά που φτάνω εύκολα, στα χαμηλά ράφια, όμορφα βιβλία δεμένα με κόκκινο δέρμα μαλακό σαν βελούδο, με χρυσά γράμματα, και τα πετάω κάτω. Ναι, έτσι. Παίρνω κι άλλα, τα πετάω όλα κάτω. Τώρα το πρωινό φως πέφτει πάνω σ’ αυτό το χυμένο αίμα, κόκκινο, χρυσό, με λίγη υγρασία.

*Κάτι κρυφό μυστήριο, Καρολίνα Μέρμηγκα, εκδ. Μελάνι

Μέρα παρά μέρα*

Τα εννέα ποτηράκια του καφέ ήταν ακόμα στοιχισμένα πάνω στο τραπέζι του. Ένα λαμπρό φως έμπαινε απ’ τις γρίλιες, κόβοντας σε λωρίδες το γραφείο. Έβαλε την καφετιέρα στην πρίζα, αφού πρώτα έλεγξε αν είχε νερό, και άλλαξε τον καφέ. Ύστερα πήγε στο αρχηγείο του ραδιοφωνικού σταθμού, λίγα βήματα παρακεί. Ο Φριτς ήταν στα χειριστήρια και πλάι του ο Κανάλες ο Ψηλός κοιμόταν σ’ ένα μικροσκοπικό ράντζο, με τα πόδια του να κρέμονται τριάντα εκατοστά.
«Και συνεχίζουμε το πρόγραμμά μας για το ξεκίνημα της ημέρας. Για σας, το Φεγγαρόφωτο. Μουσική για να σας νανουρίσει πρωί πρωί, εδώ στο Ράδιο Σάντα Άννα».
Ο Φριτς του έδειξε τον κοιμισμένα Κανάλες.
«Κοιτάξτε να δείτε, ο κερατάς, μου έχει προγραμματίσει μουσική για μεσημεριάτικο ύπνο. Αν δεν ξυπνήσει σε δύο λεπτά, θα του βάλω τα χορωδιακά του ρώσικου στρατού και μετά την Ηρωική του Μπετόβεν. Και οι άλλοι οι κερατάδες συνεχίζουν να μας βάζουν παράσιτα απ’ το λόφο».

«Πήρε κανείς;»
«Γι’ αυτό με τη σκοτωμένη; Μια κυρία που έχει ένα τακατζίδικο στη Λέρδο, η δόνια Λουίσα, μισό τετράγωνο απ’ την εκκλησία. Δεν ήθελε να μου πει τίποτα, παρ’ όλο που εγώ της τράβηξα ολόκληρο κατεβατό για το δικαίωμα στην πληροφορία. Να περάσετε να τη δείτε, λέει. Και τηλεφώνησαν κι άλλοι δύο απειλώντας με θάνατο τον Μπένχαμιν, είπαν ότι τώρα πια την πούτσισε για τα καλά».
«Συνηθίζεται αυτό;»
«Μέρα παρά μέρα».

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;*

«Έμαθα ότι εσύ με σύστησες γι΄αυτή την απαίσια δουλειά, είσαι γαμημένος προδότης».
«Αλήθεια δεν σ’ αρέσει;»
«Με γοητεύει. Πέρα απ’ το ότι με πυροβόλησαν κιόλας δύο φορές, και τη μία κατουρήθηκα πάνω μου, με γοητεύει».
«Άρα λοιπόν, δεν έκανα λάθος», είπε ο άλλος συγγραφέας.
Ο Χ.Δ. χαιρέτησε φέροντας δύο δάχτυλα στο γείσο του κασκέτου του κι έκανε στην άκρη. έστρεψε το βλέμμα του στις ταράτσες των κτιρίων, ψάχνοντας ανύπαρκτους ελεύθερους σκοπευτές. Αυτός βρισκόταν εκεί στο ρόλο του αρχηγού της αστυνομίας, όχι του αφηγητή. Έβλεπε άλλα πράγματα. Την παρατήρηση μπορούσε να την αφήσει γι’ άλλη φορά. Δεν ήταν ώρα τώρα να κοιτάξει τις γυναίκες με τις κόκκινες και τις πράσινες ποδιές, που οπλισμένες με πλακάτ και ματσάκια λουλούδια σήκωναν τη γροθιά τους ως τα μισά, θαρρείς και τους απέμενε κάποιο υπόλειμμα συστολής. Μπορούσε να προσπεράσει το τεταμένο πρόσωπο με τις πεταμένες φλέβες του Μπενχαμίν Κορρέα, που ταξίδευε στον αέρα, κρατημένος τρία εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος από τον θαυμασμό καμιάς εκατοστής γυμνασιόπαιδων, ντυμένων στα πράσινα, που τον περιστοίχιζαν. Δεν ήταν μια διαδήλωση με τάξη. Ανθρακωρύχοι και αγρότες, στελέχη της ΛΑ.Ο., δάσκαλοι του δημοτικού, γυναίκες από τις συνοικιακές επιτροπές, μέλη του αναγεννημένου συνδικάτου για τις πόρνες (δυό τους αγκαζέ με τον Κανάλες, τον Ψηλό), ταξιτζήδες και μικρέμποροι, μαθητές του γυμνασίου, αγρότες και πάλι αγρότες, εργάτες στα εργοστάσια αναψυκτικών και στα γυψοποιεία, βάδιζαν ανακατεμένοι, πολλοί με τα προσωπικά τους πλακάτ, όπου αφθονούσε το πνεύμα μάλλον παρά η ορθογραφία.
Μπαίνοντας στην πλατεία, είδε τον Μερενσιάνο με το τουφέκι του στο παράθυρο του δημοτικού μεγάρου, πάνω απ’ την εξέδρα. Όταν οι μπροστινοί άρχισαν να κάνουν τον γύρο της πλατείας, απ’ όλα τα μεγάφωνα βγήκαν οι πρώτες συγχορδίες της Πέμπτης του Μπετόβεν. Ο Κανάλες έκλεισε το μάτι στον αρχηγό της αστυνομίας.
Και έτσι, με Μπετόβεν, σαράντα χιλιάδες πολίτες της Σάντα Άννα μπήκαν στην κεντρική πλατεία της πόλης τους την 20η Απριλίου.

