Έρωτας*

Μήπως όμως οι επαγγελματίες ήταν καλύτεροι; Πήρε το μικρό του σημειωματάριο από το συρτάρι του γραφείου. Καιρό είχε να γράψει έστω και μια αράδα στις σελίδες του. Κάποια στιγμή, απογοητευμένος από τη συντριπτική έλλειψη καλών ορισμών για τον έρωτα, άρχισε να καταγράφει, από το τέλος του σημειωματαρίου ως την αρχή, όλους τους κακούς ορισμούς. Ο έρωτας είναι αυτό, ο έρωτας είναι εκείνο, ο έρωτας σημαίνει αυτό, ο έρωτας σημαίνει το άλλο. Ακόμα και πασίγνωστες, κοινές, φραστικές διατυπώσεις έλεγαν, πραγματικά, περισσότερα: είναι ένα μαλακό παιχνίδι, είναι ένα κουταβάκι, είναι ένα φουσκωτό μαξιλαράκι. Έρωτας σημαίνει ποτέ να μην αναγκαστείς να πεις ότι λυπάσαι (απεναντίας συχνά σημαίνει να κάνεις ακριβώς αυτό). Και μετά υπήρχαν όλοι εκείνοι οι ερωτικοί στίχοι από όλα εκείνα τα ερωτικά τραγούδια, με τις λιποθυμικές φρεναπάτες του στιχουργού, του τραγουδιστή, του συγκροτήματος. Ακόμα και τα γλυκόπικρα και τα κυνικά -πάντα ειλικρινής σε εσένα, αγάπη μου, με τον τρόπο μου- του φαίνονταν καθαρά αντιπαραδείγματα συναισθηματισμού. Ναι, ήταν πολύ κακό για εμάς, φιλαράκο, αλλά δεν θα είναι απαραιτήτως το ίδιο κακό και για σένα: αυτή ήταν η υπόρρητη υπόσχεση του τραγουδιού. Μπορείς λοιπόν να το ακούσεις με συμπονετική μακαριότητα.

Να και μια εγγραφή -σοβαρή αυτή- που δεν την είχε διαγράψει μέσα στα χρόνια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί που την είχε αλιεύσει. Ποτέ δεν σημείωνε τον συγγρφέα ή την πηγή· δεν ήθελε να παρασυρθεί από τη φήμη του αποφθεγματολόγου· η αλήθεια έπρεπε να στέκεται από μόνη της, καθαρή και χωρίς υποστηλώματα. Αυτή εδώ πήγαινε ως εξής: «Κατά τη γνώμη μου, κάθε έρωτας, ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος, είναι πραγματική καταστροφή αν του παραδοθείς ολοκληρωτικά».

*Η Μοναδική Ιστορία, Julian Barnes, εκδ.  ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

«Έτσι είναι τα πράγματα»*

Όταν χωρίσαμε, κοιμήθηκε μαζί μου.
Ναι, ξέρω, είναι αναμενόμενο να σκεφτείτε: α ρε τον κακομοίρη τον βλάκα, δεν το είδε να έρχεται; Ε, δεν το είδα. Νόμιζα πως είχαμε τελειώσει, όπως νόμιζα πως ενδιαφερόμουν για ένα άλλο κορίτσι (με κανονικό ύψος, που φορούσε ψηλοτάκουνες γόβες στα πάρτι.) Δεν το είδα ούτε όταν πέσαμε τυχαία ο ένας πάνω στον άλλο στην παμπ (δεν της άρεσαν οι παμπ), ούτε όταν μου ζήτησε να τη συνοδεύσω μέχρι το σπίτι της, ούτε όταν σταθήκαμε στα μισά του δρόμου και φιληθήκαμε, ούτε όταν μπήκαμε στο δωμάτιό της κι εγώ άναψα το φως κι εκείνη το έσβησε, ούτε όταν έβγαλε την κιλότα της και μου έδωσε ένα κουτάκι Durex, ούτε καν όταν πήρε ένα προφυλακτικό από το αδέξιο χέρι μου και μου το φόρεσε ή μετά, στο λίγο που βάσταξε η δουλειά.
Ναι, μπορείτε να το ξαναπείτε: α ρε κακομοίρη βλάκα. Κι εξακολουθούσες να πιστεύεις ότι ήταν παρθένα, όταν σου φορούσε το προφυλακτικό στον πούτσο; Κατά ένα παράξενο τρόπο, ναι, το πίστευα, ξέρετε. Πίστευα ότι μπορεί να ήταν κάποια από εκείνες τις ενστικτώδεις δεξιότητες που διαθέτουν οι γυναίκες και έλειπε μοιραία από εμένα. Τελικά, μπορεί και να ήταν.
«Πρέπει να το κρατάς όταν τραβηχτείς» ψιθύρησε (νομίζοντας άραγε πως εγώ ήμουν παρθένος;) Ύστερα σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, με το γεμάτο προφυλακτικό να χτυπάει πότε πότε στη μέσα πλευρά των μηρών μου. Την ώρα που το έβγαζα, κατέληξα σε ένα συμπέρασμα και σε μια απόφαση: όχι, έλεγε, όχι.
[…]

Σκέφτηκα: τόση ώρα και δεν πρόλαβα καν να δω τα βυζιά της. Τα ψαχούλεψα, αλλά δεν τα είδα. Επιπλέον, πέφτει εντελώς έξω για τον Ντβόρζακ και τον Τσαϊκόφσκι. Άσε που θα μπορώ να παίζω τον δίσκο μου από το Ένας άντρας και μια γυναίκα, όσο συχνά μου αρέσει. Χωρίς να κρύβομαι.

*Ένα Κάποιο Τέλος, Julian Barnes, εκδ. Μεταίχμιο