Ti sento addosso e non ci sei*

Ετούτο το σπίτι απέπνεε γαλήνη. Ετοίμασε καφέ. Στην πλατεία τα παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Μπορούσε να το καταλάβει αυτό απ’ τα ξεφωνητά τους. Κατάπιε δύο Ντολιπράν, μια γουλιά νερό, γέμισε ακόμα μια φορά το ποτήρι του και πότισε το βασιλικό που ήταν ακουμπισμένος στο περβάζι. Η μυρωδιά του ξεχύθηκε αμέσως στο χώρο. Αγαπούσε αυτή τη μυρωδιά. Ήταν μέρος μιας γλυκιάς ζωής.
Άνοιξε το ράδιο και κάθισε μπροστά στο τραπέζι. Ειδήσεις. Η καθημερινή δόση μίσους, βίας, θανάτου. Η Βοσνία θύμιζε Λίβανο, και η Ρουάντα τη Βοσνία και τον Λίβανο μαζί, στο χειρότερό τους. Αναγκαστικά στο χειρότερο τους. Ο Χίτλερ είχε μολύνει ολάκερο τον κόσμο. Στη Χιροσίμα οι Αμερικάνοι είχαν πειραματιστεί με τον τρόμο. Αλλά και πιο πριν, ο πόλεμος του ’14 είχε κυλήσει την ανθρωπότητα μέσα στον αποτροπιασμό. Το πριν και το μετά έμοιαζαν σαν αδέλφια.
Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν άλλο απ’ αυτό. Να αλληλοσπαράσσονται. Το χωράφι τους γείτονα θα είναι πάντα καλύτερο από το δικό μας, άρα το καταπατούμε, κι εκείνος φωνάζει τους μπάτσους ή βγάζει το όπλο του. Αλληλοσκοτωμός. Για μια γυναίκα, ένα αμάξι, ένα φράχτη σε λάθος θέση, ένα καταπατημένο κομμάτι γης, μια θρησκεία, μια χώρα. Υπήρχε πάντα κάποιος που θεωρούσε τον εαυτό του καλύτερο από τους άλλους. Πιο καθαρό, πιο δίκαιο. Και έκοβε κεφάλια. Δολοφονούσε, σφαγίαζει. Στο όνομα του δικαίου…
Ο Διαμαντής άλλαξε σταθμό. Οι ίδιες ειδήσεις, αλλά τώρα σχολιασμένες. Στη Μασσαλία, ένα σχολείο, σε κάποια συνοικία που δεν γνώριζε, υπέστη βανδαλισμούς από κάποιους μαθητές. Όλοι έψαχναν το γιατί. Ο διευθυντής, οι καθηγητές, οι γονείς των μαθητών… Έσβησε το ράδιο. Ήταν εξαντλημένος.
Ήπιε μια δεύτερη κούπα καφέ καπνίζοντας ένα τσιγάρο, σηκώθηκε ακουμπώντας στις άκρες του τραπεζιού, όπως οι γέροι. Ένιωθε γέρος. Με μεγάλο κόπο, πήγε πτος το σαλόνι. Πλησίασε το στερεοφωνικό. Ανάγκη για μουσική. Σαντάνα, Ντίλαν, Κέιλαντ, Βέρντι, Τίτο Πουέντε, Στόουνς… Η Μαριέτ είχε εκλεκτικό γούστο. Του άρεσε αυτό. Βρήκε αυτό που έψαχνε. Τζιανμαρία Τέστα. Η φωνή του γέμισε το σπίτι.

Io ti parlavo ancora et tu eri già partito
E quello che dicevo non lo ascoltavi più
La musica, il bicchiere le altre sere
ti avrebbero legato qui ma non adesso.
Ti sento addosso e non ci sei… **

* Οι Βατσιμάνηδες της Μασσαλίας, Ζαν-Κλωντ Ιζζό, μετ. Μαριλένα Κοραντζάνη, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

**Εγώ σου μιλώ ακόμη κι εσύ έχεις φύγει.
Και δεν ακούς πια αυτά που λέω.
Η μουσική, το ποτήρι, τις άλλες βραδιές
σ’ είχα δική μου εδώ αλλά όχι τώρα.
Σε αισθάνομαι πάνω μου, μα εσύ δεν είσαι πια εδώ.

This entry was posted in Cantautori,Folk and tagged , by Jaquou Utopie. Bookmark the permalink.

About Jaquou Utopie

Μικρόκοσμος Και να, τι θέλω τώρα να σας πω Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας, φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο. Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε. Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα. Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά κι η γη μας τόση δα μικρή. Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ’ άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω. Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει. είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε Ν. Χικμέτ

7 thoughts on “Ti sento addosso e non ci sei*

Σχολιάστε