*H Zωή η Ίδια, Paco Ignacio Taibo II, μετ. Κική Καψαμπέλη, εκδ. ΑΓΡΑ

Σονάτα για Πιάνο, Νο 26*

Το καλύτερο ήταν η απουσία, και η μικρή Νίνα, την οποία δύσκολα σκεφτόσουν χωρίς το «μικρή», έμοιαζε να μεγαλώνει φανερά καθώς έπαιζε το κομμάτι. Ήταν ένα σωστό adante espressivo, προχωρούσε και κινούταν χωρίς υπερβολές, στην πραγματικότητα την έβλεπες να περιορίζει τα έντονα συναισθήματά της μπροστά στη σοφία του Μπετόβεν έτσι ώστε το μούδιασμα της απουσίας, η μελαγχολική μοναξιά, οι πνιγμένες κορυφώσεις της λαχτάρας να λάμπουν μέσα από από το παίξιμό της. Ο Νικ αναζήτησε τον Γουάνι, το λεπτό του προφίλ, τις μελαγχροινές μπούκλες πίσω από το αυτί του – και αναρωτιώταν αν τον είχε αγγίξει κι αν ναι με ποιον τρόπο. Κοίταζε το αυτί του, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει τι άκουγε. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις την πλήρη προσοχή από την πλήρη αφηρημάδα στον Γουάνι. Ο Νικ επικεντρώθηκε σ’ αυτόν ώστε όλα τα υπόλοιπα γύρω του να είναι ρευστά και μόνο ο Γουάνι ή ότι έβλεπε από αυτόν να πάλλεται στη γυαλιστερή καμπύλη του πιάνου. Είχε την αίσθηση ότι πλέει προς ένα άλλο μέρος, όμορφο, υπαινικτικό, ακόμα κι επικίνδυνο, ένα μέρος που δημιουργούσε και άφηνε ανοιχτό η μουσική, αλλά ξέχωρο από αυτή. Είχε τη διάθεση ενός ανησυχητικού ονείρου, όπου τίποτα δεν το γνωρίζεις στα σίγουρα και η μνήμη δεν έχει κανένα σταθερό πάτημα αφού ξυπνήσεις. Ποια ήταν η συμφωνία που είχε με τον Γουάνι; Η αναζήτηση της αγάπης φαινόταν να χρειάζεται την καλλιέργεια της αδιαφορίας. Η βαθιά σύνδεση μεταξύ τους ήταν τόσο μυστική που μερικές φορές ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι υπήρχε. Αναρωτήθηκε αν ήξερε κανείς – αν είχε έστω και μια αναλαμπή μαντεψιάς, μια φευγαλέα διαίσθηση, ξεχασμένη από τον ίδιο τον παραλογισμό της. Πως θα μπορούσε κάποιος να ξέρει; Πίστευε ότι πάντα πρέπει να υπάρχουν υπαινιγμοί ενός μυστικού δεσμού, κάποια ακούσια τρυφερότητα ή σεβασμός, ένας ιδιαίτερος τρόπος να μην προσέχει ο ένας τον άλλον. Αναρωτήθηκε αν θα γίνει ποτέ γνωστό ή αν θα πάρουν το μυστικό στους τάφους τους. Για ένα λεπτό ένιωσε ανίκανος να κουνηθεί σαν να ήταν υπνωτισμένος από την εικόνα του Γουάνι. Χρειάστηκε ένα μικρό τίναγμα για να σπάσει την μαγεία.

*Η Γραμμή της Ομορφιάς, Άλαν Χόλινγκχερστ, εκδ. Καστανιώτη.

υ.γ. μετάφραση από το πρωτότυπο δική μου.